Το Ζήτημα της Διαρθρωτικής Ανεργίας μετά την Κρίση
Την αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων, εξέλιξη η οποία συνδέεται με την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας, αναδεικνύει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της, στο οποίο σχολιάζει ότι το ποσοστό ανεργίας συνέχισε την πορεία αποκλιμάκωσής του το τελευταίο τρίμηνο του 2018 και διαμορφώθηκε στο 18,7% έναντι 21,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2017.
Η πτώση της ανεργίας συνδέεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,9% το 2018 και αφορά κυρίως στην κυκλική συνιστώσα της ανεργίας, η οποία οφείλεται στην υψηλή ή χαμηλή ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών, ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου.
Η ενίσχυση, συνεπώς, της καταναλωτικής δαπάνης και της ζήτησης από το εξωτερικό συμβάλλουν σταδιακά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Παράλληλα, η διαρθρωτική ανεργία - αν και διαχρονικά υψηλή στην Ελλάδα - αυξήθηκε έτι περαιτέρω κατά την περίοδο της κρίσης.
Η σχηματική απεικόνιση των εξελίξεων αυτών παρουσιάζεται στην καμπύλη Beveridge για την ελληνική αγορά εργασίας (Γράφημα 1).
Η καμπύλη αυτή αναπαριστά την (αναμενόμενη) αρνητική συσχέτιση μεταξύ
(α) του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας, το οποίο ορίζεται ως οι κενές θέσεις προς το σύνολο των κενών και των κατειλημμένων θέσεων εργασίας, και αποτελεί δείκτη ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και
(β) του ποσοστού ανεργίας.
Οι κινήσεις κατά μήκος της καμπύλης σχετίζονται με τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας.
Για παράδειγμα, η κίνηση κατά μήκος της καμπύλης και προς τα κάτω συνδέεται με αύξηση της ανεργίας και μείωση των κενών θέσεων εργασίας.
Κατά τη διάρκεια των υφέσεων, υπάρχουν συνήθως λίγες κενές θέσεις και υψηλή ανεργία, ενώ κατά τη διάρκεια της επεκτατικής φάσης του οικονομικού κύκλου προσφέρονται περισσότερες θέσεις εργασίας, με συνέπεια τη μείωση της ανεργίας.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1 , από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, καταγράφεται παράλληλη αύξηση της ανεργίας και μείωση του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2013.
Εν συνεχεία και για ένα έτος, παρατηρείται ελαφρά αύξηση του ποσοστού ανεργίας, σε συνδυασμό με αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας.
Η παράλληλη αύξηση και των δύο ποσοστών συνεπάγεται πως η αγορά εργασίας δεν επηρεάζεται από τη φάση του οικονομικού κύκλου (ελαττώνεται η κυκλική επίπτωση και επομένως η επίπτωση της ύφεσης).
Αντίθετα, υποδηλώνει μια παράλληλη μετατόπιση της καμπύλης προς τα πάνω, καθώς αυξάνεται η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων, εξέλιξη η οποία συνδέεται με την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Από το 2010 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει ταυτόχρονα αύξηση, τόσο στο φυσικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο συνιστά ένα μέτρο της διαρθρωτικής ανεργίας όσο και στο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2013, όταν και ξεκινά η καθοδική πορεία της κυκλικής ανεργίας που οδήγησε στη μείωση του συνολικού ποσοστού ανεργίας κατά εννέα εκατοστιαίες μονάδες, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων παρουσιάζουν χαρακτηριστική ακαμψία.
Η αναντιστοιχία συνεπώς μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας αντανακλάται, μεταξύ άλλων, και στο υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων.
Η παραμονή εκτός εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας την εύρεση εργασίας.
Ως εκ τούτου, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αφενός αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία, αφετέρου τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Στο Γράφημα 3 παρουσιάζεται η συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας και της ανεργίας για το 2018.
Η καμπύλη αυτή απεικονίζει την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας κάθε χώρας σε σχέση με τις δύο αυτές μεταβλητές.
Συγκεκριμένα, χώρες όπως η Τσεχία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία παρουσιάζουν χαμηλή ανεργία και υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας.
Αντιθέτως, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία παρουσιάζουν υψηλή ανεργία και χαμηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας.
Επιπροσθέτως, οι χώρες που βρίσκονται πάνω από την καμπύλη εμφανίζουν μεγαλύτερες αναντιστοιχίες προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας για τα ίδια ποσοστά ανεργίας.
H αναντιστοιχία που καταγράφεται στην Ελλάδα ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και τον αριθμό των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:
• στο μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης, όπως αποτυπώνεται στην ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων,
• στις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας,
• στο φαινόμενο της έντονης εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).
Ανάπτυξη, ενεργοποίηση και αντιστοίχιση δεξιοτήτων: Εκπαιδευτικό σύστημα, ενεργές πολιτικές απασχόλησης και κινητικότητα στην αγορά εργασίας
Τα υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας στη χώρα εν μέσω οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τα χαμηλά, αλλά σχετικά σταθερά, ποσοστά κενών θέσεων εργασίας επιβεβαιώνουν την παραδοχή ότι η διαρθρωτική ανεργία αυξήθηκε τα προηγούμενα έτη και ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό ήταν και οι υψηλές αναντιστοιχίες που καταγράφονται στην αγορά εργασίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων.
Τα στοιχεία που αντλήθηκαν από τις έρευνες του Cedefop (European Centre for the Development of Vocational Training), αναδεικνύουν ως μείζον το πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα.
Ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων (ESI) είναι ένας σύνθετος δείκτης που καταρτίζεται από το Cedefop, ο οποίος μετρά την απόδοση στα συστήματα δεξιοτήτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ESI μετρά «την απόσταση από την ιδανική επίδοση» σε όρους δεξιοτήτων, η οποία ορίζεται ως η υψηλότερη που επιτυγχάνεται από οποιαδήποτε χώρα σε μία περίοδο 7 ετών. Η ιδανική απόδοση βαθμολογείται με 100 μονάδες και τα επιμέρους αποτελέσματα όλων των χωρών υπολογίζονται και συγκρίνονται με βάση αυτό.
Ο ευρωπαϊκός δείκτης δεξιοτήτων αποτελείται από τρεις επιμέρους «πυλώνες» ή υποδείκτες, ήτοι την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την ενεργοποίηση δεξιοτήτων και την αντιστοίχιση δεξιοτήτων, καθένας από τους οποίους μετρά μια διαφορετική πτυχή του συστήματος δεξιοτήτων σε μία χώρα.
Συνολικά, για την εξαγωγή του βασικού δείκτη ευρωπαϊκών δεξιοτήτων χρησιμοποιούνται 15 διαφορετικοί δείκτες, οι οποίοι καταρτίζονται από ποικίλες διεθνείς βάσεις δεδομένων.
Ο πυλώνας της ανάπτυξης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει τις δραστηριότητες εκπαίδευσης και κατάρτισης μιας χώρας και τα άμεσα αποτελέσματά τους σε σχέση με τις ικανότητες και δεξιότητες που αναπτύσσονται εντός και εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτελείται από τους υποδείκτες για τη βασική εκπαίδευση εντός του εκπαιδευτικού συστήματος και την εκπαίδευση και κατάρτιση εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος (π.χ. διά βίου μάθηση).
Ο συγκεκριμένος πυλώνας με τους επιμέρους υποδείκτες μετρά επί της ουσίας την ποιότητα, τη συμμετοχή και το βαθμό ολοκλήρωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (π.χ. το ποσοστό του πληθυσμού 15-64 ετών που έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα διεθνή σκορ σε ανάγνωση, μαθηματικά και επιστήμες κλπ.), αλλά και τη συμμετοχή και το βαθμό επίτευξης σε δραστηριότητες διά βίου μάθησης (π.χ. συμμετοχή σε προγράμματα μαθητείας, συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, δεξιότητες σε Η/Υ κλπ.).
Ο πυλώνας της ενεργοποίησης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει το επίπεδο των δεξιοτήτων για τη μετάβαση και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, με σκοπό να εντοπισθούν εκείνες οι οποίες διαθέτουν την υψηλότερη και τη χαμηλότερη εκπροσώπηση στην αγορά εργασίας.
Επί της ουσίας, ο δείκτης αυτός μετράει τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση, τα ποσοστά απορρόφησης των πτυχιούχων ανά εκπαιδευτική βαθμίδα στην αγορά εργασίας, αλλά και τον βαθμό συμμετοχής στην αγορά εργασίας των νέων 20-24 ετών και των ατόμων μεταξύ 25-54 ετών.
Ο τρίτος πυλώνας της αντιστοίχισης δεξιοτήτων καταγράφει το είδος των θέσεων εργασίας και των αναντιστοιχιών που μπορεί να εκφράζονται από την ανεργία, τις ελλείψεις δεξιοτήτων και τα πλεονάσματα δεξιοτήτων ή την ανεπαρκή αξιοποίησή τους στην αγορά εργασίας.
Στηρίζεται στους υποδείκτες της υπο-αξιοποίησης και της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, οι οποίοι υποδηλώνουν το βαθμό στον οποίο οι δεξιότητες που ενσωματώνουν οι εργαζόμενοι ταιριάζουν με τη ζήτηση για δεξιότητες από τις επιχειρήσεις.
Ο συγκεκριμένος δείκτης μετράει εν πολλοίς τη μακροχρόνια ανεργία, την υποαπασχόληση των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων, τις αναντιστοιχίες υψηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου (υψηλής εκπαίδευσης εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας για λιγότερα προσόντα), τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τις αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων προσόντων.
Στο Γράφημα 4 απεικονίζονται οι επιδόσεις επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών στους τρεις ανωτέρω υποδείκτες με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2016) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Cedefop).
Όπως παρατηρείται, η Ελλάδα είναι ουραγός, μαζί με την Ισπανία, στη σχετική λίστα του ευρωπαϊκού δείκτη δεξιοτήτων, φθάνοντας μόλις στις 23 μονάδες στο συνολικό δείκτη, απέχοντας έτσι κατά 77% από την ιδανική επίδοση.
Η χώρα όμως καταγράφει σχετικά χαμηλές επιδόσεις και στους τρεις βασικούς υποδείκτες, αλλά κυρίως στον πυλώνα της αντιστοίχισης δεξιοτήτων μεταξύ ζήτησης και προσφοράς στην αγορά εργασίας.
Εκεί, η Ελλάδα βρίσκεται όχι μόνο τελευταία στην κατάταξη (9 μονάδες) μεταξύ των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και με διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες εξαιρουμένης της Ισπανίας (11 μονάδες), γεγονός το οποίο τονίζει εμφατικά τις αναντιστοιχίες μεταξύ αναγκών σε δεξιότητες που ζητούνται και προσφέρονται στην ελληνική αγορά εργασίας και που, κατ’ επέκταση, συμβάλλουν όχι μόνο στην εντατικοποίηση της ετεροαπασχόλησης, αλλά και στην παραμονή του διαρθρωτικού τμήματος της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα.
Όπως αποτυπώνεται και στο Γράφημα 4, άλλες επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία (Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων στις 62 μονάδες), εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερους δείκτες και στους τρεις επιμέρους πυλώνες δεξιοτήτων.
Η Πορτογαλία ξεπερνά επίσης τον ελληνικό κύριο δείκτη, παρόλο που στον πυλώνα της ανάπτυξης δεξιοτήτων, η σχετική της επίδοση βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με εκείνα της Ελλάδας (41 μονάδες).
Το γεγονός ότι η Ισπανία και η Ελλάδα κατέχουν τις τελευταίες θέσεις στο δείκτη δεξιοτήτων και τις χαμηλότερες με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες επιδόσεις στον υποδείκτη της αντιστοίχισης δεξιοτήτων, αποτυπώνει και τα παραπλήσια χαρακτηριστικά τους, τόσο όσον αφορά στο ποσοστό ανεργίας, αλλά και στο ποσοστό κενών θέσεων εργασίας (Γράφημα 1).
Και οι δύο χώρες παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας, χαμηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας και πολύ χαμηλούς δείκτες αντιστοίχισης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, με υψηλά ποσοστά αναντιστοιχίας στις ζητούμενες και προσφερόμενες δεξιότητες.
Καθοριστικό όμως παράγοντα για την ορθή και αποτελεσματική ανάπτυξη, αξιοποίηση και κατάλληλη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς (επαρκής κάλυψη της ζήτησης δεξιοτήτων) και αφετέρου να μην υπο-αξιοποιούνται (μείωση της ετεροαπασχόλησης και εύρεση εργασίας που να αξιοποιεί τα προσόντα) αποτελεί η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας.
Οι αναντιστοιχίες άλλωστε μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς, συνιστούν ένα από τα κύρια συμπτώματα μιας δυσλειτουργικής σχέσης μεταξύ των αποφοίτων του εκπαιδευτικού συστήματος, και κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και της αγοράς εργασίας.
Η ορθή σύνδεση των αποφοίτων κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, με τις παραγωγικές δομές της χώρας αποτελεί προϋπόθεση για την άμβλυνση της διαρθρωτικής ανεργίας και κατ’ επέκταση για τη μείωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα άλλωστε με μελέτες (ΙΟΒΕ - Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις, 2018), προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη σύνδεση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με καίριο τρόπο μια σειρά από προκλήσεις, μεταξύ των οποίων
α) η αλλαγή του προσανατολισμού της ανώτατης εκπαίδευσης από την προετοιμασία των αποφοίτων για την απασχόληση στο δημόσιο τομέα, στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, και ιδιαίτερα στους τομείς με εξωστρεφή εξαγωγικό προσανατολισμό,
β) η επανεκπαίδευση των ανέργων αποφοίτων για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας και
γ) η εντατικοποίηση και ενίσχυση της ελκυστικότητας της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων προγραμμάτων μαθητείας, τα οποία θα πρέπει να συνδέονται επαρκώς με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Προς την κατεύθυνση αυτή της ενίσχυσης της κινητικότητας στην αγορά εργασίας και της καλύτερης αντιστοίχισης ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων συναινούν και μελέτες του ΟΟΣΑ (Bulman, T. and M. Pisu (2018), “Generating employment, raising incomes and addressing poverty in Greece”, OECD), οι οποίες υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα για την υλοποίηση των Ενεργητικών Πολιτκών Απασχόλησης (ΕΠΑ) (Active Labor Market Programs, ALMPs).
Τα προγράμματα των ΕΠΑ περιλαμβάνουν όλες τις κοινωνικές δαπάνες (εξαιρουμένων των δαπανών του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος), οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν κατά προτεραιότητα τους μακροχρόνια ανέργους και τους νέους που αναζητούν εργασία.
Ωστόσο, τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να εξειδικεύονται επαρκώς και να αξιολογούνται σε τακτική βάση, ούτως ώστε να προσαρμόζονται στις συνεχώς εξελισσόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας, να ενισχύουν την κινητικότητα των εργαζομένων, να πετυχαίνουν την καλύτερη αντιστοίχιση στη ζήτηση και προσφορά εργασίας και να αυξάνουν την παραγωγικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, και σύμφωνα με τις προτάσεις βελτίωσης του ΟΟΣΑ, δίνεται έμφαση στην ενίσχυση των υποδομών οι οποίες στηρίζουν τη διά βίου εκπαίδευση, την κατάρτιση και την επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας
Με γνώμονα τα παραπάνω, καθοριστικής σημασίας καθίστανται ζητήματα όπως α) η παροχή προγραμμάτων μαθητείας στους νέους σπουδαστές, κυρίως τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, β) οι επενδύσεις σε επαγγελματική εκπαίδευση και συστήματα εκμάθησης για ενήλικες, γ) η αποτελεσματικότερη σύνδεση ζήτησης και προσφοράς εργασίας με βάση τις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό των πιο δυναμικών παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, δ) ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός των υποδομών και υπηρεσιών που προσφέρει ο ΟΑΕΔ, ε) ο αποτελεσματικότερος συντονισμός των εμπλεκόμενων φορέων για την υλοποίηση των προγραμμάτων ενεργούς απασχόλησης και στ) η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη νεανική απασχόληση (π.χ. EU Youth Guarantee Scheme).
www.bankingnews.gr
Η πτώση της ανεργίας συνδέεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,9% το 2018 και αφορά κυρίως στην κυκλική συνιστώσα της ανεργίας, η οποία οφείλεται στην υψηλή ή χαμηλή ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών, ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου.
Η ενίσχυση, συνεπώς, της καταναλωτικής δαπάνης και της ζήτησης από το εξωτερικό συμβάλλουν σταδιακά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Παράλληλα, η διαρθρωτική ανεργία - αν και διαχρονικά υψηλή στην Ελλάδα - αυξήθηκε έτι περαιτέρω κατά την περίοδο της κρίσης.
Η σχηματική απεικόνιση των εξελίξεων αυτών παρουσιάζεται στην καμπύλη Beveridge για την ελληνική αγορά εργασίας (Γράφημα 1).
Η καμπύλη αυτή αναπαριστά την (αναμενόμενη) αρνητική συσχέτιση μεταξύ
(α) του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας, το οποίο ορίζεται ως οι κενές θέσεις προς το σύνολο των κενών και των κατειλημμένων θέσεων εργασίας, και αποτελεί δείκτη ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και
(β) του ποσοστού ανεργίας.
Οι κινήσεις κατά μήκος της καμπύλης σχετίζονται με τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας.
Για παράδειγμα, η κίνηση κατά μήκος της καμπύλης και προς τα κάτω συνδέεται με αύξηση της ανεργίας και μείωση των κενών θέσεων εργασίας.
Κατά τη διάρκεια των υφέσεων, υπάρχουν συνήθως λίγες κενές θέσεις και υψηλή ανεργία, ενώ κατά τη διάρκεια της επεκτατικής φάσης του οικονομικού κύκλου προσφέρονται περισσότερες θέσεις εργασίας, με συνέπεια τη μείωση της ανεργίας.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1 , από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, καταγράφεται παράλληλη αύξηση της ανεργίας και μείωση του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2013.
Εν συνεχεία και για ένα έτος, παρατηρείται ελαφρά αύξηση του ποσοστού ανεργίας, σε συνδυασμό με αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας.
Η παράλληλη αύξηση και των δύο ποσοστών συνεπάγεται πως η αγορά εργασίας δεν επηρεάζεται από τη φάση του οικονομικού κύκλου (ελαττώνεται η κυκλική επίπτωση και επομένως η επίπτωση της ύφεσης).
Αντίθετα, υποδηλώνει μια παράλληλη μετατόπιση της καμπύλης προς τα πάνω, καθώς αυξάνεται η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων, εξέλιξη η οποία συνδέεται με την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Από το 2010 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει ταυτόχρονα αύξηση, τόσο στο φυσικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο συνιστά ένα μέτρο της διαρθρωτικής ανεργίας όσο και στο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2013, όταν και ξεκινά η καθοδική πορεία της κυκλικής ανεργίας που οδήγησε στη μείωση του συνολικού ποσοστού ανεργίας κατά εννέα εκατοστιαίες μονάδες, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων παρουσιάζουν χαρακτηριστική ακαμψία.
Η αναντιστοιχία συνεπώς μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας αντανακλάται, μεταξύ άλλων, και στο υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων.
Η παραμονή εκτός εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας την εύρεση εργασίας.
Ως εκ τούτου, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αφενός αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία, αφετέρου τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Στο Γράφημα 3 παρουσιάζεται η συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας και της ανεργίας για το 2018.
Η καμπύλη αυτή απεικονίζει την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας κάθε χώρας σε σχέση με τις δύο αυτές μεταβλητές.
Συγκεκριμένα, χώρες όπως η Τσεχία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία παρουσιάζουν χαμηλή ανεργία και υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας.
Αντιθέτως, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία παρουσιάζουν υψηλή ανεργία και χαμηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας.
Επιπροσθέτως, οι χώρες που βρίσκονται πάνω από την καμπύλη εμφανίζουν μεγαλύτερες αναντιστοιχίες προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας για τα ίδια ποσοστά ανεργίας.
H αναντιστοιχία που καταγράφεται στην Ελλάδα ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και τον αριθμό των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:
• στο μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης, όπως αποτυπώνεται στην ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων,
• στις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας,
• στο φαινόμενο της έντονης εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).
Ανάπτυξη, ενεργοποίηση και αντιστοίχιση δεξιοτήτων: Εκπαιδευτικό σύστημα, ενεργές πολιτικές απασχόλησης και κινητικότητα στην αγορά εργασίας
Τα υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας στη χώρα εν μέσω οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τα χαμηλά, αλλά σχετικά σταθερά, ποσοστά κενών θέσεων εργασίας επιβεβαιώνουν την παραδοχή ότι η διαρθρωτική ανεργία αυξήθηκε τα προηγούμενα έτη και ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό ήταν και οι υψηλές αναντιστοιχίες που καταγράφονται στην αγορά εργασίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων.
Τα στοιχεία που αντλήθηκαν από τις έρευνες του Cedefop (European Centre for the Development of Vocational Training), αναδεικνύουν ως μείζον το πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα.
Ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων (ESI) είναι ένας σύνθετος δείκτης που καταρτίζεται από το Cedefop, ο οποίος μετρά την απόδοση στα συστήματα δεξιοτήτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ESI μετρά «την απόσταση από την ιδανική επίδοση» σε όρους δεξιοτήτων, η οποία ορίζεται ως η υψηλότερη που επιτυγχάνεται από οποιαδήποτε χώρα σε μία περίοδο 7 ετών. Η ιδανική απόδοση βαθμολογείται με 100 μονάδες και τα επιμέρους αποτελέσματα όλων των χωρών υπολογίζονται και συγκρίνονται με βάση αυτό.
Ο ευρωπαϊκός δείκτης δεξιοτήτων αποτελείται από τρεις επιμέρους «πυλώνες» ή υποδείκτες, ήτοι την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την ενεργοποίηση δεξιοτήτων και την αντιστοίχιση δεξιοτήτων, καθένας από τους οποίους μετρά μια διαφορετική πτυχή του συστήματος δεξιοτήτων σε μία χώρα.
Συνολικά, για την εξαγωγή του βασικού δείκτη ευρωπαϊκών δεξιοτήτων χρησιμοποιούνται 15 διαφορετικοί δείκτες, οι οποίοι καταρτίζονται από ποικίλες διεθνείς βάσεις δεδομένων.
Ο πυλώνας της ανάπτυξης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει τις δραστηριότητες εκπαίδευσης και κατάρτισης μιας χώρας και τα άμεσα αποτελέσματά τους σε σχέση με τις ικανότητες και δεξιότητες που αναπτύσσονται εντός και εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτελείται από τους υποδείκτες για τη βασική εκπαίδευση εντός του εκπαιδευτικού συστήματος και την εκπαίδευση και κατάρτιση εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος (π.χ. διά βίου μάθηση).
Ο συγκεκριμένος πυλώνας με τους επιμέρους υποδείκτες μετρά επί της ουσίας την ποιότητα, τη συμμετοχή και το βαθμό ολοκλήρωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (π.χ. το ποσοστό του πληθυσμού 15-64 ετών που έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα διεθνή σκορ σε ανάγνωση, μαθηματικά και επιστήμες κλπ.), αλλά και τη συμμετοχή και το βαθμό επίτευξης σε δραστηριότητες διά βίου μάθησης (π.χ. συμμετοχή σε προγράμματα μαθητείας, συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, δεξιότητες σε Η/Υ κλπ.).
Ο πυλώνας της ενεργοποίησης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει το επίπεδο των δεξιοτήτων για τη μετάβαση και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, με σκοπό να εντοπισθούν εκείνες οι οποίες διαθέτουν την υψηλότερη και τη χαμηλότερη εκπροσώπηση στην αγορά εργασίας.
Επί της ουσίας, ο δείκτης αυτός μετράει τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση, τα ποσοστά απορρόφησης των πτυχιούχων ανά εκπαιδευτική βαθμίδα στην αγορά εργασίας, αλλά και τον βαθμό συμμετοχής στην αγορά εργασίας των νέων 20-24 ετών και των ατόμων μεταξύ 25-54 ετών.
Ο τρίτος πυλώνας της αντιστοίχισης δεξιοτήτων καταγράφει το είδος των θέσεων εργασίας και των αναντιστοιχιών που μπορεί να εκφράζονται από την ανεργία, τις ελλείψεις δεξιοτήτων και τα πλεονάσματα δεξιοτήτων ή την ανεπαρκή αξιοποίησή τους στην αγορά εργασίας.
Στηρίζεται στους υποδείκτες της υπο-αξιοποίησης και της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, οι οποίοι υποδηλώνουν το βαθμό στον οποίο οι δεξιότητες που ενσωματώνουν οι εργαζόμενοι ταιριάζουν με τη ζήτηση για δεξιότητες από τις επιχειρήσεις.
Ο συγκεκριμένος δείκτης μετράει εν πολλοίς τη μακροχρόνια ανεργία, την υποαπασχόληση των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων, τις αναντιστοιχίες υψηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου (υψηλής εκπαίδευσης εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας για λιγότερα προσόντα), τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τις αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων προσόντων.
Στο Γράφημα 4 απεικονίζονται οι επιδόσεις επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών στους τρεις ανωτέρω υποδείκτες με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2016) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Cedefop).
Όπως παρατηρείται, η Ελλάδα είναι ουραγός, μαζί με την Ισπανία, στη σχετική λίστα του ευρωπαϊκού δείκτη δεξιοτήτων, φθάνοντας μόλις στις 23 μονάδες στο συνολικό δείκτη, απέχοντας έτσι κατά 77% από την ιδανική επίδοση.
Η χώρα όμως καταγράφει σχετικά χαμηλές επιδόσεις και στους τρεις βασικούς υποδείκτες, αλλά κυρίως στον πυλώνα της αντιστοίχισης δεξιοτήτων μεταξύ ζήτησης και προσφοράς στην αγορά εργασίας.
Εκεί, η Ελλάδα βρίσκεται όχι μόνο τελευταία στην κατάταξη (9 μονάδες) μεταξύ των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και με διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες εξαιρουμένης της Ισπανίας (11 μονάδες), γεγονός το οποίο τονίζει εμφατικά τις αναντιστοιχίες μεταξύ αναγκών σε δεξιότητες που ζητούνται και προσφέρονται στην ελληνική αγορά εργασίας και που, κατ’ επέκταση, συμβάλλουν όχι μόνο στην εντατικοποίηση της ετεροαπασχόλησης, αλλά και στην παραμονή του διαρθρωτικού τμήματος της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα.
Όπως αποτυπώνεται και στο Γράφημα 4, άλλες επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία (Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων στις 62 μονάδες), εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερους δείκτες και στους τρεις επιμέρους πυλώνες δεξιοτήτων.
Η Πορτογαλία ξεπερνά επίσης τον ελληνικό κύριο δείκτη, παρόλο που στον πυλώνα της ανάπτυξης δεξιοτήτων, η σχετική της επίδοση βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με εκείνα της Ελλάδας (41 μονάδες).
Το γεγονός ότι η Ισπανία και η Ελλάδα κατέχουν τις τελευταίες θέσεις στο δείκτη δεξιοτήτων και τις χαμηλότερες με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες επιδόσεις στον υποδείκτη της αντιστοίχισης δεξιοτήτων, αποτυπώνει και τα παραπλήσια χαρακτηριστικά τους, τόσο όσον αφορά στο ποσοστό ανεργίας, αλλά και στο ποσοστό κενών θέσεων εργασίας (Γράφημα 1).
Και οι δύο χώρες παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας, χαμηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας και πολύ χαμηλούς δείκτες αντιστοίχισης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, με υψηλά ποσοστά αναντιστοιχίας στις ζητούμενες και προσφερόμενες δεξιότητες.
Καθοριστικό όμως παράγοντα για την ορθή και αποτελεσματική ανάπτυξη, αξιοποίηση και κατάλληλη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς (επαρκής κάλυψη της ζήτησης δεξιοτήτων) και αφετέρου να μην υπο-αξιοποιούνται (μείωση της ετεροαπασχόλησης και εύρεση εργασίας που να αξιοποιεί τα προσόντα) αποτελεί η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας.
Οι αναντιστοιχίες άλλωστε μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς, συνιστούν ένα από τα κύρια συμπτώματα μιας δυσλειτουργικής σχέσης μεταξύ των αποφοίτων του εκπαιδευτικού συστήματος, και κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και της αγοράς εργασίας.
Η ορθή σύνδεση των αποφοίτων κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, με τις παραγωγικές δομές της χώρας αποτελεί προϋπόθεση για την άμβλυνση της διαρθρωτικής ανεργίας και κατ’ επέκταση για τη μείωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα άλλωστε με μελέτες (ΙΟΒΕ - Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις, 2018), προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη σύνδεση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με καίριο τρόπο μια σειρά από προκλήσεις, μεταξύ των οποίων
α) η αλλαγή του προσανατολισμού της ανώτατης εκπαίδευσης από την προετοιμασία των αποφοίτων για την απασχόληση στο δημόσιο τομέα, στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, και ιδιαίτερα στους τομείς με εξωστρεφή εξαγωγικό προσανατολισμό,
β) η επανεκπαίδευση των ανέργων αποφοίτων για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας και
γ) η εντατικοποίηση και ενίσχυση της ελκυστικότητας της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων προγραμμάτων μαθητείας, τα οποία θα πρέπει να συνδέονται επαρκώς με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Προς την κατεύθυνση αυτή της ενίσχυσης της κινητικότητας στην αγορά εργασίας και της καλύτερης αντιστοίχισης ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων συναινούν και μελέτες του ΟΟΣΑ (Bulman, T. and M. Pisu (2018), “Generating employment, raising incomes and addressing poverty in Greece”, OECD), οι οποίες υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα για την υλοποίηση των Ενεργητικών Πολιτκών Απασχόλησης (ΕΠΑ) (Active Labor Market Programs, ALMPs).
Τα προγράμματα των ΕΠΑ περιλαμβάνουν όλες τις κοινωνικές δαπάνες (εξαιρουμένων των δαπανών του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος), οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν κατά προτεραιότητα τους μακροχρόνια ανέργους και τους νέους που αναζητούν εργασία.
Ωστόσο, τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να εξειδικεύονται επαρκώς και να αξιολογούνται σε τακτική βάση, ούτως ώστε να προσαρμόζονται στις συνεχώς εξελισσόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας, να ενισχύουν την κινητικότητα των εργαζομένων, να πετυχαίνουν την καλύτερη αντιστοίχιση στη ζήτηση και προσφορά εργασίας και να αυξάνουν την παραγωγικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, και σύμφωνα με τις προτάσεις βελτίωσης του ΟΟΣΑ, δίνεται έμφαση στην ενίσχυση των υποδομών οι οποίες στηρίζουν τη διά βίου εκπαίδευση, την κατάρτιση και την επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας
Με γνώμονα τα παραπάνω, καθοριστικής σημασίας καθίστανται ζητήματα όπως α) η παροχή προγραμμάτων μαθητείας στους νέους σπουδαστές, κυρίως τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, β) οι επενδύσεις σε επαγγελματική εκπαίδευση και συστήματα εκμάθησης για ενήλικες, γ) η αποτελεσματικότερη σύνδεση ζήτησης και προσφοράς εργασίας με βάση τις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό των πιο δυναμικών παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, δ) ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός των υποδομών και υπηρεσιών που προσφέρει ο ΟΑΕΔ, ε) ο αποτελεσματικότερος συντονισμός των εμπλεκόμενων φορέων για την υλοποίηση των προγραμμάτων ενεργούς απασχόλησης και στ) η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη νεανική απασχόληση (π.χ. EU Youth Guarantee Scheme).
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών