Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Foreign Affairs: Ποιοι είναι οι εσωτερικοί εχθροί του ΝΑΤΟ

tags :
Foreign Affairs: Ποιοι είναι οι εσωτερικοί εχθροί του ΝΑΤΟ
Πώς η παρακμή της δημοκρατίας θα μπορούσε να καταστρέψει την Συμμαχία
Το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει σήμερα πολλές προκλήσεις.
Τρομοκράτες έχουν επιτεθεί σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η μετανάστευση ασκεί πιέσεις στα συστήματα συνοριακής και εθνικής ασφάλειας, η Ρωσία είναι ικανή και πρόθυμη να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ και άλλα μέσα επιρροής στην Ευρώπη, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απείλησε να καταργήσει συνολικά την συμμαχία.
Αλλά το πιο σοβαρό πρόβλημα δεν είναι μια από αυτές τις προφανείς απειλές˙ αντίθετα, πρόκειται για την κατάρρευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας μέσα στην ίδια την συμμαχία.
Ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization) δεν ήταν ποτέ μια τυπική συμμαχία. Από την ίδρυσή του το 1949, το ΝΑΤΟ όχι μόνο αποθάρρυνε και υπερασπίστηκε τις εξωτερικές απειλές έχει επίσης προωθήσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Αν και η συνοχή του αρχικά βασίστηκε στην κοινή απειλή της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ ήταν πιο ενοποιημένο από τους περισσότερους πολυμερείς οργανισμούς χάρη στον κοινό χαρακτήρα των μελών του.
Σχεδόν όλα τα μέλη του ήταν δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις που ήταν υπόλογες έναντι των πολιτών τους, δεσμεύονταν από το κράτος δικαίου και ήταν αφοσιωμένες στην υπεράσπιση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Το άρθρο 2 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ δέσμευσε τα μέλη να «ενισχύουν τα ελεύθερα θεσμικά τους όργανα».
Οι χώρες που αντιμετώπιζαν μια κοινή απειλή ενώθηκαν συχνά για άμυνα και επιβίωση, αλλά οι περισσότερες συμμαχίες δεν διαρκούν πολύ όταν εξαλειφθεί η απειλή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί παρατηρητές φοβούνταν ότι το ΝΑΤΟ θα εξαφανιστεί με το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά χάρη στην εσωτερική συνοχή που δημιούργησαν οι δημοκρατικές αξίες του και τα κίνητρα που δημιούργησαν οι προϋποθέσεις του για τα νέα μέλη, η συμμαχία διέψευσε τις προβλέψεις. Αντί να αποσυντεθεί, το ΝΑΤΟ προσαρμόστηκε στις νέες προκλήσεις και έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της διατλαντικής ασφάλειας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Σήμερα, το Κρεμλίνο αποτελεί για άλλη μια φορά σοβαρή απειλή για την Ευρώπη και πέρα από αυτήν. Όμως, σε αντίθεση με την τελευταία φορά που η συμμαχία αντιμετώπισε την Ρωσία, τώρα το ΝΑΤΟ κινδυνεύει. Πολλά μέλη διαλύουν τα θεσμικά όργανα και τις πρακτικές της φιλελεύθερης δημοκρατίας που αναδύθηκαν θριαμβευτικά στον Ψυχρό Πόλεμο, και τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν αν οι αυταρχικοί δημαγωγοί εκμεταλλευτούν τους λαϊκίστικους φόβους για να αποκτήσουν πολιτική επιρροή σε άλλα κράτη-μέλη. Ακριβώς την στιγμή που η συμμαχία είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις από το εξωτερικό, τα θεμέλια της ισχύος της κινδυνεύουν να καταρρεύσουν εξαιτίας προκλήσεων από το εσωτερικό.

Το τίμημα της αποδοχής

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τα φιλελεύθερα δημοκρατικά διαπιστευτήρια των μελών του ΝΑΤΟ έγιναν ακόμη πιο σημαντικά για την συμμαχία. Αν και πολλοί ειδικοί και πολιτικοί εξέφρασαν την ελπίδα ότι η Ευρώπη θα εξέλθει από τον Ψυχρό Πόλεμο ολόκληρη, ελεύθερη και ειρηνική, άλλοι προειδοποίησαν ότι χωρίς έναν κοινό εχθρό, η περιοχή θα μπορούσε να επιστρέψει σε προηγούμενους κύκλους αστάθειας και συγκρούσεων που τροφοδοτούνται από ρεβανσιστικά, σοβινιστικά και αντιφιλελεύθερα ευρωπαϊκά καθεστώτα. Μακράν του να είναι άσχετο, υποστήριζαν οι παρατηρητές αυτοί, το ΝΑΤΟ θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στην ενίσχυση των φιλελεύθερων δημοκρατιών και στην δημιουργία εμπιστοσύνης μεταξύ των χωρών που είχαν ξοδέψει αιώνες πολεμώντας η μια την άλλη.
Και ακριβώς όπως αναμενόταν, οι διασυνοριακές διαμάχες και οι σιγοβράζουσες εθνοτικές συγκρούσεις στην ανατολική Ευρώπη άρχισαν να απειλούν την ειρήνη σχεδόν αμέσως μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Και με την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τελικά την χάλασαν. Ενόψει αυτών των προκλήσεων, το ΝΑΤΟ επιδίωξε να αξιοποιήσει την επιθυμία για ένταξη [σε αυτό] προκειμένου να ενθαρρύνει τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις, απαιτώντας από τα νέα μέλη να ανταποκρίνονται στα πρότυπά του περί καλής διακυβέρνησης.
Η απόφαση αυτή βασίστηκε στην πεποίθηση ότι οι φιλελεύθεροι θεσμοί, οι πρακτικές και οι αξίες θα εμπόδιζαν την επιστροφή στην εθνική, εθνικιστική, εξτρεμιστική και μη ανεκτική δυναμική που είχε προκαλέσει καταστροφικές συγκρούσεις στην Ευρώπη εδώ και αιώνες. Προκειμένου να προωθηθεί η ασφάλεια στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ απαιτούσε από τα νέα μέλη να αφήσουν πίσω τους τις αυταρχικές πρακτικές.
Η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων ήταν συχνά πολιτικά αμφιλεγόμενη και τα επίδοξα μέλη δεν τα κατάφεραν πάντα. Οι χώρες που είχαν περάσει δεκαετίες υπό αυταρχική κομμουνιστική κυριαρχία έπρεπε να εξαλείψουν την παρατεταμένη επιρροή των υπηρεσιών πληροφοριών, να ανατρέψουν τον πολιτικοποιημένο έλεγχο του στρατού υπέρ των απολίτικων επαγγελματικών αμυντικών δυνάμεων, να θέσουν νομοθετικό έλεγχο στις στρατιωτικές προμήθειες και να εφαρμόσουν πολιτικές προσωπικού που θα καταπολεμούσαν την διαφθορά. Όλα αυτά έχουν πάρει χρόνο: Το Μαυροβούνιο έθεσε ως στόχο την ένταξη το 2007, αλλά έπρεπε να περιμένει δέκα ακόμη χρόνια για να εισέλθει.
Και η απλή φιλοδοξία δεν είναι αρκετή: Η Βοσνία, για παράδειγμα, δεν έχει ακόμη εκπληρώσει τα κριτήρια που έθεσε η συμμαχία το 2010 για να δοθεί στην χώρα το Σχέδιο Δράσης για τα Μέλη, ένας πρόδρομος της διαδικασίας για την ένταξη. Αυτές οι απαιτήσεις ενδέχεται να έχουν επιβραδύνει την διαδικασία επέκτασης του ΝΑΤΟ, αλλά οι φιλελεύθεροι θεσμοί και πρακτικές έχουν κεντρική σημασία για την δημιουργία ασφάλειας και εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών της Ευρώπης. Οτιδήποτε λιγότερο θα είχε αποδυναμώσει την συμμαχία αντί να την ενισχύσει.
Πέραν των σταθεροποιητικών του επιπτώσεων στην ευρύτερη ήπειρο, υπάρχει ένας άλλος λόγος που ο φιλελεύθερος δημοκρατικός χαρακτήρας του ΝΑΤΟ κατέληξε να έχει σημασία: Εν τη απουσία κοινής εξωτερικής απειλής, η δεσμευτική δύναμη των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών και θεσμών έχει καταστεί ουσιώδης για την αποτελεσματικότητα της συμμαχίας. Η ικανότητα του ΝΑΤΟ να διεξάγει επιχειρήσεις ασφαλείας εξαρτάται από την πολιτική συνοχή του καθώς και από τις στρατιωτικές δυνατότητες των μελών του.
Λίγοι αμφισβητούν την συνοχή του ΝΑΤΟ όταν γίνεται επίκληση του άρθρου 5 της ιδρυτικής συνθήκης του -δηλαδή όταν ένας σύμμαχος δέχεται άμεση επίθεση. Οι κοινές εξωτερικές απειλές δημιουργούν ενιαίες απαντήσεις. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, για παράδειγμα, τα μέλη του ΝΑΤΟ προσχώρησαν γρήγορα στην εκστρατεία των ΗΠΑ ενάντια στο, υπό διακυβέρνηση Ταλιμπάν, Αφγανιστάν.
Ωστόσο, όταν η συμμαχία αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ασφάλειας που δεν επικαλείται το άρθρο 5, η συνοχή της συμμαχίας είναι λιγότερο βέβαιη, διότι τα μέλη έχουν διαφορετικές προτεραιότητες που καθοδηγούν τους κόστους-οφέλους υπολογισμούς τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η φιλελεύθερη προσήλωση στο κράτος δικαίου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Η συμμαχία έχει αποδειχθεί συνεκτική όταν ενεργεί εκτός Ευρώπης και όταν τα στοιχήματα είναι καλά εδραιωμένα στο διεθνές δίκαιο, όπως συνέβη κατά την παρέμβασή της στην Λιβύη το 2011, η οποία υποστηρίχθηκε από ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Σε άλλες περιπτώσεις, όταν η συμμαχία αντιμετώπισε πιο διάχυτες και αμφισβητούμενες προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας, μια κοινή δέσμευση στις φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες αποδείχθηκε ακόμη πιο σημαντική για την διατήρηση της συνοχής. Δείτε τα Βαλκάνια: Το 1995, το ΝΑΤΟ διεξήγαγε την επιχείρηση Deliberate Force για την προστασία των ασφαλών περιοχών των Ηνωμένων Εθνών στην Βοσνία, οι οποίες είχαν υποστεί επίθεση από ένοπλες ομάδες εθνικών Σέρβων.
Και το 1999, διεξήγαγε μια ακόμη αεροπορική επιχείρηση εναντίον των ενόπλων δυνάμεων εκείνου που απέμεινε από την Γιουγκοσλαβία για να αποτρέψουν στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον εθνοτικών Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο. Και στις δύο εκστρατείες, το άρθρο 5 δεν εφαρμόστηκε επειδή κανένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν είχε δεχθεί άμεση επίθεση. Ούτε η συμμαχία ενεργούσε υπό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Αυτές οι παρεμβάσεις δοκίμασαν την πολιτική ικανότητα της συμμαχίας, αλλά τελικά τα μέλη συνενώθηκαν γύρω από την κοινή δέσμευσή τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μια αρχή που θα κατοχυρωθεί στο διεθνές δίκαιο το 2005 ως «ευθύνη προστασίας» (responsibility to protect ή R2P). Η ικανότητα της συμμαχίας να αποτρέπει τις μαζικές βιαιοπραγίες στα κράτη που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ ήταν επομένως τόσο προϊόν των αξιών των μελών του όσο και προϊόν των στρατιωτικών τους πόρων.
Αντιθέτως, όταν οι δημοκρατικές αξίες και θεσμοί έχουν πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση, η συμμαχία έχει διχαστεί. Συγκρίνετε τις παρεμβάσεις του ΝΑΤΟ στους βαλκανικούς πολέμους με την διαίρεσή του κατά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003. Αν και η κυβέρνηση Μπους ισχυρίστηκε ότι το Ιράκ απειλούσε την παγκόσμια ασφάλεια με την επιδίωξη όπλων μαζικής καταστροφής (ένας τομέας διεθνούς δικαίου πολύ πιο εδραιωμένος από την R2P), το ΝΑΤΟ ήταν μακράν του να είναι ενωμένο για το ζήτημα. Στην πραγματικότητα, η Γαλλία και η Γερμανία ήταν μεταξύ των πιο ηχηρών επικριτών της εισβολής. Παρότι οι παρεμβάσεις του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια ήταν νομικά προβληματικές, οι σύμμαχοι εξακολουθούσαν να είναι ενωμένοι στην επιδίωξή τους λόγω της κοινής τους δέσμευσης υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά όταν το πράγμα έφτασε στο Ιράκ, χωρίς μια δικαιολογία που να βασίζεται στον φιλελευθερισμό, δεν ήταν όλοι πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια παρέμβαση πέραν του πεδίου του άρθρου 5.

Οπισθοδρομώντας μακράν

Στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, μερικοί παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένης και εμού, ανησυχούσαν ότι η αξιοπιστία των κριτηρίων εισδοχής του ΝΑΤΟ υπονομεύθηκε από νέα μέλη που κατάφεραν να ανταποκριθούν στα πρότυπα του ΝΑΤΟ μόνο για να οπισθοδρομήσουν μετά την ένταξή τους στην συμμαχία. Όταν οι διεθνείς οργανισμοί αυξάνουν τους συμμετέχοντές τους, συχνά γίνονται πιο δυσκίνητοι και αργοί στο να δράσουν.
Οι μεγαλύτεροι αριθμοί σημαίνουν μεγαλύτερη ποικιλία σε συμφέροντα και προτεραιότητες. Το ΝΑΤΟ υποστήριξε ότι μια κοινή δέσμευση υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα μετριάσει αυτή την πρόκληση, αλλά αυτό θα ήταν αλήθεια μόνο αν τα νέα μέλη υποστήριζαν αυτές τις αξίες μετά την ένταξή τους. Εκείνη την εποχή, φοβόμουν ότι τα μακρόχρονα μέλη του ΝΑΤΟ τύγχαναν εκμετάλλευσης από κράτη όπως η Ουγγαρία, η οποία είχε κάνει υποσχέσεις για πολιτική μεταρρύθμιση που δεν είχε την πρόθεση να τηρήσει. Το να δοθεί «ελευθέρας» σε αυτούς που οπισθοδρομούν θα έβλαπτε την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ και θα ζημίωνε την ικανότητά του να καλλιεργεί φιλελεύθερες αξίες. Και αν το ΝΑΤΟ γινόταν απρόθυμο να επιβάλει τις ενταξιακές του προϋποθέσεις, η πιο σημαντική πολυμερής συμμαχία των Ηνωμένων Πολιτειών θα γινόταν γεμάτη από αδύναμους δεσμούς.
Αυτοί οι φόβοι έχουν επιβεβαιωθεί έκτοτε. Έχει καταστεί σαφές ότι δεν υπάρχει κόστος για την παραβίαση των φιλελεύθερων δημοκρατικών προτύπων του ΝΑΤΟ, και ότι ορισμένοι αδύναμοι δεσμοί όντως οπισθοδρομούν. Δείτε την Ουγγαρία. Το 1999, η χώρα έγινε ευπρόσδεκτη στο ΝΑΤΟ. Το 2002 και στην συνέχεια και πάλι το 2006 διεξήγαγε ανταγωνιστικές εκλογές που οδήγησαν στην έκθεση της διαφθοράς του παρελθόντος και την συμπαιγνίας με το Κομμουνιστικό Κόμμα της σοβιετικής εποχής από αξιωματούχους και των δύο κύριων κομμάτων, πολλοί από τους οποίους λογοδότησαν.
Το 2004, η Ουγγαρία προχώρησε στην ένταξη στην ΕΕ με ισχυρή υποστήριξη από όλο το πολιτικό φάσμα. Επίσης, σημείωσε πρόοδο στις κοινωνικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα, επιτυγχάνοντας κορυφαίες βαθμολογίες σε όλες τις κατηγορίες από το 2005 έως το 2010 σε κατατάξεις που καταρτίστηκαν από τον μη κυβερνητικό οργανισμό Freedom House.
Αλλά το 2010, στις εκλογές που αναγνωρίστηκαν ευρέως ως ελεύθερες και δίκαιες, το δεξιό κόμμα Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν, κέρδισε το 53% των ψήφων και το 68% των εδρών στο κοινοβούλιο. Οπλισμένο με υπερ-πλειοψηφία, το Fidesz άλλαξε το σύνταγμα και εξασθένησε τους θεσμικούς ελέγχους της κρατικής εξουσίας, ιδίως την δικαστική εξουσία. Αύξησε τον αριθμό των εδρών στο συνταγματικό δικαστήριο της Ουγγαρίας, το οποίο στην συνέχεια γέμισε με δικούς του ανθρώπους και συρρίκνωσε το εύρος της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Στις αρχές του 2018, η Ουγγαρία είχε πέσει στο τέλος της κατάταξης των «ελεύθερων» της Freedom House για τα κοινωνικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Και καθώς το κράτος δικαίου και η λογοδοσία της κυβέρνησης έχουν μειωθεί στην Ουγγαρία, η διαφθορά έχει αυξηθεί. Τον Απρίλιο του 2018, το Fidesz κέρδισε το 49% των ψήφων, αλλά εξασφάλισε και πάλι υπερ-πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Σήμερα, το κόμμα φαίνεται έτοιμο να οδηγήσει την χώρα πιο μακριά από τις αξίες και τους θεσμούς της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η Ουγγαρία παρουσίασε πρώιμα σημάδια της δυνατότητάς της να διολισθήσει στον αντιφιλελευθερισμό, αλλά λίγοι φαντάζονταν ότι η Πολωνία θα την ακολουθούσε.
Η Πολωνία και οι πολίτες της, κατεστραμμένοι από πολλούς αιώνες πολέμου και ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, αντιπροσώπευαν την ελπίδα ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία θα μπορούσε να αποτελέσει απάντηση στις παρελθοντικές ευρωπαϊκές τρέλες των εθνικών παραπόνων, της δημαγωγίας και της επίθεσης κατά των φιλελεύθερων πολιτικών θεσμών. Ωστόσο, μετά την ανάληψη της εξουσίας το 2015, το κόμμα του Νόμου και Δικαιοσύνης της Πολωνίας άρχισε να απομακρύνει πολλούς από τους ίδιους βασικούς ελέγχους και ισορροπίες (checks and balances), και τις προστασίες του κράτους δικαίου που είχε καταργήσει το Fidesz στην Ουγγαρία, εξαλείφοντας την εξουσία του Συνταγματικού Δικαστηρίου να αναθεωρεί νόμους και εκτελεστικές ενέργειες, και αυξάνοντας την εξουσία των πολιτικών ηγετών να γεμίζουν το δικαστικό σώμα με συκοφάντες. Στις αξιολογήσεις του Freedom House, η Πολωνία υποχώρησε από το [επίπεδο βαθμολογίας] 93 στα 100 το 2015, στο 85 το 2018. Φέτος τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση ψήφισε νόμο που καθιστά έγκλημα τον ισχυρισμό ότι η Πολωνία ήταν συνένοχη στο Ολοκαύτωμα. Βάζοντας στην άκρη το ζήτημα της συνενοχής πολλών Πολωνών -και υπάρχουν σημαντικές ιστορικές αποδείξεις γι’ αυτό- αυτή η προσπάθεια απειλεί την κεντρική φιλελεύθερη δημοκρατική αρχή της ελευθερίας του λόγου, χωρίς την οποία οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να λογοδοτήσουν στους πολίτες τους.

Η νέα απειλή

Το 2002, έγραψα για τον κίνδυνο ότι τα διολισθαίνοντα [μέλη] μεταξύ των νέων μελών του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την συνοχή της συμμαχίας. Είναι πλέον σαφές ότι απέτυχα να φανταστώ τα ακόμα χειρότερα. Σήμερα, η φιλελεύθερη δημοκρατία κινδυνεύει όχι μόνο μεταξύ των νέων μελών, αλλά και μεταξύ των ιδρυτικών ή των αρχικών μελών της συμμαχίας -μια εξέλιξη που αποτελεί ακόμα μεγαλύτερη απειλή για την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ.
Η πιο περίεργη περίπτωση μπορεί να αποτελεί μια μικρή έκπληξη.
Η Τουρκία, η οποία προσχώρησε στο ΝΑΤΟ το 1952 και της οποίας η ιστορία είναι στιγματισμένη από στρατιωτικά πραξικοπήματα, αποτελούσε από καιρό πρόβλημα σχετικά με την δέσμευση της συμμαχίας στους φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς και αρχές. Ωστόσο, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Τουρκία σημείωσε πρόοδο στην επέκταση των νομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και στο ότι επέτρεψε τον πολιτικό ανταγωνισμό. Όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ανέλαβε την εξουσία το 2002 υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φάνηκε αρχικά ότι η πρόοδος θα συνεχιζόταν. Σύντομα, όμως, το κόμμα άρχισε να διολισθαίνει. Το 2016, υπό την κάλυψη της διερεύνησης μιας υποτιθέμενης απόπειρας πραξικοπήματος, η κυβέρνηση του Ερντογάν έσυρε πολιτικούς αντιπάλους σε δίκες, δίωξε δημοσιογράφους και κυνήγησε επιχειρήσεις που δεν υποστήριζαν το κόμμα του. Μέσω της πίεσης στα επιχειρηματικά συμφέροντα, το τουρκικό κράτος απέκτησε τον έλεγχο των βασικών μέσων μαζικής ενημέρωσης και τα έκαναν όργανα του κυβερνώντος κόμματος. Ο Ερντογάν κυνήγησε επίσης την ανεξάρτητη δικαιοσύνη, προωθώντας μια συνταγματική τροπολογία που επέτρεψε στο κόμμα του να γεμίζει το δικαστικό σώμα με ενδοτικούς πολιτικά διορισμένους. Το 2018, το Freedom House ταξινόμησε επισήμως την Τουρκία ως «μη ελεύθερη», τοποθετώντας την στην ίδια κατηγορία με την Κίνα, το Ιράν, την Ρωσία και την Συρία.
Εν τω μεταξύ, σε άλλα βασικά μέλη του ΝΑΤΟ, υπάρχουν ανησυχητικά σημάδια, όπως η άνοδος του Εθνικού Μετώπου στην Γαλλία (αφότου το κόμμα ομολόγησε ότι αποδέχθηκε ρωσικό χρήμα) και η αδιανόητη εμφάνιση ενός ακροδεξιού εθνικιστικού κόμματος στην Γερμανία: Το Εναλλακτική για την Γερμανία. Και το 2017, η Ολλανδία είχε μια συγκλονιστική εμπειρία με την αγωνιώδη ήττα του Geert Wilders, του ηγέτη του ριζοσπαστικού δεξιού Κόμματος για την Ελευθερία.
Στην συνέχεια, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις περί του αντιθέτου, οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του 2016 ήταν ένα παράδειγμα ελεύθερων και δίκαιων εκλογών που έφεραν στην εξουσία μια διοίκηση που έχει την πρόθεση να διακόψει τους θεσμούς και τις πρακτικές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, τακτικά προωθεί ψεύδη και έχει επιτεθεί στον ρόλο του ανεξάρτητου Τύπου, υπονοώντας ότι οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να φυλακίζονται ή να αναγκάζονται να αποκαλύπτουν τις πηγές τους.
Ο ίδιος και άλλα μέλη της διοίκησής του εξέφρασαν την υποστήριξή τους σε βίαιους ρατσιστικούς προβοκάτορες, προσέβαλλαν δημοσίως τις θρησκευτικές μειονότητες και υπερασπίστηκαν πράξεις σεξισμού και μισογυνισμού που διαπράττονται τόσο από εκλεγμένους αξιωματούχους όσο και από εκείνους που επιδιώκουν αιρετό αξίωμα. Ο Trump έχει επανειλημμένα επικρίνει μια ανεξάρτητη έρευνα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την προεκλογική του εκστρατεία και μια πιθανή ξένη παρέμβαση στις εκλογές του 2016. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, το 2018, το Freedom House υποβάθμισε τον δείκτη ελευθερίας των Ηνωμένων Πολιτειών σε 86 στα 100, μια βαθμολογία που μόλις προηγείται της Πολωνίας (στο 85).
Φυσικά, μερικά μέλη του ΝΑΤΟ βίωσαν επίσης αυταρχισμό ή στρατιωτική εξουσία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η Ελλάδα κυβερνήθηκε από μια στρατιωτική χούντα από το 1967 έως το 1974 και η πορτογαλική κυβέρνηση ήταν ένα αυταρχικό καθεστώς μέχρι το 1974. Δεν θα ήταν παράλογο να επικρίνουμε ως ένα βολικό παραμύθι το αφήγημα του ΝΑΤΟ ως συμμαχία των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, έγιναν ανεκτές εξαιρέσεις για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ και την ικανότητά του να αποτρέψει την κομμουνιστική διείσδυση στην Δυτική Ευρώπη. Αλλά οι αποκλίσεις αποδεικνύουν το αληθές: Υπό αυταρχική εξουσία, η Ελλάδα και η Τουρκία πολέμησαν σε μια στενή, ρεβανσιστική, καταστροφική σύγκρουση για την Κύπρο που αποδυνάμωσε την συμμαχία.
Εντούτοις, οι διχαστικές επιδράσεις μετριάστηκαν επαρκώς από την ισχυρή συνεκτική δύναμη της σοβιετικής απειλής. Οι αυταρχικές αποτυχίες ορισμένων συμμάχων του ΝΑΤΟ, τους έθεσαν σε αντίθεση με τα βασικά μέλη της συμμαχίας, αλλά δεν δημιούργησαν μια ρωγμή που θα αποδυνάμωνε την αποτρεπτική στάση του ΝΑΤΟ έναντι της κύριας απειλής εξωτερικής ασφαλείας του.
Η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική. Καθώς η Ρωσία αναδεικνύεται σε μια νέα απειλή στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν, υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος που οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι σημαντικοί για την διατλαντική ασφάλεια: Οι αντιφιλελεύθερες και μη-δημοκρατικές χώρες είναι πιο ευάλωτες στην υπονόμευση. Ο αυταρχισμός ενεργοποιεί την διαφθορά, και στην Ευρώπη η διαφθορά επιτρέπει την ρωσική πρόσβαση και επιρροή.
Μετά την παρέμβαση της Ρωσίας το 2014 στην Ουκρανία, τα μέλη του ΝΑΤΟ που είχαν επηρεαστεί περισσότερο από την διαφθορά, τον δημαγωγικό λαϊκισμό και την επιρροή των ρωσικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, περιέπλεξαν τις προσπάθειες της συμμαχίας να διαμορφώσει μια ενιαία απάντηση. Κάθε φορά που οι ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας έφθαναν στο σημείο της ανανέωσής τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι βασικοί σύμμαχοι έπρεπε να αγωνιστούν για να εμποδίσουν αυτές τις χώρες να τα σπάσουν με το ΝΑΤΟ και να ενδώσουν στην πίεση ή στους πειρασμούς από το Κρεμλίνο.
Η σοβιετική απειλή ήταν κυρίως στρατιωτική, και η πολιτική διείσδυση στο εξωτερικό προωθήθηκε μέσω της κομμουνιστικής ιδεολογίας και των αριστερών πολιτικών κομμάτων. Η ρωσική επιρροή σήμερα, από την άλλη πλευρά, λειτουργεί μέσα από σκιώδεις οικονομικές ροές, διεφθαρμένες σχέσεις, δωροδοκίες, τραμπουκισμούς και εκβιασμούς. Στον βαθμό που η Ρωσία προωθεί μια ιδεολογία, πρόκειται για τον ίδιο συνδυασμό μη ανεκτικού εθνικισμού, ξενοφοβίας και αντιφιλελευθερισμού που είναι σε άνοδο στην Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τουρκία και αλλού στην Ευρώπη. Ακόμη και όταν ο Όρμπαν και ο Ερντογάν έχουν επιτιμηθεί από τους συμμάχους τους, έχουν βρει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να αποτελεί μια πηγή κατανόησης και υποστήριξης. Σε αντίθεση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, οι αντιφιλελεύθεροι αδύναμοι κρίκοι του ΝΑΤΟ ευθυγραμμίζονται τώρα με τις τακτικές του Κρεμλίνου. Είναι η αχίλλειος πτέρνα της συμμαχίας. Εκφράζεται η ελπίδα ότι αυτές οι χώρες θα μπορέσουν ακόμα να αντέξουν τυχόν πιέσεις για να σπάσουν την συναίνεση σε περίπτωση ρωσικού χτυπήματος σε μέλος του ΝΑΤΟ. Αλλά η πεποίθηση ότι οι σύμμαχοι αυτοί δεν έχουν υπονομευθεί θα ήταν πολύ καλύτερη από όσο η αγχωμένη ελπίδα.
Πολλά έχουν γραφτεί για το πώς το ΝΑΤΟ χρειάζεται να ενισχύσει τις στρατιωτικές ικανότητές του για την αντιμετώπιση της Ρωσίας. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ακόμη σημαντικότερο, η συμμαχία πρέπει να αποκαταστήσει τα φιλελεύθερα δημοκρατικά θεμέλιά της για να μειώσει την ευπάθειά της στην υπονόμευση από τη Μόσχα μέσω της διαφθοράς, του πολέμου των πληροφοριών και του εκβιασμού.

Υπερασπίζοντας τη Συμμαχία

Το 2002, πρότεινα μηχανισμούς για να υπάρξει προειδοποίηση σε εκείνος που οπισθοδρομούν, αναστέλλοντας τα δικαιώματά τους, και ενδεχομένως απομακρύνοντάς τους από την συμμαχία. Η πρότασή μου επικεντρώθηκε στην τροποποίηση του ΝΑΤΟϊκού κανόνα της συναίνεσης, σύμφωνα με τον οποίο οι σημαντικές αποφάσεις της συμμαχίας απαιτούν την συγκατάθεση όλων των μελών. Πίστευα ότι ένας μηχανισμός «συναίνεσης μείον ένα» -ο οποίος θα επέτρεπε σε άλλους συμμάχους να πειθαρχούν ένα μέλος που έσφαλλε- θα επέτρεπε στο ΝΑΤΟ να προστατευθεί από αδύναμους κρίκους και να υψώσει ένα υψηλότερο φράγμα κατά της οπισθοδρόμησης.
Πρότεινα επίσης να παρέχεται μια διαδικασία ώστε ένα παραβατικό κράτος να αντιστρέψει την πορεία του και να ανακτήσει το πλήρες status του.
Αλλά αυτές οι ιδέες βασίζονταν στην υπόθεση ότι η συμμαχία θα αντιμετώπιζε μόνο περιστασιακή απόκλιση. Με πολλά μέλη της συμμαχίας, καινούργια και παλιά, ήδη να διολισθαίνουν ή να κινδυνεύουν να το κάνουν, αυτό το παράθυρο ευκαιρίας έχει περάσει. Αν η ομάδα των οπισθοδρομούντων μεγαλώσει, το ΝΑΤΟ ίσως να βρεθεί με ένα μπλοκ στο πλαίσιο της συμμαχίας που να τείνει να προστατεύει την αντιφιλελεύθερη δημοκρατία.
Δεδομένου του πολλαπλασιασμού των προβληματικών μελών, το ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να υιοθετήσει μια μορφή του κανόνα «ειδικής πλειοψηφίας» της ΕΕ για την εσωτερική διακυβέρνηση. Αντί να απαιτείται συναίνεση ή συναίνεση μείον ένα (την οποία οι συμμαχίες των οπισθοδρομούντων είναι πιθανό να ανατρέψουν), το ΝΑΤΟ θα πρέπει να επιτρέπει σε μια ορισμένη υπερ-πλειοψηφία μελών να αναστέλλουν τα δικαιώματα ψήφου ή απόφασης των αντιπάλων. Σύμφωνα με την Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007, οι περισσότερες αποφάσεις της ΕΕ απαιτούν την υποστήριξη μιας διπλής πλειοψηφίας -το 55% των κρατών-μελών που αντιπροσωπεύουν το 65% του πληθυσμού της Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η ΕΕ μπορεί να ξεκινήσει μια διεργασία που ανακαλεί τα δικαιώματα ψήφου και τα οργανωτικά προνόμια των μελών που διαπιστώνεται ότι προωθούν συστηματικές απειλές κατά του κράτους δικαίου. Πράγματι, η ΕΕ εξετάζει ακριβώς αυτές τις διαδικασίες για να περιορίσει την χρηματοδότηση και άλλα οφέλη προς την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Το ΝΑΤΟ θα πρέπει επίσης να αναθέσει σε έναν από τους ανώτερους αξιωματούχους του την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τα φιλελεύθερα δημοκρατικά διαπιστευτήρια όχι μόνο των νέων ή των φιλοδοξούντων μελών αλλά και όλων των συμμάχων. Ο βοηθός γενικός γραμματέας πολιτικών υποθέσεων και πολιτικής ασφαλείας μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. (Μέχρι σήμερα, η θέση αυτή επικεντρωνόταν κυρίως στις εξωτερικές σχέσεις και στα παραδοσιακά ζητήματα ασφαλείας, όπως ο έλεγχος των εξοπλισμών). Δεδομένης της κεντρικής σημασίας της δέσμευσης της συμμαχίας για τους φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς και πρακτικές των μελών της, η θεσμική ηγεσία του ΝΑΤΟ θα πρέπει να εμπλέκεται περισσότερο στο να κάνει τα μέλη να είναι υπόλογα στα πρότυπα της συμμαχίας.
Τέλος, το ΝΑΤΟ πρέπει να συνεργαστεί στενότερα με την ΕΕ. Οι δύο οργανισμοί έχουν κοινή έμφαση στην χρηστή διακυβέρνηση, το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των πολιτών, και θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις εσωτερικές δυνάμεις ο ένας του άλλου. Η εμβάθυνση αυτής της σχέσης με την δημιουργία επίσημων καναλιών ανταλλαγών θα ενισχύσει την ικανότητα του ΝΑΤΟ να ελέγχει εάν οι σύμμαχοι ικανοποιούν τα πρότυπά του περί καλής διακυβέρνησης (η ΕΕ έχει ήδη μετρήσεις για να το αξιολογεί αυτό). Και μια ξεκάθαρη και συστηματική διαδικασία για την ανταλλαγή πληροφοριών θα καθιστούσε πιο δύσκολο για τα μέλη να χρησιμοποιούν το status τους σε έναν οργανισμό για να αποφύγουν να λογοδοτεί στον άλλο για οποιαδήποτε κακή συμπεριφορά ή οπισθοδρόμηση. Για παράδειγμα, η Πολωνία αναφέρει συχνά την καλή της θέση στο ΝΑΤΟ, όπου είναι ένας ισχυρός στρατιωτικός σύμμαχος που τηρεί μια σκληρή στάση έναντι της Ρωσίας, για να δικαιολογήσει τον αυξανόμενο αντιφιλελευθερισμό της.
Ωστόσο, οι διαδικαστικές διορθώσεις για τον εμβολιασμό της συμμαχίας έναντι αδύναμων κρίκων δεν αρκούν. Το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, για παράδειγμα, μια κατασταλτική Τουρκία, με το να την πιέζει στο περιθώριο των βασικών αποστολών και αποφάσεων. Οι κανόνες του ΝΑΤΟ δεν προβλέπουν τυπικά μια τέτοια προσέγγιση, αλλά ο οργανισμός είναι καλός στην εξεύρεση διαδικαστικών λύσεων και είναι τουλάχιστον πιθανό ότι η τουρκική ηγεσία δεν θα αντιταχθεί. Θα ήταν άλλο θέμα εάν ένα βασικό μέλος του ΝΑΤΟ αποχωρούσε από τα φιλελεύθερα δημοκρατικά θεμέλια της συμμαχίας. Πώς θα μπορούσε το ΝΑΤΟ να περιθωριοποιήσει ή να παρακάμψει την Γαλλία, την Γερμανία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Η καλύτερη άμυνα βρίσκεται μέσα στα ίδια τα κράτη-μέλη. Το ΝΑΤΟ μπορεί να διαρθρώσει αντικίνητρα και τιμωρίες για τους οπισθοδρομούντες, αλλά μόνο οι πολίτες μπορούν να καταστήσουν υπόλογους τους εκλεγμένους ηγέτες. Το πιο σημαντικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αρθούν για να ανταποκριθούν στην πρόκληση. Η παρακμή του φιλελευθερισμού μεταξύ των βασικών συμμάχων του ΝΑΤΟ είναι ανησυχητική: Η Γερμανία αντιπροσωπεύει τον διατλαντικό φοίνικα που αναδύεται από τις στάχτες του φασισμού˙ η Γαλλία είναι το σύμβολο της αντίστασης εν μέσω κατοχής˙ το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν [ο τόπος] όπου η Ευρώπη διατηρούσε την ελπίδα ζωντανή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες που έσωσαν τον εικοστό αιώνα από την δικτατορία και βοήθησαν την Ευρώπη να επιτύχει ευημερία, ασφάλεια και σταθερότητα. Το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να επιβιώσει από τους Ευρωπαίους πολίτες να παίζουν με τον φασισμό (αν και θα πρέπει να περιορίσει τα πειράματα). Δεν μπορεί να επιβιώσει εάν αποτύχει η φιλελεύθερη δημοκρατία των ΗΠΑ.
Οι Αμερικανοί πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι η μεγαλύτερη απειλή για το ΝΑΤΟ σήμερα μπορεί να είναι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ανεξάρτητα από τα πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές προτιμήσεις, όλοι οι Αμερικανοί έχουν ένα πατριωτικό ενδιαφέρον για την προστασία των νόμων, των πρακτικών και των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας των ΗΠΑ [9]. Αυτό δεν είναι απλώς ζήτημα εσωτερικής πολιτικής˙ είναι επίσης ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Οι απειλές για την δημοκρατία εγχωρίως έχουν ήδη υπονομεύσει την ικανότητα της Ουάσιγκτον να συνεργάζεται με συμμάχους σε έναν επικίνδυνο, αβέβαιο και απειλητικό κόσμο. Ως το ισχυρότερο μέλος του ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο μέσω μιας διακομματικής υπεράσπισης των φιλελεύθερων θεσμών και αξιών.
Σήμερα, οι θεμελιώδεις απειλές για το ΝΑΤΟ προέρχονται από τα ίδια τα μέλη του. Αυτές οι προκλήσεις δεν μπορούν να επιλυθούν στα νέα λαμπερά κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες μέσω διαδικαστικών τροποποιήσεων ή με το να δείχνουν με το δάχτυλο τους χειρότερους παραβάτες. Πρέπει να ηττηθούν στην χώρα τους.

Celeste A. Wallander
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης