Μελέτη του ΔΝΤ για την Ευρωζώνη
Η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης ανέκαμψε νωρίτερα μέσα στο έτος αλλά παραμένει εύθραυστη, ενώ οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί, αναφέρει σε έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), υπογραμμίζοντας πως τώρα είναι μια καλή στιγμή για να ενισχύσουν οι χώρες την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν οποιεσδήποτε μελλοντικές δυσκολίες.
Η μελέτη του ΔΝΤ εξετάζει την ανθεκτικότητα των χωρών της Ευρωζώνης και διαπιστώνει ότι το μπλοκ παρουσιάζει πιο συχνές και σοβαρές οικονομικές κρίσεις σε σύγκριση με λοιπές προηγμένες οικονομίες τα τελευταία 20 χρόνια.
Επιπλέον, μεγαλύτερος λόγος ανησυχίας είναι ότι οι ανισότητες μεταξύ των κρατών κατά την περίοδο ανάκαμψης που ακολουθεί, ειδικά μετά την παγκόσμια κρίση του 2008.
«Αν και οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν σημειώσει ουσιαστική πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση των θεμελιωδών πτυχών της οικονομικής και νομισματικής ένωσης από τότε, έχουν ακόμη περισσότερα να κάνουν: από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας κεφαλαιαγοράς μέχρι την εγκαθίδρυση κεντρικής δημοσιονομικής πολιτικής για τη μακροοικονομική σταθεροποίηση.
Ωστόσο, οι βελτιώσεις σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν πλήρως την οικονομική ευελιξία που παρέχουν οι εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές έχουν, επίσης, ζωτικό ρόλο να διαδραματίσουν.
Οι βελτιώσεις στις εθνικές πολιτικές για την αγορά εργασίας, στους κανονισμούς της αγοράς προϊόντων και στα καθεστώτα αφερεγγυότητας των εταιρειών θα καταστήσουν τις οικονομίες πιο ανθεκτικές και θα μειώσουν το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των δυσμενών διαταραχών.
Αυτό θα επέτρεπε στη ζώνη του ευρώ να βελτιωθεί σε περίπτωση σοβαρών κρίσεων.
Προκειμένου οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ να είναι πιο ανθεκτικές, πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν προσωρινές κρίσεις, όπως μια πιστωτική κρίση ή διακοπή της προσφοράς.
Χρειάζονται επίσης οι εργαζόμενοι και τα κεφάλαια να μετακινούνται στις πιο παραγωγικές χρήσεις τους ταχύτερα μετά από μόνιμους κραδασμούς, όπως μια μακροχρόνια απώλεια στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα των εγχώριων βιομηχανιών.
Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις και τα συστήματα παροχών που καθιστούν το εργατικό κόστος -ωριαίες αμοιβές ή ώρες εργασίας- πιο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της αγοράς εργασίας, μπορούν να μειώσουν τις απώλειες θέσεων εργασίας σε δύσκολες στιγμές. (…)
Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι η επίτευξη των κανονισμών για την αγορά εργασίας και των προϊόντων έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την ανθεκτικότητα των οικονομιών που δεν διαθέτουν ανεξάρτητη εθνική νομισματική πολιτική και ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, όπως οι χώρες - μέλη της νομισματικής ένωσης.
Η Γερμανία μετά την οικονομική κρίση του 2008 είναι ένα παράδειγμα.
Παρά τη μεγάλη ύφεση, η ανεργία μόλις αυξήθηκε.
Οι επιχειρήσεις ήταν σε καλύτερη θέση να προσαρμόσουν το κόστος εργασίας τους μέσω των μισθών και κυρίως των ωρών, αντανακλώντας εν μέρει τις αλλαγές στα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων και παροχών που είχαν λάβει χώρα νωρίτερα στη δεκαετία, αλλά και την αποτελεσματικότητα ενός κυβερνητικού συστήματος (Kurzarbeit) που αποζημιώνει οικονομικά τους υπαλλήλους για απώλεια ωρών χωρίς κόστος για τις επιχειρήσεις.
Η γερμανική οικονομία ανέκαμψε ταχύτερα», αναφέρει μεταξύ άλλων το Ταμείο.
«Επομένως, η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα για την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές όχι μόνο θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα, την ανάπτυξη και την οικονομική σύγκλιση, αλλά θα δημιουργήσουν επίσης μακροοικονομική ανθεκτικότητα έναντι των μελλοντικών περιόδων ύφεσης.
Αυτό είναι ένα σημαντικό καθήκον σε ένα κλίμα αυξανόμενης αβεβαιότητας, με αυξανόμενους παγκόσμιους και εγχώριους κινδύνους», καταλήγει.
www.bankingnews.gr
Η μελέτη του ΔΝΤ εξετάζει την ανθεκτικότητα των χωρών της Ευρωζώνης και διαπιστώνει ότι το μπλοκ παρουσιάζει πιο συχνές και σοβαρές οικονομικές κρίσεις σε σύγκριση με λοιπές προηγμένες οικονομίες τα τελευταία 20 χρόνια.
Επιπλέον, μεγαλύτερος λόγος ανησυχίας είναι ότι οι ανισότητες μεταξύ των κρατών κατά την περίοδο ανάκαμψης που ακολουθεί, ειδικά μετά την παγκόσμια κρίση του 2008.
«Αν και οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν σημειώσει ουσιαστική πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση των θεμελιωδών πτυχών της οικονομικής και νομισματικής ένωσης από τότε, έχουν ακόμη περισσότερα να κάνουν: από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας κεφαλαιαγοράς μέχρι την εγκαθίδρυση κεντρικής δημοσιονομικής πολιτικής για τη μακροοικονομική σταθεροποίηση.
Ωστόσο, οι βελτιώσεις σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν πλήρως την οικονομική ευελιξία που παρέχουν οι εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές έχουν, επίσης, ζωτικό ρόλο να διαδραματίσουν.
Οι βελτιώσεις στις εθνικές πολιτικές για την αγορά εργασίας, στους κανονισμούς της αγοράς προϊόντων και στα καθεστώτα αφερεγγυότητας των εταιρειών θα καταστήσουν τις οικονομίες πιο ανθεκτικές και θα μειώσουν το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των δυσμενών διαταραχών.
Αυτό θα επέτρεπε στη ζώνη του ευρώ να βελτιωθεί σε περίπτωση σοβαρών κρίσεων.
Προκειμένου οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ να είναι πιο ανθεκτικές, πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν προσωρινές κρίσεις, όπως μια πιστωτική κρίση ή διακοπή της προσφοράς.
Χρειάζονται επίσης οι εργαζόμενοι και τα κεφάλαια να μετακινούνται στις πιο παραγωγικές χρήσεις τους ταχύτερα μετά από μόνιμους κραδασμούς, όπως μια μακροχρόνια απώλεια στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα των εγχώριων βιομηχανιών.
Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις και τα συστήματα παροχών που καθιστούν το εργατικό κόστος -ωριαίες αμοιβές ή ώρες εργασίας- πιο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της αγοράς εργασίας, μπορούν να μειώσουν τις απώλειες θέσεων εργασίας σε δύσκολες στιγμές. (…)
Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι η επίτευξη των κανονισμών για την αγορά εργασίας και των προϊόντων έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την ανθεκτικότητα των οικονομιών που δεν διαθέτουν ανεξάρτητη εθνική νομισματική πολιτική και ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, όπως οι χώρες - μέλη της νομισματικής ένωσης.
Η Γερμανία μετά την οικονομική κρίση του 2008 είναι ένα παράδειγμα.
Παρά τη μεγάλη ύφεση, η ανεργία μόλις αυξήθηκε.
Οι επιχειρήσεις ήταν σε καλύτερη θέση να προσαρμόσουν το κόστος εργασίας τους μέσω των μισθών και κυρίως των ωρών, αντανακλώντας εν μέρει τις αλλαγές στα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων και παροχών που είχαν λάβει χώρα νωρίτερα στη δεκαετία, αλλά και την αποτελεσματικότητα ενός κυβερνητικού συστήματος (Kurzarbeit) που αποζημιώνει οικονομικά τους υπαλλήλους για απώλεια ωρών χωρίς κόστος για τις επιχειρήσεις.
Η γερμανική οικονομία ανέκαμψε ταχύτερα», αναφέρει μεταξύ άλλων το Ταμείο.
«Επομένως, η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα για την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές όχι μόνο θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα, την ανάπτυξη και την οικονομική σύγκλιση, αλλά θα δημιουργήσουν επίσης μακροοικονομική ανθεκτικότητα έναντι των μελλοντικών περιόδων ύφεσης.
Αυτό είναι ένα σημαντικό καθήκον σε ένα κλίμα αυξανόμενης αβεβαιότητας, με αυξανόμενους παγκόσμιους και εγχώριους κινδύνους», καταλήγει.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών