Barclays, Nomura αναφέρονται στα οφέλη από την ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Μπορεί ο νέος πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να έχει δεσμευτεί ότι θα επαναφέρει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα μέσα στους επόμενους μήνες, αλλά τόσο η Barclays όσο και η Nomura βλέπουν την επαναφορά να μην πραγματοποιείται πριν από το β' 6μηνο του 2020.
Εάν υλοποιηθεί, αυτό θα μπορούσε να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην αγορά του ελληνικών ομολόγων, αναφέρουν οι αναλυτές των δύο οίκων, οι οποίοι σκιαγραφούν και τα οφέλη από την ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Παραμένει buy για τα ελληνικά ομόλογα η Nomura, παρά το ράλι - Αργεί ακόμη η επενδυτική βαθμίδα
Μπορεί η επενδυτική βαθμίδα για την ελληνική οικονομία να είναι μακριά ακόμη, αλλά πιθανές αναβαθμίσεις που θα έρθουν το επόμενο διάστημα είναι σινιάλα για bullish στάση στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία.
Αυτό αναφέρει η τελευταία 8σέλιδη ανάλυση της Nomura, υπό τον τίτλο "Greece: the trireme boat hasn’t sailed yet" (Η τριήρης δεν έχει αποπλεύσει ακόμη), που σας παρουσιάζει το Bankingnews.gr.
Μάλιστα η Nomura διατηρεί τη σύσταση buy στα ελληνικά ομόλογα, ακόμη και σε αυτά τα επίπεδα, καθώς θεωρεί ότι το ράλι ανόδου θα συνεχιστεί, αφού στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υγιή ρευστότητα της χώρας.
Το βασικό στήριγμα τους είναι το μεγάλο αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων του δημόσιου τομέα (22 δισ. ευρώ στον λογαριασμό ρευστότητας του ΤΧΣ και άλλα 12 δισ. Ευρώ σε λογαριασμούς γενικής κυβέρνησης), τα οποία καλύπτουν τις ανάγκες για περίπου 4 έτη.
Όσον αφορά τη βιωσιμότητα, η Ελλάδα έχει ένα πρωτογενές ισοζύγιο 4% του ΑΕΠ, με χαμηλές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ πληρώνει ένα πραγματικό επιτόκιο 1,6% επί του χρέους της, με μέση διάρκεια λήξης άνω των 21 ετών.
Το ελληνικό χρέος είναι πιθανό να είναι εκείνο με τη μεγαλύτερη διάρκεια στον κόσμο μετά τις επεκτάσεις από τους επίσημους πιστωτές.
Επίσης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να λαμβάνει σημαντικά κέρδη (640 εκατ. ευρώ) από την ΕΚΤ, εάν "τηρήσει τις μεταρρυθμιστικές της δεσμεύσεις".
Υπό αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα βρίσκεται σε ασυνήθιστα ευνοϊκή θέση, όπου η νέα προσφορά ομολόγων διαβάζεται ως θετική για την αγορά.
Η βάση των επενδυτών έχει αλλάξει δραματικά κατά το τελευταίο έτος, ενώ τα τελευταία στοιχεία δείχνουν υψηλό βαθμό ρευστότητας στην αγορά.
Τα μεγέθη και ο όγκος των συναλλαγών έχουν αυξηθεί ραγδαία, αλλά περισσότερη προσφορά θα βελτιώσει τη γενική ρευστότητα, προσελκύοντας μια ευρύτερη βάση επενδυτών.
Επίσης, ως προϋπόθεση για την άρση του ανώτατου ορίου διακράτησης τίτλων από τις ελληνικές τράπεζες, η Ελλάδα θα πρέπει να επιδείξει συνεπή πρόσβαση στην αγορά (και όχι προσωρινή όπως το 2014).
Σε αυτό το σενάριο, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι πρόθυμη να εκδώσει ένα νέο ομόλογο αναφοράς μόλις η νέα κυβέρνηση αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, έτσι ώστε να αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στην αγορά διατηρείται ανεξάρτητα από το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία.
Ένα άλλο παράθυρο έκδοσης θα είναι το Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο.
Όσον αφορά την ωριμότητα, η ελληνική καμπύλη έχει ένα χάσμα το 2027 και θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα νέο τίτλο 15 ή 20 ετών.
Long στα ελληνικά ομόλογα - Τρεις ασύμμετρες θετικές εξελίξεις
Η Nomura εκτιμά ότι υπάρχουν τρεις μεγάλοι κίνδυνοι, οι οποίοι όμως έχουν όλοι με τη δυνατότητα να προκαλέσουν ένα έντονο ράλι στα ελληνικά ομόλογα.
α) Αύξηση του ανώτατου ορίου διακράτησης τίτλων από τις ελληνικές τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν ανώτατο όριο στην ενδεχόμενη έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος, έτσι δεν μπορούσαν να αυξήσουν τις συμμετοχές τους.
Το σκεπτικό ήταν να εμποδιστεί μια πιθανή νομισματική χρηματοδότηση από την "πίσω πόρτα" σε μια εποχή που η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε πρόσβαση στην αγορά.
Οι συνθήκες προκειμένου να αυξηθεί βέβαια το όριο δεν είναι σαφώς καθορισμένες.
Οι δύο πιο προφανείς είναι η χρήση του ELA (τώρα αυτή η χρήση έχει μειωθεί στα 1,2 δισ.) και η συνεχής πρόσβαση στην αγορά για τη χώρα.
Οι συνθήκες αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πληρούνται.
Άλλες δύο σκέψεις που μπορούν να οδηγήσουν σε μια θετική απόφαση την ΕΚΤ είναι οι έλεγχοι κεφαλαίου και η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, που επιβλήθηκαν το 2015 έχουν χαλαρώσει προοδευτικά και τώρα περίπου το ένα τρίτο των ιδιωτικών καταθέσεων μπορούν να εξαχθούν χωρίς σχεδόν κανέναν περιορισμό.
Μια σταθερή κυβέρνηση με χρονικό ορίζοντα 4 ετών μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο άρσης όλων των περιορισμών που απομένουν αρκετά γρήγορα.
Οι έλεγχοι κεφαλαίων αποτελούν σήμερα το κύριο εμπόδιο στην άρση του ανώτατου ορίου έκθεσης στα ελληνικά ομόλογα, οπότε δεν είναι παράλογο να αναμένουμε από τις ελληνικές τράπεζες να έχουν μεγαλύτερα όρια πριν από το τέλος του έτους.
Αυτό θα προκαλούσε ένα μεγάλο κύμα αγορών (καθώς και ένα έντονο περαιτέρω ράλι στα ομόλογα), καθώς οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται έσοδα από τόκους για να αυξήσουν την κερδοφορία τους και τους δείκτες κεφαλαίων τους.
Το πιο αρνητικό σενάριο είναι αυτό στο οποίο η ΕΚΤ παίρνει μια πιο σκληρή απόφαση και προσθέσει την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών στην εξίσωση.
Στην περίπτωση αυτή, το χρονοδιάγραμμα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, καθώς οι περισσότερες τράπεζες προχωρούν αργά στη μείωση των NPL αντί να υιοθετήσουν μια ριζική προσέγγιση (όπως η Eurobank).
β) Μια βαθμολογία επενδυτικού βαθμού είναι ακόμα πολύ μακριά, αλλά οι αναβαθμίσεις στέλνουν bullish σήματα
Ο ηγέτης της ΝΔ Κ. Μητσοτάκης «δεσμεύτηκε [...] να επιστρέψει την Ελλάδα σε επενδυτικό βαθμό εντός 18 μηνών».
Αυτό φαίνεται να είναι ένας πολύ καλός στόχος, δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι τρεις βαθμίδες μακριά.
Επομένως, ένας κύκλος αναβάθμισης της βαθμολογίας θα στείλει ένα καθησυχαστικό μήνυμα στους επενδυτές και θα προσελκύσει περισσότερους επενδυτές.
Οι δράσεις για την ανοδική αξιολόγηση περιλαμβάνουν:
(1) τη συνεχή εφαρμογή δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης,
(2) τη συμμόρφωση στο πρόγραμμα
(3) τη σταθεροποίηση της πρόσβασης στην αγορά ομολόγων
(4) τη συνεχιζόμενη βελτίωση της χρηματοοικονομικής υγείας των τραπεζών.
Τα πρώτα τρία παραμένουν σε καλό δρόμο , αλλά το κύριο εμπόδιο για αναβαθμίσεις, εκτός από το υψηλό χρέος, είναι η υγεία των τραπεζών και ιδιαίτερα οι πολύ υψηλές αναλογίες NPL.
Η στρατηγική της αναμονής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιβραδύνει τον ελληνικό κύκλο αναβάθμισης, οπότε αναμένεται περαιτέρω στήριξη από τα δημόσια ιδρύματα στα σχέδια APS ή bad bank.
Επιπλέον, μια αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από όλους τους οίκους, θα καθιστούσε τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα στις πράξεις της ΕΚΤ - μαζί με την άρση του ανώτατου ορίου, ενώ θα επέτρεπε στις ελληνικές τράπεζες να μετατοπιστούν από τα ξένα κρατικά ομόλογα σε υψηλότερες αποδόσεις ως περιουσιακά στοιχεία στο χαρτοφυλάκιο LCR.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να αποφασίσει να παραιτηθεί από τις απαιτήσεις αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων, αλλά αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο σε αυτό το στάδιο.
Μια αξιολόγηση IG θα σήμαινε ότι τα ελληνικά θα γίνονταν επίσης επιλέξιμα για αγορές ενεργητικού της ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι είναι πρόθυμη να επιτρέψει τις αγορέςτίτλων που εξαιρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την περίοδο των καθαρών αγορών PSPP (όπως και η Κύπρος).
Η Ελλάδα έχει χρέος 355 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο 57,3 δισ. ευρώ είναι τίτλοι σε ιδιωτικά χέρια.
Από αυτά, τα 48,5 δισ. θα είναι επιλέξιμα για PSPP αν είναι επενδυτικού βαθμού.
Η ΕΚΤ κατέχει επί του παρόντος 11 δισ. ευρώ, αλλά τα περισσότερα από αυτά τα ομόλογα ωριμάζουν πριν από τον Ιούνιο του 2020.
Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ θα κατέχει μόνο 3,8 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από το PSPP.
Επομένως, ένα όριο εκδότη 33% θα περιοριζόταν μόνο στο σύνολο των συμμετοχών της ΕΚΤ, επιτρέποντας στο Ευρωσύστημα να αγοράσει 12,2 δισ. ευρώ για το χαρτοφυλάκιό του PSPP.
Barclays: Η Ελλάδα θα αποκτήσει επενδυτική αξιολόγηση, αλλά όχι πριν το β' 6μηνο του 2020
Μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης το καλοκαίρι του 2018 και την επιστροφή σε τροχιά σταθερής οικονομικής ανάπτυξης, η Ελλάδα αξιοποίησε με επιτυχία τις αγορές ομολόγων.
Η βελτίωση των βασικών στοιχείων, οι αναβαθμίσεις αξιολόγησης και η αναζήτηση αποδόσεων εν μέσω της προοπτικής για μεγαλύτερη νομισματική χαλάρωση έχουν οδηγήσει σε σημαντική συμπίεση των περιθωρίων των ελληνικών ομολόγων, παρατηρεί η Barclays στην τελευταία 9σέλιδη ανάλυσή της υπό τον τίτλο "Greece: Farther up the IG road" (Ελλάδα: Προς το δρόμο της επενδυτική βαθμίδας) που σας παρουσιάζει το bankingnews.gr.
Σύμφωνα με την Barclays, η εξέλιξη της κρατικής πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα και οι προοπτικές ανανέωσης του QE από την ΕΚΤ είναι πιθανό να αποτελέσουν βασικούς μοχλούς για τη μελλοντική δράση των τιμών αγοράς.
Δεδομένου του βαθμού απόλυτης αξιολόγησης των οργανισμών, οι περισσότεροι από τους οποίους αποδίδουν σταθερή προοπτική στην Ελλάδα, αναμένει η Ελλάδα να ακολουθήσει μια αργή και σταδιακή πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα το 2020 το νωρίτερο.
Εάν η Ελλάδα θα επιτύχει βαθμολογία επενδυτικού βαθμού θα είναι επιλέξιμη για τη συμπερίληψή της στο πρόγραμμα PSPP τηςΕΚΤ, η οποία θα έχει έκθεση στο 19% του ελληνικού χρέους ή περίπου 12 δισ. ευρώ, με τη δυνατότητα να αγοράζει περισσότερα καθώς η έκδοση κρατικών ομολόγων αυξάνεται.
Εάν υλοποιηθεί, αυτό θα μπορούσε να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην αγορά του ελληνικών ομολόγων, αναφέρει η Barclays.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η θεμελιώδης θετική δυναμική της Ελλάδας αναμένεται να διατηρηθεί και να βελτιωθεί, ιδιαίτερα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα που έδωσε στη φιλοεπενδυτική Νέα Δημοκρατία τον πλήρη έλεγχο του Κοινοβουλίου.
Οι κίνδυνοι για αυτήν την προοπτική οφείλονται κυρίως στην πιθανή υλοποίηση των πιέσεων που προκαλούνται από τις αρνητικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο μακροοικονομικό περιβάλλον.
Η επανέναρξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα και η επανεξισορρόπηση του συνδυασμού πολιτικών - από την πλευρά του φορολογικού τομέα, αποφεύγοντας την πολιτική αβεβαιότητα - είναι κατά τη γνώμη της Barclays, τα βασικά συστατικά για τη συνεχή αναζωογόνηση των επενδύσεων και συνεπώς τις μελλοντικές ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, μεσοπρόθεσμα.
Η τάση αναβάθμισης της Ελλάδας είναι βασική και πιθανώς βαθμιαία
Παρά το σημαντικό ράλυ των ελληνικών ομολόγων από τον Μάιο, η Barclays πιστεύει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις εάν επιβεβαιωθούν η συνεχιζόμενη ισχυρή δημοσιονομική πολιτική, οι περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα και η συνολική μεταρρύθμιση της οικονομίας.
Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι το κλειδί για τη μελλοντική αγορά ομολόγων της Ελλάδας δεδομένου ότι:
1) θα παρέχει στις ελληνικές τράπεζες πρόσβαση στην κύρια αναχρηματοδότηση της ΕΚΤ
2) θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα σε πιθανό πρόγραμμα PSPP με την επανεπένδυση αυτών, και
3) θα βοηθήσει την επιστροφή της Ελλάδας σε (μερικά) επενδυτικά κριτήρια αναφοράς.
Η ομαλοποίηση της αξιολόγησης θα συνεχίσει πιθανώς, αλλά θα είναι βαθμιαία, φθάνοντας το επενδυτικό επίπεδο το δεύτερο εξάμηνο του 2020 το νωρίτερο, ειδικά εάν εξακολουθούν οι κίνδυνοι να επηρεάζουν αρνητικά την παγκόσμια ανάπτυξη.
Οικονομία και μεταρρυθμίσεις: Ανάγκη αύξησης του ρυθμού
Η Barclays προβλέπει ότι το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,1% και 1,8% φέτος και επόμενο έτος, αντίστοιχα, μετά από 1,9% το 2018.
Οι γενικές εκλογές αποτελούν πηγή πολιτικής αβεβαιότητας και, επομένως, ορισμένες αποφάσεις (από τους καταναλωτές, καθώς και οι επενδυτικές αποφάσεις) μπορούν να αναβληθούν έως ότου η νέα κυβέρνηση εφαρμόσει την οικονομική της στρατηγική.
Η σταθεροποίηση της μεταναστευτικής κατάστασης στην περιοχή της Μεσογείου σε σχέση με τα προηγούμενα έτη θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τον ανταγωνισμό για τα τουριστικά έσοδα, ενδεχομένως εις βάρος της Ελλάδας.
Αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί με την επιβράδυνση της ορμής παγκοσμίως καθώς και με την αβεβαιότητα του Brexit.
Τέλος, το εμπόριο είναι πιθανό να μειώσει την υποστήριξή του.
Από τη μεγάλη οικονομική κρίση, οι καθαρές εξαγωγές αποτέλεσαν τη βασική κινητήρια δύναμη του ελληνικού ΑΕΠ.
Εν τω μεταξύ, οι επενδύσεις υποχώρησαν περαιτέρω στο πρώτο τρίμηνο σε 66,8% από τον Ιούνιο του 2007, παρόλα αυτά αυτό μπορεί να εξηγηθεί από: α) τη βραδεία ανάκαμψη της εμπιστοσύνης από το 2015, β) τον υψηλό ρυθμό δημοσιονομικής εξυγίανσης που επέβαλε το τρίτο σχέδιο διάσωσης, το οποίο προβλέπεται να διατηρηθεί μέχρι το 2022, γ) το τραπεζικό σύστημα με απομείωση και απομόχλευση και δ) την έλλειψη διαρθρωτικής μεταρρύθμισης από το 2015.
Αν και συγκεκριμένα σχέδια εξακολουθούν να είναι ασαφή, η προτεραιότητα της Νέας Δημοκρατίας να θέσει σε εφαρμογή ένα πλαίσιο για την ταχεία αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα είναι θετικά για την αγορά.
Καταλήγοντας όμως, η Barclays εκτιμά ότι οι κίνδυνοι για την ελληνική προοπτική ανάπτυξης είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι.
Η απογοητευτική ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο ή σε επίπεδο ευρωζώνης είναι πιθανώς ο κύριος κίνδυνος υποβάθμισης.
Αντίθετα, η ταχεία βελτίωση στον τραπεζικό τομέα, η αύξηση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα μπορεί να φέρει ανοδική πορεία, ειδικά μεσοπρόθεσμα.
www.bankingnews.gr
Εάν υλοποιηθεί, αυτό θα μπορούσε να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην αγορά του ελληνικών ομολόγων, αναφέρουν οι αναλυτές των δύο οίκων, οι οποίοι σκιαγραφούν και τα οφέλη από την ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Παραμένει buy για τα ελληνικά ομόλογα η Nomura, παρά το ράλι - Αργεί ακόμη η επενδυτική βαθμίδα
Μπορεί η επενδυτική βαθμίδα για την ελληνική οικονομία να είναι μακριά ακόμη, αλλά πιθανές αναβαθμίσεις που θα έρθουν το επόμενο διάστημα είναι σινιάλα για bullish στάση στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία.
Αυτό αναφέρει η τελευταία 8σέλιδη ανάλυση της Nomura, υπό τον τίτλο "Greece: the trireme boat hasn’t sailed yet" (Η τριήρης δεν έχει αποπλεύσει ακόμη), που σας παρουσιάζει το Bankingnews.gr.
Μάλιστα η Nomura διατηρεί τη σύσταση buy στα ελληνικά ομόλογα, ακόμη και σε αυτά τα επίπεδα, καθώς θεωρεί ότι το ράλι ανόδου θα συνεχιστεί, αφού στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υγιή ρευστότητα της χώρας.
Το βασικό στήριγμα τους είναι το μεγάλο αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων του δημόσιου τομέα (22 δισ. ευρώ στον λογαριασμό ρευστότητας του ΤΧΣ και άλλα 12 δισ. Ευρώ σε λογαριασμούς γενικής κυβέρνησης), τα οποία καλύπτουν τις ανάγκες για περίπου 4 έτη.
Όσον αφορά τη βιωσιμότητα, η Ελλάδα έχει ένα πρωτογενές ισοζύγιο 4% του ΑΕΠ, με χαμηλές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ πληρώνει ένα πραγματικό επιτόκιο 1,6% επί του χρέους της, με μέση διάρκεια λήξης άνω των 21 ετών.
Το ελληνικό χρέος είναι πιθανό να είναι εκείνο με τη μεγαλύτερη διάρκεια στον κόσμο μετά τις επεκτάσεις από τους επίσημους πιστωτές.
Επίσης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να λαμβάνει σημαντικά κέρδη (640 εκατ. ευρώ) από την ΕΚΤ, εάν "τηρήσει τις μεταρρυθμιστικές της δεσμεύσεις".
Υπό αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα βρίσκεται σε ασυνήθιστα ευνοϊκή θέση, όπου η νέα προσφορά ομολόγων διαβάζεται ως θετική για την αγορά.
Η βάση των επενδυτών έχει αλλάξει δραματικά κατά το τελευταίο έτος, ενώ τα τελευταία στοιχεία δείχνουν υψηλό βαθμό ρευστότητας στην αγορά.
Τα μεγέθη και ο όγκος των συναλλαγών έχουν αυξηθεί ραγδαία, αλλά περισσότερη προσφορά θα βελτιώσει τη γενική ρευστότητα, προσελκύοντας μια ευρύτερη βάση επενδυτών.
Επίσης, ως προϋπόθεση για την άρση του ανώτατου ορίου διακράτησης τίτλων από τις ελληνικές τράπεζες, η Ελλάδα θα πρέπει να επιδείξει συνεπή πρόσβαση στην αγορά (και όχι προσωρινή όπως το 2014).
Σε αυτό το σενάριο, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι πρόθυμη να εκδώσει ένα νέο ομόλογο αναφοράς μόλις η νέα κυβέρνηση αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, έτσι ώστε να αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στην αγορά διατηρείται ανεξάρτητα από το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία.
Ένα άλλο παράθυρο έκδοσης θα είναι το Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο.
Όσον αφορά την ωριμότητα, η ελληνική καμπύλη έχει ένα χάσμα το 2027 και θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα νέο τίτλο 15 ή 20 ετών.
Long στα ελληνικά ομόλογα - Τρεις ασύμμετρες θετικές εξελίξεις
Η Nomura εκτιμά ότι υπάρχουν τρεις μεγάλοι κίνδυνοι, οι οποίοι όμως έχουν όλοι με τη δυνατότητα να προκαλέσουν ένα έντονο ράλι στα ελληνικά ομόλογα.
α) Αύξηση του ανώτατου ορίου διακράτησης τίτλων από τις ελληνικές τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν ανώτατο όριο στην ενδεχόμενη έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος, έτσι δεν μπορούσαν να αυξήσουν τις συμμετοχές τους.
Το σκεπτικό ήταν να εμποδιστεί μια πιθανή νομισματική χρηματοδότηση από την "πίσω πόρτα" σε μια εποχή που η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε πρόσβαση στην αγορά.
Οι συνθήκες προκειμένου να αυξηθεί βέβαια το όριο δεν είναι σαφώς καθορισμένες.
Οι δύο πιο προφανείς είναι η χρήση του ELA (τώρα αυτή η χρήση έχει μειωθεί στα 1,2 δισ.) και η συνεχής πρόσβαση στην αγορά για τη χώρα.
Οι συνθήκες αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πληρούνται.
Άλλες δύο σκέψεις που μπορούν να οδηγήσουν σε μια θετική απόφαση την ΕΚΤ είναι οι έλεγχοι κεφαλαίου και η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, που επιβλήθηκαν το 2015 έχουν χαλαρώσει προοδευτικά και τώρα περίπου το ένα τρίτο των ιδιωτικών καταθέσεων μπορούν να εξαχθούν χωρίς σχεδόν κανέναν περιορισμό.
Μια σταθερή κυβέρνηση με χρονικό ορίζοντα 4 ετών μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο άρσης όλων των περιορισμών που απομένουν αρκετά γρήγορα.
Οι έλεγχοι κεφαλαίων αποτελούν σήμερα το κύριο εμπόδιο στην άρση του ανώτατου ορίου έκθεσης στα ελληνικά ομόλογα, οπότε δεν είναι παράλογο να αναμένουμε από τις ελληνικές τράπεζες να έχουν μεγαλύτερα όρια πριν από το τέλος του έτους.
Αυτό θα προκαλούσε ένα μεγάλο κύμα αγορών (καθώς και ένα έντονο περαιτέρω ράλι στα ομόλογα), καθώς οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται έσοδα από τόκους για να αυξήσουν την κερδοφορία τους και τους δείκτες κεφαλαίων τους.
Το πιο αρνητικό σενάριο είναι αυτό στο οποίο η ΕΚΤ παίρνει μια πιο σκληρή απόφαση και προσθέσει την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών στην εξίσωση.
Στην περίπτωση αυτή, το χρονοδιάγραμμα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, καθώς οι περισσότερες τράπεζες προχωρούν αργά στη μείωση των NPL αντί να υιοθετήσουν μια ριζική προσέγγιση (όπως η Eurobank).
β) Μια βαθμολογία επενδυτικού βαθμού είναι ακόμα πολύ μακριά, αλλά οι αναβαθμίσεις στέλνουν bullish σήματα
Ο ηγέτης της ΝΔ Κ. Μητσοτάκης «δεσμεύτηκε [...] να επιστρέψει την Ελλάδα σε επενδυτικό βαθμό εντός 18 μηνών».
Αυτό φαίνεται να είναι ένας πολύ καλός στόχος, δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι τρεις βαθμίδες μακριά.
Επομένως, ένας κύκλος αναβάθμισης της βαθμολογίας θα στείλει ένα καθησυχαστικό μήνυμα στους επενδυτές και θα προσελκύσει περισσότερους επενδυτές.
Οι δράσεις για την ανοδική αξιολόγηση περιλαμβάνουν:
(1) τη συνεχή εφαρμογή δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης,
(2) τη συμμόρφωση στο πρόγραμμα
(3) τη σταθεροποίηση της πρόσβασης στην αγορά ομολόγων
(4) τη συνεχιζόμενη βελτίωση της χρηματοοικονομικής υγείας των τραπεζών.
Τα πρώτα τρία παραμένουν σε καλό δρόμο , αλλά το κύριο εμπόδιο για αναβαθμίσεις, εκτός από το υψηλό χρέος, είναι η υγεία των τραπεζών και ιδιαίτερα οι πολύ υψηλές αναλογίες NPL.
Η στρατηγική της αναμονής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιβραδύνει τον ελληνικό κύκλο αναβάθμισης, οπότε αναμένεται περαιτέρω στήριξη από τα δημόσια ιδρύματα στα σχέδια APS ή bad bank.
Επιπλέον, μια αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από όλους τους οίκους, θα καθιστούσε τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα στις πράξεις της ΕΚΤ - μαζί με την άρση του ανώτατου ορίου, ενώ θα επέτρεπε στις ελληνικές τράπεζες να μετατοπιστούν από τα ξένα κρατικά ομόλογα σε υψηλότερες αποδόσεις ως περιουσιακά στοιχεία στο χαρτοφυλάκιο LCR.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να αποφασίσει να παραιτηθεί από τις απαιτήσεις αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων, αλλά αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο σε αυτό το στάδιο.
Μια αξιολόγηση IG θα σήμαινε ότι τα ελληνικά θα γίνονταν επίσης επιλέξιμα για αγορές ενεργητικού της ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι είναι πρόθυμη να επιτρέψει τις αγορέςτίτλων που εξαιρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την περίοδο των καθαρών αγορών PSPP (όπως και η Κύπρος).
Η Ελλάδα έχει χρέος 355 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο 57,3 δισ. ευρώ είναι τίτλοι σε ιδιωτικά χέρια.
Από αυτά, τα 48,5 δισ. θα είναι επιλέξιμα για PSPP αν είναι επενδυτικού βαθμού.
Η ΕΚΤ κατέχει επί του παρόντος 11 δισ. ευρώ, αλλά τα περισσότερα από αυτά τα ομόλογα ωριμάζουν πριν από τον Ιούνιο του 2020.
Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ θα κατέχει μόνο 3,8 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από το PSPP.
Επομένως, ένα όριο εκδότη 33% θα περιοριζόταν μόνο στο σύνολο των συμμετοχών της ΕΚΤ, επιτρέποντας στο Ευρωσύστημα να αγοράσει 12,2 δισ. ευρώ για το χαρτοφυλάκιό του PSPP.
Barclays: Η Ελλάδα θα αποκτήσει επενδυτική αξιολόγηση, αλλά όχι πριν το β' 6μηνο του 2020
Μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης το καλοκαίρι του 2018 και την επιστροφή σε τροχιά σταθερής οικονομικής ανάπτυξης, η Ελλάδα αξιοποίησε με επιτυχία τις αγορές ομολόγων.
Η βελτίωση των βασικών στοιχείων, οι αναβαθμίσεις αξιολόγησης και η αναζήτηση αποδόσεων εν μέσω της προοπτικής για μεγαλύτερη νομισματική χαλάρωση έχουν οδηγήσει σε σημαντική συμπίεση των περιθωρίων των ελληνικών ομολόγων, παρατηρεί η Barclays στην τελευταία 9σέλιδη ανάλυσή της υπό τον τίτλο "Greece: Farther up the IG road" (Ελλάδα: Προς το δρόμο της επενδυτική βαθμίδας) που σας παρουσιάζει το bankingnews.gr.
Σύμφωνα με την Barclays, η εξέλιξη της κρατικής πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα και οι προοπτικές ανανέωσης του QE από την ΕΚΤ είναι πιθανό να αποτελέσουν βασικούς μοχλούς για τη μελλοντική δράση των τιμών αγοράς.
Δεδομένου του βαθμού απόλυτης αξιολόγησης των οργανισμών, οι περισσότεροι από τους οποίους αποδίδουν σταθερή προοπτική στην Ελλάδα, αναμένει η Ελλάδα να ακολουθήσει μια αργή και σταδιακή πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα το 2020 το νωρίτερο.
Εάν η Ελλάδα θα επιτύχει βαθμολογία επενδυτικού βαθμού θα είναι επιλέξιμη για τη συμπερίληψή της στο πρόγραμμα PSPP τηςΕΚΤ, η οποία θα έχει έκθεση στο 19% του ελληνικού χρέους ή περίπου 12 δισ. ευρώ, με τη δυνατότητα να αγοράζει περισσότερα καθώς η έκδοση κρατικών ομολόγων αυξάνεται.
Εάν υλοποιηθεί, αυτό θα μπορούσε να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην αγορά του ελληνικών ομολόγων, αναφέρει η Barclays.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η θεμελιώδης θετική δυναμική της Ελλάδας αναμένεται να διατηρηθεί και να βελτιωθεί, ιδιαίτερα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα που έδωσε στη φιλοεπενδυτική Νέα Δημοκρατία τον πλήρη έλεγχο του Κοινοβουλίου.
Οι κίνδυνοι για αυτήν την προοπτική οφείλονται κυρίως στην πιθανή υλοποίηση των πιέσεων που προκαλούνται από τις αρνητικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο μακροοικονομικό περιβάλλον.
Η επανέναρξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα και η επανεξισορρόπηση του συνδυασμού πολιτικών - από την πλευρά του φορολογικού τομέα, αποφεύγοντας την πολιτική αβεβαιότητα - είναι κατά τη γνώμη της Barclays, τα βασικά συστατικά για τη συνεχή αναζωογόνηση των επενδύσεων και συνεπώς τις μελλοντικές ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, μεσοπρόθεσμα.
Η τάση αναβάθμισης της Ελλάδας είναι βασική και πιθανώς βαθμιαία
Παρά το σημαντικό ράλυ των ελληνικών ομολόγων από τον Μάιο, η Barclays πιστεύει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις εάν επιβεβαιωθούν η συνεχιζόμενη ισχυρή δημοσιονομική πολιτική, οι περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα και η συνολική μεταρρύθμιση της οικονομίας.
Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι το κλειδί για τη μελλοντική αγορά ομολόγων της Ελλάδας δεδομένου ότι:
1) θα παρέχει στις ελληνικές τράπεζες πρόσβαση στην κύρια αναχρηματοδότηση της ΕΚΤ
2) θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα σε πιθανό πρόγραμμα PSPP με την επανεπένδυση αυτών, και
3) θα βοηθήσει την επιστροφή της Ελλάδας σε (μερικά) επενδυτικά κριτήρια αναφοράς.
Η ομαλοποίηση της αξιολόγησης θα συνεχίσει πιθανώς, αλλά θα είναι βαθμιαία, φθάνοντας το επενδυτικό επίπεδο το δεύτερο εξάμηνο του 2020 το νωρίτερο, ειδικά εάν εξακολουθούν οι κίνδυνοι να επηρεάζουν αρνητικά την παγκόσμια ανάπτυξη.
Οικονομία και μεταρρυθμίσεις: Ανάγκη αύξησης του ρυθμού
Η Barclays προβλέπει ότι το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,1% και 1,8% φέτος και επόμενο έτος, αντίστοιχα, μετά από 1,9% το 2018.
Οι γενικές εκλογές αποτελούν πηγή πολιτικής αβεβαιότητας και, επομένως, ορισμένες αποφάσεις (από τους καταναλωτές, καθώς και οι επενδυτικές αποφάσεις) μπορούν να αναβληθούν έως ότου η νέα κυβέρνηση εφαρμόσει την οικονομική της στρατηγική.
Η σταθεροποίηση της μεταναστευτικής κατάστασης στην περιοχή της Μεσογείου σε σχέση με τα προηγούμενα έτη θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τον ανταγωνισμό για τα τουριστικά έσοδα, ενδεχομένως εις βάρος της Ελλάδας.
Αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί με την επιβράδυνση της ορμής παγκοσμίως καθώς και με την αβεβαιότητα του Brexit.
Τέλος, το εμπόριο είναι πιθανό να μειώσει την υποστήριξή του.
Από τη μεγάλη οικονομική κρίση, οι καθαρές εξαγωγές αποτέλεσαν τη βασική κινητήρια δύναμη του ελληνικού ΑΕΠ.
Εν τω μεταξύ, οι επενδύσεις υποχώρησαν περαιτέρω στο πρώτο τρίμηνο σε 66,8% από τον Ιούνιο του 2007, παρόλα αυτά αυτό μπορεί να εξηγηθεί από: α) τη βραδεία ανάκαμψη της εμπιστοσύνης από το 2015, β) τον υψηλό ρυθμό δημοσιονομικής εξυγίανσης που επέβαλε το τρίτο σχέδιο διάσωσης, το οποίο προβλέπεται να διατηρηθεί μέχρι το 2022, γ) το τραπεζικό σύστημα με απομείωση και απομόχλευση και δ) την έλλειψη διαρθρωτικής μεταρρύθμισης από το 2015.
Αν και συγκεκριμένα σχέδια εξακολουθούν να είναι ασαφή, η προτεραιότητα της Νέας Δημοκρατίας να θέσει σε εφαρμογή ένα πλαίσιο για την ταχεία αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα είναι θετικά για την αγορά.
Καταλήγοντας όμως, η Barclays εκτιμά ότι οι κίνδυνοι για την ελληνική προοπτική ανάπτυξης είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι.
Η απογοητευτική ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο ή σε επίπεδο ευρωζώνης είναι πιθανώς ο κύριος κίνδυνος υποβάθμισης.
Αντίθετα, η ταχεία βελτίωση στον τραπεζικό τομέα, η αύξηση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα μπορεί να φέρει ανοδική πορεία, ειδικά μεσοπρόθεσμα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών