Η εφαρμογή της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων από την ΕΚΤ οδήγησε ταχύτερα την Deutsche Bank στην κατάρρευση
Είναι σαφές ότι τα προβλήματα της Deutsche Bank, τα οποία όλο και οξύνονται αντί να επιλύονται, οφείλονται κατ’ αρχήν στον τρόπο με τον οποίο οι εκάστοτε επικεφαλής επέλεξαν να διευθύνουν την άλλοτε κορυφαία ευρωπαϊκή τράπεζα.
Σύμφωνα, όμως, με ανάλυση του CNNBusiness ευθύνες για τα… χάλια της Deutsche Bank φέρει και η ΕΚΤ, μέσω της νομισματικής της πολιτικής και την διαμόρφωσης των επιτοκίων σε αρνητικό επίπεδο.
Το 2014 η ΕΚΤ αναζητούσε τρόπους να στηρίξει την ευρισκόμενη σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση ευρωπαϊκή οικονομία, όμως τα επιτόκια ήταν, ήδη, μηδενικά.
Ως εκ τούτου αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το μη συμβατικό μέτρο των αρνητικών επιτοκίων σε μία προσπάθεια να στηρίξει την ανάπτυξη και να αποφύγει τον αποπληθωρισμό.
Όμως με αυτήν την απόφαση «τιμωρούσε» όσες ευρωπαϊκές τράπεζες επέλεγαν να τοποθετήσουν στα ταμεία της τα έξτρα κεφάλαια που διέθεταν.
Με αυτήν την τακτική υπήρξε πλήγμα στην κερδοφορία όχι μόνο της Deutsche Bank αλλά σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών.
«Τα αρνητικά επιτόκια ήταν ένα ακόμη καρφί στο… φέρετρο του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης», εκτιμά ο Claus Vistesen, επικεφαλής οικονομολόγος για τη ζώνη του ευρώ στην Pantheon Macroeconomics.
Όλοι ξέρουν ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι στην ουσία ένας έμμεσος φόρος για τις τράπεζες.
Σε φυσιολογικές οικονομικές περιόδους οι τράπεζες κερδίζουν από τους τόκους που λαμβάνουν μέσω των καταθέσεών τους στις κεντρικές τράπεζες.
Φυσικά όταν τα επιτόκια είναι αρνητικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Από το 2014 έως και σήμερα η Deutsche Bank ήταν κερδοφόρα μόνο ένα έτος.
Στις αρχές Ιουλίου 2019 ανακοίνωσε ένα ευρύτατο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης στο οποίο περιλαμβάνεται και η μείωση 18.000 θέσεων εργασίας.
Την ίδια ώρα η μετοχή διαπραγματεύεται στα οκτώ δολάρια στο NYSE, δηλαδή έχει υποχωρήσει κατά 90% σε σύγκριση με τα επίπεδα που βρίσκονταν πριν ξεσπάσει η κρίση του 2008.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο τραπεζικός δείκτης Euro Stoxx Bank Index έχει υποχωρήσει 40% από τότε που η ΕΚΤ αποφάσισε να εφαρμόσει την πολιτική μηδενικών επιτοκίων.
Αν και η οικονομία της ευρωζώνης ανέκαμψε το 2017 έχει αρχίσει εκ νέου να χαλαρώνει ενώ ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi προειδοποίησε πρόσφατα ότι οι προοπτικές δεν είναι και τόσο θετικές.
«Η νομισματική πολιτική στην Ευρώπη ήταν εντυπωσιακά ανεπιτυχής.
Τα αρνητικά επιτόκια ήταν αντιπαραγωγικά.
Ουσιαστικά άσκησαν πιέσεις στην οικονομία», υποστηρίζει ο David Kelly, κορυφαίος αναλυτής και επενδυτικής σύμβουλος της JPMorgan Funds.
Φυσικά το ερώτημα που δημιουργείται είναι: «Θα ήταν τα πράγματα χειρότερα ή καλύτερα εάν δεν υπήρχαν τα αρνητικά επιτόκια;».
Όπως σε όλες τις περιπτώσεις από μία ασκούμενη πολιτική υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι.
Τα αρνητικά επιτόκια σε συνδυασμό με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ενίσχυση τις αγορές μετοχών και μείωσε το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, ενώ αυτή η κατάσταση πιθανώς να ώθησε επιχειρήσεις και νοικοκυριά να αυξήσουν τις δαπάνες τους.
Το βέβαιο είναι ότι σε περίπτωση νέας μείωσης των επιτοκίων αυτό θα αποτελέσει ένα ακόμη πλήγμα για την Deutsche Bank.
Μία μείωση 0,2% θα «διέγραφε» το 42% των εκτιμώμενων κερδών της γερμανικής τράπεζας για το 2019, σύμφωνα με έκθεση της Goldman Sachs.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα, όμως, με ανάλυση του CNNBusiness ευθύνες για τα… χάλια της Deutsche Bank φέρει και η ΕΚΤ, μέσω της νομισματικής της πολιτικής και την διαμόρφωσης των επιτοκίων σε αρνητικό επίπεδο.
Το 2014 η ΕΚΤ αναζητούσε τρόπους να στηρίξει την ευρισκόμενη σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση ευρωπαϊκή οικονομία, όμως τα επιτόκια ήταν, ήδη, μηδενικά.
Ως εκ τούτου αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το μη συμβατικό μέτρο των αρνητικών επιτοκίων σε μία προσπάθεια να στηρίξει την ανάπτυξη και να αποφύγει τον αποπληθωρισμό.
Όμως με αυτήν την απόφαση «τιμωρούσε» όσες ευρωπαϊκές τράπεζες επέλεγαν να τοποθετήσουν στα ταμεία της τα έξτρα κεφάλαια που διέθεταν.
Με αυτήν την τακτική υπήρξε πλήγμα στην κερδοφορία όχι μόνο της Deutsche Bank αλλά σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών.
«Τα αρνητικά επιτόκια ήταν ένα ακόμη καρφί στο… φέρετρο του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης», εκτιμά ο Claus Vistesen, επικεφαλής οικονομολόγος για τη ζώνη του ευρώ στην Pantheon Macroeconomics.
Όλοι ξέρουν ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι στην ουσία ένας έμμεσος φόρος για τις τράπεζες.
Σε φυσιολογικές οικονομικές περιόδους οι τράπεζες κερδίζουν από τους τόκους που λαμβάνουν μέσω των καταθέσεών τους στις κεντρικές τράπεζες.
Φυσικά όταν τα επιτόκια είναι αρνητικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Από το 2014 έως και σήμερα η Deutsche Bank ήταν κερδοφόρα μόνο ένα έτος.
Στις αρχές Ιουλίου 2019 ανακοίνωσε ένα ευρύτατο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης στο οποίο περιλαμβάνεται και η μείωση 18.000 θέσεων εργασίας.
Την ίδια ώρα η μετοχή διαπραγματεύεται στα οκτώ δολάρια στο NYSE, δηλαδή έχει υποχωρήσει κατά 90% σε σύγκριση με τα επίπεδα που βρίσκονταν πριν ξεσπάσει η κρίση του 2008.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο τραπεζικός δείκτης Euro Stoxx Bank Index έχει υποχωρήσει 40% από τότε που η ΕΚΤ αποφάσισε να εφαρμόσει την πολιτική μηδενικών επιτοκίων.
Αν και η οικονομία της ευρωζώνης ανέκαμψε το 2017 έχει αρχίσει εκ νέου να χαλαρώνει ενώ ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi προειδοποίησε πρόσφατα ότι οι προοπτικές δεν είναι και τόσο θετικές.
«Η νομισματική πολιτική στην Ευρώπη ήταν εντυπωσιακά ανεπιτυχής.
Τα αρνητικά επιτόκια ήταν αντιπαραγωγικά.
Ουσιαστικά άσκησαν πιέσεις στην οικονομία», υποστηρίζει ο David Kelly, κορυφαίος αναλυτής και επενδυτικής σύμβουλος της JPMorgan Funds.
Φυσικά το ερώτημα που δημιουργείται είναι: «Θα ήταν τα πράγματα χειρότερα ή καλύτερα εάν δεν υπήρχαν τα αρνητικά επιτόκια;».
Όπως σε όλες τις περιπτώσεις από μία ασκούμενη πολιτική υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι.
Τα αρνητικά επιτόκια σε συνδυασμό με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ενίσχυση τις αγορές μετοχών και μείωσε το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, ενώ αυτή η κατάσταση πιθανώς να ώθησε επιχειρήσεις και νοικοκυριά να αυξήσουν τις δαπάνες τους.
Το βέβαιο είναι ότι σε περίπτωση νέας μείωσης των επιτοκίων αυτό θα αποτελέσει ένα ακόμη πλήγμα για την Deutsche Bank.
Μία μείωση 0,2% θα «διέγραφε» το 42% των εκτιμώμενων κερδών της γερμανικής τράπεζας για το 2019, σύμφωνα με έκθεση της Goldman Sachs.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών