Έκθεση της Fitch Ratings για τα αρνητικά επιτόκια στην ΕΕ
Οι αρνητικές αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα των χωρών της ΕΕ δεν στηρίζουν απαραίτητα την πιστοληπτική ικανότητα, αναφέρει σε έκθεσή της η Fitch Ratings
«Τα χαμηλότερα κόστη δανεισμού γενικώς υποστηρίζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, αλλά αυτό πρέπει να σταθμιστεί ενάντια στις επιπτώσεις των οικονομικών συνθηκών που οδηγούν σε χαμηλότερες αποδόσεις και ιστορικά υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους σε ορισμένες χώρες.
Υπάρχουν εννέα κρατικά 10ετή ομόλογα τα οποία διαπραγματεύονται με αρνητική απόδοση μέχρι τη λήξη τους.
Το ονομαστικό υπόλοιπο του δημόσιου χρέους παγκοσμίως με αρνητικές αποδόσεις είναι περίπου 15 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ.
Την περασμένη εβδομάδα η απόδοση του 30ετούς ομολόγου της Γερμανίας έγινε αρνητική για πρώτη φορά και η απόδοση των 10 ετών μειώθηκε κάτω από -0,60%.
Οι αρνητικές αποδόσεις αντικατοπτρίζουν διάφορους συναφείς παράγοντες, όπως οι περικοπές των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, τις ανησυχίες των επενδυτών για την παγκόσμια ανάπτυξη και την επενδυτική μετάβαση σε ασφαλή καταφύγια στις χρηματοπιστωτικές αγορές, μετά την ανακοίνωση του Προέδρου Trump για πρόσθετους δασμούς των ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές», σχολιάζει ο αμερικανικός οίκος.
Αν και γενικότερα οι χαμηλές ή αρνητικές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συσχετίζονται γενικά με ισχυρότερα πιστωτικά προφίλ των κρατικών ομολόγων, η Fitch εκτιμά ότι αποτελούν εν μέρει συνέχεια της στρέβλωσης που δημιούργησε η ποσοτική χαλάρωση (QE) τα τελευταία χρόνια.
Οι χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σίγουρα μπορούν να υποστηρίξουν την πιστοληπτική ικανότητα των κρατικών ομολόγων, καθώς μειώνουν την επιβάρυνση του κόστους δανεισμού. (…)
Ωστόσο, (…) το αποτέλεσμα αυτό γίνεται αντιληπτό με την πάροδο του χρόνου, καθώς η μέση ωριμότητα του αναπτυγμένου δημόσιου χρέους της αγοράς είναι συνήθως σχετικά μεγάλη, έτσι ώστε το πραγματικό επιτόκιο και η ετήσια επιβάρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους να αλλάξουν μόνο σταδιακά.
Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, η μέση διάρκεια είναι 7,4 χρόνια.
Και ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργήθηκε από τις υπηρεσίες χαμηλότερου ενδιαφέροντος έχει σε πολλές περιπτώσεις απορροφηθεί από την αύξηση των μη τοκοφόρων δαπανών.
Επιπλέον, οι οικονομικές συνθήκες που οδηγούν σε διαρθρωτικά χαμηλότερες αποδόσεις μπορεί να μην είναι τόσο υποστηρικτικές για τις αξιολογήσεις.
Τα χαμηλότερα επιτόκια αντανακλούν σε κάποιο βαθμό την ασθενέστερη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ λόγω της βραδύτερης αύξησης της παραγωγικότητας και των δημογραφικών μεταβολών».
www.bankingnews.gr
«Τα χαμηλότερα κόστη δανεισμού γενικώς υποστηρίζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, αλλά αυτό πρέπει να σταθμιστεί ενάντια στις επιπτώσεις των οικονομικών συνθηκών που οδηγούν σε χαμηλότερες αποδόσεις και ιστορικά υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους σε ορισμένες χώρες.
Υπάρχουν εννέα κρατικά 10ετή ομόλογα τα οποία διαπραγματεύονται με αρνητική απόδοση μέχρι τη λήξη τους.
Το ονομαστικό υπόλοιπο του δημόσιου χρέους παγκοσμίως με αρνητικές αποδόσεις είναι περίπου 15 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ.
Την περασμένη εβδομάδα η απόδοση του 30ετούς ομολόγου της Γερμανίας έγινε αρνητική για πρώτη φορά και η απόδοση των 10 ετών μειώθηκε κάτω από -0,60%.
Οι αρνητικές αποδόσεις αντικατοπτρίζουν διάφορους συναφείς παράγοντες, όπως οι περικοπές των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, τις ανησυχίες των επενδυτών για την παγκόσμια ανάπτυξη και την επενδυτική μετάβαση σε ασφαλή καταφύγια στις χρηματοπιστωτικές αγορές, μετά την ανακοίνωση του Προέδρου Trump για πρόσθετους δασμούς των ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές», σχολιάζει ο αμερικανικός οίκος.
Αν και γενικότερα οι χαμηλές ή αρνητικές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συσχετίζονται γενικά με ισχυρότερα πιστωτικά προφίλ των κρατικών ομολόγων, η Fitch εκτιμά ότι αποτελούν εν μέρει συνέχεια της στρέβλωσης που δημιούργησε η ποσοτική χαλάρωση (QE) τα τελευταία χρόνια.
Οι χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σίγουρα μπορούν να υποστηρίξουν την πιστοληπτική ικανότητα των κρατικών ομολόγων, καθώς μειώνουν την επιβάρυνση του κόστους δανεισμού. (…)
Ωστόσο, (…) το αποτέλεσμα αυτό γίνεται αντιληπτό με την πάροδο του χρόνου, καθώς η μέση ωριμότητα του αναπτυγμένου δημόσιου χρέους της αγοράς είναι συνήθως σχετικά μεγάλη, έτσι ώστε το πραγματικό επιτόκιο και η ετήσια επιβάρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους να αλλάξουν μόνο σταδιακά.
Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, η μέση διάρκεια είναι 7,4 χρόνια.
Και ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργήθηκε από τις υπηρεσίες χαμηλότερου ενδιαφέροντος έχει σε πολλές περιπτώσεις απορροφηθεί από την αύξηση των μη τοκοφόρων δαπανών.
Επιπλέον, οι οικονομικές συνθήκες που οδηγούν σε διαρθρωτικά χαμηλότερες αποδόσεις μπορεί να μην είναι τόσο υποστηρικτικές για τις αξιολογήσεις.
Τα χαμηλότερα επιτόκια αντανακλούν σε κάποιο βαθμό την ασθενέστερη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ λόγω της βραδύτερης αύξησης της παραγωγικότητας και των δημογραφικών μεταβολών».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών