Έκθεση της Scope Ratings για την Ελλάδα
Η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι σε θέση να ενισχύσει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας και να μειώσει το δημόσιο χρέος, αναζητώντας εν μέρει μια ισορροπία μεταξύ αναπτυξιακών μέτρων και υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, αναφέρει σε έκθεσή της η Scope Ratings, η οποία αναβάθμισε πριν από λίγους μήνες σε «ΒΒ+» (θετικό outlook) τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
«Η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει και πάλι το στόχο της για πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο 3,5% του ΑΕΠ το 2019, αφού το μεγαλύτερο από το αναμενόμενο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 ανήλθε στο 4,3% ΑΕΠ.
Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση της επίσημης εμπιστοσύνης των πιστωτών και της αγοράς.
Ωστόσο, η επίτευξη της σωστής ισορροπίας μεταξύ μέτρων ενίσχυσης της ανάπτυξης, όπως οι υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις -το χαμηλό επίπεδο των οποίων εξηγεί εν μέρει τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, η δημοσιονομική πειθαρχία- και οι πολιτικές αντιμετώπισης των κοινωνικών πιέσεων μπορεί να απαιτήσουν από την κυβέρνηση να επανεξετάσει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα», σχολιάζεται.
Ο οίκος σημειώνει πως ένας ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά 1% υψηλότερος από τον τρέχοντα τα επόμενα έξι χρόνια θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους κατά περίπου 11% του ΑΕΠ έως το 2024, σε σύγκριση με το αποτέλεσμα στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ.
Αντίθετα, ένα πρόσθετο ποσοστό αύξησης του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1% προς το ΑΕΠ θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρέους κατά 6% του ΑΕΠ.
«Η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι το κλειδί για τη μείωση του χρέους της Ελλάδας, αλλά η ανησυχία μας είναι ότι εάν τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι υπερβολικά υψηλά για πολύ καιρό, θα μπορούσαν να αποτρέψουν τις δαπάνες που χρειάζονται για να καλύψουν το επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας, με κίνδυνο φορολογικής εξάντλησης της Ελλάδας.
Αυτό θα λειτουργούσε τελικά ενάντια στην ανάπτυξη και, μακροπρόθεσμα, στη βιωσιμότητα του χρέους.
Η Ελλάδα θα επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως με τους Ευρωπαίους πιστωτές της χώρας, εν μέσω του σημερινού περιβάλλοντος χαμηλού επιτοκίου. (…)
Προς το παρόν, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία βελτιώνονται.
Αναμένουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 2,5% το 2019, με τον ρυθμό να παραμένει ισχυρός κατά την περίοδο 2020-2024.
Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις οικονομικές εξελίξεις στην ευρύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, οι οποίες σημείωσαν σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης».
www.bankingnews.gr
Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
«Η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει και πάλι το στόχο της για πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο 3,5% του ΑΕΠ το 2019, αφού το μεγαλύτερο από το αναμενόμενο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 ανήλθε στο 4,3% ΑΕΠ.
Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση της επίσημης εμπιστοσύνης των πιστωτών και της αγοράς.
Ωστόσο, η επίτευξη της σωστής ισορροπίας μεταξύ μέτρων ενίσχυσης της ανάπτυξης, όπως οι υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις -το χαμηλό επίπεδο των οποίων εξηγεί εν μέρει τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, η δημοσιονομική πειθαρχία- και οι πολιτικές αντιμετώπισης των κοινωνικών πιέσεων μπορεί να απαιτήσουν από την κυβέρνηση να επανεξετάσει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα», σχολιάζεται.
Ο οίκος σημειώνει πως ένας ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά 1% υψηλότερος από τον τρέχοντα τα επόμενα έξι χρόνια θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους κατά περίπου 11% του ΑΕΠ έως το 2024, σε σύγκριση με το αποτέλεσμα στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ.
Αντίθετα, ένα πρόσθετο ποσοστό αύξησης του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1% προς το ΑΕΠ θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρέους κατά 6% του ΑΕΠ.
«Η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι το κλειδί για τη μείωση του χρέους της Ελλάδας, αλλά η ανησυχία μας είναι ότι εάν τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι υπερβολικά υψηλά για πολύ καιρό, θα μπορούσαν να αποτρέψουν τις δαπάνες που χρειάζονται για να καλύψουν το επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας, με κίνδυνο φορολογικής εξάντλησης της Ελλάδας.
Αυτό θα λειτουργούσε τελικά ενάντια στην ανάπτυξη και, μακροπρόθεσμα, στη βιωσιμότητα του χρέους.
Η Ελλάδα θα επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως με τους Ευρωπαίους πιστωτές της χώρας, εν μέσω του σημερινού περιβάλλοντος χαμηλού επιτοκίου. (…)
Προς το παρόν, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία βελτιώνονται.
Αναμένουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 2,5% το 2019, με τον ρυθμό να παραμένει ισχυρός κατά την περίοδο 2020-2024.
Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις οικονομικές εξελίξεις στην ευρύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, οι οποίες σημείωσαν σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών