Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναζητά επίμονα νέους τρόπους να ασκήσει πιο επεκτατική πολιτική - Η υπερ-ευαισθησία της σχετικά με την πτώση των τιμών είναι άστοχη και η ικανότητά της στηρίξει το ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού αμφίβολη
Διαρκής στόχος των Κεντρικών Τραπεζών είναι η σταθερότητα των τιμών και σήμερα οι τιμές είναι σταθερές σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου.
Ωστόσο, οι κεντρικοί τραπεζίτες δηλώνουν ανικανοποίητοι όπως παρατηρεί ο διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Σπουδών Daniel Gros, σε άρθρο του στο Project Syndicate.
Κάποιοι εκ των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επισημαίνει ο Gros, ετοιμάζουν κάποια περαιτέρω μέτρα τόνωσης προκειμένου να πεισθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές για την αποφασιστικότητά τους να καταπολεμήσουν τον αποπληθωρισμό.
Αλλά τέτοιες πολιτικές υπερεκτιμούν τον κίνδυνο πτώσης των τιμών.
Για κάποιον που δεν γνωρίζει καλά τι συμβαίνει, οι τιμές δεν πέφτουν τώρα.
Απλώς ανέρχονται με βραδύτερο ρυθμό από ό, τι επιθυμούν οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Στην ευρωζώνη, για παράδειγμα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνει τις μεταβλητές τιμές ενέργειας και τροφίμων) κυμαίνεται στο 1% ετησίως και οι αγορές αναμένουν ότι θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, κατά μέσο όρο, για την επόμενη δεκαετία.
Η ΕΚΤ θεωρεί αυτά τα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού απαράδεκτα.
Περιγράφει την «σταθερότητα των τιμών» ως αμετάβλητη στις τιμές, αλλά υπό την έννοια του πληθωρισμού πως ετήσια κυμαίνεται «κοντά μεν, αλλά κάτω από το 2% μεσοπρόθεσμα».
Ομοίως, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν αμφότερες στόχους πληθωρισμού ως 2%.
Οι κεντρικές τράπεζες φοβούνται τις σταθερές τιμές για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι γιατί η πραγματική αξια του χρέους αυξάνεται όταν πέφτουν οι τιμές.
Παρόλ'αυτά, οι φόβοι για αποπληθωρισμό του χρέους είναι υπερβολικοί: επειδή τα ονομαστικά επιτόκια είναι κοντά στο μηδέν, το πραγματικό χρέος δεν θα αυξηθεί ακόμη κι αν οι τιμές παραμείνουν σταθερές.
Επιπλέον η εξυπηρέτηση του χρέους εξαρτάται κυρίως από το αν τα εισοδήματα αυξάνονται ταχύτερα από το οφειλόμενο χρέος και όχι από το αν ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού υπερβαίνει το ρυθμό ανόδου των επιτοκίων.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα υπερχρεωμένα κράτη, όπως και τα νοικοκυριά.
Ωστόσο, η εικόνα είναι ακόμη πιο θετική, αφού η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη παραμένει περίπου στο 3% πολύ πάνω από τα επιτόκια για το πιο μακροπρόθεσμο χρέος σχεδόν όλων των κυβερνήσεων των κρατών μελών (το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης σε ολόκληρη την ευρωζώνη είναι πλέον κοντά στο μηδέν).
Ως αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης είναι σε πολύ καλή θέση, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν πρωτογενώς ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, ότι το χρέους τους θα υποχωρεί σταδιακά ως ποσοστό το ΑΕΠ. Τα νοικοκυριά επίσης είναι σε ευνοϊκή θέση, καθώς τα εισοδήματά τους αυξάνονται κατά περίπου 3%, ενώ τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων πλησιάζουν προς το μηδέν.
Ως εκ τούτου, αυτό που μπορούν να περιμένουν είναι η βελτίωση της ικανότητας εξυπηρέτησης του χρέους τους με την πάροδο του χρόνου.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες δεν θέλουν τις σταθερές τιμές είναι ότι μπορεί να είναι πιο δύσκολο να μειωθούν οι τιμές σε απόλυτους αριθμούς.
Σε όλες τις οικονομίες, οι σχετικές τιμές αγαθών και υπηρεσιών προσαρμόζονται ανάλογα με τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης.
Έτσι ο μέσος όρος των τιμών (οι μέσες τιμές) θα παραμείνουν αμετάβλητες σε γενικές γραμμές, ορισμένες τιμές θα αυξηθούν και άλλες θα πρέπει να μειωθούν.
Παρόλ'αυτά οι παραγωγοί σπανίως αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη μείωση των τιμών των περισσοτέρων αγαθών και υπηρεσιών.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να μειωθούν οι ονομαστικοί μισθοί για να αντισταθμιστούν οι χαμηλότερες τιμές.
Είναι επομένως καλύτερο να αυξηθούν οι μέσοι μισθοί, έτσι ώστε οι μισθοί οι οποίοι πρέπει να πέσουν, να πέσουν σε σχετικούς και όχι σε απόλυτους ή ονομαστικούς όρους.
Η συρρίκνωση των μισθών όμως είναι απίθανο να απασχολήσει σοβαρά τους οικονομολόγους το επόμενο χρονικό διάστημα.
Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται επί του παρόντος κατά περίπου 2,5% ετησίως στην ευρωζώνη (και πάνω από 3% στις ΗΠΑ).
Τα ποσοστά αυτά συγκαταλέγονται στα υψηλότερα της δεκαετίας, η οποία ήταν και μια περίοδος ισχυρής αύξησης της συνολικής απασχόλησης.
Κάποιοι ιθύνοντες μπορεί να υποστηρίζουν ότι η μέση αύξηση του 2,5% των μισθών στην ευρωζώνη δεν είναι αρκετή, οπότε και δικαιολογείται η επεκτατική κατεύθυνση που θέλει να δώσει η ΕΚΤ στη νομισματική πολιτικής της.
Όμως το ερώτημα παραμένει: Θα έπρεπε η ΕΚΤ να ετοιμάσει πρόσθετα μέτρα τόνωσης, όταν ο κίνδυνος ενός επιβλαβούς αποπληθωρισμού μειώνεται;
Η εμπειρία της Ιαπωνίας δείχνει ότι η μείωση των μισθών μπορεί σταδιακά να εξαφανιστεί.
Το 2018, για παράδειγμα, οι μισθοί στην Ιαπωνία αυξήθηκε κατά περίπου 2%, και ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό για πάνω από 20 χρόνια.
Όμως, τους τελευταίους 12 μήνες, έχουν αρχίσει ξαφνικά να πέφτουν, παρόλο που οι συνθήκες της αγοράς εργασίας δεν έχουν επιδεινωθεί.
Αντίθετα, η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται και η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι μισθοί μειώνονται στην Ιαπωνία και τα προηγούμενα επεισόδια δεν προκάλεσαν αξιοσημείωτα προβλήματα.
Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η μείωση της μισθολογικής ευελιξίας δεν φαίνεται να αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα για τον παρατεταμένο αποπληθωρισμό που παρουσιάζει η οικονομία της Ιαπωνίας.
Οι σημερινοί τραπεζίτες αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα που μάλλον θεωρείται «πολυτελείας»: οι τιμές αυξάνονται λίγο πιο αργά από ό,τι θα ήθελαν.
Παρότι ο πληθωρισμός κυμαίνεται κάτω του στόχου, η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ και οι οφειλέτες είναι ευτυχείς.
Η ανάγκη για περιστασιακές μειώσεις των ονομαστικών μισθών φαίνεται απομακρυσμένη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και δεν φαίνεται να προκαλεί προβλήματα στην Ιαπωνία.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η ΕΚΤ πρέπει να είναι τόσο ανυπόμονη να υιοθετήσει μια στάση πιο επεκτατική.
Ναι, η οικονομική δραστηριότητα έχει αποδυναμωθεί τα τελευταία τρίμηνα και οι δείκτες δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία είναι έτοιμη για επιβράδυνση.
Όμως, όπως ισχυρίστηκε η πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Lawrence H. Summers και Anna Stansbury, από μόνη της, η περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα συμβάλει ελάχιστα στην τόνωση της ζήτησης και στην αύξηση του πληθωρισμού.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να μετριάσει τη ρητορική της για τον επικείμενο κίνδυνο αποπληθωρισμού και να κρατήσει σταθερή την πορεία του.
Η υπερ-ευαισθησία της σχετικά με την πτώση των τιμών είναι άστοχη και η ικανότητά της στηρίξει το ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού είναι αμφίβολη.
www.bankingnews.gr
Ωστόσο, οι κεντρικοί τραπεζίτες δηλώνουν ανικανοποίητοι όπως παρατηρεί ο διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Σπουδών Daniel Gros, σε άρθρο του στο Project Syndicate.
Κάποιοι εκ των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επισημαίνει ο Gros, ετοιμάζουν κάποια περαιτέρω μέτρα τόνωσης προκειμένου να πεισθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές για την αποφασιστικότητά τους να καταπολεμήσουν τον αποπληθωρισμό.
Αλλά τέτοιες πολιτικές υπερεκτιμούν τον κίνδυνο πτώσης των τιμών.
Για κάποιον που δεν γνωρίζει καλά τι συμβαίνει, οι τιμές δεν πέφτουν τώρα.
Απλώς ανέρχονται με βραδύτερο ρυθμό από ό, τι επιθυμούν οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Στην ευρωζώνη, για παράδειγμα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνει τις μεταβλητές τιμές ενέργειας και τροφίμων) κυμαίνεται στο 1% ετησίως και οι αγορές αναμένουν ότι θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, κατά μέσο όρο, για την επόμενη δεκαετία.
Η ΕΚΤ θεωρεί αυτά τα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού απαράδεκτα.
Περιγράφει την «σταθερότητα των τιμών» ως αμετάβλητη στις τιμές, αλλά υπό την έννοια του πληθωρισμού πως ετήσια κυμαίνεται «κοντά μεν, αλλά κάτω από το 2% μεσοπρόθεσμα».
Ομοίως, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν αμφότερες στόχους πληθωρισμού ως 2%.
Οι κεντρικές τράπεζες φοβούνται τις σταθερές τιμές για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι γιατί η πραγματική αξια του χρέους αυξάνεται όταν πέφτουν οι τιμές.
Παρόλ'αυτά, οι φόβοι για αποπληθωρισμό του χρέους είναι υπερβολικοί: επειδή τα ονομαστικά επιτόκια είναι κοντά στο μηδέν, το πραγματικό χρέος δεν θα αυξηθεί ακόμη κι αν οι τιμές παραμείνουν σταθερές.
Επιπλέον η εξυπηρέτηση του χρέους εξαρτάται κυρίως από το αν τα εισοδήματα αυξάνονται ταχύτερα από το οφειλόμενο χρέος και όχι από το αν ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού υπερβαίνει το ρυθμό ανόδου των επιτοκίων.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα υπερχρεωμένα κράτη, όπως και τα νοικοκυριά.
Ωστόσο, η εικόνα είναι ακόμη πιο θετική, αφού η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη παραμένει περίπου στο 3% πολύ πάνω από τα επιτόκια για το πιο μακροπρόθεσμο χρέος σχεδόν όλων των κυβερνήσεων των κρατών μελών (το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης σε ολόκληρη την ευρωζώνη είναι πλέον κοντά στο μηδέν).
Ως αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης είναι σε πολύ καλή θέση, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν πρωτογενώς ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, ότι το χρέους τους θα υποχωρεί σταδιακά ως ποσοστό το ΑΕΠ. Τα νοικοκυριά επίσης είναι σε ευνοϊκή θέση, καθώς τα εισοδήματά τους αυξάνονται κατά περίπου 3%, ενώ τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων πλησιάζουν προς το μηδέν.
Ως εκ τούτου, αυτό που μπορούν να περιμένουν είναι η βελτίωση της ικανότητας εξυπηρέτησης του χρέους τους με την πάροδο του χρόνου.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες δεν θέλουν τις σταθερές τιμές είναι ότι μπορεί να είναι πιο δύσκολο να μειωθούν οι τιμές σε απόλυτους αριθμούς.
Σε όλες τις οικονομίες, οι σχετικές τιμές αγαθών και υπηρεσιών προσαρμόζονται ανάλογα με τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης.
Έτσι ο μέσος όρος των τιμών (οι μέσες τιμές) θα παραμείνουν αμετάβλητες σε γενικές γραμμές, ορισμένες τιμές θα αυξηθούν και άλλες θα πρέπει να μειωθούν.
Παρόλ'αυτά οι παραγωγοί σπανίως αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη μείωση των τιμών των περισσοτέρων αγαθών και υπηρεσιών.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να μειωθούν οι ονομαστικοί μισθοί για να αντισταθμιστούν οι χαμηλότερες τιμές.
Είναι επομένως καλύτερο να αυξηθούν οι μέσοι μισθοί, έτσι ώστε οι μισθοί οι οποίοι πρέπει να πέσουν, να πέσουν σε σχετικούς και όχι σε απόλυτους ή ονομαστικούς όρους.
Η συρρίκνωση των μισθών όμως είναι απίθανο να απασχολήσει σοβαρά τους οικονομολόγους το επόμενο χρονικό διάστημα.
Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται επί του παρόντος κατά περίπου 2,5% ετησίως στην ευρωζώνη (και πάνω από 3% στις ΗΠΑ).
Τα ποσοστά αυτά συγκαταλέγονται στα υψηλότερα της δεκαετίας, η οποία ήταν και μια περίοδος ισχυρής αύξησης της συνολικής απασχόλησης.
Κάποιοι ιθύνοντες μπορεί να υποστηρίζουν ότι η μέση αύξηση του 2,5% των μισθών στην ευρωζώνη δεν είναι αρκετή, οπότε και δικαιολογείται η επεκτατική κατεύθυνση που θέλει να δώσει η ΕΚΤ στη νομισματική πολιτικής της.
Όμως το ερώτημα παραμένει: Θα έπρεπε η ΕΚΤ να ετοιμάσει πρόσθετα μέτρα τόνωσης, όταν ο κίνδυνος ενός επιβλαβούς αποπληθωρισμού μειώνεται;
Η εμπειρία της Ιαπωνίας δείχνει ότι η μείωση των μισθών μπορεί σταδιακά να εξαφανιστεί.
Το 2018, για παράδειγμα, οι μισθοί στην Ιαπωνία αυξήθηκε κατά περίπου 2%, και ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό για πάνω από 20 χρόνια.
Όμως, τους τελευταίους 12 μήνες, έχουν αρχίσει ξαφνικά να πέφτουν, παρόλο που οι συνθήκες της αγοράς εργασίας δεν έχουν επιδεινωθεί.
Αντίθετα, η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται και η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι μισθοί μειώνονται στην Ιαπωνία και τα προηγούμενα επεισόδια δεν προκάλεσαν αξιοσημείωτα προβλήματα.
Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η μείωση της μισθολογικής ευελιξίας δεν φαίνεται να αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα για τον παρατεταμένο αποπληθωρισμό που παρουσιάζει η οικονομία της Ιαπωνίας.
Οι σημερινοί τραπεζίτες αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα που μάλλον θεωρείται «πολυτελείας»: οι τιμές αυξάνονται λίγο πιο αργά από ό,τι θα ήθελαν.
Παρότι ο πληθωρισμός κυμαίνεται κάτω του στόχου, η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ και οι οφειλέτες είναι ευτυχείς.
Η ανάγκη για περιστασιακές μειώσεις των ονομαστικών μισθών φαίνεται απομακρυσμένη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και δεν φαίνεται να προκαλεί προβλήματα στην Ιαπωνία.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η ΕΚΤ πρέπει να είναι τόσο ανυπόμονη να υιοθετήσει μια στάση πιο επεκτατική.
Ναι, η οικονομική δραστηριότητα έχει αποδυναμωθεί τα τελευταία τρίμηνα και οι δείκτες δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία είναι έτοιμη για επιβράδυνση.
Όμως, όπως ισχυρίστηκε η πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Lawrence H. Summers και Anna Stansbury, από μόνη της, η περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα συμβάλει ελάχιστα στην τόνωση της ζήτησης και στην αύξηση του πληθωρισμού.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να μετριάσει τη ρητορική της για τον επικείμενο κίνδυνο αποπληθωρισμού και να κρατήσει σταθερή την πορεία του.
Η υπερ-ευαισθησία της σχετικά με την πτώση των τιμών είναι άστοχη και η ικανότητά της στηρίξει το ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού είναι αμφίβολη.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών