Η υπερ-επαγρύπνηση της σχετικά με την πτώση των τιμών είναι άστοχη και η ικανότητά της να αυξάνει τον πληθωρισμό είναι αμφίβολη.... αναφέρει το Centre for European Policy Studies
Η ΕΚΤ πρέπει να αλλάξει την στρατηγική της, ο στόχος για τον πληθωρισμό είναι λάθος και η νέα ποσοτική χαλάρωση δεν θα βοηθήσει, αναφέρει το Centre for European Policy Studies
Σε ανάλυση του αναφέρει ότι οι κεντρικές τράπεζες στοχεύουν στη σταθερότητα των τιμών και σήμερα οι τιμές είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερές σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου.
Ωστόσο, οι κεντρικοί τραπεζίτες δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι.
Ορισμένοι φορείς χάραξης πολιτικής, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προετοιμάζουν νέα μέτρα τόνωσης για να πείσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές για την αποφασιστικότητά τους να καταπολεμήσουν τον αποπληθωρισμό.
Αλλά τέτοιες πολιτικές υπερεκτιμούν τον κίνδυνο πτώσης των τιμών στα προϊόντα.
Οι τιμές των προϊόντων δεν μειώνονται απλά αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό από ότι επιθυμούν οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Στην ευρωζώνη, για παράδειγμα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (ο οποίος αποκλείει τις μεταβλητές τιμές ενέργειας και τροφίμων) κυμαίνεται περίπου στο 1% ετησίως και οι αγορές αναμένουν ότι θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, κατά μέσο όρο, για την επόμενη δεκαετία.
Η ΕΚΤ θεωρεί τον χαμηλό πληθωρισμό ως εντελώς λάθος στρατηγική.
Θεωρεί ότι η "σταθερότητα των τιμών" δεν είναι τόσο σταθερή και επιμένει για πληθωρισμό στην ζώνης του ευρώ σε ετήσια βάση κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα.
Ομοίως, η Federal Reserve και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν θέσεις ως στόχους πληθωρισμό 2%.
Οι κεντρικές τράπεζες φοβούνται τις σταθερές τιμές για δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η πραγματική αξία του χρέους αυξάνεται αυτόματα όταν πέφτουν οι τιμές.
Ωστόσο, οι φόβοι για τον αποπληθωρισμό του χρέους φαίνονται υπερβολικοί, επειδή τα ονομαστικά επιτόκια είναι τα ίδια κοντά στο μηδέν, το πραγματικό βάρος του χρέους δεν θα αυξηθεί ακόμη και αν οι τιμές παραμείνουν σταθερές.
Επιπλέον, η διαχειρισιμότητα της εξυπηρέτησης του χρέους εξαρτάται κυρίως από το αν τα εισοδήματα αυξάνονται ταχύτερα από το οφειλόμενο χρέος και όχι από το αν ο πληθωρισμός υπερβαίνει το επιτόκιο.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις και τα νοικοκυριά.
Ωστόσο, η εικόνα αυτή τη στιγμή είναι ακόμη πιο θετική, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη παραμένει περίπου 3%, πολύ πάνω από τα επιτόκια σχεδόν όλων των μακροπρόθεσμων ομολόγων των ευρωπαϊκών κρατών μελών (το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης σε ολόκληρη την ευρωζώνη είναι πλέον κοντά στο μηδέν).
Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης βρίσκονται σε πολύ άνετη θέση.
Στρατηγικά η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα βελτιωθεί μεσοπρόθεσμα.
Τα νοικοκυριά είναι επίσης ευνοϊκά τοποθετημένα, τα εισοδήματά τους αυξάνονται κατά περίπου 3%, ενώ τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων κινούνται προς το μηδέν.
Ως εκ τούτου, μπορούν απλώς να περιμένουν γιατί θα βελτιωθεί περαιτέρω η ικανότητα αποπληρωμής των δανείων με την πάροδο του χρόνου.
Ο δεύτερος λόγος που οι κεντρικές τράπεζες φοβούνται τις σταθερές τιμές είναι ότι μπορεί να είναι δύσκολο να μειωθούν οι απόλυτες τιμές των αγαθών.
Σε οποιαδήποτε οικονομία, οι σχετικές τιμές αγαθών και υπηρεσιών πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με τις τάσεις της προσφοράς και της ζήτησης.
Επομένως, για να παραμείνουν οι μέσες τιμές αμετάβλητες συνολικά, ορισμένες τιμές θα πρέπει να αυξηθούν και άλλες θα πρέπει να μειωθούν.
Οι παραγωγοί σπανίως αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη μείωση των τιμών των περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται στους καταναλωτές ή σε άλλες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να μειωθούν οι ονομαστικοί μισθοί για να αντισταθμιστούν οι χαμηλότερες τιμές.
Ωστόσο, η συρρίκνωση των μισθών είναι απίθανο να αποτελέσει πηγή ανησυχίας σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται επί του παρόντος κατά περίπου 2,5% ετησίως στην ευρωζώνη (και πάνω από 3% στις ΗΠΑ).
Τα ποσοστά αυτά είναι μεταξύ των υψηλότερων την τρέχουσα δεκαετία, η οποία υπήρξε μια περίοδος έντονης αύξησης της απασχόλησης συνολικά.
Κάποιοι μπορεί να υποστηρίζουν ότι η μέση αύξηση μισθών της ευρωζώνης κατά 2,5% δεν είναι αρκετή και ότι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ δικαιολογείται.
Αλλά παραμένει το ερώτημα: Πρέπει η ΕΚΤ να ετοιμάσει πρόσθετα μέτρα τόνωσης, όταν ο κίνδυνος του επιβλαβούς αποπληθωρισμού μειώνεται πραγματικά;
Υπάρχει και η εμπειρία της Ιαπωνίας.
Το 2018, για παράδειγμα, ο μισθός στην Ιαπωνία – σε μέσους όρους - αυξήθηκε κατά περίπου 2%, ο υψηλότερος ρυθμός σε πάνω από 20 χρόνια.
Όμως, τους τελευταίους 12 μήνες, έχουν ξαφνικά αρχίσει να πέφτουν, παρόλο που οι συνθήκες της αγοράς εργασίας δεν έχουν επιδεινωθεί.
Αντίθετα, η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται και η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται.
Ορισμένοι οικονομολόγοι, στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν ότι η μείωση της μισθολογικής ευελιξίας δεν φαίνεται να συνιστά πρωταρχικό παράγοντα για τον παρατεταμένο αποπληθωρισμό της Ιαπωνίας.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες αντιμετωπίζουν σήμερα ένα μακροχρόνιο πρόβλημα οι τιμές αυξάνονται λίγο πιο αργά από ό, τι θα ήθελαν. Αν και ο πληθωρισμός είναι κάτω από τον στόχο, η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται στα χαμηλότερα επίπεδα και οι δανειζόμενοι ικανοποιούν τα χρέη τους.
Η ανάγκη για περιστασιακές μειώσεις των ονομαστικών μισθών είναι πολύ περιορισμένη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και δεν φαίνεται να προκαλεί προβλήματα στην Ιαπωνία.
Δεδομένων όλων αυτών, είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η ΕΚΤ πρέπει να είναι τόσο ανυπόμονη να λάβει νέα μέτρα.
Ναι, η οικονομική δραστηριότητα αποδυναμώθηκε τα τελευταία τρίμηνα και ορισμένοι δείκτες δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία είναι έτοιμη για επιβράδυνση.
Αλλά όπως ορθώς υποστήριξε ο πρώην υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ η περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής δεν θα έχει επίδραση στην προσπάθεια τόνωσης της ζήτησης και αύξησης του πληθωιρμσού.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να μετριάσει τη ρητορική της σχετικά με τον επικείμενο κίνδυνο αποπληθωρισμού και να διατηρήσει σταθερή την πορεία της.
Η υπερ-επαγρύπνηση της σχετικά με την πτώση των τιμών είναι άστοχη και η ικανότητά της να αυξάνει τον πληθωρισμό είναι αμφίβολη.
www.bankingnews.gr
Σε ανάλυση του αναφέρει ότι οι κεντρικές τράπεζες στοχεύουν στη σταθερότητα των τιμών και σήμερα οι τιμές είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερές σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου.
Ωστόσο, οι κεντρικοί τραπεζίτες δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι.
Ορισμένοι φορείς χάραξης πολιτικής, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προετοιμάζουν νέα μέτρα τόνωσης για να πείσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές για την αποφασιστικότητά τους να καταπολεμήσουν τον αποπληθωρισμό.
Αλλά τέτοιες πολιτικές υπερεκτιμούν τον κίνδυνο πτώσης των τιμών στα προϊόντα.
Οι τιμές των προϊόντων δεν μειώνονται απλά αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό από ότι επιθυμούν οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Στην ευρωζώνη, για παράδειγμα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (ο οποίος αποκλείει τις μεταβλητές τιμές ενέργειας και τροφίμων) κυμαίνεται περίπου στο 1% ετησίως και οι αγορές αναμένουν ότι θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, κατά μέσο όρο, για την επόμενη δεκαετία.
Η ΕΚΤ θεωρεί τον χαμηλό πληθωρισμό ως εντελώς λάθος στρατηγική.
Θεωρεί ότι η "σταθερότητα των τιμών" δεν είναι τόσο σταθερή και επιμένει για πληθωρισμό στην ζώνης του ευρώ σε ετήσια βάση κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα.
Ομοίως, η Federal Reserve και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν θέσεις ως στόχους πληθωρισμό 2%.
Οι κεντρικές τράπεζες φοβούνται τις σταθερές τιμές για δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η πραγματική αξία του χρέους αυξάνεται αυτόματα όταν πέφτουν οι τιμές.
Ωστόσο, οι φόβοι για τον αποπληθωρισμό του χρέους φαίνονται υπερβολικοί, επειδή τα ονομαστικά επιτόκια είναι τα ίδια κοντά στο μηδέν, το πραγματικό βάρος του χρέους δεν θα αυξηθεί ακόμη και αν οι τιμές παραμείνουν σταθερές.
Επιπλέον, η διαχειρισιμότητα της εξυπηρέτησης του χρέους εξαρτάται κυρίως από το αν τα εισοδήματα αυξάνονται ταχύτερα από το οφειλόμενο χρέος και όχι από το αν ο πληθωρισμός υπερβαίνει το επιτόκιο.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις και τα νοικοκυριά.
Ωστόσο, η εικόνα αυτή τη στιγμή είναι ακόμη πιο θετική, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη παραμένει περίπου 3%, πολύ πάνω από τα επιτόκια σχεδόν όλων των μακροπρόθεσμων ομολόγων των ευρωπαϊκών κρατών μελών (το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης σε ολόκληρη την ευρωζώνη είναι πλέον κοντά στο μηδέν).
Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης βρίσκονται σε πολύ άνετη θέση.
Στρατηγικά η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα βελτιωθεί μεσοπρόθεσμα.
Τα νοικοκυριά είναι επίσης ευνοϊκά τοποθετημένα, τα εισοδήματά τους αυξάνονται κατά περίπου 3%, ενώ τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων κινούνται προς το μηδέν.
Ως εκ τούτου, μπορούν απλώς να περιμένουν γιατί θα βελτιωθεί περαιτέρω η ικανότητα αποπληρωμής των δανείων με την πάροδο του χρόνου.
Ο δεύτερος λόγος που οι κεντρικές τράπεζες φοβούνται τις σταθερές τιμές είναι ότι μπορεί να είναι δύσκολο να μειωθούν οι απόλυτες τιμές των αγαθών.
Σε οποιαδήποτε οικονομία, οι σχετικές τιμές αγαθών και υπηρεσιών πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με τις τάσεις της προσφοράς και της ζήτησης.
Επομένως, για να παραμείνουν οι μέσες τιμές αμετάβλητες συνολικά, ορισμένες τιμές θα πρέπει να αυξηθούν και άλλες θα πρέπει να μειωθούν.
Οι παραγωγοί σπανίως αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη μείωση των τιμών των περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται στους καταναλωτές ή σε άλλες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να μειωθούν οι ονομαστικοί μισθοί για να αντισταθμιστούν οι χαμηλότερες τιμές.
Ωστόσο, η συρρίκνωση των μισθών είναι απίθανο να αποτελέσει πηγή ανησυχίας σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται επί του παρόντος κατά περίπου 2,5% ετησίως στην ευρωζώνη (και πάνω από 3% στις ΗΠΑ).
Τα ποσοστά αυτά είναι μεταξύ των υψηλότερων την τρέχουσα δεκαετία, η οποία υπήρξε μια περίοδος έντονης αύξησης της απασχόλησης συνολικά.
Κάποιοι μπορεί να υποστηρίζουν ότι η μέση αύξηση μισθών της ευρωζώνης κατά 2,5% δεν είναι αρκετή και ότι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ δικαιολογείται.
Αλλά παραμένει το ερώτημα: Πρέπει η ΕΚΤ να ετοιμάσει πρόσθετα μέτρα τόνωσης, όταν ο κίνδυνος του επιβλαβούς αποπληθωρισμού μειώνεται πραγματικά;
Υπάρχει και η εμπειρία της Ιαπωνίας.
Το 2018, για παράδειγμα, ο μισθός στην Ιαπωνία – σε μέσους όρους - αυξήθηκε κατά περίπου 2%, ο υψηλότερος ρυθμός σε πάνω από 20 χρόνια.
Όμως, τους τελευταίους 12 μήνες, έχουν ξαφνικά αρχίσει να πέφτουν, παρόλο που οι συνθήκες της αγοράς εργασίας δεν έχουν επιδεινωθεί.
Αντίθετα, η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται και η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται.
Ορισμένοι οικονομολόγοι, στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν ότι η μείωση της μισθολογικής ευελιξίας δεν φαίνεται να συνιστά πρωταρχικό παράγοντα για τον παρατεταμένο αποπληθωρισμό της Ιαπωνίας.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες αντιμετωπίζουν σήμερα ένα μακροχρόνιο πρόβλημα οι τιμές αυξάνονται λίγο πιο αργά από ό, τι θα ήθελαν. Αν και ο πληθωρισμός είναι κάτω από τον στόχο, η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται στα χαμηλότερα επίπεδα και οι δανειζόμενοι ικανοποιούν τα χρέη τους.
Η ανάγκη για περιστασιακές μειώσεις των ονομαστικών μισθών είναι πολύ περιορισμένη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και δεν φαίνεται να προκαλεί προβλήματα στην Ιαπωνία.
Δεδομένων όλων αυτών, είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η ΕΚΤ πρέπει να είναι τόσο ανυπόμονη να λάβει νέα μέτρα.
Ναι, η οικονομική δραστηριότητα αποδυναμώθηκε τα τελευταία τρίμηνα και ορισμένοι δείκτες δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία είναι έτοιμη για επιβράδυνση.
Αλλά όπως ορθώς υποστήριξε ο πρώην υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ η περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής δεν θα έχει επίδραση στην προσπάθεια τόνωσης της ζήτησης και αύξησης του πληθωιρμσού.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να μετριάσει τη ρητορική της σχετικά με τον επικείμενο κίνδυνο αποπληθωρισμού και να διατηρήσει σταθερή την πορεία της.
Η υπερ-επαγρύπνηση της σχετικά με την πτώση των τιμών είναι άστοχη και η ικανότητά της να αυξάνει τον πληθωρισμό είναι αμφίβολη.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών