Ο οίκος αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της Ελλάδας σε ΒΒ (low) και υποβάθμισε το outlook από θετικό σε σταθερό λόγω της αρνητικής επίδρασης του κορωνοϊού
Στην υποβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδος από σταθερές σε αρνητικές προχώρησε ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής διαβάθμισης DBRS αλλά επιβεβαίωσε την αξιολόγηση σε ΒΒ (low) λόγω της αρνητικής επίδρασης του κορωνοϊού.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει σχεδιάσει μια γρήγορη αντίδραση και έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής.
Τα έκτακτα φορολογικά μέτρα θα μειώσουν τη σοβαρότητα του οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας ωστόσο, η οικονομία είναι πιθανό να συρρικνωθεί το 2020.
Ταυτόχρονα, ο χρόνος οικονομικής ανάκαμψης και, επομένως, οι προοπτικές ανάπτυξης του 2021 παραμένουν ασαφείς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο δείκτης δημόσιου χρέους και το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα επιδεινωθούν και η διάρκεια της επιδείνωσης είναι εξαιρετικά αβέβαιη.
Η Ελλάδα εξήλθε από την κρίση με τρία χρόνια ανάπτυξης και πέντε χρόνια πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ωστόσο, η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους είναι μεγάλη στο 176,6% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 και τώρα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω.
Το υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους μετριάζεται σε κάποιο βαθμό από την πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια του χρέους και από το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος.
Επίσης, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου περιλαμβάνονται πλέον στο Πρόγραμμα Αγορών (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Από τις 23 Απριλίου, έχουν επιβεβαιωθεί 2.463 κρούσματα κορωνοϊού και 127 θάνατοι στην Ελλάδα από τη νόσο COVID-19.
Η ταχεία αντίδραση της κυβέρνησης στην επιδημιολογική κρίση έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής.
Σε μια προσπάθεια να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού και να υποστηριχθεί το σύστημα υγείας, η κυβέρνηση στις 2 Μαρτίου έκλεισε σχολεία και πανεπιστήμια, ακολουθούμενη από κλείσιμο μη απαραίτητων επιχειρήσεων.
Στις 23 Μαρτίου επιβλήθηκε εθνικό lockdown.
Σε απάντηση στην κρίση της υγείας, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτα φορολογικά μέτρα για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων και για την παροχή ρευστότητας σε εταιρείες και νοικοκυριά.
Καθώς το ξέσπασμα του κορωνοϊού κορυφώνεται, η ελληνική οικονομία οδηγείται σε ύφεση με το ΑΕΠ να μειώνεται πιθανώς πάνω από 5% μέσα στο 2020.
Πριν από το ξέσπασμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% το 2020 και το 2021, υποστηριζόμενη από υψηλότερη κατανάλωση και έντονη αύξηση των επενδύσεων.
Ο αντίκτυπος της εξάπλωσης του COVID-19 αναμένεται να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η χαμηλότερη παγκόσμια και εγχώρια ζήτηση θα επηρεάσει σημαντικά τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών.
Επιπλέον, τα αυστηρά μέτρα περιορισμού και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί αποτελούν αυξημένο κίνδυνο για τον τουριστικό τομέα της Ελλάδας, ο οποίος συμβάλλει άμεσα πάνω από το 10% του ΑΕΠ.
Η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό είναι επίσης εμφανής στην αγορά εργασίας με περίπου το 16% του συνολικού εργατικού δυναμικού να απασχολείται στον τουριστικό κλάδο. Δεδομένης της υψηλής εποχικότητας του τουριστικού τομέα, με σχεδόν το 77% των τουριστικών αφίξεων συγκεντρωμένο το γ’ τρίμηνο του 2020, οι απώλειες για τη τουριστική βιομηχανία θα μπορούσαν να περιοριστούν εάν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί χαλαρώσουν το β’ εξάμηνο του 2020.
Η οικονομία αναπτύχθηκε το 2019 σημειώνοντας σταθερό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,9%, υποστηριζόμενο και πάλι κυρίως από την ισχυρή αύξηση των εξαγωγών και την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Από τον Ιούλιο του 2019, η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκρίνει έναν αριθμό μέτρων για την υποστήριξη της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανάπτυξης μειώνοντας τη γραφειοκρατία που στο παρελθόν μείωσε τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ωστόσο, το επιδεινούμενο επενδυτικό κλίμα πιθανότατα θα καθυστερήσει το σχέδιο της κυβέρνησης για ενίσχυση των ξένων επενδύσεων.
Μετά από πέντε διαδοχικά έτη απόδοσης δημοσιονομικού στόχου, η DBRS αναμένει ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικό το 2020, καθώς το ξέσπασμα του κορωνοϊού έχει τον αντίκτυπο.
Σε απάντηση στο COVID-19, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά φορολογικών μέτρων, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, με στόχο τη στήριξη της οικονομίας και τη μείωση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Το δημοσιονομικό πακέτο που έχει ανακοινωθεί μέχρι στιγμής περιλαμβάνει
(1) αναβολή του ΦΠΑ και πληρωμές κοινωνικών εισφορών για εταιρείες έως τα τέλη Αυγούστου, μείωση του ΦΠΑ σε αγαθά που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της επιδημίας,
(2) οικονομική υποστήριξη προς τους εργαζομένους και τους αυτοαπασχολούμενους που καλύπτουν το 81% των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα και την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας,
(3) πληρωμή κρατικών καθυστερήσεων για παροχή ρευστότητας και
(4) αυξημένες δαπάνες για τη στήριξη του συστήματος υγείας.
Το κόστος του δημοσιονομικού πακέτου εκτιμάται σε 6,8 δισεκατομμύρια ευρώ (3,5% του ΑΕΠ).
Το ΔΝΤ προβλέπει ένα γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα το 2020 στο 9% του ΑΕΠ σε σύγκριση με ένα μικρό πλεόνασμα 0,4% το 2019.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε ότι ο πρωτογενής δημοσιονομικός στόχος του 3,5% του ΑΕΠ για το 2020 δεν αποτελεί πλέον απαίτηση για την Ελλάδα, δεδομένου ότι παρέχεται ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες.
Από το 2010, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή.
Διάφορες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής βελτίωσαν τη δημοσιονομική διαχείριση της Ελλάδας και διόρθωσαν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2015 αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της Ελλάδας για δημοσιονομική εξυγίανση.
Κατά την άποψη της DBRS, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, ωστόσο, ένα παρατεταμένο σοκ που απαιτεί σημαντικά μεγαλύτερα φορολογικά μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας.
Το 2019, το έλλειμμα ανήλθε στο 1,4% του ΑΕΠ από 2,8% το 2018.
Αυτό οφείλεται στη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών, καθώς και στις αυξημένες εισπράξεις των λογαριασμών πρωτογενούς και δευτερογενούς εισοδήματος.
Συνολικά, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά, λόγω της βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας.
Η ισχυρή απόδοση του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία οφείλεται κυρίως στη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου με τις αφίξεις ξένων να αυξάνονται κατά σχεδόν 20% την περίοδο 2016-2018, αναμένεται να επηρεαστεί σοβαρά από την παγκόσμια κρίση υγείας.
Η εξαντλημένη εξωτερική ζήτηση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ταξιδιωτικό ισοζύγιο, το οποίο αντιπροσωπεύει σχεδόν το 70% του ισοζυγίου υπηρεσιών, αν και εν μέρει αντισταθμίζεται από τις ροές κεφαλαίων της ΕΕ.
Επιπλέον, οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές στο 151% του ΑΕΠ το 2019, από 88,8% το 2011, αντανακλώντας κυρίως το εξωτερικό χρέος του δημόσιου τομέα.
Αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των ξένων επίσημων δανείων στον δημόσιο τομέα.
Το 2019, η Ελλάδα σημείωσε περαιτέρω πρόοδο προς την πρόσβασή της στις αγορές ομολόγων, προχωρώντας στην έκδοση χρέους περίπου 9 δισεκατομμύρια ευρώ, επιτυγχάνοντας παράλληλα ιστορικά χαμηλές αποδόσεις.
Εκτός από το ευνοϊκό περιβάλλον στις διεθνείς αγορές ομολόγων, αυτό αντικατοπτρίζει επίσης την αυξανόμενη εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία.
Η απόφαση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει αγορές ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στο PEPP των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το τέλος του 2020 θα συμβάλει επίσης σε ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης.
Επιπλέον, το σημαντικό απόθεμα ρευστότητας που ανέρχεται συνολικά σε περίπου 36 δισεκατομμύρια ευρώ, στηρίζει τις προσπάθειες της Ελλάδας για ενίσχυση της εμπιστοσύνης από τις αγορές.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPEs) παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, συνολικά περίπου στα 71 δισεκατομμύρια ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου 2019.
Αυτό ισοδυναμεί με δείκτη NPEs περίπου 42,1%, τον υψηλότερο στην ΕΕ, και συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ελλάδας.
Ωστόσο, τα NPEs σημείωσαν πτωτική τάση, καθώς μειώθηκαν κατά περισσότερο από 30 δισεκατομμύρια ευρώ από την κορύφωσή τους τον Μαρτίου του 2016.
Τον Δεκέμβριο του 2019, το πρόγραμμα Hercules Asset Protection Scheme (HAPS, Ηρακλής) θεσπίστηκε ως συστημική λύση για την επιτάχυνση της μείωσης των NPEs των τραπεζών μέσω τιτλοποιήσεων, για τις οποίες θα παρέχονταν κρατικές εγγυήσεις.
Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Eurobank και Alpha Bank) ανακοίνωσαν σχέδια να χρησιμοποιήσουν το πρόγραμμα «Ηρακλής» και να αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους NPEs ένα συνολικό ποσό περίπου 32,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ωστόσο, η αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με το ξέσπασμα του COVID-19 όσον αφορά τόσο την εγχώρια οικονομία όσο και τις διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πιθανότατα θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση των σχεδίων μείωσης του NPEs των μεγάλων ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να αρχίσει να δέχεται ομόλογα ελληνικού δημοσίου ως collaterral, θα ενισχύσει τη θέση ρευστότητας των τραπεζών και την ικανότητά τους να υποστηρίζουν την πραγματική οικονομία.
www.bankingnews.gr
Η ελληνική κυβέρνηση έχει σχεδιάσει μια γρήγορη αντίδραση και έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής.
Τα έκτακτα φορολογικά μέτρα θα μειώσουν τη σοβαρότητα του οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας ωστόσο, η οικονομία είναι πιθανό να συρρικνωθεί το 2020.
Ταυτόχρονα, ο χρόνος οικονομικής ανάκαμψης και, επομένως, οι προοπτικές ανάπτυξης του 2021 παραμένουν ασαφείς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο δείκτης δημόσιου χρέους και το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα επιδεινωθούν και η διάρκεια της επιδείνωσης είναι εξαιρετικά αβέβαιη.
Η Ελλάδα εξήλθε από την κρίση με τρία χρόνια ανάπτυξης και πέντε χρόνια πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ωστόσο, η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους είναι μεγάλη στο 176,6% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 και τώρα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω.
Το υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους μετριάζεται σε κάποιο βαθμό από την πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια του χρέους και από το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος.
Επίσης, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου περιλαμβάνονται πλέον στο Πρόγραμμα Αγορών (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Από τις 23 Απριλίου, έχουν επιβεβαιωθεί 2.463 κρούσματα κορωνοϊού και 127 θάνατοι στην Ελλάδα από τη νόσο COVID-19.
Η ταχεία αντίδραση της κυβέρνησης στην επιδημιολογική κρίση έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής.
Σε μια προσπάθεια να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού και να υποστηριχθεί το σύστημα υγείας, η κυβέρνηση στις 2 Μαρτίου έκλεισε σχολεία και πανεπιστήμια, ακολουθούμενη από κλείσιμο μη απαραίτητων επιχειρήσεων.
Στις 23 Μαρτίου επιβλήθηκε εθνικό lockdown.
Σε απάντηση στην κρίση της υγείας, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτα φορολογικά μέτρα για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων και για την παροχή ρευστότητας σε εταιρείες και νοικοκυριά.
Καθώς το ξέσπασμα του κορωνοϊού κορυφώνεται, η ελληνική οικονομία οδηγείται σε ύφεση με το ΑΕΠ να μειώνεται πιθανώς πάνω από 5% μέσα στο 2020.
Πριν από το ξέσπασμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% το 2020 και το 2021, υποστηριζόμενη από υψηλότερη κατανάλωση και έντονη αύξηση των επενδύσεων.
Ο αντίκτυπος της εξάπλωσης του COVID-19 αναμένεται να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η χαμηλότερη παγκόσμια και εγχώρια ζήτηση θα επηρεάσει σημαντικά τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών.
Επιπλέον, τα αυστηρά μέτρα περιορισμού και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί αποτελούν αυξημένο κίνδυνο για τον τουριστικό τομέα της Ελλάδας, ο οποίος συμβάλλει άμεσα πάνω από το 10% του ΑΕΠ.
Η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό είναι επίσης εμφανής στην αγορά εργασίας με περίπου το 16% του συνολικού εργατικού δυναμικού να απασχολείται στον τουριστικό κλάδο. Δεδομένης της υψηλής εποχικότητας του τουριστικού τομέα, με σχεδόν το 77% των τουριστικών αφίξεων συγκεντρωμένο το γ’ τρίμηνο του 2020, οι απώλειες για τη τουριστική βιομηχανία θα μπορούσαν να περιοριστούν εάν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί χαλαρώσουν το β’ εξάμηνο του 2020.
Η οικονομία αναπτύχθηκε το 2019 σημειώνοντας σταθερό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,9%, υποστηριζόμενο και πάλι κυρίως από την ισχυρή αύξηση των εξαγωγών και την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Από τον Ιούλιο του 2019, η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκρίνει έναν αριθμό μέτρων για την υποστήριξη της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανάπτυξης μειώνοντας τη γραφειοκρατία που στο παρελθόν μείωσε τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ωστόσο, το επιδεινούμενο επενδυτικό κλίμα πιθανότατα θα καθυστερήσει το σχέδιο της κυβέρνησης για ενίσχυση των ξένων επενδύσεων.
Μετά από πέντε διαδοχικά έτη απόδοσης δημοσιονομικού στόχου, η DBRS αναμένει ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικό το 2020, καθώς το ξέσπασμα του κορωνοϊού έχει τον αντίκτυπο.
Σε απάντηση στο COVID-19, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά φορολογικών μέτρων, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, με στόχο τη στήριξη της οικονομίας και τη μείωση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Το δημοσιονομικό πακέτο που έχει ανακοινωθεί μέχρι στιγμής περιλαμβάνει
(1) αναβολή του ΦΠΑ και πληρωμές κοινωνικών εισφορών για εταιρείες έως τα τέλη Αυγούστου, μείωση του ΦΠΑ σε αγαθά που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της επιδημίας,
(2) οικονομική υποστήριξη προς τους εργαζομένους και τους αυτοαπασχολούμενους που καλύπτουν το 81% των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα και την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας,
(3) πληρωμή κρατικών καθυστερήσεων για παροχή ρευστότητας και
(4) αυξημένες δαπάνες για τη στήριξη του συστήματος υγείας.
Το κόστος του δημοσιονομικού πακέτου εκτιμάται σε 6,8 δισεκατομμύρια ευρώ (3,5% του ΑΕΠ).
Το ΔΝΤ προβλέπει ένα γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα το 2020 στο 9% του ΑΕΠ σε σύγκριση με ένα μικρό πλεόνασμα 0,4% το 2019.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε ότι ο πρωτογενής δημοσιονομικός στόχος του 3,5% του ΑΕΠ για το 2020 δεν αποτελεί πλέον απαίτηση για την Ελλάδα, δεδομένου ότι παρέχεται ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες.
Από το 2010, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή.
Διάφορες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής βελτίωσαν τη δημοσιονομική διαχείριση της Ελλάδας και διόρθωσαν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2015 αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της Ελλάδας για δημοσιονομική εξυγίανση.
Κατά την άποψη της DBRS, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, ωστόσο, ένα παρατεταμένο σοκ που απαιτεί σημαντικά μεγαλύτερα φορολογικά μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας.
Το 2019, το έλλειμμα ανήλθε στο 1,4% του ΑΕΠ από 2,8% το 2018.
Αυτό οφείλεται στη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών, καθώς και στις αυξημένες εισπράξεις των λογαριασμών πρωτογενούς και δευτερογενούς εισοδήματος.
Συνολικά, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά, λόγω της βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας.
Η ισχυρή απόδοση του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία οφείλεται κυρίως στη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου με τις αφίξεις ξένων να αυξάνονται κατά σχεδόν 20% την περίοδο 2016-2018, αναμένεται να επηρεαστεί σοβαρά από την παγκόσμια κρίση υγείας.
Η εξαντλημένη εξωτερική ζήτηση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ταξιδιωτικό ισοζύγιο, το οποίο αντιπροσωπεύει σχεδόν το 70% του ισοζυγίου υπηρεσιών, αν και εν μέρει αντισταθμίζεται από τις ροές κεφαλαίων της ΕΕ.
Επιπλέον, οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές στο 151% του ΑΕΠ το 2019, από 88,8% το 2011, αντανακλώντας κυρίως το εξωτερικό χρέος του δημόσιου τομέα.
Αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των ξένων επίσημων δανείων στον δημόσιο τομέα.
Το 2019, η Ελλάδα σημείωσε περαιτέρω πρόοδο προς την πρόσβασή της στις αγορές ομολόγων, προχωρώντας στην έκδοση χρέους περίπου 9 δισεκατομμύρια ευρώ, επιτυγχάνοντας παράλληλα ιστορικά χαμηλές αποδόσεις.
Εκτός από το ευνοϊκό περιβάλλον στις διεθνείς αγορές ομολόγων, αυτό αντικατοπτρίζει επίσης την αυξανόμενη εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία.
Η απόφαση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει αγορές ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στο PEPP των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το τέλος του 2020 θα συμβάλει επίσης σε ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης.
Επιπλέον, το σημαντικό απόθεμα ρευστότητας που ανέρχεται συνολικά σε περίπου 36 δισεκατομμύρια ευρώ, στηρίζει τις προσπάθειες της Ελλάδας για ενίσχυση της εμπιστοσύνης από τις αγορές.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPEs) παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, συνολικά περίπου στα 71 δισεκατομμύρια ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου 2019.
Αυτό ισοδυναμεί με δείκτη NPEs περίπου 42,1%, τον υψηλότερο στην ΕΕ, και συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ελλάδας.
Ωστόσο, τα NPEs σημείωσαν πτωτική τάση, καθώς μειώθηκαν κατά περισσότερο από 30 δισεκατομμύρια ευρώ από την κορύφωσή τους τον Μαρτίου του 2016.
Τον Δεκέμβριο του 2019, το πρόγραμμα Hercules Asset Protection Scheme (HAPS, Ηρακλής) θεσπίστηκε ως συστημική λύση για την επιτάχυνση της μείωσης των NPEs των τραπεζών μέσω τιτλοποιήσεων, για τις οποίες θα παρέχονταν κρατικές εγγυήσεις.
Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Eurobank και Alpha Bank) ανακοίνωσαν σχέδια να χρησιμοποιήσουν το πρόγραμμα «Ηρακλής» και να αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους NPEs ένα συνολικό ποσό περίπου 32,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ωστόσο, η αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με το ξέσπασμα του COVID-19 όσον αφορά τόσο την εγχώρια οικονομία όσο και τις διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πιθανότατα θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση των σχεδίων μείωσης του NPEs των μεγάλων ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να αρχίσει να δέχεται ομόλογα ελληνικού δημοσίου ως collaterral, θα ενισχύσει τη θέση ρευστότητας των τραπεζών και την ικανότητά τους να υποστηρίζουν την πραγματική οικονομία.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών