Πάνω το διαθέσιμο εισόδημα, πάνω και η κατανάλωση, εκτιμά η UBS
Η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης αποτελεί εχέγγυο αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης, εκτιμά με ανάλυσή της η τράπεζα UBS, που όμως επισημαίνει τον κίνδυνο η ζήτηση να παραμείνει χαμηλή εάν οι καταναλωτές δεν ξεπεράσουν το μετατραυματικό σοκ που προκάλεσε ο κορωνοϊός.
Οι λόγοι αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος είναι εξής:
Η μείωση των δαπανών κατά τη διάρκεια του lockdown ήταν μεγαλύτερη από την πτώση των εισοδημάτων.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μια περίοδο αναγκαστικής αποταμίευσης.
Στην Ευρώπη και στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτοί που αποταμιεύουν ανήκουν στα μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα.
Στις ΗΠΑ, χρήματα μπορεί να έχουν εξοικονομήσει οι ομάδες ανθρώπων με χαμηλότερα εισοδήματα, χάρη στην πολιτική αύξησης των μεταβιβαστικών πληρωμών.
Αυτές οι αποταμιεύσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως καταναλωτικό καύσιμο αν οι καταναλωτές τις αντιμετωπίσουν ως επιστροφές φόρων.
Σε γενικές γραμμές, τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης επέφεραν σφοδρότερα πλήγματα στις δαπάνες, από ό,τι στα εισοδήματα.
Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, δε, το εισόδημα παρέμεινε σχετικά αμετάβλητο ειδικά για τους συνταξιούχους, για όσους ήδη εργάζονται ή για εκείνους που εργάζονται από το σπίτι.
Μειώσεις έχουν υποστεί όσοι εργαζόμενοι έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Ωστόσο, ακόμη και όσοι τελούν σε αναστολή σύμβασης εργασίας αμείβονται περίπου με τον μισθό που συνήθιζαν να λαμβάνουν.
Στην Ευρώπη, το ποσό της οικονομικής βοήθειας που λαμβάνουν όσοι είναι σε αναστολή συμβάσεως ανέρχεται στο 80% του κανονικού τους εισοδήματος σε μηνιαία βάση.
Οι άνεργοι στις ΗΠΑ ενδέχεται να παρατηρήσουν προσωρινά αύξηση στο εισόδημά τους, με το επίδομα ανεργίας να ανέρχεται περίπου στα 1.000 δολάρια την εβδομάδα.
Περισσότεροι από το 50% των Αμερικανών αμείβονται με λιγότερα από την κανονική τους εργασία.
Κατά συνέπεια, οι χαμηλόμισθοι πολίτες των ΗΠΑ ήδη κερδίζουν περισσότερα, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ανέργους.
Την ίδια στιγμή, η δυνατότητα κατανάλωσης παραμένει περιορισμένη.
Κατά τη διάρκεια του lockdown, τα καταστήματα και τα εστιατόρια έκλεισαν.
Οι πολίτες απαγορευόταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Ως αποτέλεσμα, στις ΗΠΑ, οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν μειωθεί κατά 20%-30%.
Το ακριβές ύψος της μείωσης θα εξαρτηθεί και από άλλες παραμέτρους, όπως το πόσο αυστηρά ήταν τα περιοριστικά μέτρα ανά πολιτεία, από τους εναλλακτικούς τρόπους πραγματοποίησης δαπανών κ.λπ.
Οι χαμηλόμισθοί ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε είδη πρώτης ανάγκης.
Αυτές οι δαπάνες δεν μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας, είναι ανελαστικές.
Από την άλλη, τα μεγαλύτερα εισοδήματα συνηθίζουν να ξοδεύουν χρήματα για διασκέδαση.
Αυτές οι δαπάνες επηρεάστηκαν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του lockdown.
Φυσικά, η καταναλωτική δαπάνη ποικίλλει από χώρα σε χώρα, ωστόσο για τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα το μοτίβο παραμένει ίδιο.
Με τα δρακόντεια μέτρα αποτροπής εξάπλωσης του κορωνοϊού να αίρονται, αυτό που απασχολεί, πλέον, την επενδυτική και την επιχειρηματική κοινότητα είναι το πώς οι καταναλωτές θα ξεπεράσουν το μετατραυματικό σοκ του κορωνοϊού και το πώς θα αποκατασταθεί η καταναλωτική πίστη.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο άμεσα, θα πρέπει οι πολίτες να εμπιστευθούν τις κοινωνικές πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων και τις κατά τόπους υγειονομικές αρχές.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, οι πολίτες θα δείξουν μεγαλύτερη προθυμία να ξοδέψουν.
Το αντίθετο θα συμβεί αν ο φόβος δεν εξαλειφθεί.
Εάν δαπανηθούν οι αποταμιεύσεις, η κατανάλωση του γ’ τρίμηνο του 2020 θα αυξηθεί.
Επίσης, οι δαπάνες ίσως κατευθυνθούν και σε αγαθά μη πρώτης ανάγκης.
Οι αναγκαστικές αποταμιεύσεις μοιάζουν με έκπτωση φόρου.
Οι καταναλωτές έχουν απροσδόκητα ένα εφάπαξ ποσό για δαπάνες.
Οι εκπτώσεις φόρου το 2001 και το 2008 στις ΗΠΑ δαπανήθηκαν και οι δύο.
Η έκπτωση φόρου του 2008 είχε περιορισμένη επίδραση στις δαπάνες για ρούχα και τρόφιμα.
Η διαφορά το 2020 είναι ότι υπάρχει μικρότερο εύρος επιλογών για δαπάνες.
Από την άλλη, η ανάπτυξη που θα έρθει μειώνει τον κίνδυνο να υπάρξουν πληθωριστικές πιέσεις.
Οποιαδήποτε αύξηση των δαπανών είναι βραχύβια και επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα προϊόντα.
Μπορεί να υπάρξουν κάποιες ανατιμήσεις, ωστόσο δεν θα επηρεάσουν την κατανάλωση.
Επίσης, οι εμπορικοί φόροι του περασμένου έτους δεν είχαν σχεδόν καμία επίδραση στις τιμές, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εταιρείες εξακολουθούν να είναι απρόθυμες να αυξήσουν τις τιμές για τους καταναλωτές.
Πολύ πιθανό είναι να ακολουθηθεί η ίδια στρατηγική το επόμενο χρονικό διάστημα.
www.bankingnews.gr
Οι λόγοι αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος είναι εξής:
Η μείωση των δαπανών κατά τη διάρκεια του lockdown ήταν μεγαλύτερη από την πτώση των εισοδημάτων.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μια περίοδο αναγκαστικής αποταμίευσης.
Στην Ευρώπη και στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτοί που αποταμιεύουν ανήκουν στα μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα.
Στις ΗΠΑ, χρήματα μπορεί να έχουν εξοικονομήσει οι ομάδες ανθρώπων με χαμηλότερα εισοδήματα, χάρη στην πολιτική αύξησης των μεταβιβαστικών πληρωμών.
Αυτές οι αποταμιεύσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως καταναλωτικό καύσιμο αν οι καταναλωτές τις αντιμετωπίσουν ως επιστροφές φόρων.
Σε γενικές γραμμές, τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης επέφεραν σφοδρότερα πλήγματα στις δαπάνες, από ό,τι στα εισοδήματα.
Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, δε, το εισόδημα παρέμεινε σχετικά αμετάβλητο ειδικά για τους συνταξιούχους, για όσους ήδη εργάζονται ή για εκείνους που εργάζονται από το σπίτι.
Μειώσεις έχουν υποστεί όσοι εργαζόμενοι έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Ωστόσο, ακόμη και όσοι τελούν σε αναστολή σύμβασης εργασίας αμείβονται περίπου με τον μισθό που συνήθιζαν να λαμβάνουν.
Στην Ευρώπη, το ποσό της οικονομικής βοήθειας που λαμβάνουν όσοι είναι σε αναστολή συμβάσεως ανέρχεται στο 80% του κανονικού τους εισοδήματος σε μηνιαία βάση.
Οι άνεργοι στις ΗΠΑ ενδέχεται να παρατηρήσουν προσωρινά αύξηση στο εισόδημά τους, με το επίδομα ανεργίας να ανέρχεται περίπου στα 1.000 δολάρια την εβδομάδα.
Περισσότεροι από το 50% των Αμερικανών αμείβονται με λιγότερα από την κανονική τους εργασία.
Κατά συνέπεια, οι χαμηλόμισθοι πολίτες των ΗΠΑ ήδη κερδίζουν περισσότερα, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ανέργους.
Την ίδια στιγμή, η δυνατότητα κατανάλωσης παραμένει περιορισμένη.
Κατά τη διάρκεια του lockdown, τα καταστήματα και τα εστιατόρια έκλεισαν.
Οι πολίτες απαγορευόταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Ως αποτέλεσμα, στις ΗΠΑ, οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν μειωθεί κατά 20%-30%.
Το ακριβές ύψος της μείωσης θα εξαρτηθεί και από άλλες παραμέτρους, όπως το πόσο αυστηρά ήταν τα περιοριστικά μέτρα ανά πολιτεία, από τους εναλλακτικούς τρόπους πραγματοποίησης δαπανών κ.λπ.
Οι χαμηλόμισθοί ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε είδη πρώτης ανάγκης.
Αυτές οι δαπάνες δεν μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας, είναι ανελαστικές.
Από την άλλη, τα μεγαλύτερα εισοδήματα συνηθίζουν να ξοδεύουν χρήματα για διασκέδαση.
Αυτές οι δαπάνες επηρεάστηκαν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του lockdown.
Φυσικά, η καταναλωτική δαπάνη ποικίλλει από χώρα σε χώρα, ωστόσο για τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα το μοτίβο παραμένει ίδιο.
Με τα δρακόντεια μέτρα αποτροπής εξάπλωσης του κορωνοϊού να αίρονται, αυτό που απασχολεί, πλέον, την επενδυτική και την επιχειρηματική κοινότητα είναι το πώς οι καταναλωτές θα ξεπεράσουν το μετατραυματικό σοκ του κορωνοϊού και το πώς θα αποκατασταθεί η καταναλωτική πίστη.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο άμεσα, θα πρέπει οι πολίτες να εμπιστευθούν τις κοινωνικές πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων και τις κατά τόπους υγειονομικές αρχές.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, οι πολίτες θα δείξουν μεγαλύτερη προθυμία να ξοδέψουν.
Το αντίθετο θα συμβεί αν ο φόβος δεν εξαλειφθεί.
Εάν δαπανηθούν οι αποταμιεύσεις, η κατανάλωση του γ’ τρίμηνο του 2020 θα αυξηθεί.
Επίσης, οι δαπάνες ίσως κατευθυνθούν και σε αγαθά μη πρώτης ανάγκης.
Οι αναγκαστικές αποταμιεύσεις μοιάζουν με έκπτωση φόρου.
Οι καταναλωτές έχουν απροσδόκητα ένα εφάπαξ ποσό για δαπάνες.
Οι εκπτώσεις φόρου το 2001 και το 2008 στις ΗΠΑ δαπανήθηκαν και οι δύο.
Η έκπτωση φόρου του 2008 είχε περιορισμένη επίδραση στις δαπάνες για ρούχα και τρόφιμα.
Η διαφορά το 2020 είναι ότι υπάρχει μικρότερο εύρος επιλογών για δαπάνες.
Από την άλλη, η ανάπτυξη που θα έρθει μειώνει τον κίνδυνο να υπάρξουν πληθωριστικές πιέσεις.
Οποιαδήποτε αύξηση των δαπανών είναι βραχύβια και επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα προϊόντα.
Μπορεί να υπάρξουν κάποιες ανατιμήσεις, ωστόσο δεν θα επηρεάσουν την κατανάλωση.
Επίσης, οι εμπορικοί φόροι του περασμένου έτους δεν είχαν σχεδόν καμία επίδραση στις τιμές, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εταιρείες εξακολουθούν να είναι απρόθυμες να αυξήσουν τις τιμές για τους καταναλωτές.
Πολύ πιθανό είναι να ακολουθηθεί η ίδια στρατηγική το επόμενο χρονικό διάστημα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών