Παρά τις εκτιμήσεις για πτώση -60% στα κέρδη ανά μετοχή το β’ τρίμηνο, η Goldman Sachs ανέφερε με ευχαρίστηση πως ο δείκτης του αμερικανικού χρηματιστηρίου S&P 500 μειώθηκε κατά 34%
Τα κέρδη ανά μετοχή στον S&P 500 αποτελούν δείκτη πως η οικονομία των ΗΠΑ εξέρχεται σιγά σιγά από την πανδημική κρίση, ωστόσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα υφίστανται δυσκολίες για μεγάλο χρονικό διάστημα, επισημαίνει με ανάλυσή της η αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs.
Παρά τις εκτιμήσεις για πτώση -60% στα κέρδη ανά μετοχή (ΕPS) το β’ τρίμηνο, η Goldman Sachs ανέφερε με ευχαρίστηση πως ο δείκτης του αμερικανικού χρηματιστηρίου S&P 500 μειώθηκε κατά 34% σε ετήσια βάση, κινούμενος πολύ πάνω από τις προσδοκίες, που έκαναν λόγο για κατρακύλα -45%.
Περίπου 445 εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 88% του ανώτατου ορίου αγοράς στον S&P 500.
Το 58% ξεπέρασε τις εκτιμήσεις.
Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 47% - σχεδόν ταιριάζει με το προηγούμενο ρεκόρ που είχε σημειωθεί το 2009, μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση.
Ωστόσο, όπως παραδέχεται η αμερικανική τράπεζα, αυτό συνέβη επειδή οι εκτιμήσεις για τα κέρδη -από τη βάση προς τα πάνω- μειώθηκαν δραστικά πριν από το β’ τρίμηνο.
Ως αποτέλεσμα των χαμηλών προσδοκιών, οι εταιρείες που ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις για τα EPS υπεραπέδωσαν στο χρηματιστήριο μόλις κατά 36 μονάδες βάσης - κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο των 110 μονάδων βάσης.
Στη συνέχεια, η Goldman Sachs επισημαίνει πως τα αποτελέσματα του β’ τριμήνου ήταν ισχυρότερα από αυτά που περιμέναμε με βάση την κατάσταση της οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, η οικονομία των ΗΠΑ συρρικνώθηκε κατά 10% σε ετήσια βάση το β’ τρίμηνο – αρνητικό ρεκόρ.
Με βάση την ιστορική συσχέτιση, τα EPS στον S&P 500 έπρεπε να μειωθούν κατά περίπου 60%.
Όμως, το σοκ στην οικονομική ανάπτυξη είχε έντονο αντίκτυπο στις μικρές επιχειρήσεις, και όχι στις μεγάλες εταιρείες, που χάρη στους σχετικά ισχυρούς ισολογισμούς και τα αυξημένα περιθώρια κέρδους έδειξαν ιδιαίτερη ανθεκτικότητα.
Αξιοσημείωτο είναι και το εξής γεγονός:
Παρότι τα EPS στον S&P 500 μειώθηκε κατά 34%, τα EPS στον δείκτη Russell 2000 μειώθηκαν κατά 97%.
Με άλλα λόγια, στο άμεσο μέλλον οι μικρές επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν αυξημένο κίνδυνο από την πανδημία.
Βέβαια, η αδυναμία των μικρών επιχειρήσεων θα μπορούσε να απειλήσει την ανάκαμψη τόσο της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ όσο και της αύξησης των εσόδων μεγάλης κεφαλαιοποίησης.
Όμως, όπως προειπώθηκε, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις παραμένουν συντριμμένες, οι μεγάλες επιχειρήσεις ακμάζουν.
Ακραία ευνοημένες είναι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, που ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από τον κορωνοϊό, καθώς ο κόσμος έμεινε σπίτι, απολαμβάνοντας υπηρεσίες όπως το cloud και το e-shopping.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman Sachs αναθεωρεί επί τα βελτίω στα EPS στον δείκτη S&P 500, στα σε 130 δολ. ανά μετοχή, από 115 δολ. ανά μετοχή.
Σε τριμηνιαία βάση, αναμένεται αύξηση -20% στα EPS το γ’ τρίμηνο (έναντι πρόβλεψης -30% προηγουμένως).
Οι δείκτες δραστηριότητας υψηλής συχνότητας, όπως τα μέτρα καταναλωτικών δαπανών, έχουν βελτιωθεί από τον Απρίλιο, αλλά μειώθηκαν τον Ιούλιο, καθώς τα κρούσματα κορωνοϊού έχουν αυξηθεί.
Με εξαίρεση τα χρηματοοικονομικά και τα προγράμματα ενίσχυσης, η Goldman Sachs προβλέπει αύξηση των πωλήσεων στις εταιρείες του S&P 500 για το 2020 κατά -4% και καθαρά περιθώρια κέρδους 9,1% (-157 μονάδες βάσης).
Ωστόσο, οι περισσότεροι επενδυτές κοιτάζουν πέρα από το 2020.
Η αμερικανική τράπεζα σημειώνει επίσης ότι αναθεώρησε επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις στην Ενέργεια, στην Κατανάλωση, και στον κλάδο της Πληροφορική.
«Και ενώ οι θετικές αναθεωρήσεις στα EPS είναι σπάνιες, συμβαίνουν συνήθως όταν η οικονομία αναδύεται από την ύφεση».
Τέλος, η Goldman Sachs παραδέχεται ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ και η πιθανή αύξηση των εταιρικών φόρων δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους τόσο για τα EPS όσο και για τις προβλέψεις για τα κέρδη της ίδια της τράπεζας.
www.bankingnews.gr
Παρά τις εκτιμήσεις για πτώση -60% στα κέρδη ανά μετοχή (ΕPS) το β’ τρίμηνο, η Goldman Sachs ανέφερε με ευχαρίστηση πως ο δείκτης του αμερικανικού χρηματιστηρίου S&P 500 μειώθηκε κατά 34% σε ετήσια βάση, κινούμενος πολύ πάνω από τις προσδοκίες, που έκαναν λόγο για κατρακύλα -45%.
Περίπου 445 εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 88% του ανώτατου ορίου αγοράς στον S&P 500.
Το 58% ξεπέρασε τις εκτιμήσεις.
Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 47% - σχεδόν ταιριάζει με το προηγούμενο ρεκόρ που είχε σημειωθεί το 2009, μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση.
Ωστόσο, όπως παραδέχεται η αμερικανική τράπεζα, αυτό συνέβη επειδή οι εκτιμήσεις για τα κέρδη -από τη βάση προς τα πάνω- μειώθηκαν δραστικά πριν από το β’ τρίμηνο.
Ως αποτέλεσμα των χαμηλών προσδοκιών, οι εταιρείες που ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις για τα EPS υπεραπέδωσαν στο χρηματιστήριο μόλις κατά 36 μονάδες βάσης - κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο των 110 μονάδων βάσης.
Στη συνέχεια, η Goldman Sachs επισημαίνει πως τα αποτελέσματα του β’ τριμήνου ήταν ισχυρότερα από αυτά που περιμέναμε με βάση την κατάσταση της οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, η οικονομία των ΗΠΑ συρρικνώθηκε κατά 10% σε ετήσια βάση το β’ τρίμηνο – αρνητικό ρεκόρ.
Με βάση την ιστορική συσχέτιση, τα EPS στον S&P 500 έπρεπε να μειωθούν κατά περίπου 60%.
Όμως, το σοκ στην οικονομική ανάπτυξη είχε έντονο αντίκτυπο στις μικρές επιχειρήσεις, και όχι στις μεγάλες εταιρείες, που χάρη στους σχετικά ισχυρούς ισολογισμούς και τα αυξημένα περιθώρια κέρδους έδειξαν ιδιαίτερη ανθεκτικότητα.
Αξιοσημείωτο είναι και το εξής γεγονός:
Παρότι τα EPS στον S&P 500 μειώθηκε κατά 34%, τα EPS στον δείκτη Russell 2000 μειώθηκαν κατά 97%.
Με άλλα λόγια, στο άμεσο μέλλον οι μικρές επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν αυξημένο κίνδυνο από την πανδημία.
Βέβαια, η αδυναμία των μικρών επιχειρήσεων θα μπορούσε να απειλήσει την ανάκαμψη τόσο της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ όσο και της αύξησης των εσόδων μεγάλης κεφαλαιοποίησης.
Όμως, όπως προειπώθηκε, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις παραμένουν συντριμμένες, οι μεγάλες επιχειρήσεις ακμάζουν.
Ακραία ευνοημένες είναι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, που ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από τον κορωνοϊό, καθώς ο κόσμος έμεινε σπίτι, απολαμβάνοντας υπηρεσίες όπως το cloud και το e-shopping.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman Sachs αναθεωρεί επί τα βελτίω στα EPS στον δείκτη S&P 500, στα σε 130 δολ. ανά μετοχή, από 115 δολ. ανά μετοχή.
Σε τριμηνιαία βάση, αναμένεται αύξηση -20% στα EPS το γ’ τρίμηνο (έναντι πρόβλεψης -30% προηγουμένως).
Οι δείκτες δραστηριότητας υψηλής συχνότητας, όπως τα μέτρα καταναλωτικών δαπανών, έχουν βελτιωθεί από τον Απρίλιο, αλλά μειώθηκαν τον Ιούλιο, καθώς τα κρούσματα κορωνοϊού έχουν αυξηθεί.
Με εξαίρεση τα χρηματοοικονομικά και τα προγράμματα ενίσχυσης, η Goldman Sachs προβλέπει αύξηση των πωλήσεων στις εταιρείες του S&P 500 για το 2020 κατά -4% και καθαρά περιθώρια κέρδους 9,1% (-157 μονάδες βάσης).
Ωστόσο, οι περισσότεροι επενδυτές κοιτάζουν πέρα από το 2020.
Η αμερικανική τράπεζα σημειώνει επίσης ότι αναθεώρησε επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις στην Ενέργεια, στην Κατανάλωση, και στον κλάδο της Πληροφορική.
«Και ενώ οι θετικές αναθεωρήσεις στα EPS είναι σπάνιες, συμβαίνουν συνήθως όταν η οικονομία αναδύεται από την ύφεση».
Τέλος, η Goldman Sachs παραδέχεται ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ και η πιθανή αύξηση των εταιρικών φόρων δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους τόσο για τα EPS όσο και για τις προβλέψεις για τα κέρδη της ίδια της τράπεζας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών