Περαιώς: Τρείς προτάσεις για μια διαφορετική ανάγνωση των εξελίξεων
Από τις αρχές Μαρτίου του 2020 και ύστερα οπότε και άρχισε να γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της πανδημίας και η επίπτωσή της στην παγκόσμια και αναπόφευκτα και στην ελληνική οικονομία, έχει υπάρξει μια πληθώρα απόψεων και προγνωστικών αναφορικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της ύφεσης που θα προέλθει καθώς και την ένταση της ανάκαμψης που θα επακολουθήσει αναφέρεισε ανάλυσή της η τράπεζα Πειραιώς.
Σύμφωνα με την Πειραιώς το πρόβλημα με όλες αυτές τις εκτιμήσεις είναι ότι η μεταβλητότητα όλων των μακροοικονομικών μεγεθών έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό όπου οι συγκρίσεις με το παρελθόν αντιβαίνουν την κοινή λογική, καθίστανται παραπλανητικές και ως εκ τούτου μπορεί να οδηγήσουν σε σειρά εσφαλμένων συμπερασμάτων.
Για την αποφυγή αυτού του κινδύνου η Πειραιώς καταθέτει τρεις προτάσεις οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην πιο σωστή και ορθολογική κατανόηση των εξελίξεων στο προσεχές μέλλον.
Πρόταση 1η: Από τώρα και για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια όλοι οι ρυθμοί μεταβολής θα είναι εντελώς παραπλανητικοί και πολύ εκτός του εύρους που όλοι εμείς έχουμε μάθει να θεωρούμε ως «φυσιολογικό».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα είναι ο τουρισμός το 2021.
Όπως αναφέρει η Πειραιώς δεν έχω κανένα πρόβλημα να «προβλέψω» ότι τον Απρίλιο του 2021, η άνοδος στα τουριστικά έσοδα θα ξεπεράσει το 3.600%.
Ακόμα όμως και αυτός ο εξωπραγματικός ρυθμός ανάπτυξης θα αποτελεί μια πολύ αρνητική εξέλιξη καθώς έχει υπολογιστεί ότι τον Απρίλιο του 2021 τα τουριστικά έσοδα θα ανέλθουν σε €272 εκατ., τα οποία σε σύγκριση με τα €7 εκατ. του Απριλίου 2020 μας δίνουν ρυθμό αύξησης περίπου 3,600%.
Ωστόσο τα €272 εκατ. είναι ακριβώς τα μισά έσοδα του Απριλίου 2019.
Ποιο από τα δύο νούμερα, το 3.600% ή το γεγονός ότι είναι πιθανόν τα έσοδα του 2021 να υστερούν των εσόδων του 2019 κατά το ήμισυ, ενέχει πιο σημαντικό πληροφοριακό περιεχόμενο;
Πρόταση 2η: Στο προσεχές διάστημα οποιαδήποτε σύγκριση οικονομικών μεγεθών θα πρέπει να αφορά σε σύγκριση επιπέδων οικονομικής δραστηριότητας και όχι ρυθμών μεταβολής. Και υπάρχουν δύο τρόποι να συγκρίνει κανείς επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας.
Ο πρώτος και πιο αυτονόητος είναι με τα επίπεδα της προ-Covid εποχής δηλαδή το 2019, όπως μόλις τώρα έκανα με το παράδειγμα του τουρισμού.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να συγκρίνει κανείς τις προβλέψεις του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, οι οποίες ήταν διαθέσιμες την εποχή πριν τον Covid, με τις τωρινές.
Πιο συγκεκριμένα στις αρχές του έτους οι προβλέψεις μας για το ΑΕΠ την περίοδο 2020-2027 ήταν οι εξής: 2,5%, 2,6%, 2,5%, 2,5%, 2,3%, 2,1%, 1,8% και 1,4% αντίστοιχα.
Αντίθετα στο τρέχον σενάριο τις έχουμε αναθεωρήσει σε: -8%, 7%, 6,1%, 2,5%, 2,3%, 2,1%, 1,8% και 1,4% αντίστοιχα.
Μια επιφανειακή σύγκριση των δυο προβλέψεων μπορεί να οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι το τρέχον σενάριο είναι - σε βάθος χρόνου - πολύ πιο αισιόδοξο και θετικό για την ελληνική οικονομία σε σχέση με το αρχικό.
Το σφάλμα γίνεται προφανές εάν συγκρίνουμε τα επίπεδα του ΑΕΠ (σε δισεκ. ευρώ) στις δυο αυτές εκδοχές της πραγματικότητας.
Στο τρέχων σενάριο το σωρευτικό ΑΕΠ 2020-2027 ανέρχεται σε €1,657 δισεκ. έναντι €1,732 δισεκ. στο αρχικό μας σενάριο.
Συνεπώς η σωρευτική απώλεια πλούτου και εισοδήματος για όλους τους Έλληνες εξαιτίας της πανδημίας άνετα θα ξεπεράσει το ποσό των €75 δισεκ.!!!
Η απώλεια αυτού του εισοδήματος μπορεί να απαλειφθεί μόνο εάν η ελληνική οικονομία κατορθώσει να καταγράψει πολύ πιο ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτές που εμείς υπολογίζουμε.
Πρόταση 3η: Η πραγματική ένταση της ύφεσης δεν θα εξαρτηθεί (μόνο) από την πτώση του ΑΕΠ το 2020 αλλά και από τη διάρκεια της ύφεσης.
Η πρόταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική των stress tests όπου χρησιμοποιούνται ακραίες παραδοχές οικονομικής συρρίκνωσης για την τρέχουσα περίοδο.
Αντίθετα η πρόταση μας εδράζεται στην εμπειρία μας από την ελληνική οικονομία τη δεκαετία 2010-2019. Το συμπέρασμα μας από την 10ετή περιπέτεια της ελληνικής οικονομίας είναι ότι αυτό που οδήγησε σε καταβαράθρωση την οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν το μέγεθος της ύφεσης σε κάποιο συγκεκριμένο έτος, αλλά η παρατεταμένη διάρκεια της.
Οι προτάσεις αυτές πέρα από το γεγονός ότι δύναται να οδηγήσουν σε μια πιο ορθή ανάγνωση των μεσοπρόθεσμων εξελίξεων έχουν και άμεση πρακτική εφαρμογή.
Πιο συγκεκριμένα, οι αναθεωρημένες προβλέψεις της ΕΕ για ύφεση 9% το 2020 και ανάκαμψη μόνο κατά 6% το 2021 συνεπάγονται πολύ μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος από τα €75 δισεκ. που έχουμε υποθέσει εμείς.
Συνεπώς η παρούσα ανάλυση παρέχει επιπλέον επιχειρήματα στην ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για το πρόγραμμα των €750 δισεκ..
Τέλος, η ανάγκη αποφυγής της παρατεταμένης ύφεσης επιβάλει και τη μη-επαναφορά των παλαιών στόχων δημοσιονομικής πειθαρχίας και υπερβολικών πλεονασμάτων αλλά και τη μεγαλύτερη δυνατή χρονική μετάθεση των δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, παράγοντες οι οποίοι –ο καθένας ξεχωριστά αλλά ακόμα χειρότερα συνδυαστικά - θα αποτελούσαν σημαντική τροχοπέδη στην προσπάθεια της χώρας για ανάκαμψη.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με την Πειραιώς το πρόβλημα με όλες αυτές τις εκτιμήσεις είναι ότι η μεταβλητότητα όλων των μακροοικονομικών μεγεθών έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό όπου οι συγκρίσεις με το παρελθόν αντιβαίνουν την κοινή λογική, καθίστανται παραπλανητικές και ως εκ τούτου μπορεί να οδηγήσουν σε σειρά εσφαλμένων συμπερασμάτων.
Για την αποφυγή αυτού του κινδύνου η Πειραιώς καταθέτει τρεις προτάσεις οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην πιο σωστή και ορθολογική κατανόηση των εξελίξεων στο προσεχές μέλλον.
Πρόταση 1η: Από τώρα και για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια όλοι οι ρυθμοί μεταβολής θα είναι εντελώς παραπλανητικοί και πολύ εκτός του εύρους που όλοι εμείς έχουμε μάθει να θεωρούμε ως «φυσιολογικό».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα είναι ο τουρισμός το 2021.
Όπως αναφέρει η Πειραιώς δεν έχω κανένα πρόβλημα να «προβλέψω» ότι τον Απρίλιο του 2021, η άνοδος στα τουριστικά έσοδα θα ξεπεράσει το 3.600%.
Ακόμα όμως και αυτός ο εξωπραγματικός ρυθμός ανάπτυξης θα αποτελεί μια πολύ αρνητική εξέλιξη καθώς έχει υπολογιστεί ότι τον Απρίλιο του 2021 τα τουριστικά έσοδα θα ανέλθουν σε €272 εκατ., τα οποία σε σύγκριση με τα €7 εκατ. του Απριλίου 2020 μας δίνουν ρυθμό αύξησης περίπου 3,600%.
Ωστόσο τα €272 εκατ. είναι ακριβώς τα μισά έσοδα του Απριλίου 2019.
Ποιο από τα δύο νούμερα, το 3.600% ή το γεγονός ότι είναι πιθανόν τα έσοδα του 2021 να υστερούν των εσόδων του 2019 κατά το ήμισυ, ενέχει πιο σημαντικό πληροφοριακό περιεχόμενο;
Πρόταση 2η: Στο προσεχές διάστημα οποιαδήποτε σύγκριση οικονομικών μεγεθών θα πρέπει να αφορά σε σύγκριση επιπέδων οικονομικής δραστηριότητας και όχι ρυθμών μεταβολής. Και υπάρχουν δύο τρόποι να συγκρίνει κανείς επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας.
Ο πρώτος και πιο αυτονόητος είναι με τα επίπεδα της προ-Covid εποχής δηλαδή το 2019, όπως μόλις τώρα έκανα με το παράδειγμα του τουρισμού.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να συγκρίνει κανείς τις προβλέψεις του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, οι οποίες ήταν διαθέσιμες την εποχή πριν τον Covid, με τις τωρινές.
Πιο συγκεκριμένα στις αρχές του έτους οι προβλέψεις μας για το ΑΕΠ την περίοδο 2020-2027 ήταν οι εξής: 2,5%, 2,6%, 2,5%, 2,5%, 2,3%, 2,1%, 1,8% και 1,4% αντίστοιχα.
Αντίθετα στο τρέχον σενάριο τις έχουμε αναθεωρήσει σε: -8%, 7%, 6,1%, 2,5%, 2,3%, 2,1%, 1,8% και 1,4% αντίστοιχα.
Μια επιφανειακή σύγκριση των δυο προβλέψεων μπορεί να οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι το τρέχον σενάριο είναι - σε βάθος χρόνου - πολύ πιο αισιόδοξο και θετικό για την ελληνική οικονομία σε σχέση με το αρχικό.
Το σφάλμα γίνεται προφανές εάν συγκρίνουμε τα επίπεδα του ΑΕΠ (σε δισεκ. ευρώ) στις δυο αυτές εκδοχές της πραγματικότητας.
Στο τρέχων σενάριο το σωρευτικό ΑΕΠ 2020-2027 ανέρχεται σε €1,657 δισεκ. έναντι €1,732 δισεκ. στο αρχικό μας σενάριο.
Συνεπώς η σωρευτική απώλεια πλούτου και εισοδήματος για όλους τους Έλληνες εξαιτίας της πανδημίας άνετα θα ξεπεράσει το ποσό των €75 δισεκ.!!!
Η απώλεια αυτού του εισοδήματος μπορεί να απαλειφθεί μόνο εάν η ελληνική οικονομία κατορθώσει να καταγράψει πολύ πιο ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτές που εμείς υπολογίζουμε.
Πρόταση 3η: Η πραγματική ένταση της ύφεσης δεν θα εξαρτηθεί (μόνο) από την πτώση του ΑΕΠ το 2020 αλλά και από τη διάρκεια της ύφεσης.
Η πρόταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική των stress tests όπου χρησιμοποιούνται ακραίες παραδοχές οικονομικής συρρίκνωσης για την τρέχουσα περίοδο.
Αντίθετα η πρόταση μας εδράζεται στην εμπειρία μας από την ελληνική οικονομία τη δεκαετία 2010-2019. Το συμπέρασμα μας από την 10ετή περιπέτεια της ελληνικής οικονομίας είναι ότι αυτό που οδήγησε σε καταβαράθρωση την οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν το μέγεθος της ύφεσης σε κάποιο συγκεκριμένο έτος, αλλά η παρατεταμένη διάρκεια της.
Οι προτάσεις αυτές πέρα από το γεγονός ότι δύναται να οδηγήσουν σε μια πιο ορθή ανάγνωση των μεσοπρόθεσμων εξελίξεων έχουν και άμεση πρακτική εφαρμογή.
Πιο συγκεκριμένα, οι αναθεωρημένες προβλέψεις της ΕΕ για ύφεση 9% το 2020 και ανάκαμψη μόνο κατά 6% το 2021 συνεπάγονται πολύ μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος από τα €75 δισεκ. που έχουμε υποθέσει εμείς.
Συνεπώς η παρούσα ανάλυση παρέχει επιπλέον επιχειρήματα στην ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για το πρόγραμμα των €750 δισεκ..
Τέλος, η ανάγκη αποφυγής της παρατεταμένης ύφεσης επιβάλει και τη μη-επαναφορά των παλαιών στόχων δημοσιονομικής πειθαρχίας και υπερβολικών πλεονασμάτων αλλά και τη μεγαλύτερη δυνατή χρονική μετάθεση των δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, παράγοντες οι οποίοι –ο καθένας ξεχωριστά αλλά ακόμα χειρότερα συνδυαστικά - θα αποτελούσαν σημαντική τροχοπέδη στην προσπάθεια της χώρας για ανάκαμψη.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών