Όπως υπενθυμίζει, η ελληνική οικονομία αφού αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,6% μεταξύ 2017 και 2019, το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,2% (NSA) το 2020.
Αυτή η σοβαρή οικονομική συρρίκνωση αντικατοπτρίζει τα περιοριστικά μέτρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για τον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού με την σχεδόν κατάρρευση του τουριστικού τομέα που αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για την ελληνική οικονομία.
Παρά την απότομη οικονομική συρρίκνωση, η DBRS Morningstar θεωρεί ότι τα κονδύλια της επόμενης γενιάς της ΕΕ (NGEU) αποτελούν σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα να εφαρμόσει πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, να επενδύσει στο μέλλον και να αναπτύξει την οικονομία της μεσοπρόθεσμα.
Στα 30,5 δισ. οι εισροές την επόμενη 5ετία
Η Ελλάδα θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους δικαιούχους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF), επιλέξιμη να λάβει 30,5 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δανείων τα επόμενα 5 χρόνια.
Από τα 30,5 δισ. ευρώ, τα 17,8 δισ. ευρώ (περίπου 10% του ΑΕΠ του 2019) είναι επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ (7%) είναι δάνεια που θα είναι διαθέσιμα έως το 2026.
Πρόσθετη χρηματοδότηση από άλλα μέσα (REACT-EU, Just Transition Ταμείο, Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης) συνολικού ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ θα είναι επίσης διαθέσιμο.
Τον Νοέμβριο του 2020, η Ελλάδα δημοσίευσε για δημόσια διαβούλευση το σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP).
Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, οι επιχορηγήσεις θα διατεθούν σε τέσσερις πυλώνες: την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή μετάβαση, την προώθηση της απασχόλησης, των δεξιοτήτων και της κοινωνικής συνοχής και τις ιδιωτικές επενδύσεις με στόχο τον οικονομικό και θεσμικό μετασχηματισμό.
Τι περιλαμβάνει το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης
Το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRP) καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων που λαμβάνονται από τις ειδικές συστάσεις ανά χώρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά περιλαμβάνει επίσης συστάσεις που προτείνονται από το «Σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία», το οποίο παρουσίασε η Ανεξάρτητη Επιτροπή Πισσαρίδη.
Η επιτροπή με επικεφαλής τον βραβευμένο με Νόμπελ οικονομολόγιο Κρις Πισσαρίδη, πρότεινε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο μαζί με ένα σύνολο στρατηγικών δράσεων προτεραιότητας, οι οποίες εάν εφαρμοστούν, σύμφωνα με την έκθεση θα μπορούσαν να αυξήσουν το αναπτυξιακό δυναμικό και να αυξήσουν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 81% του μέσου όρου της ΕΕ το 2030 από 67% το 2019 και να μειώσουν το ποσοστό ανεργίας στο 7% από 16,2% στο τέλος του 2020.
Το RRF θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να αυξήσει την παραγωγικότητα…
Ο κύριος στόχος του σχεδίου θα είναι η αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Οι χαμηλές επενδύσεις επηρέασαν την ανάπτυξη της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης οικονομικής της κρίσης.
Συγκεκριμένα η χαμηλή εκτέλεση του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις, η περιορισμένη δανειοδοτική ικανότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και η απότομη μείωση των εισροών ξένων κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία οδήγησαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα επενδύσεων.
Οι επενδυτικές δαπάνες μειώθηκαν σημαντικά τα χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση από 21% του ΑΕΠ το 2010 σε 10% το 2019, το χαμηλότερο στη ζώνη του ευρώ και πολύ κάτω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ κατά 22%.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του επενδυτικού χάσματος, μετρούμενη ως η διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της μέσης επένδυσης της ΕΕ ως μερίδιο του ΑΕΠ.
Αυτό, μαζί με τη μείωση της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως μετράται από την παραγωγή ανά απασχολούμενο άτομο, αντικατοπτρίζεται στη σχετικά χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας.
Παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, η συνολική αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει κάτω από τα επίπεδα πριν από την κρίση, εμποδίζοντας τη σύγκλιση του εισοδήματος με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
… Ωστόσο, θα χρειαστεί υψηλή απόδοση από τον δημόσιο τομέα
Η Ελλάδα σχεδιάζει μέσω επιχορηγήσεων 17,8 δισ. ευρώ τη χρηματοδότηση κυρίως δημοσίων επενδύσεων.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να χρησιμοποιήσει δάνεια ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ βάσει του RRF για να διευκολύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση του μεγάλου επενδυτικού χάσματος.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα κεφάλαια NGEU θα μπορούσαν να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας κατά μέσο όρο 2,3% ετησίως κατά την περίοδο από το 2021 έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων.
Συνολικά, η DBRS αναμένει ότι το RRF θα μπορούσε να ενισχύσει άμεσα την κεφαλαιακή βάση της Ελλάδας μέσω της ανάπτυξης οικονομικών υποδομών και του εργατικού δυναμικού μέσω δαπανών για μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν άμεσα τις δεξιότητες απασχόλησης και την κοινωνική συνοχή.
Ωστόσο, σημειώνει ότι το μερίδιο των ιδιωτικών επενδύσεων θα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά για να καλύψει η Ελλάδα το μεγάλο επενδυτικό χάσμα με τις άλλες χώρες στη ζώνη του ευρώ.
Από τι θα εξαρτηθεί η ανάπτυξη
Συνολικά, ο θετικός αντίκτυπος του NGEU στην ελληνική οικονομία θα εξαρτηθεί από την ομαλή έγκριση των εκταμιεύσεων και την κατανομή πόρων σε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και σε μεταρρυθμίσεις που θα υποστηρίξουν ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Για την αποτελεσματική ανάπτυξη των πόρων της ΕΕ θα απαιτηθεί ισχυρή κυβερνητική δέσμευση μαζί με αυξημένη διοικητική ικανότητα για την αντιμετώπιση του όγκου των κονδυλίων.
Για να εξασφαλιστεί η ταχεία προετοιμασία των έργων, η ελληνική κυβέρνηση θα δημιουργήσει τη Μονάδα Προετοιμασίας Έργων, της οποίας η εντολή θα είναι η αποτελεσματική κατανομή των πόρων, αντιμετωπίζοντας τα γραφειοκρατικά εμπόδια και διασφαλίζοντας τον ομαλό συντονισμό των υπουργείων.
Εκτός από αυτό και για τη βελτίωση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις, η μονάδα θα δώσει προτεραιότητα και θα παρακολουθεί την εκτέλεση των μεγάλων έργων δημόσιας υποδομής.
Και οι δύο μονάδες θα συντονίζονται στο επίπεδο της Προεδρίας της Κυβέρνησης.
Οι λόγοι για αισιοδοξία, αλλά οι διαρθρωτικές αδυναμίες παραμένουν
Η DBRS θεωρεί τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον και μειώνοντας τη γραφειοκρατία ως θετική.
Επίσης, οι πρόσφατες προσπάθειες για τη βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, που συνέπεσε με το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 μέσω της ψηφιοποίησης των κυβερνητικών υπηρεσιών της, είναι ενθαρρυντικές και θα μπορούσαν να υποστηριχθούν περαιτέρω από τους πόρους της ΕΕ.
Ωστόσο, η ψηφιακή απόδοση της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ και εξακολουθούν να υπάρχουν ανεπάρκειες στο δημόσιο τομέα και υψηλός κανονιστικός φόρτος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόδοση της Ελλάδας όσον αφορά την απορρόφηση πόρων της ΕΕ έχει βελτιωθεί.
Από το 2014 έως το 2020, το συνολικό ποσοστό απορρόφησης της Ελλάδας των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ESIF) ανήλθε στο 76,6%.
Ωστόσο, η DBRS σημειώνει ότι, λόγω του καινοτόμου χαρακτήρα του, η εφαρμογή αυτού του νέου μέσου της ΕΕ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει προκλήσεις και θα απαιτήσει ισχυρή εθνική κυριότητα της μεταρρυθμιστικής ατζέντας από την κυβέρνηση και ευελιξία εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης.
Η Ελλάδα αναμένεται να υποβάλει την τελική έκδοση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις επόμενες εβδομάδες.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών