Μηδαμινός αναμένεται να είναι αντίκτυπος στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκάλεσε η πανδημική κρίση, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο καναδικός πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS Morningstar.
Σε κάθε περίπτωση, βασική πρόκληση είναι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να εφαρμόσουν δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις ή βαθύτερες αλλαγές στις οικονομικές δομές του κράτους ώστε να επιταχυνθεί η επιστροφή σε πρωτογενή ισοζύγια που θα σταθεροποιήσουν το χρέος.
Εκ των ων ουκ άνευ είναι ότι τα πραγματικά κρατικά έσοδα θα συνεχίσουν να αυξάνονται ταχύτερα από τα πραγματικά επιτόκια.
Σύμφωνα με την DBRS, εάν οι δαπάνες επικεντρώνονται σε μεταρρυθμίσεις και έργα που προάγουν τη μελλοντική ανάπτυξη, η Ελλάδα θα μπορέσει να ξεφύγει από τα προβλήματα χρέους.
Στις προηγμένες οικονομίες, οι δημοσιονομικές απαντήσεις στην πανδημία ήταν επιθετικές, συνδεδεμένες με τη σοβαρότητα της υγειονομικής κρίσης και την ικανότητα και την προθυμία των κυβερνήσεων να παρέχουν στήριξη στις θέσεις εργασίας και την οικονομία.
Έτσι, έγινε και στη χώρα μας.
Όμως, καθώς προχωρά η ανάκαμψη, τα έκτακτα μέτρα θα αρθούν και οι δημοσιονομικές ανισορροπίες θα περιοριστούν, κυρίως λόγω των αυτόματων σταθεροποιητών.
Οι περισσότερες οικονομίες με ιστορικό δημοσιονομικού συντηρητισμού προβλέπεται να επιστρέψουν κοντά σε ένα διαρθρωτικό δημοσιονομικό ισοζύγιο έως το 2023.
Η ποιότητα των δαπανών έχει σημασία ενώ τα τρέχοντα ελλείμματα για τη χρηματοδότηση των βελτιώσεων των υποδομών ενδέχεται να αποφέρουν σημαντικά οφέλη μεσοπρόθεσμα.
Αν και είναι ουδέτερες ως προς το έλλειμμα, οι επιχορηγήσεις του Προγράμματος Ανάκαμψης και Μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οι οποίες εξαρτώνται από ορόσημα που συνδέονται με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις για την επιτάχυνση της ψηφιακής μετάβασης και την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ελλείψεων των κρατών μελών, αντιμετωπίζονται θετικά.
Ωστόσο, οι αργοί προσαρμογείς ενδέχεται τελικά να επιφέρουν ορισμένες πιέσεις αξιολόγησης - είτε λόγω επακόλουθης κρίσης ή ύφεσης, είτε λόγω μιας πιο σταδιακής επιδείνωσης της δημόσιας οικονομικής ισχύος.
Εντός της Ευρώπης, οι περισσότερες χώρες αναμένεται να παρουσιάσουν μέτρια διαρθρωτικά ελλείμματα έως το 2023, αλλά υπάρχουν μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις.
Η ευελιξία των προηγμένων οικονομιών επέτρεψε να συμμετάσχουν σε μια τεράστια δημοσιονομική απάντηση, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Δημόσιο χρέος
Το δημόσιο χρέος και στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της πανδημίας Covid-19.
Ωστόσο, η αύξηση των επιπέδων του συνοδεύτηκε από υποστηρικτικές πολιτικές εκ μέρους της ΕΚΤ.
Έτσι, το σταθμισμένο μέσο κόστος τόκων για το ανεξόφλητο δημόσιο χρέος στις προηγμένες οικονομίες μειώθηκε.
Επισημαίνεται πως το μέσο κόστος χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται για πολλές χώρες, ακόμη και όταν τα επιτόκια παγκοσμίως αρχίζουν να αυξάνονται.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ έχει απορροφήσει σημαντικό μέρος της αύξησης του χρέους.
Ενδεικτικά αναφέρεται πως η συμμετοχή της στο πλαίσιο του Προγράμματος Αγορών Δημοσίου Τομέα (PSPP) και του Πανδημικού Προγράμματος Έκτακτης Αγορών (PEPP) έχει φθάσει στο 33% του ενοποιημένου ακαθάριστου χρέους των χωρών της ζώνης του ευρώ.
Παγκόσμια ανάπτυξη - Πληθωρισμός
Στο μεταξύ, μετά την περσινή ύφεση λόγω Covid, η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει το 5,9% το 2021.
Οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες σταδιακά ανακάμπτουν, με την επάνοδο στην κανονικότητα να συνεχίζεται έως το 2023.
Ωστόσο, ο κίνδυνος να ξεσπάσει νέο κύμα κρουσμάτων, παρά τα υψηλά ποσοστά εμβολιασμών, είναι παραπάνω από υπαρκτός.
Βέβαια, σύμφωνα με την DBRS Morningnstar, δεν φαίνεται να υπάρχει περίπτωση επιβολής οριζόντιων μέτρων, παρά μόνον –ίσως– στοχευμένα μέτρα.
Ο πληθωρισμός έχει επιταχυνθεί παγκοσμίως τους τελευταίους μήνες, κάτι το οποίο φέρνει τις κεντρικές τράπεζες στο επίκεντρο.
Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει το 5% σε ετήσια βάση από την αρχή του καλοκαιριού, παραμένοντας στο 5,4% τον Σεπτέμβριο.
Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο πληθωρισμός οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης ή στα προβλήματα προσφοράς…
Μια βασική ανάλυση των στοιχείων για τον πληθωρισμό είναι σίγουρα ενδεικτική των προβλημάτων προσφοράς και της μετατόπισης της σχετικής ζήτησης για συγκεκριμένους τύπους αγαθών και υπηρεσιών.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι αυτές οι συγκεκριμένες πιέσεις θα συνεχιστούν επ' αόριστον.
Την ίδια στιγμή, αναμένεται να υπάρξουν, σύμφωνα με την DBRS Morningstar, περισσότερες πιέσεις στους μισθούς, αλλά και στις τιμές των προϊόντων ενέργειας.
Εάν τα αυξανόμενα κόστη εισροών αποδειχθούν επίμονα, θα μπορούσαν να έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στις τιμές για ένα ευρύτερο φάσμα αγαθών και υπηρεσιών.
Επίσης, οι συνεχείς περιορισμοί σε ό,τι αφορά το εργατικό δυναμικό, λόγω ενός συνδυασμού μη ύπαρξης δεξιοτήτων ή πρόωρων συνταξιοδοτήσεων θα μπορούσαν να ασκήσουν ισχυρή ανοδική πίεση στους μισθούς.
Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως η αύξηση στη ζήτηση θα μπορούσε να παραμείνει «ζεστή» κάποιο χρονικό διάστημα, παρά τις υψηλότερες τιμές, χάρη στις αποταμιεύσεις που σώρευσαν τα νοικοκυριά καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας.
Από την άποψη των κρατικών αξιολογήσεων, μια σύντομη περίοδος (ελαφρώς) υψηλότερου πληθωρισμού θα ήταν πιθανότατα θετική.
Οι αποπληθωριστικοί κίνδυνοι αποτελούν βασικό μέλημα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής τις περισσότερες από τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο υψηλότερος πληθωρισμός συνεπάγεται υψηλότερη ονομαστική ανάπτυξη και θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πραγματικού βάρους του χρέους.
Δεδομένου λοιπόν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα ενεργήσουν εγκαίρως για να σταθεροποιήσουν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό σε μονοψήφια επίπεδα, χωρίς ξαφνικές και επιθετικές κινήσεις σε σχέση με τα επιτόκια, η DBRS δεν αναμένει κάποια σημαντική αλλαγή στα ασφάλιστρα κινδύνου σε ό,τι αφορά τις μεγάλες οικονομίες.
Από την άλλη πλευρά, τα λάθη πολιτικής, λόγω σημαντικής καθυστέρησης στις αυξήσεις επιτοκίων, θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις μεσοπρόθεσμα.
Στον βαθμό που οι απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών προσαρμόζονται γρήγορα στις αυξανόμενες τιμές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από παροδικούς κλυδωνισμούς, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να θεωρήσουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις είναι επίμονες και δύσκολο να καταπολεμηθούν.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιθετική αύξηση επιτοκίων.
Σύμφωνα, βέβαια, με την DBRS Morningnstar, κάτι τέτοιο μάλλον είναι ένα μακρινό ενδεχόμενο, καθώς μάλιστα, παρά τις πρόσφατες αυξήσεις στις τιμές, οι αποπληθωριστικές πιέσεις παραμένουν.
Παράγοντες αποσταθεροποίησης
Αποσταθεροποιητικός παράγοντας μπορεί να είναι ο παράγων της γεωπολιτικής.
Εδώ και πάρα πολλά χρονιά διατηρείται παγκοσμίως ένα χαμηλό επιτοκιακό περιβάλλον, μια κατάσταση που υποστηρίζεται από ορισμένους σημαντικούς διαρθρωτικούς παράγοντες, π.χ. την αύξηση του εργατικού δυναμικού παγκοσμίως, τον αυξημένο ανταγωνισμό, καθώς και άλλες γενικές τάσεις που σχετίζονται με τους μισθούς.
Περαιτέρω τεχνολογικές αλλαγές που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη και την αυτοματοποίηση θα μπορούσαν να ενισχύσουν αυτές τις καθοδικές πιέσεις.
Είναι πιθανό, ωστόσο, η πρόσφατη παγκόσμια τάση να αυξήσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Κρίσιμο είναι, εν μέσω των διαταραχών στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στη μεταπανδημική εποχή οι εταιρείες να επικεντρωθούν στην ανθεκτικότητα της παραγωγής παρά στη μείωση του κόστους.
Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τα πράγματα εφόσον αυξήσουν τις πολιτικές προστατευτισμού.
Σε συνδυασμό με τις συνεχείς αλλαγές στο δημογραφικό και στη διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού, θα μπορούσαν να προκύψουν υψηλότερες πιέσεις στους μισθούς.
Ένας άλλος πιθανός κίνδυνος για τον πληθωρισμό προέρχεται από τη συνεχιζόμενη πράσινη μετάβαση, καθώς η παραγωγή μετατοπίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις αυτής της μετάβασης στο μέσο ενεργειακό κόστος παραμένουν ασαφείς και θα εξαρτηθούν από τις τεχνολογικές αλλαγές και μια ποικιλία άλλων πολιτικών εκτιμήσεων.
Η πρόσφατη αύξηση του κόστους στα ορυκτά καύσιμα στην Ευρώπη σχετίζεται -τουλάχιστον εν μέρει- με την αστάθεια του καιρού.
Στο πλαίσιο του αυξανόμενου κόστους για τις εκπομπές άνθρακα, το υψηλότερο κόστος παραγωγής ενέργειας θα μπορούσε να αποδειχθεί επίμονο και να έχει πρόσθετες επιπτώσεις στην αλυσίδα παραγωγής.
Στο βαθμό που οι καταναλωτές αναγκάζονται να πληρώσουν υψηλότερο κόστος για βιώσιμη παραγωγή, αυτό θα μπορούσε να συμβάλει τουλάχιστον προσωρινά στον πληθωρισμό και θα μπορούσε τελικά να επηρεάσει και τους μισθούς.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών