Ανάκαμψη «βλέπει» σε ανάλυσή της η γερμανική Deutsche Bank τόσο για τις ελληνικές όσο και γενικότερα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, επισημαίνοντας ωστόσο πως ο όγκος της πιστωτικής επέκτασης παραμένει περιορισμένος και πρέπει να μεγεθυνθεί προκειμένου τα έσοδα να διαφύγουν από το τρέχον περιβάλλον στασιμότητας.
Τα NPLs είναι αισθητά μειωμένα χάρη στα μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης που πάρθηκαν εν μέσω πανδημίας, ωστόσο η εξάρτηση από την ΕΚΤ και το χαμηλό επιτοκιακό περιβάλλον υπονομεύουν τις καταθέσεις και τη λιανική τραπεζική.
Οι δείκτες κεφαλαίου και ρευστότητας είναι σημαντικά υψηλότεροι από ό,τι πριν από δύο χρόνια, ενώ παράλληλα τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις προϋποθέσεις της Βασιλείας III, που θα αυξήσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις μέχρι και το 2030 έως και 8,4%.
Ειδικότερα, ενάμιση χρόνο μετά τo ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης του κορωνοϊού, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας φαίνεται να βλέπει φως στο τούνελ.
Αν μη τι άλλο, καθρέπτης είναι οι ισολογισμοί, με την πιστωτική επέκταση στη ζώνη του ευρώ να διευρύνεται αρχικά και, κατόπιν, να επιστρέφει σε… καθεστώς στασιμότητας.
Σε πολλές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ο όγκος των δανείων είναι αρκετά μειωμένος, όπως συνέβη και στις αρχές του 2020.
Την ίδια στιγμή, τα στεγαστικά δάνεια φαίνεται να μην έχουν επηρεαστεί από την Covid, σημειώνοντας αύξηση +5,6% σε ετήσια βάση – παρά το γεγονός ότι οι τιμές στις κατοικίες αυξάνονται με αμείωτο ρυθμό, γεγονός το οποίο μπορεί να οφείλεται στο αρνητικό επιτοκιακό περιβάλλον που κάνει τον χώρο του real estate πιο ελκυστικό σε επενδυτικό επίπεδο σε σχέση με τις μετοχές ή τα ομόλογα.
Σημαντικό ρόλο, σύμφωνα με την Deutsche Bank, παίζει και το γεγονός ότι το lockdown δημιούργησε νέες ανάγκες, καθώς οι εργαζόμενοι έπρεπε να περάσουν περισσότερο χρόνο στο σπίτι τους.
Παράλληλα, ακόμα και τα αποτελέσματα τα οποία δημοσιεύουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ παραπέμπουν σε προ κορωνοϊού εποχές.
Όταν ξέσπασε η Covid, τα έσοδα συρρικνώθηκαν κατά 5%, ωστόσο στις 20 μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης σημειώνουν ανάκαμψη 3%.
Οι προβλέψεις για ζημίες δανείων είχαν τριπλασιαστεί, όμως έκτοτε έχουν υποχωρήσει στο σημείο που ήταν προ πανδημίας.
Χάρη στη μαζική δημοσιονομική στήριξη αλλά και τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η τόσο επίφοβη επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων ουδέποτε έγινε πραγματικότητα, αναφέρει η Deutsche Bank.
«Κόκκινα δάνεια»
Στην πραγματικότητα, παρά τη βαθιά ύφεση, τα NPLs παρέμειναν σε αρκετά χαμηλά επίπεδα στις περισσότερες χώρες, ενώ στην Ελλάδα υπήρξε σημαντική μείωσή τους, χάρη στο πρόγραμμα εγγυοδοσίας Ηρακλής (σε απόλυτα νούμερα είναι στα 47 δισεκατομμύρια ευρώ - μειωμένα κατά 30% μέσα σε ένα έτος).
Οι διακυμάνσεις στις προβλέψεις είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στο καθαρό εισόδημα των τραπεζών της ΕΕ (έφτασαν τα 54 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021, έναντι 48 δισ. ευρώ δύο χρόνια πριν).
Σε αυτό το κλίμα, το α’ εξάμηνο ήταν το καλύτερο από την οικονομική κρίση.
Παρ’ όλα αυτά, το τραπεζικό σύστημα έχει να αντιμετωπίσει κάποιες ουλές…
Για παράδειγμα, η σταθερότητα στα έσοδα κρύβει υποκείμενες αποκλίσεις.
Χάρη στο ανοδικό momentum στις κεφαλαιαγορές, οι προμήθειες καθώς και τα έσοδα από συναλλαγές είναι αυξημένα σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019, ενώ τα καθαρά έσοδα από τόκους έχουν υποστεί μεγάλη πτώση (-8%), επειδή τα επιτόκια παρέμειναν υπό πίεση, ιδιαίτερα στον κλάδο λιανικής.
Κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα
Οι δείκτες κεφαλαίου και ρευστότητας είναι σημαντικά υψηλότεροι από ό,τι πριν από δύο χρόνια.
O δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή CET1 στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 1,3%, στο 14,9%.
Η ανάκαμψη της κερδοφορίας τους τελευταίους 12 μήνες καθώς και η μέτρια μείωση του κινδύνου (RWA -1%) ήταν οι κύριοι παράγοντες της αύξησης κεφαλαίου.
Ομοίως, ο δείκτης LCR αυξήθηκε 11%, σε 159% σε μη σταθμισμένη μέση βάση, ενώ ο δείκτης μόχλευσης (εξαιρουμένων των προσωρινών ρυθμιστικών αλλαγών) παρέμεινε σταθερός στο 4,9%.
Και οι δύο δείκτες αντικατοπτρίζουν εν μέρει τη συνετή διαχείριση κινδύνων, εν μέρει τη σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ για λόγους κερδοφορίας.
Ως αποτέλεσμα, η βάση των ιδίων κεφαλαίων δεν αυξήθηκε περισσότερο από το σύνολο του ενεργητικού.
Υπάρχει όμως και ένας παράγοντας ο οποίος πρέπει να επισημανθεί: η σχέση μεταξύ των τραπεζών και της κεντρικής τράπεζας παραμένει πολύ πιο στενή από ό,τι πριν από την πανδημία.
Μεγάλη η εξάρτηση από την ΕΚΤ
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν χρησιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τις στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO) της ΕΚΤ (επί του παρόντος, η συνολική χρηματοδότηση της ΕΚΤ ανέρχεται σε 2,3 τρισ. ευρώ, από 662 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019) επειδή η κεντρική τράπεζα προσφέρει αρνητικά επιτόκια χρηματοδότησης έως -1%.
Είναι αξιοσημείωτο ότι με αυτόν τον τρόπο η ΕΚΤ ανταγωνίζεται τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα που έχουν γίνει οικονομικά λιγότερο ελκυστικές για τις τράπεζες.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις καταθέσεις λιανικής (κυρίως με τιμές ή ελαφρώς κάτω από το μηδέν), αλλά και για τις εταιρικές καταθέσεις (στο -0,5%).
Εάν οι τρέχουσες συνθήκες επιμείνουν, μπορεί να υπάρξουν σημαντικές συνέπειες στη δομή χρηματοδότησης των τραπεζών και τη σχέση τους με τους πελάτες, συμπεριλαμβανομένου ενός πιθανού παραγκωνισμού των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος καλείται να συμβαδίσει με αυτόν στις ΗΠΑ όσο και με την εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ, που ενδέχεται να αυξήσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις έως το 2030 μέχρι και 8,4%.
www.bankingnews.gr
Deutsche Bank: Ανακάμπτουν οι τράπεζες σε Ελλάδα και ΕΕ - Παραμένει ισχνή η πιστωτική επέκταση
Ενάμιση χρόνο μετά τo ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης του κορωνοϊού, ο τραπεζικός τομέας φαίνεται να βλέπει φως στο τούνελ
Σχόλια αναγνωστών