Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Mises Institute: Παγιδευμένη η ΕΚΤ, σε διαρκή κίνδυνο το κρατικό χρέος σε Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία

Mises Institute: Παγιδευμένη η ΕΚΤ, σε διαρκή κίνδυνο το κρατικό χρέος σε Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία
Αν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια της, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας μπορεί να αυξηθεί σε κρίσιμα επίπεδα.

Ο υψηλός  ετήσιος πληθωρισμός της Ευρωζώνης και η καλπάζουσα αύξηση των τιμών παραγωγού της ευρωπαϊκής βιομηχανίας πιέζουν την ΕΚΤ να προχωρήσει σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της, αναφέρει σε ανάλυσή του το Mises Institute.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, η κεντρική τράπεζα του ευρώ δεν έχει σοβαρά περιθώρια να αυξήσει τα επιτόκιά της, διότι, αν το κάνει, υπάρχει κίνδυνος αναταραχής στις αγορές ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών και συγκεκριμένα της Ελλάδας της Ιταλίας και της Πορτογαλίας.

Ο ετήσιος πληθωρισμός της Ευρωζώνης έφθασε το 5% τον Δεκέμβριο του 2021 και έκλεισε στο 5,1% τον Ιανουάριο 2022.
Οι τιμές παραγωγού της βιομηχανίας των χωρών του ευρώ όμως αυξήθηκαν κατά 26,2% το 2021.
Αυτές οι εξελίξεις ασκούν πίεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να υιοθετήσει μια πιο αυστηρή νομισματική πολιτική (ή τουλάχιστον μια λιγότερο χαλαρή).
Στις 3 Φεβρουαρίου, η ΕΚΤ ανακοίνωσε τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της σχετικά με το Πρόγραμμα Αγοράς Έκτακτης Ανάγκης για την Πανδημία (PEPP) και το Πρόγραμμα Αγοράς Περιουσιακών Στοιχείων (APP) καθώς και τα επιτόκιά της, χωρίς σημαντικές αλλαγές σε σύγκριση με την προηγούμενη ανακοίνωση του Δεκεμβρίου.

Το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για την πανδημία

Κατά το 1ο τρίμηνο του 2022, η ΕΚΤ προτίθεται να πραγματοποιήσει καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων μέσω του PEPP με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και θα πρέπει να διακόψει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στα τέλη Μαρτίου 2022.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δήλωσε ότι υπό συνθήκες οικονομικής πίεσης, η ευελιξία θα παραμείνει στοιχείο νομισματικής πολιτικής κάθε φορά που υπάρχουν απειλές για τον στόχο πληθωρισμού της νομισματικής της πολιτικής που είναι στο 2%.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση που επανέλθουν τα προβλήματα στις αγορές λόγω της πανδημίας, οι επανεπενδύσεις PEPP μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία όσο περνάει ο καιρός.
Η προσαρμογή αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει και αγορές ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, να αποφευχθεί μια κρίση στην αγορά που θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για την ελληνική οικονομία.
Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP μπορούν επίσης να επαναληφθούν για την αντιμετώπιση των αρνητικών κλυδωνισμών που σχετίζονται με την πανδημία, εάν είναι απαραίτητο.


Το Πρόγραμμα Αγοράς Περιουσιακών Στοιχείων

Προκειμένου να προχωρήσει σε σταδιακή μείωση των αγορών περιουσιακών στοιχείων και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής θα παραμείνει συνεπής με τον «συμμετρικό» στόχο για τον πληθωρισμό, το ΔΣ της ΕΚΤ αποφάσισε να θέσει ως στόχο την αγορά ομολόγων 40 δισεκατομμυρίων ευρώ μηνιαίως κατά το 2ο τρίμηνο του 2022 και 30 δισεκατομμυρίων ευρώ μηνιαίως κατά το τρίτο τρίμηνο του 2022 στο πλαίσιο του προγράμματος APP.
Από τον Οκτώβριο του 2022, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προτίθεται να διατηρήσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του APP σε 20 δισεκατομμύρια ευρώ μηνιαίως για «όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο».
Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι οι καθαρές αγορές ομολόγων θα λήξουν λίγο πριν η κεντρική τράπεζα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά της επιτόκια.

Τα βασικά επιτόκια

Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ (το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων) θα παραμείνουν αμετάβλητα, στο 0,00% 0,25% και −0,50%, αντίστοιχα.
Με στόχο τη διατήρηση του «συμμετρικού» στόχου για τον πληθωρισμό στο 2% και σύμφωνα με τη στρατηγική νομισματικής πολιτικής του, το Διοικητικό Συμβούλιο τη ΕΚΤ αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας του ευρώ θα παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα ή κάτω από αυτά μέχρι να δει τον "μεσοπρόθεσμο" πληθωρισμό να φθάνει το 2%.
Αυτό μπορεί να συνεπάγεται μια μεταβατική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο πληθωρισμός θα είναι λίγο πάνω από το στόχο του 2%.
Στις 4 Φεβρουαρίου, ο ισολογισμός της ΕΚΤ ξεπερνούσε τα 8,63 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Από το 2015, η ΕΚΤ δεν έχει συρρικνώσει τον ισολογισμό της.
Και, από το 2014, έχει διατηρήσει τα επιτόκια πολύ κοντά στο 0 τοις εκατό και κάτω του 0 σε ότι αφορά το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.

am1_0.jpg

Η ΕΚΤ είναι παγιδευμένη

Όπως και η Fed, η ΕΚΤ δεν έχει πολλά περιθώρια να αυξήσει τα επιτόκια χωρίς να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στη χρηματοπιστωτική αγορά και την οικονομία. Επιπλέον, οι αγορές περιουσιακών στοιχείων, κυρίως κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, στις οποίες έχει προβεί, είναι αυτές που διατηρούν τα επιτόκιά της τεχνητά χαμηλά και κατ' επέκταση το κόστος χρηματοδότησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων αυτών των κυβερνήσεων τεχνητά χαμηλό.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Cristine Lagarde, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τα spreads αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν μεγάλα spreads.
Περιέργως, ωστόσο, και μόνο το μήνυμα της κεντρικής τράπεζας του ευρώ, που ίδια εξέφρασε ότι θα αυξήσει τα επιτόκια "μεσοπρόθεσμα", προκειμένου να συγκρατήσει τον πληθωρισμό στο 2%, οδήγησε τις αγοράς να προεξοφλήσουν τις εξελίξεις και έφερε αύξηση των spreads (βλ. διάγραμμα 2).

am2.jpg

Τα κρατικά χρέη της Ιταλίας και της Ελλάδας είναι, αντίστοιχα, στο 155,3% του ΑΕΠ και στο 200,7% εκατό του ΑΕΠ (προσωρινά στοιχεία για το τρίτο τρίμηνο του 2021), πολύ πάνω από το 69,4% του ΑΕΠ της Γερμανίας.
Αυτή η τεράστια διαφορά στα επίπεδα χρέους αντικατοπτρίζει τον υψηλότερο κίνδυνο ιταλικών και ελληνικών ομολόγων (σε σύγκριση με τα γερμανικά ομόλογα).
Η απλή σηματοδότηση της αύξησης των επιτοκίων και της μείωσης των αγορών περιουσιακών στοιχείων οδήγησε αυτόματα σε πολύ μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων από ότι των γερμανικών και καταλαβαίνουμε τον λόγο.
Ένα μεγάλο μέρος της ζήτησης για ελληνικά και ιταλικά ομόλογα θα εξαφανιστεί εάν η ΕΚΤ σταματήσει πραγματικά να τα αγοράζει ή έστω μειώσει τις αγορές της.
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τις αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων ορισμένων χωρών της ευρωζώνης.
Σημειώνεται ότι πριν από το 2008, κατά τα πρώτα έτη του ευρώ, δεν υπήρχε σχεδόν καμία διαφορά μεταξύ των αποδόσεων.
Ωστόσο, μετά το 2008, υπήρχε μια ευρεία αντίληψη ότι οι χώρες με μεγαλύτερα χρέη, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία εξέδιδαν ομόλογα με μεγαλύτερο κίνδυνο.
Έτσι, καθώς αυτές οι κυβερνήσεις συνέχισαν να αυξάνουν τις δαπάνες, οι αποδόσεις των ομολόγων τους άρχισαν να αυξάνονται (οδηγώντας τελικά σε κρίση δημόσιου χρέους και ύφεση στην ευρωζώνη).
Μόνο μετά το 2015, όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων, τα spreads έγιναν και πάλι μικρότερα.
am3_0_1.jpg

Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ είναι αυτή που διατήρησε τεχνητά χαμηλά τα επιτόκια των ομολόγων αυτών των χωρών.
Για το λόγο αυτό, σήμερα η ΕΚΤ δεν έχει πολλά περιθώρια να αυξήσει τα επιτόκια και να μειώσει (ή να σταματήσει) τις μηνιαίες αγορές περιουσιακών στοιχείων.
Χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, οι οποίες έχουν υψηλότερο χρέος και πιο σπάταλες κυβερνήσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη τρέχουσα νομισματική πολιτική.
Και δεν υπάρχουν κίνητρα για αυτές τις κυβερνήσεις ώστε να μειώσουν τις δαπάνες τους και τον δανεισμό τους αρκετά για να μειωθούν οι τόκοι των ομολόγων τους χωρίς την παρέμβαση της ΕΚΤ. 

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης