Σε μια αγορά που ανακάμπτει αργά από μια μεγάλη πτώση της ζήτησης, τα μέλη του ΟΠΕΚ μπόρεσαν να κρύψουν τους περιορισμούς της εγχώριας παραγωγής τους πίσω από την πρόσοψη μιας συντηρητικής πολιτικής παραγωγής
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει φέρει τα πάνω κάτω στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας και εάν η σταθερότητα δεν επανέλθει σύντομα, η απουσία της θα μπορούσε να έχει σοβαρές γεωπολιτικές συνέπειες για τα μέλη του ΟΠΕΚ.
Οι αγορές υδρογονανθράκων πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία βρίσκονταν σε μια σχετική ισορροπία, καθώς η σταθερή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη συνδυάζονταν με στρατηγικές ορθολογικής διαχείρισης από τη συμμαχία ΟΠΕΚ+ για την εξισορρόπηση των αγορών.
Παρά την πανδημία που αναστάτωσε την παγκόσμια οικονομία για δύο χρόνια, οι αγορές ενέργειας είχαν καταφέρει να επιστρέψουν σε ένα επίπεδο σχετικής σταθερότητας.
Κάποιοι προέβλεπαν έως και μια νέα τάξη μετά την Covid, στην οποία ο ΟΠΕΚ+ θα απολάμβανε μεγάλη επιρροή και ισχύ.
Σήμερα, όμως η συμμαχία του ΟΠΕΚ+ φαίνεται να κρέμεται από μια κλωστή, καθώς η Ρωσία αντιμετωπίζει μια οικονομική κρίση λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν ως απάντηση στην εισβολή των στρατευμάτων της στην Ουκρανία.
Λάδι στη φωτιά
Η εξελισσόμενη στροφή των χωρών του ΟΟΣΑ, ειδικά της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, να διακόψουν τον εφοδιασμό τους σε υδρογονάνθρακες από τη Ρωσία είναι δραματική και μπορεί πράγματι να οδηγήσει τη Ρωσία σε απομόνωση από την ευρύτερη αγορά ενέργειας.
Σε μια εποχή που οι παγκόσμιες αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου αντιμετώπιζαν ήδη κάποια προβλήματα εφοδιασμού, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έριξε λάδι στη φωτιά.
Οι δυτικές χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές ενέργειας καλούν τώρα άλλες χώρες να αυξήσουν την παραγωγή και τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου όχι μόνο για να καταπνίξουν την παγκόσμια δίψα για ενεργειακούς πόρους αλλά και για να αντιμετωπιστεί η ταχεία άνοδο των τιμών.
Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον ΟΠΕΚ, καθώς ο όμιλος εξαγωγέων πετρελαίου, ορισμένοι τον αποκαλούν καρτέλ πετρελαίου, θεωρείται η μόνη βιώσιμη επιλογή βραχυπρόθεσμα για αύξηση της προμήθειας πετρελαίου.
Στο κενό οι εκκλήσεις των δυτικών χωρών
Μέχρι τώρα, όμως όλες οι εκκλήσεις της Ουάσιγκτον, του Λονδίνου και των Βρυξελλών φαίνεται να έχουν πέσει στο κενό.
Σε μια φαινομενικά απελπισμένη κίνηση να πείσει τους ηγέτες του ΟΠΕΚ, ο Βρετανός πρωθυπουργός Boris Johnson πέταξε στη Σαουδική Αραβία, για να συζητήσει επίσημα πιθανές επενδυτικές συμφωνίες, αλλά κυρίως για να πιέσει για επιπλέον όγκους πετρελαίου από το Βασίλειο.
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεών του με τον Σαουδάραβα διάδοχο πρίγκιπα Mohammad bin Salman, τον defacto ηγέτη του Βασιλείου, και τον ομόλογό του τον Πρίγκιπα διάδοχο του Άμπου Ντάμπι Σεΐχη Mohammed bin Zayed ο Johnson πίεσε για αύξηση της παραγωγής και προσφοράς πετρελαίου, ενώ συζήτησε επίσης τις κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία.
Το ταξίδι Johnson στον Κόλπο
Κανείς από τους δύο άραβες ηγέτες όμως δεν του απάντησε, ούτε και κανείς τους έδωσε καμία υπόσχεση σε ότι αφορά την ενέργεια.
Σύμφωνα με τον Johnson, όταν ρωτήθηκαν για το ενδεχόμενο αλλαγής στις στρατηγικές παραγωγής του ΟΠΕΚ (ουσιαστικά δηλαδή για το ενδεχόμενο αύξησης της παραγωγής), οι δύο άραβες ηγέτες κατέστησαν σαφές ότι κατανοούν την ανάγκη για σταθερότητα στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η πραγματική απάντηση που έδωσαν στο Βρετανό πρωθυπουργό πίσω από την αυτή την πολύ απλή διαπίστωση οι δύο ηγέτες του ΟΠΕΚ ήταν ότι αυτή τη στιγμή δεν θα αλλάξουν τις στρατηγικές παραγωγής και εξαγωγής πετρελαίου δεν θα θέσουν σε κίνδυνο τις ισχυρές σχέσεις τους με τον ηγέτη της Ρωσίας Putin.
Αυτές οι απαντήσεις δεν προκάλεσαν έκπληξη στους αναλυτές.
Ο ΟΠΕΚ ήταν πάντα περήφανος για τη διατήρηση μιας υγιούς πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας προκειμένου να επηρεάζει τις αγορές πετρελαίου.
Για δεκαετίες, οι παραγωγοί του ΟΠΕΚ ήταν το επίκεντρο της προσοχής για τους traders, τους εμπόρους, τους εισαγωγείς και τους οικονομικούς αναλυτές και θεωρούνταν πάντα ο απόλυτος πόρος ενέργειας σε περίπτωση παγκόσμιας κρίσης.
Η Σαουδική Αραβία, και πρόσφατα επίσης το Άμπου Ντάμπι, έχουν θεωρηθεί ως οι παραγωγοί με την πιο ευέλικτη προσφορά, στους οποίους θα μπορούσαν να βασιστούν οι πελάτες αν εμφανιστεί ένα ξαφνικό γεωπολιτικό ή τεχνικό πρόβλημα που εμποδίζει τους πιθανούς προμηθευτές.
Η Σαουδική Αραβία ειδικά εξακολουθεί να θεωρείται ως ο παραγωγός που έχει τη δυνατότητα να αυξήσει ταχύτατα την παραγωγή του και ότι έχει πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα μεταξύ 1,2-2,1 εκατομμυρίων βαρελιών τη ημέρα.
Τα τελευταία δύο χρόνια, το ίδιο εκτιμάται ότι ισχύει και για το Άμπου Ντάμπι που διαθέτει πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα 0,6-1,2 εκατομμύρια βαρέιλια την ημέρα.
Η γεωπολιτική θέση ισχύος του Ριάντ σχετίζεται άμεσα με αυτή τη θεωρητική ικανότητα πλεονάζουσας παραγωγικής ισχύς του, καθώς μπορεί να εξουδετερώνει τις επιπτώσεις από την απομάκρυνση του Ιράν ή της Βενεζουέλας από τις αγορές πετρελαίου.
Και οι πρόσθετοι όγκοι παραγόμενου πετρελαίου του Άμπου Ντάμπι γίνονται όλο και πιο σημαντικοί σε μια τόσο σφιχτή αγορά.
Πριν από την πανδημία, οι αμερικανικές εταιρείες σχιστόλιθου θεωρούνταν επίσης παραγωγοί που μπορούσαν να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγική τους δυναμικότητα, αν η μακροπρόθεσμη παραγωγική τους δυναμικότητα διέφερε.
Ανέτοιμες οι χώρες του ΟΠΕΚ+ για πιθανό έλλειμμα στην προσφορά
Από το τέλος της πανδημίας (όπου για πρώτη φορά οι παγκόσμιοι αναλυτές έδειξαν να αντιλαμβάνονται ότι η αγορά οδεύει προς μια κρίση προσφοράς), η αγορά έπρεπε να επανεκτιμήσει την αφήγημα της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας.
Η έλλειψη νέων επενδύσεων και ανακαλύψεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο τις τελευταίες δεκαετίες έχει αφήσει τις αγορές πετρελαίου εντελώς απροετοίμαστες για απέναντι στο ενδεχόμενο να παρουσιαστεί μια έλλειψη στην προσφορά.
Ορισμένοι αναλυτές έχουν προειδοποιήσει ότι μέρος της τρέχουσας εξαγωγικής στρατηγικής του ΟΠΕΚ+ προέρχεται από εσωτερικούς περιορισμούς παραγωγικής δυναμικότητας.
Σε μια αγορά που ανακάμπτει αργά από μια μεγάλη πτώση της ζήτησης, τα μέλη του ΟΠΕΚ+ μπορούσαν να κρύψουν τους περιορισμούς της εγχώριας παραγωγής τους πίσω από την πρόσοψη μιας συντηρητικής πολιτικής παραγωγής.
Τώρα, όμως με τη Ρωσία σε καθεστώς κυρώσεων, και ορατές τις ενδείξεις ότι διαγράφεται στον ορίζονται ένα πρόβλημα έλλειψης πετρελαίου, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και άλλα μέλη θα πρέπει να κάνουν κάτι.
Εάν αποτύχουν να δράσουν κι αυτή τη φορά, ο κόσμος θα αρχίσει να πιστεύει στις φήμες για έλλειψη πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας.
Η παρούσα ανάλυση υποδεικνύει ότι τα περισσότερα κράτη μέλη παραγωγοί του ΟΠΕΚ δεν είναι σε θέση να αυξήσουν την παραγωγή.
Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα πιστεύεται ότι έχουν μεγαλύτερη πλεονάζουσα παραγωγική ισχύ, αλλά η σιωπή που κρατούν και οι δύο παίκτες δημιουργεί δυσπιστία στους παρατηρητές.
Είναι πολύ πιθανό λοιπόν ότι για τα 4+ εκατομμύρια βαρέλια του ρωσικού πετρελαίου που θα λείψουν η αγορά δεν θα μπορέσει να βρει υποκατάστατο.
Η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ έχουν 4 εκατομμύρια βαρέλια πλεονάζουσας δυναμικότητας... αλλά σε 3-6 μήνες.
Πάνε μια εκτόψευση τιμών στα ύψη
Εάν η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είναι σε θέση να προμηθεύουν τα τόσο απαραίτητα 2-3 εκατομμύρια βαρέλια στις δυτικές αγορές, οι τιμές του πετρελαίου θα εκτοξευθούν σε ακόμη μεγαλύτερη ύψη.
Μια πιθανή αποτυχία να βρεθεί ένας παραγωγός με πραγματικά μεγάλη πλεονάζουσα παραγωγική ισχύ σήμερα, όχι μόνο θα οδηγήσει σε μια πραγματική κρίση τιμών ενέργειας αλλά και θα υπονομεύσει την τρέχουσα στρατηγική δύναμη που κατέχει ο ΟΠΕΚ.
Γεωπολιτικά, η ελκυστικότητα των παραγωγών του ΟΠΕΚ στους άλλους (χρηματοπιστωτικές αγορές, κατασκευαστές και επενδυτές, αλλά και άμυνα/ασφάλεια) συνδέεται με τις ικανότητές τους στον εφοδιασμό πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Χωρίς αυτό, ολόκληρη η γεωπολιτική εξίσωση θα αλλάξει.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών