Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επέφερε ένα τεράστιο πλήγμα στο ρούβλι, το οποίο έχει πλέον επανέλθει σε προπολεμικά επίπεδα. Ωστόσο, όπως λέει ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD, Sergei Guriev, αυτό πρέπει «να είναι ελάχιστα παρηγορητικό για τους Ρώσους ιθύνοντες, αφού οι παράγοντες που στήριξαν το νόμισμα θα αποτελέσουν πρόσθετα προβλήματα για την απόδοση της ρωσικής οικονομίας».
Η Δύση έχει επιδείξει άνευ προηγουμένου ενότητα και αποφασιστικότητα σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις-απαντήσεις στον πόλεμο του Ρώσου Προέδρου Vladimir Putin κατά της Ουκρανίας.
Μέσα σε μόλις τρεις ημέρες από την εισβολή, οι δυτικές κυβερνήσεις πάγωσαν μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας εντός των αντίστοιχων δικαιοδοσιών τους.
Αυτή η κίνηση προκάλεσε πανικό και μια ισχυρή πολιτική απάντηση.
Στις 28 Φεβρουαρίου, η κεντρική τράπεζα επέβαλε αυστηρούς ελέγχους κεφαλαίων, αυστηρότερους περιορισμούς στις συναλλαγές συναλλάγματος, ενώ αύξησε το βασικό της επιτόκιο από 9,5% σε 20%.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση της Ρωσίας απαίτησε από όλους τους εξαγωγείς να επαναπατρίσουν και να ανταλλάξουν το 80% των εσόδων τους με ρούβλια, ενώ παράλληλα η κεντρική τράπεζα εισήγαγε προμήθεια 30% (αργότερα μειώθηκε σε 12%) για τις αγορές συναλλάγματος.
Σε διάφορες κατηγορίες απαγορεύτηκε η αγορά δολαρίων ΗΠΑ και οι κάτοχοι τραπεζικών καταθέσεων σε ξένο νόμισμα αντιμετώπισαν σημαντικούς περιορισμούς κατά την ανάληψη των αποταμιεύσεών τους.
Ταχεία πολιτική απάντηση
Παρά την ταχεία πολιτική απάντηση, η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος κινήθηκε από τα 81 ρούβλια ανά δολάριο πριν από τον πόλεμο σε 139 ανά δολάριο στις 9 Μαρτίου (αν και η ισοτιμία στη μαύρη αγορά, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν πολύ υψηλότερη).
Ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε σημαντικά, με τον ρυθμό αύξησης του επίσημου δείκτη να αυξάνεται στο 2% (181% σε ετήσια βάση) τις πρώτες τρεις εβδομάδες του πολέμου, πριν επιβραδυνθεί στο 1% (68% ετησίως).
Έκτοτε το ρωσικό νόμισμα έχει επιστρέψει στο εύρος των 80 ρουβλίων ανά δολάριο.
Αλλά η εκτίμηση αυτή δεν είναι απαραίτητα πραγματική.
Εάν οι συναλλαγές είναι αυστηρά περιορισμένες, το τι συμβαίνει δεν καθρεπτίζεται.
Κατά τη σοβιετική εποχή, η εμβληματική εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Pravda, λέει ο Guriev, ανέφερε με συνέπεια ότι η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου ήταν 0,6 ανά δολάριο, αλλά κανείς δεν το έβλεπε ως υποκατάστατο της πραγματικής ισχύος του νομίσματος.
Σίγουρα, υπάρχουν απτά σημάδια ότι η πίεση στο ρούβλι υποχωρεί. Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, η κεντρική τράπεζα αφαίρεσε την προμήθεια 12% για την αγορά δολαρίων, χαλάρωσε ορισμένους περιορισμούς για τις καταθέσεις σε νόμισμα και –το πιο σημαντικό– μείωσε το επιτόκιο πολιτικής της από 20% σε 17%, ενώ προεξοφλεί περαιτέρω χαλάρωση.
Αυτές οι ενέργειες «μιλούν» πιο δυνατά από οποιαδήποτε επίσημη δήλωση για την ισχύ της ρωσικής οικονομίας.
Ακόμα κι έτσι, οι προβλέψεις ανάπτυξης για τη Ρωσία φέτος παραμένουν ζοφερές.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 8% το 2022, ενώ προπολεμικά αναμενόταν να αυξηθεί κατά 2,4%.
Το Institute of International Finance προβλέπει πτώση του ΑΕΠ κατά 15%, ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και οι περισσότερες διεθνείς επενδυτικές τράπεζες προβλέπουν ύφεση 10%.
Ο επικεφαλής του Λογιστικού Επιμελητηρίου της Ρωσίας, Alexei Kudrin, συμφωνεί.
Η πρόσφατη ανατίμηση του ρουβλίου δεν ακυρώνει αυτές τις απαισιόδοξες απόψεις, επειδή η ανάκαμψη της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι απλώς μια αντανάκλαση των άνευ προηγουμένου περιορισμών στις εισαγωγές και των υψηλότερων τιμών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Κυρώσεις
Οι κυβερνήσεις της Δύσης έχουν επιβάλει αυστηρές κυρώσεις στις τεχνολογικές εξαγωγές στη Ρωσία, οι οποίες έχουν ενισχυθεί από το μποϊκοτάζ του ιδιωτικού τομέα, με περισσότερες από 600 δυτικές εταιρείες να έχουν αποσυρθεί από τη Ρωσία.
Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις έχουν χάσει την πρόσβαση σε πολλά εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά, ενώ ο αποκλεισμός του εναέριου χώρου και τα μποϊκοτάζ από την Airbus, την Boeing και μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες leasing έχουν καταστήσει σχεδόν αδύνατο για τους Ρώσους να ταξιδέψουν τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.
Επειδή αυτοί οι περιορισμοί έχουν μειώσει σημαντικά τη ζήτηση για εισαγωγές, σημειώνουν οι οικονομολόγοι Oleg Itskhoki και Dmitry Mukhin, μειώθηκε επίσης η ζήτηση για δολάρια (τα οποία χρειάζονται για την αγορά τέτοιων αγαθών), κάτι που οδήγησε έτσι τη συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου ανοδικά.
Ωστόσο, «αυτά δεν είναι καλά νέα για την οικονομία της Ρωσίας, η οποία είναι βέβαιο ότι θα επιβραδυνθεί» επισημαίνει ο Ρώσος οικονομολόγος.
Ακριβώς όπως η πανδημία COVID-19 ανάγκασε τις εταιρείες σε όλο τον κόσμο να αναθεωρήσουν την εξάρτησή τους από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, ο πόλεμος του προέδρου Πούτιν κατέδειξε στις ρωσικές επιχειρήσεις ότι δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς εισαγωγές.
Ακόμη και εκείνοι που λαμβάνουν τις προμήθειες τους από την εσωτερική αγορά έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι προμηθευτές τους εξαρτώνται και από τη Δύση.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αυτοκινητοβιομηχανία της Ρωσίας έχει σταματήσει, με τις πωλήσεις τον Μάρτιο να πέφτουν στο ένα τρίτο σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2021.
Γιατί το ρούβλι ανεβαίνει…
Επιπλέον, η ζήτηση για δολάρια έχει μειωθεί λόγω των οικονομικών κυρώσεων, που ουσιαστικά απαγορεύουν τη χρήση του αμερικανικού νομίσματος ακόμη και για την εξόφληση χρέους. Αυτά τα μέτρα έχουν ήδη οδηγήσει τη χώρα σε τεχνική χρεοκοπία.
Ο δεύτερος παράγοντας που οδηγεί στην ανατίμηση του ρουβλίου είναι η υψηλή τιμή του πετρελαίου, η οποία έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2014. Τότε, το ρωσικό νόμισμα τύγχανε διαπραγμάτευσης με 38 ρούβλια ανά δολάριο, ή 52 ρούβλια ανά δολάριο σε σημερινές τιμές (μετά την προσαρμογή για τον πληθωρισμό τόσο στη Ρωσία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Σύμφωνα όμως με τον Guriev, η ανατίμηση του ρουβλίου, εκτός από τον γεωπολιτικό κίνδυνο και τη φυγή κεφαλαίων, έχει κάνει το ρούβλι πιο αδύναμο από ό,τι θα ήταν διαφορετικά.
Η σημερινή συναλλαγματική ισοτιμία δείχνει ότι το ισοζύγιο πληρωμών της Ρωσίας υποστηρίζεται έντονα από τις τρέχουσες τιμές του πετρελαίου, γεγονός που σημαίνει ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις διατηρούνται επίσης καλά.
Ενώ οι πρώιμες κυρώσεις πάγωσαν μεγάλο μέρος των μετρητών του Putin, οι υψηλές τιμές του πετρελαίου έχουν εξασφαλίσει σημαντικές ημερήσιες εισροές.
Αλλά και αυτό θα μπορούσε να γίνει πρόβλημα.
Όπως τόνισε πρόσφατα ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας Josep Borrell, η ΕΕ έχει στείλει 35 δισεκατομμύρια ευρώ (38,1 δισεκατομμύρια δολάρια) στη Ρωσία από την έναρξη του πολέμου, αλλά μόλις 1 δισεκατομμύριο ευρώ βοήθεια στην Ουκρανία.
Αυτή η τρομακτική ανισότητα δικαιολογεί την επιμονή για ένα εμπάργκο πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Στην πραγματικότητα, οι Ευρωπαίοι μιλούν ήδη για το εμπάργκο όχι με όρους «αν», αλλά με όρους «πότε».
Μια απόφαση για παύση εισαγωγών σε ό,τι αφορά το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Ρωσίας και θα καταστήσει την πρόσφατη ανάκαμψη του ρουβλίου μη βιώσιμη.
www.bankingnews.gr
Guriev (πρώην EBRD): Γιατί η άνοδος του ρουβλίου δεν είναι παρά μια «φούσκα»
Το ρωσικό νόμισμα έχει επιστρέψει στο εύρος των 80 ρουβλίων ανά δολάριο, αλλά…
Σχόλια αναγνωστών