Μετά από χρόνια αγώνα, η κανονικότητα είναι πλέον εφικτή…
Αυτό αναφέρει για τις ελληνικές τράπεζες η JP Morgan, στη σημερινή, 10 Μαΐου 2022, ανάλυσή της, υπό τον τίτλο "Greek Banks: Value for all or forever undervalued? Mid-term positive on Greek banks, Eurobank top pick (ελληνικές τράπεζες: αξία για όλες ή για πάντα υποτιμημένες; Θετική η μεσοπρόθεσμη προοπτική, η Eurobank top pick), που σας παρουσιάζει το bankingnews.gr.
Σύμφωνα με την JP Morgan, μετά από μια παρατεταμένη κρίση που οδήγησε τα NPEs στο 60% του ΑΕΠ στο αποκορύφωμα το 2016 και συρρίκνωση των δανείων κατά 61% σωρευτικά, η μακροοικονομική εικόνα της Ελλάδας έχει βελτιωθεί εμφανώς, οι τράπεζες έχουν καθαρίσει σε μεγάλο βαθμό τους ισολογισμούς τους και η εστίαση έχει πλέον μετατοπιστεί στη βιώσιμη ανάπτυξη των τραπεζών και στη βελτίωση των ROTE.
Οι προκλήσεις εξακολουθούν να υφίστανται, ιδιαίτερα στο μέτωπο των επιτοκιακών εσόδων, αλλά με αυξημένη εστίαση στη βελτίωση των προμηθειών και την αποδοτικότητα κόστους καθώς και στην εξομάλυνση του κόστους κινδύνου, η JP Morgan βλέπει τα συνολικά καθαρά κέρδη να αυξάνονται κατά 10% ετησίως, με αποτέλεσμα ο ROTE να φτάνει κοντά στο 9% κατά μέσο όρο έως το 2024.
Αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο από την καθοδήγηση των διοικήσεων για 10% και για τις τέσσερις τράπεζες.
... εγείρονται ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές αποτίμησης του κλάδου
Τώρα που ο κλάδος βαθμολογείται από μια ιδιότυπη περίπτωση ανάκαμψης σε ένα παιχνίδι αξίας ευρωπαϊκών τραπεζών, οι επενδυτές αμφισβητούν εάν η «κανονικότητα» μπορεί να είναι καλή εξέλιξη για τις τιμές των μετοχών των ελληνικών τραπεζών.
Η ανησυχία εδώ είναι ότι μόλις ολοκληρωθεί η εκκαθάριση των NPE, ο κλάδος μπορεί να αναδειχθεί σε μια μέση ευρωπαϊκή τραπεζική ιστορία με «λίγη ανάπτυξη και κάποια απόδοση κεφαλαίου», επομένως θα παραμείνει για πάντα φθηνότερος κλάδος από ό,τι θα έδειχναν οι δείκτεςτης δίκαιης αποτίμησης.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Eurobank (η οποία ήταν η πρώτη που ανέφερε μονοψήφιο δείκτη NPE και προηγείται στην ανάκαμψη ROTE, με τη διοίκηση να στοχεύει ήδη σε 10% ROTE για φέτος), αλλά θα γίνεται όλο και πιο σχετικό με τις υπόλοιπες τράπεζες.
Κορυφαία επιλογή παραμένει η Eurobank
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλότερες επιδόσεις παρά τη μεγάλη αστάθεια της αγοράς, σταθερές αποδόσεις από την αρχή του έτους, έναντι SX7P που υποχωρούν -14% και των CEEMEA Banks που χάνουν -2%.
Στην παρούσα διαπραγματεύονται με 0,43x σε όρους P/TBV με βάση στις εκτιμήσειςτου 2023 για 8,1% κατά μέσο όρο ROTE.
Το συνεπαγόμενο από την αγορά κόστος κεφαλαίου για τον κλάδο έχει περιοριστεί στα επίπεδα των ομολόγων της Ευρωζώνης, υποδηλώνοντας ότι από εδώ είναι το δυναμικό βελτίωσης του ROTE και η αυξανόμενη εμπιστοσύνη της αγοράς σε αυτό που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα rerating.
Η Eurobank είναι η κορυφαία επιλογή για την JP Morgan, ενώ παραμένει με τη σύσταση overweight για την Εθνική, ιδιαίτερα λόγω του ισχυρού ισολογισμού της, και για την Alpha Bank, για λόγους αποτίμησης.
Για την Πειραιώς η σύσταση είναι ουδέτερη (neutral).
Η τιμή στόχος της Alpha Bank μειώνεται στο 1,50 ευρώ, από 1,60 ευρώ προηγουμένως, όπως και για την Πειραιώς στο 1,80 ευρώ, από 2 ευρώ προηγουμένως.
Αντιθέτως για την Eurobank αυξάνεται στο 1,60 ευρώ, από 1,30 ευρώ προηγουμένως και για την Εθνική στα 4,50 ευρώ, από 4 ευρώ προηγουμένως.
Οι παράγοντες της υπεραπόδοσης
Όπως αναφέρει η JP Morgan, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που μπορούν να υποστηρίξουν μεσοπρόθεσμα την απόδοση των ελληνικών τραπεζών.
Ο κλάδος δεν έχει φτάσει ακόμη στην πλήρωσή τους, αλλά σύντομα θα συντρέχουν πολλοί θετικοί παράγοντες, όπως:
- Η μακροοικονομική ανάκαμψη υποστηρίζει μια ισχυρή προοπτική ανάπτυξης
Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η Ελλάδα αφήνει πλέον σταθερά πίσω τη «χαμένη δεκαετία» της και έχει εισέλθει σε μια πολυετή περίοδο υψηλότερης ανάπτυξης.
Περισσότερα από 200 νομοσχέδια και μεταρρυθμίσεις πέρασαν από το κοινοβούλιο από το καλοκαίρι του 2019, που περιλαμβάνουν τομείς όπως η αγορά εργασίας, οι φόροι, το συνταξιοδοτικό σύστημα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και ο τραπεζικός τομέας.
Η ανάκαμψη από την πανδημία ήταν ισχυρότερη από ό,τι αναμενόταν και εμφανώς μπροστά από τους ομοτίμους της ΕΕ.
Η υλοποίηση του εγχώριου προγράμματος RRF «Greece 2.0» των 60 δισ. ευρώ (32% του ΑΕΠ 2019) της κυβέρνησης έχει ξεκινήσει και αναμένεται να προσθέσει επιπλέον 7% μονάδες στο ΑΕΠ έως το 2026.
Με αυτή τη δυναμική, η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στη φιλοδοξία της να επιτύχει το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας το 2023.
Όλα αυτά οδηγούν σε ισχυρότερες προοπτικές ανάπτυξης για τον τραπεζικό τομέα, με τον ακαθάριστο νέο δανεισμό από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να φθάνει στο 15% του ΑΕΠ ετησίως έως το 2024 από 8% το 2019.
Αυτό μεταφράζεται σε 6% CAGR για την επίτευξη αύξησης δανείων το 2021-24.
- Οι μέσες εκτιμήσεις (Consensus/JPM) για τους δείκτες ROTE είναι κάτω από τις κατευθυντήριες γραμμές διαχείρισης, αλλά υψηλότερα από την αναμενόμενη δυναμική ανάπτυξης και προοπτικές επιτοκίων.
Και οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες εκτιμούν για >10% βιώσιμο ROTE, με τη Eurobank να στοχεύει να φτάσει ήδη το ποσοστό από το 2022 και τις υπόλοιπες τρεις τράπεζες από το 23/24.
Η συναίνεση είναι κάτω από αυτό το επίπεδο στο 8%-9% με την κύρια διαφορά σε σχέση με τις προβλέψεις της JP Morgan να προέρχεται από πιο συντηρητικές παραδοχές για τους NII.
Η παράδοση της Eurobank το 2022 θα είναι μια βασική επίδειξη για τον ευρύτερο τομέα και εάν η διοίκηση πετύχει τον στόχο της, αυτό θα μπορούσε να αυξήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και να αυξήσει τις προσδοκίες.
Σημειώνεται επίσης ότι οι τράπεζες γενικά δεν αναλαμβάνουν αυξήσεις επιτοκίων στην καθοδήγησή τους (εκτός από την Πειραιώς με 50 μονάδες βάσης) και ως εκ τούτου αυτό παρέχει περαιτέρω ανοδικές δυνατότητες.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν υψηλό προσανατολισμό προς τα επιτόκια και βλέπουμε άνοδο 6%/11% σε NII/EPS από τις πρώτες 100 μονάδες βάσης αυξήσεων, ενώ η JPM εκτιμά σωρευτικές αυξήσεις 175 μονάδες βάσης στο 1,25% με άνοδο τον Ιούλιο.
- Η διανομή κεφαλαίου είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο
Ίσως το μεγαλύτερο μήνυμα επιστροφής των ελληνικών τραπεζών στην κανονικότητα είναι η φιλοδοξία των τραπεζών να επιστρέψουν στη διανομή κεφαλαίου, με τη Eurobank και την Εθνική να στοχεύουν να πληρώσουν τουλάχιστον το 20% των κερδών από το 2022.
Με τους δείκτες NPE να πλησιάζουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και τα επίπεδα κεφαλαίου να φαίνονται υγιή, η JP Morgan πιστεύει ότι αυτό είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο για μια αρχική πληρωμή 20% για τη Eurobank και την Εθνική.
Οι παγκόσμιες αβεβαιότητες θολώνουν την εικόνα, αλλά οι ελληνικές τράπεζες φαίνονται σχετικά καλά τοποθετημένες σε περιφερειακό πλαίσιο
Οι συνεχιζόμενες παγκόσμιες αβεβαιότητες εγείρουν ανησυχίες για τη δυναμική ανάκαμψης της Ελλάδας, ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα.
Από τη γεωπολιτική πλευρά, σημειώνουμε ότι οι άμεσοι εμπορικοί δεσμοί της Ελλάδας με τη Ρωσία είναι περιορισμένοι (~0,5 δισ. δολ. εξαγωγές), οι Ρώσοι τουρίστες αποτελούν περίπου το 5% των εσόδων από τον τουρισμό και οι τράπεζες έχουν αμελητέα άμεση έκθεση σε Ρωσία/Ουκρανία/Λευκορωσία.
Οι κύριες αβεβαιότητες περιστρέφονται γύρω από δευτερογενείς επιπτώσεις και πληθωριστικές πιέσεις μέσω του καναλιού των εμπορευμάτων, το οποίο θα μπορούσε να πλήξει τις τράπεζες μέσω χαμηλότερης αύξησης των δανείων από την αναμενόμενη, σχηματισμού νέων NPE και υψηλότερου κόστους κινδύνου.
Στο μέτωπο της ανάπτυξης, οι μεσοπρόθεσμοι παράγοντες μακροοικονομικής ανάπτυξης παραμένουν σταθεροί, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για έργα που σχετίζονται με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Σημειώνεται επίσης ότι οι προβλέψεις για την αύξηση των δανείων των τραπεζών εξακολουθούν να φαίνονται μέτριες, δεδομένου ότι η χώρα βγαίνει από μια παρατεταμένη κρίση, ενώ υποτίθεται ότι η ανάκαμψη είναι ελάχιστη έως καθόλου στον τομέα των καταναλωτών.
Από την πλευρά της ποιότητας του ενεργητικού, δεδομένου ότι η δημιουργία νέων δανείων ήταν πολύ περιορισμένη και επικεντρώθηκε σε ορισμένα εταιρικά τμήματα τα τελευταία χρόνια, οποιαδήποτε πιθανή επιδείνωση και νέα συσσώρευση NPE θα πρέπει αναμφισβήτητα να είναι περιορισμένη, εκτιμά η JP Morgan.
Βασικοί κίνδυνοι
Οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη της Ελλάδας, επομένως οποιαδήποτε επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών αντιπροσωπεύει σημαντικό καθοδικό κίνδυνο για τον κλάδο.
Αυτό μπορεί να προέλθει από υψηλότερο από το αναμενόμενο αντίκτυπο από τις τρέχουσες γεωπολιτικές επιπτώσεις καθώς και από πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και από βραδύτερη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, αναποτελεσματική κατανομή κεφαλαίων ή βραδύτερη πρόοδο στα επενδυτικά έργα που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Για τις τράπεζες, ο υψηλότερος από το αναμενόμενο σχηματισμός νέων NPE και η καθυστέρηση στην εξομάλυνση του κόστους του κινδύνου είναι ο κύριος κίνδυνος, κατά την άποψη της JP Morgan.
Η χαμηλότερη αύξηση των δανείων, είτε μέσω της χαμηλότερης ζήτησης είτε της ικανότητας των τραπεζών να δανείζουν, καθώς και του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης, ιδίως από την πλευρά της χονδρικής, καθώς και της χαμηλότερης εξόφλησης του κόστους, δεδομένου των πληθωριστικών πιέσεων που επικρατούν, μπορούν να βλάψουν την ανάκαμψη του ROTE.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών