Η DBRS θεωρεί ότι ορισμένα από τα προβλήματα της SVB που οδήγησαν στη χρεοκοπία της ήταν ιδιοσυγκρασιακά
Ανθεκτικές θεωρεί τις ελληνικές τράπεζες βάσει των ιδιότυπων stress tests στις οποίες τις υπέβαλε ο καναδικός οίκος DBRS Morningstar, ωστόσο, όπως επισημαίνει, οι προκλήσεις από τις μη καταγεγραμμένες ζημίες παραμένουν…
Οι αποτυχίες του SVB Financial Group και της Signature Bank (αμφότερες χωρίς αξιολόγηση από την DBRS Morningstar) έχουν προκαλέσει σημαντική αστάθεια στις παγκόσμιες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
Η DBRS θεωρεί, βέβαια, πως ορισμένα από τα προβλήματα της SVB, τα οποία οδήγησαν στη χρεοκοπία της, ήταν ιδιοσυγκρασιακά και δεν αφορούν στον ίδιο βαθμό στο τραπεζικό σύστημα της ΕΕ.
Οι τράπεζες της ΕΕ, των ελληνικών συμπεριλαμβανομένων, παρουσιάζουν γενικά χαμηλότερη έκθεση σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, πιο σταθερές βάσεις καταθέσεων λιανικής και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που περιλαμβάνει αυστηρότερες πολιτικές διαχείρισης του επιτοκιακού κινδύνου ακόμη και για τα μικρότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ωστόσο, οι αλλαγές στα επιτόκια εγείρουν προκλήσεις και για αυτό πρέπει οι θέσεις ρευστότητας των τραπεζών της ΕΕ, καθώς και η έκθεσή τους σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, να τελούν υπό εποπτεία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο καναδικός οίκος πραγματοποίησε stress tests, με βασικό σενάριο ένα κούρεμα στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων αποσβεσμένου κόστους των τραπεζών της ΕΕ, ώστε να διαπιστωθεί ο πιθανός κεφαλαιακός αντίκτυπος από μη καταγεγραμμένες ζημίες που δεν εκπίπτουν από τον κεφαλαιακό δείκτη CET1 των τραπεζών.
Σε πρώτη φάση, σύμφωνα με αυτό το θεωρητικό stress test, οι επιπτώσεις φαίνονται να είναι διαχειρίσιμες.
Ωστόσο, ο πλήρης αντίκτυπος της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής αστάθειας δεν έχει ακόμη φανεί.
Επιπλέον, η αστάθεια έχει αυξηθεί και οι αγορές είναι επιφυλακτικές για τυχόν σημάδια αδυναμίας.
Οι ανησυχίες για πιθανή μετάδοση οδήγησαν τις ελβετικές αρχές να ανακοινώσουν πρόσφατα μια γραμμή υποστήριξης ρευστότητας 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φραγκών για την Credit Suisse Group AG.
«Προς το παρόν, δεν θα απαιτηθούν παρόμοια μέτρα για άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς η Credit Suisse αντιμετώπιζε προκλήσεις συμμόρφωσης και αναδιάρθρωσης ειδικά για το franchise της.
Ωστόσο, η ΕΚΤ σημείωσε κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου ότι είναι έτοιμη να παράσχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης εάν χρειαστεί».
Σημαντικά χαμηλότερη έκθεση σε ομόλογα
Η SVB διέθετε ένα πολύ σημαντικό χαρτοφυλάκιο σταθερού εισοδήματος, που στο τέλος του 2022 αντιπροσώπευε περίπου το 55% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων.
Σημειώνεται πως δεν χρειαζόταν να αντικατοπτρίζεται στους δείκτες κεφαλαίου της.
Στις 8 Μαρτίου, η τράπεζα πούλησε το ένα πέμπτο του χαρτοφυλακίου ομολόγων της με ζημία μετά από φόρους 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ανακοίνωσε αύξηση κεφαλαίου για να μετριάσει τον αντίκτυπο.
Αυτό κέντρισε την προσοχή των χρηματοπιστωτικών αγορών και των συμμετεχόντων σχετικά με το μέγεθος του χαρτοφυλακίου ομολόγων και τις συνολικές μη πραγματοποιηθείσες ζημίες της SVB, οι οποίες ήταν πολύ σημαντικές και θα μπορούσαν να είχαν εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιακής της βάσης.
«Πιστεύουμε ότι η κατάσταση είναι διαφορετική στην Ευρώπη, όπου οι τράπεζες διακρατούν μικρότερο ποσοστό χρεογράφων και το σήμα στην αγορά δεν αντικατοπτρίζεται στους δείκτες κεφαλαίου τους.
Αυτοί οι τίτλοι περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο Αποσβεσμένου Κόστους (AC) τους και σύμφωνα με στοιχεία της EBA κυμαίνονταν στο τέλος του Ιουνίου 2022, κατά μέσο όρο, από το 18% του συνολικού ενεργητικού (κυρίως ιταλικές τράπεζες, στο 12% οι ελληνικές τράπεζες) έως σχεδόν 0% (τράπεζες στη Φινλανδία, τη Σουηδία και τις Κάτω Χώρες) (έκθεμα 1)».
Δεδομένων όλων των προαναφερθέντων, η DBRS «εφάρμοσε» ένα ακραίο σενάριο βάσει του οποίου οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να ξεφορτωθούν το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που διακρατείται σε αναπόσβεστο κόστος (AC).
Σε αυτό το σενάριο εφάρμοσε ζημιά προ φόρων 10%, επίπεδο το οποίο θεωρεί ότι είναι αρκετά αυστηρό, καθώς οι τράπεζες που καλύπτει -συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών- που πρόσφατα αποκάλυψαν τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στο χαρτοφυλάκιο AC, αναφέρουν ζημίες της τάξης του 5% έως 10%.
Στη συνέχεια, υπολόγισε τον αντίκτυπο στον δείκτη CET1 για όλες τις τράπεζες του και συγκέντρωσε τα αποτελέσματα κάνοντας έναν απλό μέσο όρο ανά χώρα.
Τα αποτελέσματα του stress test έδειξαν πως όλες οι τράπεζες της ΕΕ διατηρούν δείκτη κεφαλαίων CET1 πάνω από το 8%, με τον δείκτη για τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες να «πέφτει» στο 11%.
«Ωστόσο, όλες οι τράπεζες του δείγματός μας θα διατηρήσουν έναν δείκτη CET1 μετά την προσαρμογή πάνω από 8%».
Οι καταθέσεις των τραπεζών της ΕΕ είναι λιγότερο συγκεντρωμένες σε εταιρικές καταθέσεις
«Επιπλέον, δεν αναμένουμε από τις τράπεζες της ΕΕ να χρειαστεί να εξουδετερώσουν τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, σε αντίθεση με την SVB, οι τράπεζες της ΕΕ δεν χρειάζεται να πουλήσουν τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους για να εξισορροπήσουν τους προϋπολογισμούς τους.
Οι τράπεζες της ΕΕ διαθέτουν μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια δανείων (55% των περιουσιακών στοιχείων έναντι 35% στην περίπτωση της SVB) και αυτά ήδη ανατιμολογούνται (δεδομένου ότι ένα μεγάλο ποσοστό είναι δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο).
Δεύτερον, οι συνολικές καταθετικές βάσεις των τραπεζών της ΕΕ είναι ισχυρότερες από ό,τι της SVB.
Οι τράπεζες της ΕΕ, στην κάλυψή μας, έχουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό καταθέσεων λιανικής, σε σύγκριση με την SVB που είχε κυρίως εταιρικές καταθέσεις.
Θεωρούμε ότι η χρηματοδότηση από καταθέσεις λιανικής είναι γενικά χαμηλότερου κόστους επιτρέποντας σε μια τράπεζα να απορροφά καλύτερα τις κρίσεις ρευστότητας.
Από την άλλη, οι εταιρικές καταθέσεις τείνουν να είναι πιο συγκεντρωμένες, μεγαλύτερες σε μέγεθος, να μην καλύπτονται από τα Ταμεία Εγγύησης Καταθέσεων και κατά συνέπεια λιγότερο σταθερές.
Εξαιρουμένης της χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα, οι εταιρικές καταθέσεις ως μερίδιο της συνολικής χρηματοδότησης στην Ευρώπη κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 8% και 30% ανά χώρα στο επιλεγμένο δείγμα μας.
Για την SVB, οι εταιρικές καταθέσεις αντιπροσώπευαν περίπου το 90% της συνολικής χρηματοδότησης (Σχήμα 3)» αναφέρει η DBRS.
H SVB είναι ένα σημαντικό μάθημα
«Παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της αποτυχίας SVB παραμένουν αβέβαιες, εξήχθησαν ορισμένα συμπεράσματα.
Αυτή η χρεοκοπία μάς δείχνει ότι οι τράπεζες και η κρίση ρευστότητας μπορούν να εκτυλιχθούν με τεράστια ταχύτητα.
Η Banco Popular Espanol SA (Banco Popular) χρεοκόπησε το 2017.
Στην περίπτωση αυτή, η τράπεζα έχασε το 20% των καταθέσεων της σε 90 ημέρες.
Ωστόσο, η SVB παρουσίασε εκροή καταθέσεων 25% σε μόλις μία ημέρα.
Συνεπώς, απαιτούνται περαιτέρω εργαλεία για την αντιμετώπιση της κρίσης ρευστότητας και αυτή η εμπειρία μπορεί να αποτελέσει πολύτιμη συμβολή για την τρέχουσα αναθεώρηση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων της ΕΕ» καταλήγει ο καναδικός οίκος.
www.bankingnews.gr
Οι αποτυχίες του SVB Financial Group και της Signature Bank (αμφότερες χωρίς αξιολόγηση από την DBRS Morningstar) έχουν προκαλέσει σημαντική αστάθεια στις παγκόσμιες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
Η DBRS θεωρεί, βέβαια, πως ορισμένα από τα προβλήματα της SVB, τα οποία οδήγησαν στη χρεοκοπία της, ήταν ιδιοσυγκρασιακά και δεν αφορούν στον ίδιο βαθμό στο τραπεζικό σύστημα της ΕΕ.
Οι τράπεζες της ΕΕ, των ελληνικών συμπεριλαμβανομένων, παρουσιάζουν γενικά χαμηλότερη έκθεση σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, πιο σταθερές βάσεις καταθέσεων λιανικής και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που περιλαμβάνει αυστηρότερες πολιτικές διαχείρισης του επιτοκιακού κινδύνου ακόμη και για τα μικρότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ωστόσο, οι αλλαγές στα επιτόκια εγείρουν προκλήσεις και για αυτό πρέπει οι θέσεις ρευστότητας των τραπεζών της ΕΕ, καθώς και η έκθεσή τους σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, να τελούν υπό εποπτεία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο καναδικός οίκος πραγματοποίησε stress tests, με βασικό σενάριο ένα κούρεμα στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων αποσβεσμένου κόστους των τραπεζών της ΕΕ, ώστε να διαπιστωθεί ο πιθανός κεφαλαιακός αντίκτυπος από μη καταγεγραμμένες ζημίες που δεν εκπίπτουν από τον κεφαλαιακό δείκτη CET1 των τραπεζών.
Σε πρώτη φάση, σύμφωνα με αυτό το θεωρητικό stress test, οι επιπτώσεις φαίνονται να είναι διαχειρίσιμες.
Ωστόσο, ο πλήρης αντίκτυπος της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής αστάθειας δεν έχει ακόμη φανεί.
Επιπλέον, η αστάθεια έχει αυξηθεί και οι αγορές είναι επιφυλακτικές για τυχόν σημάδια αδυναμίας.
Οι ανησυχίες για πιθανή μετάδοση οδήγησαν τις ελβετικές αρχές να ανακοινώσουν πρόσφατα μια γραμμή υποστήριξης ρευστότητας 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φραγκών για την Credit Suisse Group AG.
«Προς το παρόν, δεν θα απαιτηθούν παρόμοια μέτρα για άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς η Credit Suisse αντιμετώπιζε προκλήσεις συμμόρφωσης και αναδιάρθρωσης ειδικά για το franchise της.
Ωστόσο, η ΕΚΤ σημείωσε κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου ότι είναι έτοιμη να παράσχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης εάν χρειαστεί».
Σημαντικά χαμηλότερη έκθεση σε ομόλογα
Η SVB διέθετε ένα πολύ σημαντικό χαρτοφυλάκιο σταθερού εισοδήματος, που στο τέλος του 2022 αντιπροσώπευε περίπου το 55% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων.
Σημειώνεται πως δεν χρειαζόταν να αντικατοπτρίζεται στους δείκτες κεφαλαίου της.
Στις 8 Μαρτίου, η τράπεζα πούλησε το ένα πέμπτο του χαρτοφυλακίου ομολόγων της με ζημία μετά από φόρους 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ανακοίνωσε αύξηση κεφαλαίου για να μετριάσει τον αντίκτυπο.
Αυτό κέντρισε την προσοχή των χρηματοπιστωτικών αγορών και των συμμετεχόντων σχετικά με το μέγεθος του χαρτοφυλακίου ομολόγων και τις συνολικές μη πραγματοποιηθείσες ζημίες της SVB, οι οποίες ήταν πολύ σημαντικές και θα μπορούσαν να είχαν εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιακής της βάσης.
«Πιστεύουμε ότι η κατάσταση είναι διαφορετική στην Ευρώπη, όπου οι τράπεζες διακρατούν μικρότερο ποσοστό χρεογράφων και το σήμα στην αγορά δεν αντικατοπτρίζεται στους δείκτες κεφαλαίου τους.
Αυτοί οι τίτλοι περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο Αποσβεσμένου Κόστους (AC) τους και σύμφωνα με στοιχεία της EBA κυμαίνονταν στο τέλος του Ιουνίου 2022, κατά μέσο όρο, από το 18% του συνολικού ενεργητικού (κυρίως ιταλικές τράπεζες, στο 12% οι ελληνικές τράπεζες) έως σχεδόν 0% (τράπεζες στη Φινλανδία, τη Σουηδία και τις Κάτω Χώρες) (έκθεμα 1)».
Δεδομένων όλων των προαναφερθέντων, η DBRS «εφάρμοσε» ένα ακραίο σενάριο βάσει του οποίου οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να ξεφορτωθούν το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που διακρατείται σε αναπόσβεστο κόστος (AC).
Σε αυτό το σενάριο εφάρμοσε ζημιά προ φόρων 10%, επίπεδο το οποίο θεωρεί ότι είναι αρκετά αυστηρό, καθώς οι τράπεζες που καλύπτει -συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών- που πρόσφατα αποκάλυψαν τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στο χαρτοφυλάκιο AC, αναφέρουν ζημίες της τάξης του 5% έως 10%.
Στη συνέχεια, υπολόγισε τον αντίκτυπο στον δείκτη CET1 για όλες τις τράπεζες του και συγκέντρωσε τα αποτελέσματα κάνοντας έναν απλό μέσο όρο ανά χώρα.
Τα αποτελέσματα του stress test έδειξαν πως όλες οι τράπεζες της ΕΕ διατηρούν δείκτη κεφαλαίων CET1 πάνω από το 8%, με τον δείκτη για τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες να «πέφτει» στο 11%.
«Ωστόσο, όλες οι τράπεζες του δείγματός μας θα διατηρήσουν έναν δείκτη CET1 μετά την προσαρμογή πάνω από 8%».
Οι καταθέσεις των τραπεζών της ΕΕ είναι λιγότερο συγκεντρωμένες σε εταιρικές καταθέσεις
«Επιπλέον, δεν αναμένουμε από τις τράπεζες της ΕΕ να χρειαστεί να εξουδετερώσουν τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, σε αντίθεση με την SVB, οι τράπεζες της ΕΕ δεν χρειάζεται να πουλήσουν τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους για να εξισορροπήσουν τους προϋπολογισμούς τους.
Οι τράπεζες της ΕΕ διαθέτουν μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια δανείων (55% των περιουσιακών στοιχείων έναντι 35% στην περίπτωση της SVB) και αυτά ήδη ανατιμολογούνται (δεδομένου ότι ένα μεγάλο ποσοστό είναι δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο).
Δεύτερον, οι συνολικές καταθετικές βάσεις των τραπεζών της ΕΕ είναι ισχυρότερες από ό,τι της SVB.
Οι τράπεζες της ΕΕ, στην κάλυψή μας, έχουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό καταθέσεων λιανικής, σε σύγκριση με την SVB που είχε κυρίως εταιρικές καταθέσεις.
Θεωρούμε ότι η χρηματοδότηση από καταθέσεις λιανικής είναι γενικά χαμηλότερου κόστους επιτρέποντας σε μια τράπεζα να απορροφά καλύτερα τις κρίσεις ρευστότητας.
Από την άλλη, οι εταιρικές καταθέσεις τείνουν να είναι πιο συγκεντρωμένες, μεγαλύτερες σε μέγεθος, να μην καλύπτονται από τα Ταμεία Εγγύησης Καταθέσεων και κατά συνέπεια λιγότερο σταθερές.
Εξαιρουμένης της χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα, οι εταιρικές καταθέσεις ως μερίδιο της συνολικής χρηματοδότησης στην Ευρώπη κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 8% και 30% ανά χώρα στο επιλεγμένο δείγμα μας.
Για την SVB, οι εταιρικές καταθέσεις αντιπροσώπευαν περίπου το 90% της συνολικής χρηματοδότησης (Σχήμα 3)» αναφέρει η DBRS.
H SVB είναι ένα σημαντικό μάθημα
«Παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της αποτυχίας SVB παραμένουν αβέβαιες, εξήχθησαν ορισμένα συμπεράσματα.
Αυτή η χρεοκοπία μάς δείχνει ότι οι τράπεζες και η κρίση ρευστότητας μπορούν να εκτυλιχθούν με τεράστια ταχύτητα.
Η Banco Popular Espanol SA (Banco Popular) χρεοκόπησε το 2017.
Στην περίπτωση αυτή, η τράπεζα έχασε το 20% των καταθέσεων της σε 90 ημέρες.
Ωστόσο, η SVB παρουσίασε εκροή καταθέσεων 25% σε μόλις μία ημέρα.
Συνεπώς, απαιτούνται περαιτέρω εργαλεία για την αντιμετώπιση της κρίσης ρευστότητας και αυτή η εμπειρία μπορεί να αποτελέσει πολύτιμη συμβολή για την τρέχουσα αναθεώρηση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων της ΕΕ» καταλήγει ο καναδικός οίκος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών