Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Οφείλετε στο Δημόσιο μικρά ποσά από Φόρους; Πότε οι οφειλές αυτές μπορεί να θεωρηθούν (και) «Ξέπλυμα Χρήματος»

  Οφείλετε στο Δημόσιο μικρά ποσά από Φόρους; Πότε οι  οφειλές αυτές μπορεί να θεωρηθούν (και) «Ξέπλυμα Χρήματος»
Με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο (άρθρο 77 Ν. 3842/2010) προστέθηκε στο άρθρο 3 του Ν. 3691/2008 ("για το ξέπλυμα χρήματος και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες") ως "βασικό αδίκημα", ως αδίκημα δηλαδή, η νομιμοποίηση των εσόδων του οποίου θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει στις αυστηρές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις του εν λόγω νόμου, διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι τέτοια είναι πλέον και τα αδικήματα της φοροδιαφυγής του Ν. 2523/1997. Η εν λόγω ρύθμιση κατήργησε την προηγούμενη που εξαιρούσε ρητά από τις ρυθμίσεις "περί ξεπλύματος" τις προσόδους που προέρχονταν από τα πλημμελήματα της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
Έτσι πλέον ως «βασικά αδικήματα», η πραγμάτωση των οποίων θεωρείται απαραίτητη για να οδηγηθούμε στις διατάξεις περί «ξεπλύματος» προβλέπονται κι αυτά:

α). Του άρθρου 17 του Ν.2523/1997 περί «αδικήματος φοροδιαφυγής για την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος».

Αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα.
Το έγκλημα αυτό τιμωρείται ως βασικό έγκλημα εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ.

β). Του άρθρου 18 του Ν.2523/1997 περί «αδικήματος φοροδιαφυγής για τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών».

Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου-εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους , τέλη εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., εφόσον το ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίστηκε, επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση.


γ). Του άρθρου 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του Ν.2523/1997 περί «αδικήματος φοροδιαφυγής για πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα στοιχεία, καθώς και για μη εφαρμογή διατάξεων Κ.Β.Σ.» για έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής.
Να τονισθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 40 του Ν. 3220/2004 το ανωτέρω αδίκημα ετιμωρείτο ως πλημμέλημα εφόσον η συνολική αξία των εικονικών στοιχείων υπερέβαινε το ποσό των 3.000 ευρώ. Σήμερα δυνάμει του άρθρου 77 του ν. 3842/2010 εντάσσονται στα «βασικά αδικήματα» όλες οι περιπτώσεις έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων καθώς και οι περιπτώσεις έκδοσης πλαστών και νόθευσης φορολογικών στοιχείων ανεξαρτήτως της αξίας αυτών, εφόσον τα σχετικά αδικήματα τελέσθηκαν από την ημερομηνία έκδοσης του Ν. 3842/2010, δηλαδή από 23/04/2010 και μετά.


δ). Κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.
Έτσι στην διάταξη αυτή εντάσσονται στα βασικά αδίκημα και οι περιπτώσεις αδικημάτων μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ, 1 περ. γ του Ν. 1882/1990 για τα χρέη άνω των 120.000 ευρώ.

Οι πρακτικές

Προφανώς δεν αρκεί η ύπαρξη της οφειλής και η βεβαίωση αυτής  αλλά απαιτείται να συντρέχουν κάποιες από τις ενέργειες του άρθρου 2 του Ν. 3691/2008 προκειμένου να μιλάμε για «νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος)». Τέτοιες πράξεις που μπορεί να διενεργηθούν από τον ίδιο τον οφειλέτη του Δημοσίου ή από τρίτο πρόσωπο το οποίο όμως γνωρίζει (ή πρέπει να γνωρίζει) την προέλευση των κεφαλαίων μπορεί να είναι:

α). Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της.

β). Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων.

γ). Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας από τα κεφάλαια αυτά.

δ). Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού των κεφαλαίων αυτών, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.


Οι ποινικές κυρώσεις

Εφόσον η προβλεπόμενες ποινές για το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής αφορούν πλημμελήματα και ο υπαίτιος της πράξης είναι το ίδιο πρόσωπο με τον οφειλέτη ή συγγενής του τότε η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης δεν μπορεί να υπερβεί την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του «βασικού» αδικήματος.
Αν δεν έχει υπάρξει ήδη καταδίκη του οφειλέτη για το αδίκημα της φοροδιαφυγής ή να το «ξέπλυμα» διαπράττεται από άλλο τρίτο πρόσωπο οι ποινές φυλάκισης και οι χρηματικές ποινές εξαρτώνται από το αν το ποσό της «ωφέλειας» υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ.
Είναι ευνόητο ότι τα ανωτέρω ισχύουν εφόσον η φοροδιαφυγή τιμωρείται ως πλημμέλημα. Αν αυτή έχει κακουργηματική μορφή (πχ οφειλές άνω των 150.000 κατ’ έτος για εισόδημα ή άνω των 75.000 ευρώ ετησίως για Φ.Π.Α.) οι ποινές και για το «ξέπλυμα» είναι κάθειρξης μέχρι 10 έτη και χρηματική ποινή έως 1.000.000 ευρώ.
Τέλος ο νόμος προβλέπει ακόμα μεγαλύτερες ποινές αν οι πράξεις είναι κατ’ εξακολούθηση ή καθ’ υποτροπή ή αν αφορούν υπάλληλο υπόχρεου νομικού προσώπου.
Να σημειωθεί ότι εκτός από τις ανωτέρω κυρώσεις ο νόμος προβλέπει και βαρύτατες διοικητικές, όπως η δήμευση περιουσίας κλπ.


Το πρόβλημα

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ρύθμιση αυτή μπορεί να έχει πολύ σοβαρές συνέπειες καθόσον ποινικοποιείται ακόμα και το προϊόν πολύ μικρής έκτασης  φοροδιαφυγής. Έτσι ενδεικτικά :
•    Η «τοποθέτηση» στην Τράπεζα  έστω και ενός μικρού ποσού (άνω όμως των 3.000 ευρώ) το οποίο προέρχεται από μη αποδιδόμενο Φ.Π.Α. θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να συνιστά «νομιμοποίηση περιουσίας προερχόμενη από εγκληματική δραστηριότητα».
•    Η αγορά ενός ακινήτου με αξία μεγαλύτερη της αντικειμενικής αν ο αγοραστής δεν μπορεί να καλύψει το «πόθεν έσχες» και συμβαίνει να είναι οφειλέτης της Εφορίας μπορεί να συνιστά «νομιμοποίηση εσόδων», και το προϊόν «κατά το ποσό που δεν δικαιολογείται « να υπόκειται σε δήμευση. Επειδή τρίτα πρόσωπα, ο αρμόδιος υπάλληλος στην πρώτη περίπτωση, ο συμβολαιογράφος και ο δικηγόρος στην δεύτερη, ως «υπόχρεα πρόσωπα» εμπλέκονται στην συναλλαγή και θα πρέπει να ελέγξουν την προέλευση της κατάθεσης ή του τιμήματος, υπέχοντας και οι ίδιοι μεγάλες ποινικές ευθύνες στην περίπτωση που η συναλλαγή θεωρηθεί «ξέπλυμα» αντιλαμβάνεται κανείς την δυσκολία την οποία θα προκαλέσει στις συναλλαγές η νέα ρύθμιση και ενδεχομένως το ανέφικτο της εφαρμογής της.


Γενική Βιβλιογραφία:
Ελένη Καμπέρου-Ντάλτα «Ο νόμος 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος Ερμηνευτική προσέγγιση του νόμου και διεθνές ποινικό πλαίσιο».
Πολυχρόνης Τσιρίδης «Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος Ν. 3691/2008».

Κωνσταντίνος Λέων και Συνεργάτες
210-7241967
leon@infocontrol.gr


Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης