Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να πληρώσουν το κόστος ενός πολέμου με την Κίνα
Αλλά σε ότι αφορά τη διαμάχη ΗΠΑ - Κίνας, η αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή αφορά όχι την πυρηνική ισχύ αλλά τις οικονομίες των δύο υπερδυνάμεων λέει ο Niall Ferguson κι εξηγεί πώς και γιατί.
Αναλυτικότερα το άρθρο του Ferguson έχει ως εξής:
O όρος «αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή» (Mutually assured destruction) ήταν μια τις ανατριχιαστικές έννοιες που προέκυψαν από την προσέγγιση της θεωρίας παιγνίων στην πυρηνική στρατηγική.
Για τη γενιά μου, συνόψιζε την παράλογη φύση του παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης που τώρα θεωρώ ως Ψυχρό Πόλεμο Α'.
Η «εξασφαλισμένη καταστροφή» Assured destruction (όπως ήτσν η αρχική διατύπωση της) ήταν μια έννοια που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1960, καθώς οι Σοβιετικοί άρχισαν να καλύπτουν τη διαφορά με τις ΗΠΑ όσον αφορά τις πυρηνικές κεφαλές και τους εκτοξευτές τους.
Ως υπουργός Άμυνας, ο Robert McNamara ασπάστηκε τις θεωρίες του οικονομολόγου του Χάρβαρντ Thomas Schelling για μια «σταθερή» ισορροπία τρόμου.
Αυτό βασίστηκε στον συνδυασμό της δυνατότητας των ΗΠΑ να εξαπολύσουν μια εξαιρετικά καταστροφική πυρηνική επίθεση αντιποίνων στη Σοβιετική Ένωση αλλλά και της ευπάθειας τους αν δέχονταν τέτοια επίθεση από τη Μόσχα.
Όπως το έθεσε αργότερα ο Henry Kissinger, η στρατηγική που κληρονόμησε ο Πρόεδρος Richard Nixon από τον Πρόεδρο Lyndon Johnson βασίζονταν στην πεποίθηση «ότι η ευαλωτότητα συνέβαλε στην ειρήνη και η ατρωτότητα συνέβαλε στον πόλεμο».
Αυτή η ιδέα της «αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής» αποδείχθηκε όμως ανθεκτική.
Κάποιοι μάλιστα πιστεύουν ότι ήταν ο λόγος που δεν έγινε ο Γ' Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά τις συγκυριακά υψηλές εντάσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων.
Σήμερα, στα πρώτα στάδια του Β' Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, υπάρχει μια αντίστοιχη έννοια.
Σίγουρα, αυτή η σύγκρουση έχει μια πυρηνική διάσταση, τώρα που οι Κινέζοι έχουν διευρύνει το δικό τους πυρηνικό οπλοστάσιο.
Αλλά πολλοί άνθρωποι δεν φαίνονται να ανησυχούν τρομερά για αυτή την πτυχή της σινο-αμερικανικής αντιπαλότητας.
Αντίθετα, είναι η αμοιβαία εξασφαλισμένη οικονομική καταστροφή που περιορίζει τις σημερινές υπερδυνάμεις και διακρίνει πιο ξεκάθαρα τον Ψυχρό Πόλεμο από τον Ψυχρό Πόλεμο Α.
Είναι αλήθεια ότι ένα αχνό άρωμα ύφεσης πλανιέται στον αέρα φέτος.
Σύμφωνα με τον Kurt Campbell, επικεφαλής Ινδο-Ειρηνικού στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, η κυβέρνηση του προέδρου Joe Biden «επιδιώκει προσεκτικές, παραγωγικές, στρατηγικές αλληλεπιδράσεις με την Κίνα. … ένα πιο προβλέψιμο, συνετό σύνολο αλληλεπιδράσεων σε μια ποικιλία σφαιρών».
Στην πρόσφατη επίσκεψή της στο Πεκίνο και τη Σαγκάη, η υπουργός Εμπορίου Gina Raimondo εξασφάλισε τη δέσμευση να δημιουργήσει νέες «ομάδες εργασίας» για τα διμερή εμπορικά θέματα και για τους ελέγχους των εξαγωγών.
Ωστόσο, η Raimondo απέρριψε ένα αίτημα της Κίνας για μείωση των αμερικανικών δασμών στα κινεζικά προϊόντα. και δεν έκανε καμία συζήτηση για τους κανόνες του Υπουργείου Εμπορίου του Οκτωβρίου 2022 που περιορίζουν την πρόσβαση των Κινέζων σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας και στις μηχανές που τους κατασκευάζουν.
Στις αρχές Αυγούστου, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε νέους περιορισμούς στις επενδύσεις σε κινεζική τεχνητή νοημοσύνη, κβαντικούς υπολογιστές και ημιαγωγούς από αμερικανικές εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων.
Εν μέρει λόγω αυτών των μέτρων, και εν αναμονή κι άλλων μέτρων που ξέρουμε ότι θα φέρει η αμερικανική κυβέρνηση, η οικονομική αποσύνδεση Κίνας και ΗΠΑ προχωρά με αρκετά γρήγορους ρυθμούς.
Το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2017.
Οι ξένοι επενδυτές πούλησαν κινεζικές μετοχές αξίας 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον Αύγουστο, πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη αποεπένδυση από τότε που ξεκίνησε η διαπραγματευσή τους στη Σαγκάη και στο Shenzhen στα τέλη του 2014.
Οι επενδύσεις των αμερικανικών ιδιωτικών κεφαλαίων στην Κίνα, που φάνηκαν να ανακάμπτουν το 2021, έχουν βυθιστεί.
Και τα περισσότερα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια με κέντρο την Κίνα συγκεντρώνουν τώρα κεφάλαια σε κινεζικό νόμισμα.
Ωστόσο, και οι δύο πλευρές έχουν οικονομικές αδυναμίες που υπονομεύουν τις κινήσεις τους για μείωση της αλληλεξάρτησης.
Από την κινεζική πλευρά, το πρόβλημα είναι ότι η ανάκαμψη από το συνέπειες των πολιτικών μηδενικής ανοχής στον Covid» δεν ειναι ισχυρή.
Τα αυξανόμενα προβλήματα του κλάδου ακινήτων και η απροθυμία των καταναλωτών να αυξήσουν τις καταναλωτικές δαπάνες μας υποχρεώνουν να κάνουμε ορισμένους παραλληλισμούς με την ιαπωνική οικονομία μετά το σκάσιμο της φούσκας το 1989.
Τα προβλήματα της Κίνας μπορούν να συνοψιστούν ως μειωμένες αποδόσεις από επενδύσεις παγίων στοιχείων, ανεπαρκής καταναλωτική ζήτηση, και έλλειψη δημοσιονομικών περιθωρίων για να γίνουν οι απαραίτητοι πολιτικοί ελιγμοί η οποία αποοδίδεται στην υπερβολική εξάρτηση στο παρελθόν από τα χρηματοδοτικά μέσα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Εν τω μεταξύ, τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Τα προβλήματα των ΗΠΑ αντανακλούν κι αυτά κάποια τρόπο τα προβλήματα της Κίνας.
Φαινομενικά η οικονομία των ΗΠΑ τα πηγαίνει θαυμάσια, με πλήρη απασχόληση, καταναλωτές που συνεχίζουν να ξοδεύουν, μείωση πληθωρισμο'υ. Κάτω από όλα αυτά κρύβεται όμως μια σοβαρή διαρθρωτική αδυναμία των δημόσιων οικονομικων.
Τα τελευταία χρόνια όμως δημιουργήθηκαν υπερβολικά μεγάλα ομοσπονδιακά ελλείμματα τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από τη διεύρυνση του ισολογισμού της Fed.
Το ομοσπονδιακό χρέος ήταν στα 19,9 τρισεκατομμύρια δολάρια όταν ορκίστηκε ο Donald Trump και πλέον πλησιάζει τα 32,3 τρισ. δολάρια.
Ο ισολογισμός της Federal Reserve υπερδιπλασιάστηκε σε μέγεθος μεταξύ του Ιανουαρίου 2020 και της κορύφωσής του τον περασμένο Απρίλιο, από 4,2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε κάτι λιγότερο από 9 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να φανταστει κανείς πώς μια γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα ήταν οικονομικά βιώσιμη, πέρα από τις στρατιωτικές και ναυτικές της δυσκολίες.
Η εκτίμησή μας στη CIA είναι ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τις φιλοδοξίες του Προέδρου Xi σε σχέση με την Ταϊβάν…
Γνωρίζουμε από πηγές πληροφοριών ότι έχει δώσει εντολή στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να είναι έτοιμος να πραγματοποιήσει μια επιτυχημένη εισβολή ως το 2027.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Xi πράγματι θα εισβάλλει στην Ταϊβάν το 2027 ή οποιαδήποτε άλλη χρονιά, αλλά δείχνει ότι φιλοδοξεί να το κάνει.
Οι εκλογές στην Ταϊβάν τον επόμενο Ιανουάριο μπορεί να δώσουν στο Πεκίνο ένα casus belli.
Ο αντιπρόεδρος Lai Ching-te που είναι υποψήφιος του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος, έχει περιγράψει τον εαυτό του ως «πολιτικό εργάτη για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν».
Είναι γενικά αποδεκτό ότι μια εισβολή από θαλάσσης και αέρος στην Ταϊβάν θα είναι δύσκολη για τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.
Ωστόσο, ο αποκλεισμός του νησιού είναι άλλο θέμα.
Σκεφτείτε την κουβανική κρίση πυραύλων. Η εισβολή στην Κούβα για την ανατροπή του καθεστώτος του Fidel Castro αποδείχθηκε αδύνατη.
Η απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων ήταν ένα φιάσκο.
Αλλά ήταν αρκετά εντός της ικανότητας του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ ο αποκλεισμός του νησιού - αν και ο ευφημισμός που χρησιμοποίησε ο John F. Kennedy το 1962 ήταν «καραντίνα».
Ο Charlie Vest και η Agatha Kratz του Ατλαντικού Συμβουλίου εκτιμούν μαλιστα ότι σε ένα «μαξιμαλιστικό σενάριο … τουλάχιστον 3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε εμπορικές και χρηματοοικονομικές ροές, μη συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγματικών διαθεσίμων, θα τεθούν σε άμεσο κίνδυνο διακοπής».
Σημειώστε, επίσης, την αβεβαιότητα για την έκβαση ενός αμερικανο-κινεζικού πολέμου. Σύμφωνα με μια πρόσφατη αναφορά στο Politico, «σε κάθε γύρο πολεμικών ασκήσεων, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν όλους τους πυραύλους αέρος-εδάφους μεγάλου βεληνεκούς τους σε λίγες μέρες, με σημαντικό μέρος των αεροπλάνων τους να καταστρέφονται στο έδαφος».
Ο εκπρόσωπος Mike Gallagher, ο οποίος προεδρεύει της Επίλεκτης Επιτροπής της Βουλής για τον Στρατηγικό Ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, λέει ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται επειγόντως περισσότερους κοινούς πυραύλους αέρος-εδάφους Standoff (JASSMs), Αντιπλοϊκούς Πύραυλους Μεγάλης Βεληνεκής (LRASMs) ,πύραυλους Harpoon, πύραυλοι κρουζ Tomahawk και άλλα πυρομαχικά.
Τα αποθέματα ορισμένων από αυτά τα όπλα έχουν εξαντληθεί σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής στήριξης της κυβέρνησης Biden προς την Ουκρανία.
Επιπλέον, διευρύνεται το ναυτικό χάσμα. Το κινέζικο ναυτικό έχει ξεπεράσει το ναυτικό των ΗΠΑ σε μέγεθος στόλου περίπου το 2020.
Η Κίνα έχει τώρα περίπου 340 πολεμικά πλοία και αναμένεται να φτάσει τα 400 έως το 2025, σύμφωνα με την Έκθεση Στρατιωτικής Ισχύος της Κίνας του Πενταγώνου για το 2022.
Σύμφωνα με τον Νόμο περί Εξουσιοδότησης Εθνικής Άμυνας του 2018, το Κογκρέσο απαιτούσε από το Πολεμικό Ναυτικό να αυξήσει τον αριθμό των πολεμικών του πλοίων σε 355 (από λιγότερα από 300 τώρα) «το συντομότερο δυνατό».
Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να φτάσουμε ως το 2050.
Ως εκ τούτου, πρέπει να συμπεράνουμε ότι ακόμη και αν οι ΗΠΑ έχουν μια στρατηγική αντίληψη για τον πόλεμο με την Κίνα, δεν διαθέτουν τα πλοία και τα υποβρύχια που χρειάζονται για να τον κάνουν - τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα. Χρειάζεται να επενδύσουν σε εκατοντάδες αναγνωριστικά drones και σε ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης σμήνων drones.
Πρέπει να εκσυγχρονίσουν τον υποβρύχιο στόλο τους και να ανανεώσει τις στρατιωτικές της τεχνολογίες
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να πληρώσουν το κόστος ενός πολέμου με την Κίνα
Πώς οι ΗΠΑ τα πληρώσουν όλα αυτά; Το πρόβλημα είναι φανερό.
Με τη ραγδαία άνοδο των επιτοκίων, το πολύ μεγάλο ομοσπονδιακό χρέος που συσσωρεύτηκε τα τελευταία χρόνια έχει υψηλό κόστος εξυπηρέτησης.
Πριν από πολλά χρόνια, διατύπωσα την υπόθεση ότι μια μεγάλη δύναμη ή αυτοκρατορία που θα ξόδευε περισσότερα χρήματα για πληρωμές τόκων παρά για την άμυνα ήταν στα πρόθυρα της παρακμής και της πτώσης.
Κατά τη διάρκεια της πιο ταραχώδους φάσης του Α΄ Ψυχρού Πολέμου, από το 1947 έως το 1969, η άμυνα κόστισε κατά μέσο όρο στις ΗΠΑ πέντε φορές περισσότερο από την εξυπηρέτηση του χρέους.
Μεταξύ 1970 και 1990, η εξυπηρέτηση του χρέους αυξήθηκε σε σχετικούς όρους από το 21% του μεγέθους του αμυντικού προϋπολογισμού στο 70%.
Οι δύο γραμμές συναντήθηκαν για λίγο το 1997 και το 1998, όταν οι στρατιωτικές δαπάνες περικόπηκαν για να αποκλίνουν ξανά καθώς τα επιτόκια μειώθηκαν και ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξήθηκε ξανά μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ωστόσο, οι δαπάνες τόκων και οι δαπάνες για την άμυνα ήταν στα ίδια επίπεδα.
Το επόμενο έτος είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι πληρωμές τόκων θα υπερβούν τις αμυντικές δαπάνες. Δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί μια συνεχής απόκλιση στη συνέχεια.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανότητα ενός πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας εγείρει το φάσμα της αμοιβαία εξασφαλισμένης οικονομικής καταστροφής.
Δεν είναι σαφές ότι είτε οι ΗΠΑ είτε η Κίνα μπορούν να αντέξουν οικονομικά ακόμη και να διατηρήσουν την τρέχουσα κούρσα εξοπλισμών τους.
Σίγουρα αποκλείεται να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες ενός πολέμου για την Ταϊβάν.
Αυτό που ο Moritz Schularick και εγώ βαφτίσαμε "Chimerica" το 2007 - η συμβιωτική οικονομική σχέση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ - δεν έχει πεθάνει ακόμα, ακόμα κι αν το εμπόριο και οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει από την κορύφωσή τους εκείνη την εποχή.
Το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα παραμένει πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια.
Περισσότερο από το 80% των εισαγωγών smartphone στις ΗΠΑ συνεχίζει να προέρχεται από την Κίνα, όπως σημείωσε πρόσφατα η Wall Street Journal.
Η Κίνα έχει συσσωρεύσει ένα σημαντικό απόθεμα αμερικανικών ομολόγων, συμπεριλαμβανομένου αυτού που ο Brad Setser του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων αποκαλεί «σκιώδη αποθεματικά» που δεν υπολογίζονται στα 3,12 τρισεκατομμύρια δολάρια που ανέφερε η κρατική διοίκηση συναλλάγματος τον Δεκέμβριο του 2022.
Το πραγματικό σύνολο είναι πιθανώς πιο κοντά στο 6 τρισεκατομμύρια δολάρια. Σε μια προσπάθεια να μειώσει την έκθεσή της σε πιθανές κυρώσεις των ΗΠΑ, η Κίνα έχει μειώσει τα καθαρά της έντοκα γραμμάτια των ΗΠΑ κατά 3,1% — στα 776,4 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ιούνιο, από 801,5 δισεκατομμύρια δολάρια τον Μάιο — η μεγαλύτερη μείωση σε ποσοστά από τον Οκτώβριο του 2000.
Από την πλευρά της Κίνας, ωστόσο, η πλήρης έξοδος από τα περιουσιακά στοιχεία που εκφράζονται σε δολάρια ΗΠΑ είναι ένας ανέφικτος στόχος, επομένως η ευπάθεια σε μερικό πάγωμα των αποθεματικών — παρόμοια με αυτή που επιβλήθηκε στη Ρωσία πέρυσι — παραμένει.
Από τη σκοπιά των ΗΠΑ, η φθίνουσα προθυμία των επενδυτών να κατέχουν τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου θα αυξήσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, όπως η προθυμία της Κίνας να συσσωρεύσει δολάρια πριν από το 2008 ήταν ένας από τους λόγους για την «ανωμαλία» των χαμηλών μακροπρόθεσμων επιτόκια την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση.
Σημειώστε ότι η Κίνα δεν είναι ο μόνος πωλητής αμερικανικού χρέους φέτος: η Σαουδική Αραβία μείωσε επίσης την έκθεσή της στα ομόλογα των ΗΠΑ.
Έτσι, σε περίπτωση αναμέτρησης για την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ μπορούν να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις στην Κίνα — αλλά αν το κάνουν, θα είναι σα να επιβάλλουν δευτερογενείς οικονομικές κυρώσεις στον εαυτό της.
Δεν μπορώ να εκτιμήσω ακριβώς ποια θα ήταν η επίδραση όλων αυτών στις παγκόσμιες αγορές μετοχών, ομολόγων και συναλλάγματος, αλλά θα ήταν μεγάλη.
Στον Α' Ψυχρό Πόλεμο, υποστηρίχθηκε παλαιότερα, ότι η προοπτική μιας αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής είχε αποτρέψει τον εφιάλτη του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στον Β' Ψυχρό Πόλεμο, ελπίζουμε ότι είναι δελεαστικό να συμπεράνουμε ότι η αμοιβαία εξασφαλισμένη οικονομική καταστροφή (MAFiD) θα έχει την ίδια αποτρεπτική επίδραση στις δύο υπερδυνάμεις.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών