Η καλή μακροοικονομική εικόνα, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δεν θα πρέπει να ξεγελά ούτε να επισκιάζει τις μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες
Παρά τη βελτίωση, η Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη, με τις παθογένειες του παρελθόντος να ταλανίζουν οικονομία και κοινωνία, αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή της η Bank of America, επισημαίνοντας πως η καλή μακροοικονομική εικόνα, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δεν θα πρέπει να ξεγελά ούτε να επισκιάζει τις μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες.
Σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο, η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αποτελεσματικότερης κατανομής των πόρων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν εκκρεμείς προκλήσεις…
Μεσοπρόθεσμα θα υπάρξει προσαρμογή του τρεχούμενου λογαριασμού.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη, αφήνοντας την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους και κραδασμούς.
«Σημειώστε ότι οι αθρόες εισαγωγές κεφαλαιουχικών δαπανών θα λειτουργήσουν αντισταθμιστικά σε ό,τι αφορά τα καθαρά εμπορικά κέρδη από τη βελτίωση της παγκόσμιας ζήτησης το β’ εξάμηνο του 2024 και, ως εκ τούτου, θα επιβραδύνουν την προσαρμογή εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα.
Παράλληλα, παρότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανά χώρα είναι περιορισμένοι (και συγκεντρώνονται κυρίως γύρω από την έγκαιρη εφαρμογή του εθνικού RRP), ο κατάλογος των εξωγενών κινδύνων είναι μακρύς: από τη γεωπολιτική (συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων Ουκρανίας/Ισραήλ και πιο πρόσφατων διαταραχών στην Ερυθρά Θάλασσα) και τον αντίκτυπό της σχετικά με τις τιμές (ενέργεια/κόστος αποστολής) μέχρι το ασθενέστερο από το αναμενόμενο περιβάλλον παγκόσμιας ανάπτυξης .
Από την άλλη πλευρά, ο ταχύτερος του αναμενομένου αποπληθωρισμός θα υποστήριζε μια ταχύτερη ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης.
Συνολικά, «παρά τη βραχυπρόθεσμη υπεραπόδοση, προειδοποιούμε ότι η ελληνική οικονομία και τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτα σε εξωτερικούς κραδασμούς» προειδοποιεί η BofA.
Υπεραπόδοση... βραχυπρόθεσμα
Κατά τ’ άλλα, σύμφωνα με την BofA, βραχυπρόθεσμα η Ελλάδα θα υπεραποδώσει, σημειώνοντας ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,7% το 2025, έναντι ανάπτυξης 0,4% και 1,1% για την Ευρωζώνη, αντίστοιχα.
Συνεπώς, θα υπερβεί τον περιφερειακό μέσο όρο εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα.
Μετά από σταθερή ανάπτυξη το α’ εξάμηνο του 23, λόγω κυρίως της κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών (εν μέσω ισχυρής ανάκαμψης στον Τουρισμό), η ελληνική οικονομία παρέμεινε στάσιμη το γ’ τρίμηνο του 2023, αλλά στη συνέχεια εισήλθε σε μια φάση θεαματικής ανάπτυξης, λέει ο οίκος, συμπληρώνοντας:
«Τα επόμενα τρία τρίμηνα, αναμένουμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα επιβραδύνει, όπως επίσης και η δυναμική του κεφαλαίου και των καθαρών εμπορικών συναλλαγών, λόγω της επίδρασης της σύσφιξης της ΕΚΤ, του φτωχού εξωτερικού περιβάλλοντος και της μέτριας σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτό θα συνάδει με μέση ανάπτυξη 0,2% σε επίπεδο τριμήνου.
Όταν, όμως, η ΕΚΤ αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, ο χαμηλότερος πληθωρισμός θα επιτρέψει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος και το εξωτερικό περιβάλλον θα βελτιωθεί, οπότε η ελληνική ανάπτυξη θα επιταχυνθεί εκ νέου το δεύτερο εξάμηνο του 2024 (0,4% τριμηνιαία κατά μέσο όρο), πριν συγκλίνει σε μέσο ρυθμό 0,5% τριμηνιαία το 2025.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική οικονομία θα βοηθηθεί από τρεις καταλύτες:
1) Θετική δυναμική για τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις μετά από χρόνια υποεπένδυσης, χάρη στην πλήρη απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ.
2) Μέτρια μετακύλιση της νομισματικής πολιτικής, δεδομένης της ειδικής ανά χώρα δομής του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και του εγχώριου χρέους.
3) Δημοσιονομική σύνεση και δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Τούτου λεχθέντος, ορισμένες μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί, σημειώνει η BofA, προσθέτοντας: Επίσης, ενώ οι κίνδυνοι ανά χώρα είναι περιορισμένοι, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Όσον αφορά τα επιτόκια, λαμβανομένου υπόψη πως τα μακροοικονομικά και τεχνικά θεμελιώδη στοιχεία παραμένουν ευνοϊκά, πιστεύουμε ότι το spread μεταξύ ελληνικού 10ετούς και του γερμανικού Bund θα μπορούσε περιοριστεί κατά 30 μ.β.
Αργά προχωρούν…
Σε ό,τι αφορά το Capex, «Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα έχει χώρο να αξιοποιήσει τη χρηματοδότηση της ΕΕ και να μειώσει το επενδυτικό χάσμα σε σχέση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Ως εκ τούτου, η πλήρης απορρόφηση των κονδυλίων της ΕΕ, στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, αποτελεί βασική μας υπόθεση. Αλλά πού βρισκόμαστε στο Greece 2.0;
Τα αρχικά σχέδια περιλάμβαναν κεφάλαια 30,5 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 17,8 δισ. ευρώ είναι σε επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια), με το συνολικό ποσό των κινητοποιημένων πόρων να ανέρχεται σε 57,5 δισ. ευρώ.
Τον Αύγουστο, η Ελλάδα υπέβαλε αναθεωρημένο πρόγραμμα που περιελάμβανε επιπλέον 5,0 δισ. ευρώ σε δάνεια και 0,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις.
Η αναθεώρηση εγκρίθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, συνεπώς σωρευτικά η χώρα θα πρέπει να επωφεληθεί κατά 36 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναμενόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί κατά το ήμισυ (στο Σχέδιο Προϋπολογισμού 2024) σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο, λαμβάνοντας υπόψη (σωστά, κατά την άποψή μας) ένα μακροοικονομικό περιβάλλον λιγότερο υποστηρικτικό.
Σημειώνεται πως η Ελλάδα έχει λάβει την 1η, τη 2η και την 3η δόση, ποσά, με την προχρηματοδότηση το 2021, ανέρχονται σε 14,7 δισ. ευρώ – γεγονός που είναι συνεπές με την επίτευξη του 26% των συνολικών στόχων του Ελλάδα 2.0.
Ωστόσο, τα περισσότερα από τα projects μέχρι στιγμής ήταν στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, ενώ οι δαπάνες τoυ RRF προχωρούν αργά.
Από το συνολικό κονδύλιο των επιχορηγήσεων, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,95 δισ. ευρώ έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις και 2,8 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης.
Όσον αφορά τα δάνεια, οι εισπράξεις σε μετρητά από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,3 δισ. ευρώ έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις».
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο, η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αποτελεσματικότερης κατανομής των πόρων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν εκκρεμείς προκλήσεις…
Μεσοπρόθεσμα θα υπάρξει προσαρμογή του τρεχούμενου λογαριασμού.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη, αφήνοντας την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους και κραδασμούς.
«Σημειώστε ότι οι αθρόες εισαγωγές κεφαλαιουχικών δαπανών θα λειτουργήσουν αντισταθμιστικά σε ό,τι αφορά τα καθαρά εμπορικά κέρδη από τη βελτίωση της παγκόσμιας ζήτησης το β’ εξάμηνο του 2024 και, ως εκ τούτου, θα επιβραδύνουν την προσαρμογή εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα.
Παράλληλα, παρότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανά χώρα είναι περιορισμένοι (και συγκεντρώνονται κυρίως γύρω από την έγκαιρη εφαρμογή του εθνικού RRP), ο κατάλογος των εξωγενών κινδύνων είναι μακρύς: από τη γεωπολιτική (συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων Ουκρανίας/Ισραήλ και πιο πρόσφατων διαταραχών στην Ερυθρά Θάλασσα) και τον αντίκτυπό της σχετικά με τις τιμές (ενέργεια/κόστος αποστολής) μέχρι το ασθενέστερο από το αναμενόμενο περιβάλλον παγκόσμιας ανάπτυξης .
Από την άλλη πλευρά, ο ταχύτερος του αναμενομένου αποπληθωρισμός θα υποστήριζε μια ταχύτερη ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης.
Συνολικά, «παρά τη βραχυπρόθεσμη υπεραπόδοση, προειδοποιούμε ότι η ελληνική οικονομία και τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτα σε εξωτερικούς κραδασμούς» προειδοποιεί η BofA.
Υπεραπόδοση... βραχυπρόθεσμα
Κατά τ’ άλλα, σύμφωνα με την BofA, βραχυπρόθεσμα η Ελλάδα θα υπεραποδώσει, σημειώνοντας ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,7% το 2025, έναντι ανάπτυξης 0,4% και 1,1% για την Ευρωζώνη, αντίστοιχα.
Συνεπώς, θα υπερβεί τον περιφερειακό μέσο όρο εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα.
Μετά από σταθερή ανάπτυξη το α’ εξάμηνο του 23, λόγω κυρίως της κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών (εν μέσω ισχυρής ανάκαμψης στον Τουρισμό), η ελληνική οικονομία παρέμεινε στάσιμη το γ’ τρίμηνο του 2023, αλλά στη συνέχεια εισήλθε σε μια φάση θεαματικής ανάπτυξης, λέει ο οίκος, συμπληρώνοντας:
«Τα επόμενα τρία τρίμηνα, αναμένουμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα επιβραδύνει, όπως επίσης και η δυναμική του κεφαλαίου και των καθαρών εμπορικών συναλλαγών, λόγω της επίδρασης της σύσφιξης της ΕΚΤ, του φτωχού εξωτερικού περιβάλλοντος και της μέτριας σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτό θα συνάδει με μέση ανάπτυξη 0,2% σε επίπεδο τριμήνου.
Όταν, όμως, η ΕΚΤ αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, ο χαμηλότερος πληθωρισμός θα επιτρέψει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος και το εξωτερικό περιβάλλον θα βελτιωθεί, οπότε η ελληνική ανάπτυξη θα επιταχυνθεί εκ νέου το δεύτερο εξάμηνο του 2024 (0,4% τριμηνιαία κατά μέσο όρο), πριν συγκλίνει σε μέσο ρυθμό 0,5% τριμηνιαία το 2025.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική οικονομία θα βοηθηθεί από τρεις καταλύτες:
1) Θετική δυναμική για τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις μετά από χρόνια υποεπένδυσης, χάρη στην πλήρη απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ.
2) Μέτρια μετακύλιση της νομισματικής πολιτικής, δεδομένης της ειδικής ανά χώρα δομής του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και του εγχώριου χρέους.
3) Δημοσιονομική σύνεση και δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Τούτου λεχθέντος, ορισμένες μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί, σημειώνει η BofA, προσθέτοντας: Επίσης, ενώ οι κίνδυνοι ανά χώρα είναι περιορισμένοι, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Όσον αφορά τα επιτόκια, λαμβανομένου υπόψη πως τα μακροοικονομικά και τεχνικά θεμελιώδη στοιχεία παραμένουν ευνοϊκά, πιστεύουμε ότι το spread μεταξύ ελληνικού 10ετούς και του γερμανικού Bund θα μπορούσε περιοριστεί κατά 30 μ.β.
Αργά προχωρούν…
Σε ό,τι αφορά το Capex, «Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα έχει χώρο να αξιοποιήσει τη χρηματοδότηση της ΕΕ και να μειώσει το επενδυτικό χάσμα σε σχέση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Ως εκ τούτου, η πλήρης απορρόφηση των κονδυλίων της ΕΕ, στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, αποτελεί βασική μας υπόθεση. Αλλά πού βρισκόμαστε στο Greece 2.0;
Τα αρχικά σχέδια περιλάμβαναν κεφάλαια 30,5 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 17,8 δισ. ευρώ είναι σε επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια), με το συνολικό ποσό των κινητοποιημένων πόρων να ανέρχεται σε 57,5 δισ. ευρώ.
Τον Αύγουστο, η Ελλάδα υπέβαλε αναθεωρημένο πρόγραμμα που περιελάμβανε επιπλέον 5,0 δισ. ευρώ σε δάνεια και 0,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις.
Η αναθεώρηση εγκρίθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, συνεπώς σωρευτικά η χώρα θα πρέπει να επωφεληθεί κατά 36 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναμενόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί κατά το ήμισυ (στο Σχέδιο Προϋπολογισμού 2024) σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο, λαμβάνοντας υπόψη (σωστά, κατά την άποψή μας) ένα μακροοικονομικό περιβάλλον λιγότερο υποστηρικτικό.
Σημειώνεται πως η Ελλάδα έχει λάβει την 1η, τη 2η και την 3η δόση, ποσά, με την προχρηματοδότηση το 2021, ανέρχονται σε 14,7 δισ. ευρώ – γεγονός που είναι συνεπές με την επίτευξη του 26% των συνολικών στόχων του Ελλάδα 2.0.
Ωστόσο, τα περισσότερα από τα projects μέχρι στιγμής ήταν στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, ενώ οι δαπάνες τoυ RRF προχωρούν αργά.
Από το συνολικό κονδύλιο των επιχορηγήσεων, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,95 δισ. ευρώ έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις και 2,8 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης.
Όσον αφορά τα δάνεια, οι εισπράξεις σε μετρητά από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,3 δισ. ευρώ έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών