Οι αγνοημένες απειλές του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος…
Μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 - 2007, οι ρυθμιστικές αρχές, παγκοσμίως, επιδίδονται σε συνεχείς προσπάθειες για την απομάκρυνση, παντί τρόπω, των χρηματοπιστωτικών κινδύνων….
Ωστόσο, τα λάθη εκ μέρους τους δεν λείπουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κρίση των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ, που πυροδοτήθηκε από τη Silicon Valley Bank, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή ήτο η 16η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ.
Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε πολλές άλλες, τα λάθη που έγιναν κρίθηκαν πολύ… βασικά (για αρχάριους), δεδομένου ότι οι υπεύθυνοι δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που οφειλόταν στην αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που υπονόμευσε την αξία των αμερικανικών κρατικών ομολόγων.
Ακολούθησε ένα πρωτόγνωρο bank run τόσο στη Silicon Valley Bank όσο και σε άλλες τράπεζες, ενώ η κρίση συμπαρέσυρε και την ελβετική Credit Suisse, που κατέληξε μετά από πολλές και κρίσιμες διαβουλεύσεις στην αγκαλιά της UBS.
Ενδεικτική υπήρξε η δήλωση του επικεφαλής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) πως τα επιχειρηματικά μοντέλα των αμερικανικών τραπεζών ήταν φτωχά, οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τραγικά ανεπαρκείς και η διακυβέρνηση ελλιπής».
Φυσικά, ακολούθησαν και άλλα επεισόδια στην τραπεζική αγορά των ΗΠΑ, ύψους 26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων - το απόλυτο οικονομικό καταφύγιο του κόσμου.
Η πιο ακραία περίπτωση ήταν η πρωτοφανής ποσοτική χαλάρωση τον Μάρτιο του 2020, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19.
Η αστάθεια έχει επιδεινωθεί λόγω της αστάθειας που επικρατεί στην τραπεζική αγορά, ως αποτέλεσμα της αντίδρασης των ρυθμιστικών αρχών στη χρηματοπιστωτική κρίση.
Σε μια αγορά που παρέχει ζωτικής σημασίας στήριξη στις δραστηριότητες εξασφαλίσεων και αντιστάθμισης κινδύνου χάριν των παγκόσμιων επενδυτών, υπάρχει μεγάλη ανησυχία ότι οι επικίνδυνες στρατηγικές των hedge funds θα αποτελέσουν αποσταθεροποιητική απειλή.
Εν τω μεταξύ, η αγορά κρατικών ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου κατέρρευσε το 2022, δεδομένου ότι οι επενδυτικές στρατηγικές των συνταξιοδοτικών ταμείων δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν μια ξαφνική άνοδο στις αποδόσεις.
Αποσταθεροποιητική δραστηριότητα
Αυτή η αποσταθεροποιητική δραστηριότητα ενισχύεται, μεταξύ άλλων, λόγω της ανάπτυξης των private equities και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, στο οποίο περιλαμβάνει στις τάξεις του hedge funds, traders υψηλής ταχύτητας και άλλες οντότητες που λειτουργούν σε λιγότερο διαφανές και ρυθμιζόμενο περιβάλλον από τις τράπεζες.
Το ποσοστό των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν τα εν λόγω μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχει αυξηθεί από 25% μετά την κρίση του 2007-08 σε 47,2% το 2022 - υψηλότερο από το 39,7% των συμβατικών τραπεζών.
Και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ποιες απειλές από τον κυβερνοχώρο ή ποια κρυπτογραφικά περιουσιακά στοιχεία μπορεί να ελλοχεύουν σε αυτήν την παιδική χαρά οικονομικής περιπέτειας όπου τα πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα πολλαπλασιάζονται.
Παρότι οι ιδιωτικές αγορές έχουν εκτοξευθεί, τα δημόσια κεφάλαια έχουν συρρικνωθεί.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, περισσότερες από 30.000 εταιρείες έχουν διαγραφεί από το 2005, ιδίως στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Αυτές οι διαγραφές δεν έχουν αντιστοιχιστεί με νέες καταχωρίσεις.
Οι επαναγορές ιδίων μετοχών συνέβαλαν στη συρρίκνωση των εισηγμένων.
Σε αυτό το περιβάλλον, το οποίο φαίνεται ευάλωτο σε κραδασμούς, οι επενδυτές περιμένουν συνεχή προγράμματα διάσωσης από τις κεντρικές τράπεζες, ένα ηθικά επικίνδυνο κίνητρο για μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων και συσσώρευση χρέους.
Καθεμία από αυτές τις διαταραχές μπορεί να εξηγηθεί ως προϊόν ιδιαίτερων περιστάσεων.
Ωστόσο, όλες αντικατοπτρίζουν βαθιές μακροπρόθεσμες αλλαγές στον ρόλο και τη δομή του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ένα ζωτικής σημασίας μέρος αυτής της εξέλιξης είναι η αυξανόμενη εξάρτηση πολλών ανεπτυγμένων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, από το χρέος για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξής τους.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το χρέος στις 39 οικονομίες που χαρακτηρίζει ανεπτυγμένες αυξήθηκε από 110% επί του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τη δεκαετία του 1950 σε 278% το 2022.
Η αύξηση αυτή χρηματοδοτήθηκε σημαντικά από τη δεκαετία του 1980 από τις αναδυόμενες ασιατικές χώρες, κυρίως την Κίνα, που έτρεξε υποτιμημένες συναλλαγματικές ισοτιμίες για να διευκολύνει μια καθοδηγούμενη από τις εξαγωγές ανάπτυξη.
Τα εμπορικά πλεονάσματα που προέκυψαν, σε συνδυασμό με τα ανεπαρκώς ανεπτυγμένα τραπεζικά συστήματα και τα κακά συστήματα πρόνοιας στις χώρες αυτές, οδήγησαν σε τεράστια πλεονάσματα αποταμιεύσεων έναντι επενδύσεων.
Σε αντίθεση με το μοτίβο που καθιέρωσε η Βρετανία στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Βρετανοί εξήγαγαν ισχυρά κεφάλαια σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, πλέον αυτά εισέρρευσαν από τους φτωχούς της Ασίας στην πλούσια Δύση.
Αυτό το πλεόνασμα των ασιατικών αποταμιεύσεων συμπληρώθηκε στη συνέχεια από την Ιαπωνία, όπου η πληθυσμιακή γήρανση σήμαινε χαμηλότερες επενδυτικές ευκαιρίες και υψηλότερες αποταμιεύσεις καθώς οι baby boomers πλησίαζαν τη σύνταξη.
Πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, η υπερβολή των εισαγόμενων αποταμιεύσεων πίεσε τα επιτόκια, ενώ την ίδια στιγμή προκάλεσε μια πιστωτική φούσκα που χρηματοδότησε την έκρηξη της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ και αλλού.
Όταν το σύστημα κατέρρευσε, αυτές οι αποταμιεύσεις κατευθύνθηκαν σε κρατικό και μη χρηματοοικονομικό εταιρικό χρέος.
Το οικονομικό «περιβάλλον» διευκόλυνε μια τεράστια επιχείρηση ανακύκλωσης κεφαλαίων για την αντιμετώπιση αυτών των ανισορροπιών, με τα χρεόγραφα να χρηματοδοτούν την κατανάλωση των νοικοκυριών μέσω του τραπεζικού συστήματος και επενδύσεις σε τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια.
Παρότι οι περισσότεροι εστιάζουν στην ασιατική διάσταση αυτής της υπερβολής, η υπερβολική εξοικονόμηση ήταν ένα ευρύτερο φαινόμενο.
Σε έγγραφο του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών, ο Peter Chen έδειξε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι επενδύσεις σταμάτησαν να ρέουν από τις αποταμιεύσεις των νοικοκυρών…
Αντιθέτως, κύρια πηγή χρηματοδότησης, κατά τα δύο τρίτα, άρχισαν να είναι οι εταιρικές αποταμιεύσεις.
Το σοκ στην παγκόσμια αγορά εργασίας που προέκυψε από την ένταξη της Κίνας και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών στο διεθνές εμπορικό σύστημα πίεσε καθοδικά το κόστος εργασίας και αύξησε τα εταιρικά περιθώρια κέρδους.
Το κόστος χρηματοδότησης και οι εταιρικοί φόροι μειώθηκαν ενώ τα μερίσματα δεν αυξήθηκαν τόσο γρήγορα όσο τα κέρδη.
Έτσι, ο παγκόσμιος εταιρικός τομέας μετατράπηκε από καθαρό δανειολήπτη σε καθαρό αποταμιευτή.
Οι πιο εμφανείς αποθησαυριστές μετρητών σήμερα είναι οι λεγόμενοι Magnificent Seven τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ (Αmazon, Alphabet, Nvidia, Tesla, Meta, Apple και Microsoft) που ηγήθηκαν της ανόδου των αμερικανικών μετοχών τον περασμένο περίπου χρόνο.
Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, οι αποταμιεύσεις τους το 2023 υπολογίζεται πως ξεπέρασαν τα 300 δισ. δολάρια.
Οι τελικοί κάτοχοι αυτών των αποταμιεύσεων είναι τα πλούσια νοικοκυριά που, άμεσα ή έμμεσα, κατέχουν μετοχές σε μεγάλες εταιρείες.
Το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που πηγαίνει στους πολύ πλούσιους αυξάνεται σταθερά από το 1980, γεγονός που εντείνει την ανισότητα σε πολλές από τις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου.
Δεδομένου ότι οι πλούσιοι αποταμιεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους, η ανισότητα οδήγησε στη συσσώρευση μεγάλου πλεονάσματος αποταμιεύσεων μεταξύ των πλουσίων, που αυξήθηκε παράλληλα με τα εταιρικά κέρδη.
Οι οικονομολόγοι Atif Mian, Ludwig Straub και Amir Sufi υπολογίζουν ότι η αύξηση στις αποταμιεύσεις των πλουσίων ταιριάζει με την υπερβολική αποταμίευση που εισέρχεται στις ΗΠΑ από το εξωτερικό.
Αυτά τα κεφάλαια πήγαν σε IOU της αμερικανικής κυβέρνησης -τα λεγόμενα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία- και σε δανεισμό μέσω του τραπεζικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών προς τα αμερικανικά νοικοκυριά.
Ο συνδυασμός των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών ανισορροπιών και της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής μετά την οικονομική κρίση οδήγησε σε μια υπερτροφοδότηση του χρέους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως το 2022 το δημόσιο χρέος στις προηγμένες οικονομίες αυξήθηκε από 76,8% σε 113,5% του ΑΕΠ, γεγονός που αντικατοπτρίζει όχι μόνο τις έντονες παρεμβάσεις από εκείνη την κρίση και την πανδημία του Covid-19, αλλά και την ευκολία εξυπηρέτησης του χρέους κατά τη φορολογία
Τα έσοδα που τροφοδοτούνται από την οικονομική ανάπτυξη υπερέβησαν το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Τέτοια επίπεδα χρέους δεν έχουν παρατηρηθεί μέχρι στιγμής εκτός πολεμικών περιόδων.
Παρόμοια ιστορία
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί το 2021 μεταξύ των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, με τα κυκλοφορούντα ομόλογα να αγγίζουν το ποσό ρεκόρ των 16,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, υπερδιπλάσιο από το ποσό το 2008.
Οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 40% των συνολικών εκδόσεων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Όπως έχει πει ο Michael Howell του Cross Border Capital: «Με τεράστια και ορατά αποθέματα προηγούμενης συσσώρευσης κεφαλαίου, ο σύγχρονος καπιταλισμός πρέπει να λειτουργήσει ένα τεράστιο σύστημα αναχρηματοδότησης».
Κύριος σκοπός είναι να αναχρηματοδοτήσει το χρέος που διατήρησε την οικονομική ανάπτυξη, αντί να αντλήσει νέο κεφάλαιο.
Ο Howell σημειώνει ότι οι σκιώδεις τράπεζες συνήθως εμπλέκονται στα δύο τρίτα αυτής της επιστροφής χρημάτων.
Ταυτόχρονα, η έκδοση μετοχών στον ανεπτυγμένο κόσμο έχει βυθιστεί και ό,τι έχει απομείνει από αυτήν έχει μετατοπιστεί προς τα ανατολικά.
Στη δεκαετία του 1990, οι ευρωπαϊκές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες αντιπροσώπευαν το 41% του συνόλου των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν μέσω αρχικών δημόσιων προσφορών με περισσότερες από 3.500 IPOs κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Ωστόσο, συγκέντρωσαν μόνο 19% μεταξύ 2012 και 2022.
Οι ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής ανησυχούν ότι οι εγχώριες αγορές μετοχών απέτυχαν να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Αλλά οι αριθμοί μαρτυρούν την πόλωση της παγκόσμιας βιομηχανίας και τη στροφή προς την Ασία, όπου οι επενδύσεις εξακολουθούν να πηγαίνουν σε μεγάλο βαθμό σε φυσικές εγκαταστάσεις και μηχανήματα που διψούν για κεφάλαιο, και όχι στο ανθρώπινο κεφάλαιο και άλλα άυλα περιουσιακά στοιχεία, που κυριαρχούν στις χρηματοδοτικές ανάγκες των δυτικών εταιρειών.
Ένας άλλος λόγος για τη μείωση των IPO είναι ότι πολλές εταιρείες private equities πλήρωσαν υπερβολικά για εξαγορές κατά την περίοδο των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων.
Μάλιστα, διατηρούν απούλητα περιουσιακά στοιχεία 3,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που διστάζουν να τα πουλήσουν ξανά στις δημόσιες αγορές έως ότου οι τιμές των μετοχών αυξηθούν αρκετά ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες ή να δημιουργήσουν κέρδος.
Εκτός από την παροχή οδών εξόδου για ιδιώτες, ο πρωταρχικός χρηματοδοτικός ρόλος της παγκόσμιας αγοράς μετοχών είναι τώρα η παροχή φρέσκου κεφαλαίου για την ενίσχυση της εταιρικής φερεγγυότητας σε περιόδους πίεσης.
Το 2009, για παράδειγμα, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι εισηγμένες μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες άντλησαν το ποσό ρεκόρ των 511 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω του χρηματιστηρίου.
Το μοτίβο επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του 2020, όταν η αγορά συγκέντρωσε 626 δισ. δολάρια μέσω έκδοσης νέων μετοχών από εισηγμένες μη χρηματοοικονομικές εταιρείες.
Ποιους κινδύνους εγκυμονεί για την οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτό το περίπλοκο, φορτωμένο με χρέη χρηματοπιστωτικό τοπίο;
Σαφώς, η συσσώρευση χρέους που υπερβαίνει την αύξηση του εθνικού εισοδήματος δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα και εγείρει ερωτήματα για τη βιωσιμότητά του.
Μεταξύ των προαπαιτούμενων για τη μείωσή του είναι η οικονομική ανάπτυξη, τα σχετικά χαμηλά επιτόκια και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Λίγες μεγάλες οικονομίες πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις.
Το πρόβλημα με το χρέος που έχει χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης είναι ότι οι δανειολήπτες πρέπει να μειώσουν την κατανάλωση για να αποπληρώσουν τους δανειστές τους.
Αυτό μειώνει τη συνολική ζήτηση, επειδή αυτοί οι αποταμιευτές είναι απρόθυμοι να δαπανήσουν κεφάλαια για κατανάλωση.
Αυτό τροφοδοτεί μια ήδη καταθλιπτική εικόνα ανάπτυξης.
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η ανάπτυξη τα επόμενα πέντε χρόνια θα πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών λόγω της μέτριας αύξησης στην παραγωγικότητα, των ασθενέστερων δημογραφικών στοιχείων, των αδύναμων επίπεδων επενδύσεων και των ουλών της πανδημίας.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις δέχονται έντονη πίεση τόσο για να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες όσο και να μειώσουν τους φόρους, κάτι το οποίο γίνεται μια ολοένα και πιο μη ρεαλιστική προσδοκία.
Μετά την επιστροφή του πληθωρισμού, η μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων εδώ και δεκαετίες έχει αυξήσει το βάρος του χρέους.
Όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ο Atif Mian επισημαίνει ότι μια οικονομία που βασίζεται στη συνεχή προσφορά νέου χρέους για τη δημιουργία ζήτησης είναι πάντα επιρρεπής σε διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αυτό συνεπάγεται πως οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να έχουν πάντα έτοιμο backstop, φορτώνοντας τους δικούς τους ισολογισμούς.
Όλα αυτά ενδέχεται να απαιτούν επανεξέταση της φύσης του κινδύνου που ενυπάρχει στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Οι οικονομολόγοι και οι αναλογιστές χαρακτηρίζουν εδώ και καιρό τα κρατικά ομόλογα ως «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία που παρέχουν απόδοση χωρίς κίνδυνο.
Πολλοί ισχυρίζονται επίσης ότι τα ομόλογα παρέχουν ασφάλεια έναντι της αστάθειας των «επικίνδυνων» μετοχών.
Ωστόσο, για να θεωρηθεί ένα κρατικό ομόλογο ως πραγματικά ακίνδυνο θα πρέπει η πιθανότητα χρεοκοπίας της αντίστοιχης οικονομίας να είναι αμελητέα και η εκάστοτε κυβέρνηση να είναι δημοσιονομικά συντηρητική.
Η πραγματικότητα πολλές φορές διαψεύδει τις προσδοκίες.
Στην Επετηρίδα της UBS Global Investment Returns, οι ακαδημαϊκοί Elroy Dimson, Paul Marsh και Mike Staunton δείχνουν ότι οι πτώσεις στην αγορά ομολόγων - από τις κορυφαίες έως τις κατώτερες πτώσεις - ήταν ιστορικά μεγαλύτερες ή/και μεγαλύτερες από ό,τι για τις μετοχές.
Συμπεραίνουν δε –σχεδόν ωμά– ότι τα ομόλογα δεν είναι «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία.
Στη συνέχεια επισημαίνουν ότι, παρότι λόγω της αρνητικής συσχέτισης των μετοχών και των ομολόγων από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα δύο εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δρούσαν αντισταθμιστικά το ένα απέναντι στο άλλο, αυτή η περίοδος ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Ήταν ουσιαστικά το προϊόν της παράξενα χαλαρής νομισματικής πολιτικής και του πολύ χαμηλού πληθωρισμού.
Τα ζητήματα του αυξανόμενου κινδύνου χρεοκοπίας, της δημοσιονομικής ασυδοσίας και της υψηλής αστάθειας εγείρουν ιδιαίτερα ερωτήματα για τις ΗΠΑ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 44% της παγκόσμιας αγοράς κρατικών ομολόγων.
Σημειώνεται πως διαχειρίζονται το κατεξοχήν αποθεματικό νόμισμα στον κόσμ και είναι ο κύριος πάροχος «ασφαλών» περιουσιακών στοιχείων σε παγκόσμιους επενδυτές που αποστρέφονται τον κίνδυνο.
Αυτοί οι επενδυτές δεν μπορούν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα των αυξανόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους, πρώτα υπό την κυβέρνηση Trump και τώρα υπό τον Πρόεδρο Joe Biden.
Το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει κηρύξει το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο και οι συνεχείς μάχες στο Καπιτώλιο για το ανώτατο όριό του έχουν φέρει τις ΗΠΑ επικίνδυνα κοντά στην χρεοκοπία.
Θα μπορούσε επίσης να εκθρονιστεί το πανίσχυρο δολάριο;
Τέτοιες προβλέψεις έχουν ιστορία και πάντα αποδεικνύονταν λανθασμένες, επειδή οι χώρες που προσφέρουν πραγματικά ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως η Γερμανία και τα σκανδιναβικά κράτη στην Ευρώπη, παρέχουν αρκετά από αυτά ικανοποιώντας ένα μικρό κλάσμα της παγκόσμιας ζήτησης.
Ακόμη και με τη χαοτική πολιτική της, την αυξανόμενη δημοσιονομική ευθραυστότητα και τις ολοένα και πιο ταραγμένες αγορές δημόσιου χρέους, δεν υπάρχει ακόμη ρεαλιστική εναλλακτική λύση στην οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ.
Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι η Federal Reserve θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την αγορά των κρατικών ομολόγων και το τραπεζικό σύστημα.
Με τις ΗΠΑ και πολλούς άλλους να ανταποκρίνονται στην εξαρτώμενη από το χρέος ανάπτυξη εφαρμόζοντας βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά και νομισματικά διορθωτικά μέτρα αντί για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί ως γιγαντιαίος γύψος για την αντιμετώπιση καταγμάτων που οφείλονται σε ενδημικές ανισορροπίες και περιοδικές κρίσεις.
www.bankingnews.gr
Ωστόσο, τα λάθη εκ μέρους τους δεν λείπουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κρίση των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ, που πυροδοτήθηκε από τη Silicon Valley Bank, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή ήτο η 16η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ.
Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε πολλές άλλες, τα λάθη που έγιναν κρίθηκαν πολύ… βασικά (για αρχάριους), δεδομένου ότι οι υπεύθυνοι δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που οφειλόταν στην αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που υπονόμευσε την αξία των αμερικανικών κρατικών ομολόγων.
Ακολούθησε ένα πρωτόγνωρο bank run τόσο στη Silicon Valley Bank όσο και σε άλλες τράπεζες, ενώ η κρίση συμπαρέσυρε και την ελβετική Credit Suisse, που κατέληξε μετά από πολλές και κρίσιμες διαβουλεύσεις στην αγκαλιά της UBS.
Ενδεικτική υπήρξε η δήλωση του επικεφαλής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) πως τα επιχειρηματικά μοντέλα των αμερικανικών τραπεζών ήταν φτωχά, οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τραγικά ανεπαρκείς και η διακυβέρνηση ελλιπής».
Φυσικά, ακολούθησαν και άλλα επεισόδια στην τραπεζική αγορά των ΗΠΑ, ύψους 26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων - το απόλυτο οικονομικό καταφύγιο του κόσμου.
Η πιο ακραία περίπτωση ήταν η πρωτοφανής ποσοτική χαλάρωση τον Μάρτιο του 2020, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19.
Η αστάθεια έχει επιδεινωθεί λόγω της αστάθειας που επικρατεί στην τραπεζική αγορά, ως αποτέλεσμα της αντίδρασης των ρυθμιστικών αρχών στη χρηματοπιστωτική κρίση.
Σε μια αγορά που παρέχει ζωτικής σημασίας στήριξη στις δραστηριότητες εξασφαλίσεων και αντιστάθμισης κινδύνου χάριν των παγκόσμιων επενδυτών, υπάρχει μεγάλη ανησυχία ότι οι επικίνδυνες στρατηγικές των hedge funds θα αποτελέσουν αποσταθεροποιητική απειλή.
Εν τω μεταξύ, η αγορά κρατικών ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου κατέρρευσε το 2022, δεδομένου ότι οι επενδυτικές στρατηγικές των συνταξιοδοτικών ταμείων δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν μια ξαφνική άνοδο στις αποδόσεις.
Αποσταθεροποιητική δραστηριότητα
Αυτή η αποσταθεροποιητική δραστηριότητα ενισχύεται, μεταξύ άλλων, λόγω της ανάπτυξης των private equities και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, στο οποίο περιλαμβάνει στις τάξεις του hedge funds, traders υψηλής ταχύτητας και άλλες οντότητες που λειτουργούν σε λιγότερο διαφανές και ρυθμιζόμενο περιβάλλον από τις τράπεζες.
Το ποσοστό των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν τα εν λόγω μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχει αυξηθεί από 25% μετά την κρίση του 2007-08 σε 47,2% το 2022 - υψηλότερο από το 39,7% των συμβατικών τραπεζών.
Και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ποιες απειλές από τον κυβερνοχώρο ή ποια κρυπτογραφικά περιουσιακά στοιχεία μπορεί να ελλοχεύουν σε αυτήν την παιδική χαρά οικονομικής περιπέτειας όπου τα πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα πολλαπλασιάζονται.
Παρότι οι ιδιωτικές αγορές έχουν εκτοξευθεί, τα δημόσια κεφάλαια έχουν συρρικνωθεί.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, περισσότερες από 30.000 εταιρείες έχουν διαγραφεί από το 2005, ιδίως στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Αυτές οι διαγραφές δεν έχουν αντιστοιχιστεί με νέες καταχωρίσεις.
Οι επαναγορές ιδίων μετοχών συνέβαλαν στη συρρίκνωση των εισηγμένων.
Σε αυτό το περιβάλλον, το οποίο φαίνεται ευάλωτο σε κραδασμούς, οι επενδυτές περιμένουν συνεχή προγράμματα διάσωσης από τις κεντρικές τράπεζες, ένα ηθικά επικίνδυνο κίνητρο για μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων και συσσώρευση χρέους.
Καθεμία από αυτές τις διαταραχές μπορεί να εξηγηθεί ως προϊόν ιδιαίτερων περιστάσεων.
Ωστόσο, όλες αντικατοπτρίζουν βαθιές μακροπρόθεσμες αλλαγές στον ρόλο και τη δομή του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ένα ζωτικής σημασίας μέρος αυτής της εξέλιξης είναι η αυξανόμενη εξάρτηση πολλών ανεπτυγμένων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, από το χρέος για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξής τους.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το χρέος στις 39 οικονομίες που χαρακτηρίζει ανεπτυγμένες αυξήθηκε από 110% επί του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τη δεκαετία του 1950 σε 278% το 2022.
Η αύξηση αυτή χρηματοδοτήθηκε σημαντικά από τη δεκαετία του 1980 από τις αναδυόμενες ασιατικές χώρες, κυρίως την Κίνα, που έτρεξε υποτιμημένες συναλλαγματικές ισοτιμίες για να διευκολύνει μια καθοδηγούμενη από τις εξαγωγές ανάπτυξη.
Τα εμπορικά πλεονάσματα που προέκυψαν, σε συνδυασμό με τα ανεπαρκώς ανεπτυγμένα τραπεζικά συστήματα και τα κακά συστήματα πρόνοιας στις χώρες αυτές, οδήγησαν σε τεράστια πλεονάσματα αποταμιεύσεων έναντι επενδύσεων.
Σε αντίθεση με το μοτίβο που καθιέρωσε η Βρετανία στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Βρετανοί εξήγαγαν ισχυρά κεφάλαια σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, πλέον αυτά εισέρρευσαν από τους φτωχούς της Ασίας στην πλούσια Δύση.
Αυτό το πλεόνασμα των ασιατικών αποταμιεύσεων συμπληρώθηκε στη συνέχεια από την Ιαπωνία, όπου η πληθυσμιακή γήρανση σήμαινε χαμηλότερες επενδυτικές ευκαιρίες και υψηλότερες αποταμιεύσεις καθώς οι baby boomers πλησίαζαν τη σύνταξη.
Πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, η υπερβολή των εισαγόμενων αποταμιεύσεων πίεσε τα επιτόκια, ενώ την ίδια στιγμή προκάλεσε μια πιστωτική φούσκα που χρηματοδότησε την έκρηξη της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ και αλλού.
Όταν το σύστημα κατέρρευσε, αυτές οι αποταμιεύσεις κατευθύνθηκαν σε κρατικό και μη χρηματοοικονομικό εταιρικό χρέος.
Το οικονομικό «περιβάλλον» διευκόλυνε μια τεράστια επιχείρηση ανακύκλωσης κεφαλαίων για την αντιμετώπιση αυτών των ανισορροπιών, με τα χρεόγραφα να χρηματοδοτούν την κατανάλωση των νοικοκυριών μέσω του τραπεζικού συστήματος και επενδύσεις σε τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια.
Παρότι οι περισσότεροι εστιάζουν στην ασιατική διάσταση αυτής της υπερβολής, η υπερβολική εξοικονόμηση ήταν ένα ευρύτερο φαινόμενο.
Σε έγγραφο του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών, ο Peter Chen έδειξε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι επενδύσεις σταμάτησαν να ρέουν από τις αποταμιεύσεις των νοικοκυρών…
Αντιθέτως, κύρια πηγή χρηματοδότησης, κατά τα δύο τρίτα, άρχισαν να είναι οι εταιρικές αποταμιεύσεις.
Το σοκ στην παγκόσμια αγορά εργασίας που προέκυψε από την ένταξη της Κίνας και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών στο διεθνές εμπορικό σύστημα πίεσε καθοδικά το κόστος εργασίας και αύξησε τα εταιρικά περιθώρια κέρδους.
Το κόστος χρηματοδότησης και οι εταιρικοί φόροι μειώθηκαν ενώ τα μερίσματα δεν αυξήθηκαν τόσο γρήγορα όσο τα κέρδη.
Έτσι, ο παγκόσμιος εταιρικός τομέας μετατράπηκε από καθαρό δανειολήπτη σε καθαρό αποταμιευτή.
Οι πιο εμφανείς αποθησαυριστές μετρητών σήμερα είναι οι λεγόμενοι Magnificent Seven τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ (Αmazon, Alphabet, Nvidia, Tesla, Meta, Apple και Microsoft) που ηγήθηκαν της ανόδου των αμερικανικών μετοχών τον περασμένο περίπου χρόνο.
Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, οι αποταμιεύσεις τους το 2023 υπολογίζεται πως ξεπέρασαν τα 300 δισ. δολάρια.
Οι τελικοί κάτοχοι αυτών των αποταμιεύσεων είναι τα πλούσια νοικοκυριά που, άμεσα ή έμμεσα, κατέχουν μετοχές σε μεγάλες εταιρείες.
Το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που πηγαίνει στους πολύ πλούσιους αυξάνεται σταθερά από το 1980, γεγονός που εντείνει την ανισότητα σε πολλές από τις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου.
Δεδομένου ότι οι πλούσιοι αποταμιεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους, η ανισότητα οδήγησε στη συσσώρευση μεγάλου πλεονάσματος αποταμιεύσεων μεταξύ των πλουσίων, που αυξήθηκε παράλληλα με τα εταιρικά κέρδη.
Οι οικονομολόγοι Atif Mian, Ludwig Straub και Amir Sufi υπολογίζουν ότι η αύξηση στις αποταμιεύσεις των πλουσίων ταιριάζει με την υπερβολική αποταμίευση που εισέρχεται στις ΗΠΑ από το εξωτερικό.
Αυτά τα κεφάλαια πήγαν σε IOU της αμερικανικής κυβέρνησης -τα λεγόμενα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία- και σε δανεισμό μέσω του τραπεζικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών προς τα αμερικανικά νοικοκυριά.
Ο συνδυασμός των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών ανισορροπιών και της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής μετά την οικονομική κρίση οδήγησε σε μια υπερτροφοδότηση του χρέους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως το 2022 το δημόσιο χρέος στις προηγμένες οικονομίες αυξήθηκε από 76,8% σε 113,5% του ΑΕΠ, γεγονός που αντικατοπτρίζει όχι μόνο τις έντονες παρεμβάσεις από εκείνη την κρίση και την πανδημία του Covid-19, αλλά και την ευκολία εξυπηρέτησης του χρέους κατά τη φορολογία
Τα έσοδα που τροφοδοτούνται από την οικονομική ανάπτυξη υπερέβησαν το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Τέτοια επίπεδα χρέους δεν έχουν παρατηρηθεί μέχρι στιγμής εκτός πολεμικών περιόδων.
Παρόμοια ιστορία
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί το 2021 μεταξύ των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, με τα κυκλοφορούντα ομόλογα να αγγίζουν το ποσό ρεκόρ των 16,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, υπερδιπλάσιο από το ποσό το 2008.
Οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 40% των συνολικών εκδόσεων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Όπως έχει πει ο Michael Howell του Cross Border Capital: «Με τεράστια και ορατά αποθέματα προηγούμενης συσσώρευσης κεφαλαίου, ο σύγχρονος καπιταλισμός πρέπει να λειτουργήσει ένα τεράστιο σύστημα αναχρηματοδότησης».
Κύριος σκοπός είναι να αναχρηματοδοτήσει το χρέος που διατήρησε την οικονομική ανάπτυξη, αντί να αντλήσει νέο κεφάλαιο.
Ο Howell σημειώνει ότι οι σκιώδεις τράπεζες συνήθως εμπλέκονται στα δύο τρίτα αυτής της επιστροφής χρημάτων.
Ταυτόχρονα, η έκδοση μετοχών στον ανεπτυγμένο κόσμο έχει βυθιστεί και ό,τι έχει απομείνει από αυτήν έχει μετατοπιστεί προς τα ανατολικά.
Στη δεκαετία του 1990, οι ευρωπαϊκές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες αντιπροσώπευαν το 41% του συνόλου των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν μέσω αρχικών δημόσιων προσφορών με περισσότερες από 3.500 IPOs κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Ωστόσο, συγκέντρωσαν μόνο 19% μεταξύ 2012 και 2022.
Οι ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής ανησυχούν ότι οι εγχώριες αγορές μετοχών απέτυχαν να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Αλλά οι αριθμοί μαρτυρούν την πόλωση της παγκόσμιας βιομηχανίας και τη στροφή προς την Ασία, όπου οι επενδύσεις εξακολουθούν να πηγαίνουν σε μεγάλο βαθμό σε φυσικές εγκαταστάσεις και μηχανήματα που διψούν για κεφάλαιο, και όχι στο ανθρώπινο κεφάλαιο και άλλα άυλα περιουσιακά στοιχεία, που κυριαρχούν στις χρηματοδοτικές ανάγκες των δυτικών εταιρειών.
Ένας άλλος λόγος για τη μείωση των IPO είναι ότι πολλές εταιρείες private equities πλήρωσαν υπερβολικά για εξαγορές κατά την περίοδο των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων.
Μάλιστα, διατηρούν απούλητα περιουσιακά στοιχεία 3,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που διστάζουν να τα πουλήσουν ξανά στις δημόσιες αγορές έως ότου οι τιμές των μετοχών αυξηθούν αρκετά ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες ή να δημιουργήσουν κέρδος.
Εκτός από την παροχή οδών εξόδου για ιδιώτες, ο πρωταρχικός χρηματοδοτικός ρόλος της παγκόσμιας αγοράς μετοχών είναι τώρα η παροχή φρέσκου κεφαλαίου για την ενίσχυση της εταιρικής φερεγγυότητας σε περιόδους πίεσης.
Το 2009, για παράδειγμα, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι εισηγμένες μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες άντλησαν το ποσό ρεκόρ των 511 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω του χρηματιστηρίου.
Το μοτίβο επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του 2020, όταν η αγορά συγκέντρωσε 626 δισ. δολάρια μέσω έκδοσης νέων μετοχών από εισηγμένες μη χρηματοοικονομικές εταιρείες.
Ποιους κινδύνους εγκυμονεί για την οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτό το περίπλοκο, φορτωμένο με χρέη χρηματοπιστωτικό τοπίο;
Σαφώς, η συσσώρευση χρέους που υπερβαίνει την αύξηση του εθνικού εισοδήματος δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα και εγείρει ερωτήματα για τη βιωσιμότητά του.
Μεταξύ των προαπαιτούμενων για τη μείωσή του είναι η οικονομική ανάπτυξη, τα σχετικά χαμηλά επιτόκια και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Λίγες μεγάλες οικονομίες πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις.
Το πρόβλημα με το χρέος που έχει χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης είναι ότι οι δανειολήπτες πρέπει να μειώσουν την κατανάλωση για να αποπληρώσουν τους δανειστές τους.
Αυτό μειώνει τη συνολική ζήτηση, επειδή αυτοί οι αποταμιευτές είναι απρόθυμοι να δαπανήσουν κεφάλαια για κατανάλωση.
Αυτό τροφοδοτεί μια ήδη καταθλιπτική εικόνα ανάπτυξης.
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η ανάπτυξη τα επόμενα πέντε χρόνια θα πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών λόγω της μέτριας αύξησης στην παραγωγικότητα, των ασθενέστερων δημογραφικών στοιχείων, των αδύναμων επίπεδων επενδύσεων και των ουλών της πανδημίας.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις δέχονται έντονη πίεση τόσο για να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες όσο και να μειώσουν τους φόρους, κάτι το οποίο γίνεται μια ολοένα και πιο μη ρεαλιστική προσδοκία.
Μετά την επιστροφή του πληθωρισμού, η μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων εδώ και δεκαετίες έχει αυξήσει το βάρος του χρέους.
Όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ο Atif Mian επισημαίνει ότι μια οικονομία που βασίζεται στη συνεχή προσφορά νέου χρέους για τη δημιουργία ζήτησης είναι πάντα επιρρεπής σε διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αυτό συνεπάγεται πως οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να έχουν πάντα έτοιμο backstop, φορτώνοντας τους δικούς τους ισολογισμούς.
Όλα αυτά ενδέχεται να απαιτούν επανεξέταση της φύσης του κινδύνου που ενυπάρχει στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Οι οικονομολόγοι και οι αναλογιστές χαρακτηρίζουν εδώ και καιρό τα κρατικά ομόλογα ως «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία που παρέχουν απόδοση χωρίς κίνδυνο.
Πολλοί ισχυρίζονται επίσης ότι τα ομόλογα παρέχουν ασφάλεια έναντι της αστάθειας των «επικίνδυνων» μετοχών.
Ωστόσο, για να θεωρηθεί ένα κρατικό ομόλογο ως πραγματικά ακίνδυνο θα πρέπει η πιθανότητα χρεοκοπίας της αντίστοιχης οικονομίας να είναι αμελητέα και η εκάστοτε κυβέρνηση να είναι δημοσιονομικά συντηρητική.
Η πραγματικότητα πολλές φορές διαψεύδει τις προσδοκίες.
Στην Επετηρίδα της UBS Global Investment Returns, οι ακαδημαϊκοί Elroy Dimson, Paul Marsh και Mike Staunton δείχνουν ότι οι πτώσεις στην αγορά ομολόγων - από τις κορυφαίες έως τις κατώτερες πτώσεις - ήταν ιστορικά μεγαλύτερες ή/και μεγαλύτερες από ό,τι για τις μετοχές.
Συμπεραίνουν δε –σχεδόν ωμά– ότι τα ομόλογα δεν είναι «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία.
Στη συνέχεια επισημαίνουν ότι, παρότι λόγω της αρνητικής συσχέτισης των μετοχών και των ομολόγων από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα δύο εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δρούσαν αντισταθμιστικά το ένα απέναντι στο άλλο, αυτή η περίοδος ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Ήταν ουσιαστικά το προϊόν της παράξενα χαλαρής νομισματικής πολιτικής και του πολύ χαμηλού πληθωρισμού.
Τα ζητήματα του αυξανόμενου κινδύνου χρεοκοπίας, της δημοσιονομικής ασυδοσίας και της υψηλής αστάθειας εγείρουν ιδιαίτερα ερωτήματα για τις ΗΠΑ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 44% της παγκόσμιας αγοράς κρατικών ομολόγων.
Σημειώνεται πως διαχειρίζονται το κατεξοχήν αποθεματικό νόμισμα στον κόσμ και είναι ο κύριος πάροχος «ασφαλών» περιουσιακών στοιχείων σε παγκόσμιους επενδυτές που αποστρέφονται τον κίνδυνο.
Αυτοί οι επενδυτές δεν μπορούν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα των αυξανόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους, πρώτα υπό την κυβέρνηση Trump και τώρα υπό τον Πρόεδρο Joe Biden.
Το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει κηρύξει το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο και οι συνεχείς μάχες στο Καπιτώλιο για το ανώτατο όριό του έχουν φέρει τις ΗΠΑ επικίνδυνα κοντά στην χρεοκοπία.
Θα μπορούσε επίσης να εκθρονιστεί το πανίσχυρο δολάριο;
Τέτοιες προβλέψεις έχουν ιστορία και πάντα αποδεικνύονταν λανθασμένες, επειδή οι χώρες που προσφέρουν πραγματικά ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως η Γερμανία και τα σκανδιναβικά κράτη στην Ευρώπη, παρέχουν αρκετά από αυτά ικανοποιώντας ένα μικρό κλάσμα της παγκόσμιας ζήτησης.
Ακόμη και με τη χαοτική πολιτική της, την αυξανόμενη δημοσιονομική ευθραυστότητα και τις ολοένα και πιο ταραγμένες αγορές δημόσιου χρέους, δεν υπάρχει ακόμη ρεαλιστική εναλλακτική λύση στην οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ.
Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι η Federal Reserve θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την αγορά των κρατικών ομολόγων και το τραπεζικό σύστημα.
Με τις ΗΠΑ και πολλούς άλλους να ανταποκρίνονται στην εξαρτώμενη από το χρέος ανάπτυξη εφαρμόζοντας βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά και νομισματικά διορθωτικά μέτρα αντί για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί ως γιγαντιαίος γύψος για την αντιμετώπιση καταγμάτων που οφείλονται σε ενδημικές ανισορροπίες και περιοδικές κρίσεις.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών