Βελτιωμένος ο τραπεζικός τομέας αλλά αρχίζουν να εμφανίζονται κίνδυνοι πιστωτικών περιορισμών, αναφέρει η Bank of America
Πολλά τα «ναι μεν, αλλά…» της τράπεζας Bank of America σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, μετά το ταξίδι των αναλυτών της στην Αθήνα.
Ο αμερικανικός οίκος προσπαθεί να λειάνει τις γωνίες, να αμβλύνει τις εντυπώσεις, να κρύψει τα προβλήματα κάτω από το χαλί, ωστόσο, όπως λέει η παροιμία, «θέλει η “κυρία” να κρυφτεί, αλλά η χαρά δεν την αφήνει…».
Μεταξύ των ενδιάμεσων συνήθων τυπικών διαπιστώσεων πως η οικονομία πάει καλά διαπιστώνει σοβαρά προβλήματα σε σχέση με την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, το πολιτικό ρίσκο, τον πληθωρισμό, την ανεπαρκή δανειοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη μονοκαλλιέργεια του Τουρισμού και της Ναυτιλίας, καθώς επίσης και τις καθυστερήσεις σε ό,τι αφορά την απονομή Δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, εν αρχή, η BofA κάνει λόγο για θετική πορεία των μακροοικονομικών δεδομένων, καθώς η ελληνική κυβέρνηση τηρεί χρηστή στάση στα δημοσιονομικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμά πως η οικονομία της χώρας θα συνεχίσει να τρέχει γρηγορότερα από τις υπόλοιπες στην Ευρωζώνη.
Αυτή η υπεραπόδοση ερείδεται, κατά την τράπεζα, σε τρεις παράγοντες:
1) στη ρευστότητα χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης,
2) στη μέτρια μετακύλιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής,
και στη 3) δημοσιονομική σύνεση και εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Από την άλλη, η ελληνική οικονομία «παραμένει υπό πίεση λόγω πολλών διαρθρωτικών σημείων συμφόρησης. Την ίδια στιγμή, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη είναι εύθραυστα (υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από ασταθείς τομείς όπως ο τουρισμός ή η ναυτιλία). Συνεπώς οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι λοξοί προς τα κάτω» σημειώνει η BofA.
Ακολουθώντας την τακτική μια στο καρφί και μια στο πέταλο, η BofA, μετά την παράθεση αρνητικών παραγόντων, συνεχίζει αναφέροντας κάποια θετικά: «Το α’ εξάμηνο του 2024, η ανάπτυξη διατήρησε τη θετική της δυναμική (ανάπτυξη 1,1% σε τριμηνιαία βάση το δεύτερο τρίμηνο από 0,8% το α’ τρίμηνο).
Το οικονομικό κλίμα συνεχίζει να εμπνέει αισιοδοξία, η αγορά εργασίας ανακάμπτει με σταθερό ρυθμό (με το ποσοστό ανεργίας να φτάνει σε μονοψήφια επίπεδα για πρώτη φορά μετά τα χρόνια της κρίσης και η θερινή τουριστική περίοδος ήταν πολύ δυνατή.
Στο πολιτικό μέτωπο, υπάρχει σταθερότητα παρά τις εσωτερικές διαφωνίες στα κύρια κόμματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επόμενες εκλογές θα είναι το 2027.
Η εγχώρια ζήτηση (κυρίως μέσω ιδιωτικής κατανάλωσης και κεφαλαίου κεφαλαίου) είναι πιθανό να παραμείνει η κινητήρια δύναμη του ΑΕΠ – ενώ οι καθαρές εξαγωγές θα αρχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη ξεκινώντας από το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και οι βελτιώσεις στην αγορά εργασίας θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και η συνεχής προσπάθεια για την κάλυψη του χάσματος κεφαλαίου έναντι των ετών της κρίσης θα δώσουν ώθηση στις επενδύσεις»
Βελτιωμένος ο τραπεζικός τομέας αλλά εμφανίζονται κίνδυνοι πιστωτικών περιορισμών
Σε σχέση με τις τράπεζες, η BofA αναφέρει: «Σχετικά με την πιστωτική δυναμική, οι συναντήσεις μας στην Αθήνα μάς άφησαν μια ξινή επίγευση σχετικά με τον κίνδυνο πιστωτικών περιορισμών.
Είναι αλήθεια ότι ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε καλύτερη θέση και η εστίαση στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι έντονη.
Έχουμε την εντύπωση ότι η πρόσβαση στην πιστωτική αγορά είναι ικανοποιητική για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πολύ λιγότερο για τις ΜΜΕ (και τα νοικοκυριά).
Είναι αλήθεια ότι η κληρονομιά του παρελθόντος εξακολουθεί να… δαγκώνει και προτεραιότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα παραμένει -δικαίως- ο περιορισμός των κινδύνων γύρω από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Εντούτοις, μεγάλο μέρος της πίστωσης έχει στραφεί πρόσφατα προς μεγάλες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, οι οποίες επωφελούνται από: i) ένα υποστηρικτικό πιστωτικό ιστορικό και ii) τη διευκόλυνση της επιλεξιμότητας για κεφάλαια που συγχρηματοδοτούνται από τα ταμεία της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, οι ΜμΕ φαίνεται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην πιστωτική αγορά, καθώς: 1) η επιλεξιμότητα για συγχρηματοδοτούμενα έργα RRP εξαρτάται από την εκπλήρωση των πράσινων/ψηφιακών κριτηρίων που ενδέχεται να μην αποτελούν άμεση προτεραιότητα/προσέγγιση για τις ΜΜΕ
και 2) ένα μεγάλο μερίδιο των ΜΜΕ θεωρείται «μη τραπεζικό» δεδομένης της δυσμενούς διάθεσης των τραπεζών για ανάληψη κινδύνων ή/και του ελλιπούς πιστωτικού ιστορικού της εκάστοτε επιχείρησης.
Τα παραπάνω προστίθενται στην υποτονική ζήτηση πιστώσεων, όπως αναφέρθηκε στις συναντήσεις μας με Έλληνες εγχώριους παίκτες – αλλά με τη συνήθη επιφύλαξη ότι είναι δύσκολο να ξεμπερδέψουμε αποθαρρυμένοι από την περιττή ζήτηση.
Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι είναι ένας συνδυασμός και των δύο και οι ελληνικές ΜμΕ φαίνονται πιο περιορισμένες/αποθαρρυμένες ως προς τις πιστώσεις από ότι οι επιχειρήσεις άλλων χωρών.
Με προτεραιότητα την κλιμάκωση της παραγωγικής ικανότητας σε ολόκληρη την οικονομία προειδοποιούμε για τις αρνητικές επιπτώσεις των πιστωτικών περιορισμών που επανεμφανίζονται για εκείνες τις “μη εξυπηρετούμενες” αλλά αξιόπιστες ΜμΕ».
Τα προβλήματα
Κάπως έτσι, αφού έχει απαριθμήσει τα καλά και… συμφέροντα, η BofA συνεχίζει τραβώντας το χαλί και αποκαλύπτοντας τη σκόνη:
Υπάρχει πρόβλημα με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης σε ό,τι αφορά την απορρόφησή τους: «Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 17,2 δισ. ευρώ (7,6 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,6 δισ. ευρώ σε δάνεια) – περίπου το 48% του συνολικού κονδυλίου του ταμείου RRF.
Όσον αφορά την εκτέλεση, ενώ η εκταμίευση της συνιστώσας των δανείων βρίσκεται λίγο-πολύ σε καλό δρόμο, η συνιστώσα των επιχορηγήσεων τελεί εν αμφιβόλω.
Μάλιστα, διαπιστώνονται καθυστερήσεις λόγω γραφειοκρατίας.
Από το κονδύλι των επιχορηγήσεων, οι εισπράξεις μετρητών από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,74 δισ. ευρώ έχουν διοχετευθεί σε επιχειρήσεις και 2,6 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης.
Όσον αφορά τα δάνεια, οι εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 9,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,3 δισ. ευρώ έχουν δοθεί σε επιχειρήσεις.
«Από τις συναντήσεις μας αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελλάδα είναι πιθανό να χρειαστεί επέκταση του χρονικού ορίζοντα του RRP τουλάχιστον έως το 2027.
Πιθανότατα, δεν θα είναι μόνη που θα ζητήσει παράταση από τις Βρυξέλλες.
Ωστόσο, όσον αφορά το RRP για τη συγκεκριμένη χώρα, επισημαίνουμε ότι οι κίνδυνοι δεν σχετίζονται μόνο με καθυστερήσεις υλοποίησης/πραγματικές διολισθήσεις δαπανών πέραν του 2026, αλλά και με την πλήρη απορρόφηση των κεφαλαίων RRP.
Δεδομένης της προϋπόθεσης συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην υλοποίηση του σχεδίου, σε συνδυασμό με αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας, ελλοχεύει ο κίνδυνος έλλειψης επαρκούς ζήτησης».
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, λέει η BofA, «η εικόνα παραμένει ρόδινη.
Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό διαρθρωτικό σχέδιο που δημοσίευσε η κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο αντανακλά μια ενάρετη δημοσιονομική πορεία.
Συνοπτικά, τα κύρια δομικά στοιχεία του σχεδίου περιλαμβάνουν ονομαστικό έλλειμμα κάτω του 1% τα επόμενα δύο χρόνια και με ασφάλεια κάτω από το όριο του 3% μεσοπρόθεσμα.
Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να φτάσει το 2% του ΑΕΠ το 2025 και να συγκλίνει στο 2,3% από το 2028.
Ο δείκτης χρέους βρίσκεται σε πτωτική τροχιά.
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι ότι ο δείκτης ελληνικού χρέους αναμένεται να πέσει κάτω από το ιταλικό έως το 2028.
Σε κάθε περίπτωση, ανεπίλυτες διαρθρωτικές προκλήσεις εγκυμονούν καθοδικούς κινδύνους.
«Η θετική άποψή μας πλαισιώνεται από μια ισορροπία κινδύνων που, για εμάς, φαίνεται λοξή προς τα κάτω. Πέρα από τους κινδύνους που προαναφέρθηκαν, επισημαίνουμε τον κίνδυνο βραδύτερου αποπληθωρισμού από ό,τι στην υπόλοιπη ευρωζώνη: ο ελληνικός πληθωρισμός εξακολουθεί να τρέχει πάνω από το 2% (στο 3,1% έναντι 1,7% της ΕΕ τον Σεπτέμβριο. Ο πληθωρισμός θα μπορούσε πράγματι να εμποδίσει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος.
Επίσης, η βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες.
Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων (κεφαλαίου και εργασίας, για την αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας), η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν βασικές προκλήσεις.
Μεσοπρόθεσμα, θα χρειαστεί προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ώστε να αντιμετωπιστούν διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τα ακόμη χαμηλά επίπεδα επενδύσεων. Αυτές οι διαρθρωτικές προκλήσεις που δεν έχουν αντιμετωπιστεί αφήνουν την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους» λέει η BofA.
Συν τοις άλλοις, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας θα ενισχύσουν την αγορά εργασίας, όπως και οι προσπάθειες ψηφιοποίησης της οικονομίας.
Τέλος, σημαντικό είναι να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης, καταλήγει η αμερικανική τράπεζα.
www.bankingnews.gr
Ο αμερικανικός οίκος προσπαθεί να λειάνει τις γωνίες, να αμβλύνει τις εντυπώσεις, να κρύψει τα προβλήματα κάτω από το χαλί, ωστόσο, όπως λέει η παροιμία, «θέλει η “κυρία” να κρυφτεί, αλλά η χαρά δεν την αφήνει…».
Μεταξύ των ενδιάμεσων συνήθων τυπικών διαπιστώσεων πως η οικονομία πάει καλά διαπιστώνει σοβαρά προβλήματα σε σχέση με την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, το πολιτικό ρίσκο, τον πληθωρισμό, την ανεπαρκή δανειοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη μονοκαλλιέργεια του Τουρισμού και της Ναυτιλίας, καθώς επίσης και τις καθυστερήσεις σε ό,τι αφορά την απονομή Δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, εν αρχή, η BofA κάνει λόγο για θετική πορεία των μακροοικονομικών δεδομένων, καθώς η ελληνική κυβέρνηση τηρεί χρηστή στάση στα δημοσιονομικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμά πως η οικονομία της χώρας θα συνεχίσει να τρέχει γρηγορότερα από τις υπόλοιπες στην Ευρωζώνη.
Αυτή η υπεραπόδοση ερείδεται, κατά την τράπεζα, σε τρεις παράγοντες:
1) στη ρευστότητα χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης,
2) στη μέτρια μετακύλιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής,
και στη 3) δημοσιονομική σύνεση και εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Από την άλλη, η ελληνική οικονομία «παραμένει υπό πίεση λόγω πολλών διαρθρωτικών σημείων συμφόρησης. Την ίδια στιγμή, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη είναι εύθραυστα (υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από ασταθείς τομείς όπως ο τουρισμός ή η ναυτιλία). Συνεπώς οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι λοξοί προς τα κάτω» σημειώνει η BofA.
Ακολουθώντας την τακτική μια στο καρφί και μια στο πέταλο, η BofA, μετά την παράθεση αρνητικών παραγόντων, συνεχίζει αναφέροντας κάποια θετικά: «Το α’ εξάμηνο του 2024, η ανάπτυξη διατήρησε τη θετική της δυναμική (ανάπτυξη 1,1% σε τριμηνιαία βάση το δεύτερο τρίμηνο από 0,8% το α’ τρίμηνο).
Το οικονομικό κλίμα συνεχίζει να εμπνέει αισιοδοξία, η αγορά εργασίας ανακάμπτει με σταθερό ρυθμό (με το ποσοστό ανεργίας να φτάνει σε μονοψήφια επίπεδα για πρώτη φορά μετά τα χρόνια της κρίσης και η θερινή τουριστική περίοδος ήταν πολύ δυνατή.
Στο πολιτικό μέτωπο, υπάρχει σταθερότητα παρά τις εσωτερικές διαφωνίες στα κύρια κόμματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επόμενες εκλογές θα είναι το 2027.
Η εγχώρια ζήτηση (κυρίως μέσω ιδιωτικής κατανάλωσης και κεφαλαίου κεφαλαίου) είναι πιθανό να παραμείνει η κινητήρια δύναμη του ΑΕΠ – ενώ οι καθαρές εξαγωγές θα αρχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη ξεκινώντας από το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και οι βελτιώσεις στην αγορά εργασίας θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και η συνεχής προσπάθεια για την κάλυψη του χάσματος κεφαλαίου έναντι των ετών της κρίσης θα δώσουν ώθηση στις επενδύσεις»
Βελτιωμένος ο τραπεζικός τομέας αλλά εμφανίζονται κίνδυνοι πιστωτικών περιορισμών
Σε σχέση με τις τράπεζες, η BofA αναφέρει: «Σχετικά με την πιστωτική δυναμική, οι συναντήσεις μας στην Αθήνα μάς άφησαν μια ξινή επίγευση σχετικά με τον κίνδυνο πιστωτικών περιορισμών.
Είναι αλήθεια ότι ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε καλύτερη θέση και η εστίαση στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι έντονη.
Έχουμε την εντύπωση ότι η πρόσβαση στην πιστωτική αγορά είναι ικανοποιητική για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πολύ λιγότερο για τις ΜΜΕ (και τα νοικοκυριά).
Είναι αλήθεια ότι η κληρονομιά του παρελθόντος εξακολουθεί να… δαγκώνει και προτεραιότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα παραμένει -δικαίως- ο περιορισμός των κινδύνων γύρω από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Εντούτοις, μεγάλο μέρος της πίστωσης έχει στραφεί πρόσφατα προς μεγάλες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, οι οποίες επωφελούνται από: i) ένα υποστηρικτικό πιστωτικό ιστορικό και ii) τη διευκόλυνση της επιλεξιμότητας για κεφάλαια που συγχρηματοδοτούνται από τα ταμεία της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, οι ΜμΕ φαίνεται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην πιστωτική αγορά, καθώς: 1) η επιλεξιμότητα για συγχρηματοδοτούμενα έργα RRP εξαρτάται από την εκπλήρωση των πράσινων/ψηφιακών κριτηρίων που ενδέχεται να μην αποτελούν άμεση προτεραιότητα/προσέγγιση για τις ΜΜΕ
και 2) ένα μεγάλο μερίδιο των ΜΜΕ θεωρείται «μη τραπεζικό» δεδομένης της δυσμενούς διάθεσης των τραπεζών για ανάληψη κινδύνων ή/και του ελλιπούς πιστωτικού ιστορικού της εκάστοτε επιχείρησης.
Τα παραπάνω προστίθενται στην υποτονική ζήτηση πιστώσεων, όπως αναφέρθηκε στις συναντήσεις μας με Έλληνες εγχώριους παίκτες – αλλά με τη συνήθη επιφύλαξη ότι είναι δύσκολο να ξεμπερδέψουμε αποθαρρυμένοι από την περιττή ζήτηση.
Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι είναι ένας συνδυασμός και των δύο και οι ελληνικές ΜμΕ φαίνονται πιο περιορισμένες/αποθαρρυμένες ως προς τις πιστώσεις από ότι οι επιχειρήσεις άλλων χωρών.
Με προτεραιότητα την κλιμάκωση της παραγωγικής ικανότητας σε ολόκληρη την οικονομία προειδοποιούμε για τις αρνητικές επιπτώσεις των πιστωτικών περιορισμών που επανεμφανίζονται για εκείνες τις “μη εξυπηρετούμενες” αλλά αξιόπιστες ΜμΕ».
Τα προβλήματα
Κάπως έτσι, αφού έχει απαριθμήσει τα καλά και… συμφέροντα, η BofA συνεχίζει τραβώντας το χαλί και αποκαλύπτοντας τη σκόνη:
Υπάρχει πρόβλημα με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης σε ό,τι αφορά την απορρόφησή τους: «Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 17,2 δισ. ευρώ (7,6 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,6 δισ. ευρώ σε δάνεια) – περίπου το 48% του συνολικού κονδυλίου του ταμείου RRF.
Όσον αφορά την εκτέλεση, ενώ η εκταμίευση της συνιστώσας των δανείων βρίσκεται λίγο-πολύ σε καλό δρόμο, η συνιστώσα των επιχορηγήσεων τελεί εν αμφιβόλω.
Μάλιστα, διαπιστώνονται καθυστερήσεις λόγω γραφειοκρατίας.
Από το κονδύλι των επιχορηγήσεων, οι εισπράξεις μετρητών από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,74 δισ. ευρώ έχουν διοχετευθεί σε επιχειρήσεις και 2,6 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης.
Όσον αφορά τα δάνεια, οι εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 9,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,3 δισ. ευρώ έχουν δοθεί σε επιχειρήσεις.
«Από τις συναντήσεις μας αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελλάδα είναι πιθανό να χρειαστεί επέκταση του χρονικού ορίζοντα του RRP τουλάχιστον έως το 2027.
Πιθανότατα, δεν θα είναι μόνη που θα ζητήσει παράταση από τις Βρυξέλλες.
Ωστόσο, όσον αφορά το RRP για τη συγκεκριμένη χώρα, επισημαίνουμε ότι οι κίνδυνοι δεν σχετίζονται μόνο με καθυστερήσεις υλοποίησης/πραγματικές διολισθήσεις δαπανών πέραν του 2026, αλλά και με την πλήρη απορρόφηση των κεφαλαίων RRP.
Δεδομένης της προϋπόθεσης συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην υλοποίηση του σχεδίου, σε συνδυασμό με αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας, ελλοχεύει ο κίνδυνος έλλειψης επαρκούς ζήτησης».
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, λέει η BofA, «η εικόνα παραμένει ρόδινη.
Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό διαρθρωτικό σχέδιο που δημοσίευσε η κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο αντανακλά μια ενάρετη δημοσιονομική πορεία.
Συνοπτικά, τα κύρια δομικά στοιχεία του σχεδίου περιλαμβάνουν ονομαστικό έλλειμμα κάτω του 1% τα επόμενα δύο χρόνια και με ασφάλεια κάτω από το όριο του 3% μεσοπρόθεσμα.
Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να φτάσει το 2% του ΑΕΠ το 2025 και να συγκλίνει στο 2,3% από το 2028.
Ο δείκτης χρέους βρίσκεται σε πτωτική τροχιά.
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι ότι ο δείκτης ελληνικού χρέους αναμένεται να πέσει κάτω από το ιταλικό έως το 2028.
Σε κάθε περίπτωση, ανεπίλυτες διαρθρωτικές προκλήσεις εγκυμονούν καθοδικούς κινδύνους.
«Η θετική άποψή μας πλαισιώνεται από μια ισορροπία κινδύνων που, για εμάς, φαίνεται λοξή προς τα κάτω. Πέρα από τους κινδύνους που προαναφέρθηκαν, επισημαίνουμε τον κίνδυνο βραδύτερου αποπληθωρισμού από ό,τι στην υπόλοιπη ευρωζώνη: ο ελληνικός πληθωρισμός εξακολουθεί να τρέχει πάνω από το 2% (στο 3,1% έναντι 1,7% της ΕΕ τον Σεπτέμβριο. Ο πληθωρισμός θα μπορούσε πράγματι να εμποδίσει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος.
Επίσης, η βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες.
Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων (κεφαλαίου και εργασίας, για την αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας), η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν βασικές προκλήσεις.
Μεσοπρόθεσμα, θα χρειαστεί προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ώστε να αντιμετωπιστούν διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τα ακόμη χαμηλά επίπεδα επενδύσεων. Αυτές οι διαρθρωτικές προκλήσεις που δεν έχουν αντιμετωπιστεί αφήνουν την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους» λέει η BofA.
Συν τοις άλλοις, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας θα ενισχύσουν την αγορά εργασίας, όπως και οι προσπάθειες ψηφιοποίησης της οικονομίας.
Τέλος, σημαντικό είναι να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης, καταλήγει η αμερικανική τράπεζα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών