Το εναλλακτικό σχέδιο χρηματοδότησης χωρίς τραπεζικά δάνεια – Μεξικό, Αργεντινή, Ουρουγουάη είναι ορισμένα παραδείγματα
Τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης της οικονομικής ανάπτυξης χωρίς δάνεια από τις τράπεζες, εξετάζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Παρά την κρατούσα άποψη ότι η τραπεζική πίστη είναι η μοναδική πηγή ρευστότητας, διαπιστώνεται από τη διεθνή βιβλιογραφία ότι οι εναλλακτικές πηγές είναι αρκετές.
Ένα βασικό σημείο σύγκλισης των σχετικών ακαδημαϊκών μελετών είναι ότι η επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης χωρίς τραπεζικό δανεισμό βασίζεται κατ’ αρχήν στην αξιοποίηση
της πλεονάζουσας δυναμικότητας παραγωγικών συντελεστών που έχει προκύψει κατά την ύφεση.
Συνεπώς, βραχυπρόθεσμα, μια αύξηση της τραπεζικής πίστης δεν θεωρείται προαπαιτούμενο για την οικονομική ανάκαμψη και τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος (Calvo et al. 2006 και
Sugawara and Zalduendo 2013).
Με τις πρώτες ενδείξεις μιας επικείμενης ανάκαμψης, οι υγιείς επιχειρήσεις χρηματοδοτούν οι ίδιες την επέκταση των εργασιών τους, αντλώντας από τα ίδια κεφάλαια και την καθαρή αποταμίευσή τους ή και παρακρατώντας μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους, αποδίδοντας δηλαδή μικρότερο μέρισμα στους μετόχους τους (Claessens et al. 2009).
Οι εισηγμένες επιχειρήσεις αξιοποιούν επιπλέον και τη δυνατότητά τους να αντλήσουν νέα κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις συχνά επιλέγουν την άντληση ρευστότητας υπό τη μορφή δανειακών κεφαλαίων μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολογιακών τίτλων στις διεθνείς χρηματαγορές.
Τέλος, ειδικότερα οι εξαγωγικού προσανατολισμού επιχειρήσεις με μακροχρόνιες και σταθερές εμπορικές συνεργασίες καταφεύγουν κατά
κανόνα και στη διεκδίκηση επιπρόσθετων εμπορικών πιστώσεων (trade credit) από τις εταιρίες του εξωτερικού με τις οποίες συναλλάσσονται, αντισταθμίζοντας έτσι ως ένα βαθμό την
έλλειψη τραπεζικής πίστης (Claessens et al. 2009).
∆ιαπιστώνεται συνεπώς ότι για τις υγιείς και παραγωγικές επιχειρηματικές μονάδες είναι αρκετές οι διαθέσιμες εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης μιας επέκτασης των δραστηριοτήτων τους κατά την έξοδο από την ύφεση, οι οποίες
φαίνεται ότι αξιοποιούνται στις περιπτώσεις ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό που έχουν μελετηθεί διεθνώς.
Η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο χρηματοδότησης νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Έχει διαπιστωθεί ότι μια αύξηση των ξένων
άμεσων επενδύσεων συμβάλλει σημαντικά στην εκκίνηση και επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης αλλά και στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, αφού αυτές συνήθως οδηγούν στην εισαγωγή σύγχρονης τεχνογνωσίας και κατευθύνονται κατά κανόνα σε κλάδους ιδιαίτερα δυναμικούς.
Προς την κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής της οικονομίας και της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων συμβάλλει και η στοχευμένη φορολογική ελάφρυνση επιλεγμένων κλάδων, για παράδειγμα κλάδων με εξαγωγικό προσανατολισμό, αφού οδηγεί σε βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας που αυτοί αντιμετωπίζουν, επιτρέποντάς τους να επεκτείνουν
τις δραστηριότητές τους παρά την περιορισμένη πρόσβαση σε τραπεζική πίστη (Aghion et al.2009).
Ενισχύεται έτσι η οικονομική δραστηριότητα, θέτοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια μιας σταθερής μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής πορείας.
Γενικότερα, μια ύφεση είναι πιθανό αλλά και ευκταίο να οδηγήσει στην ανακατανομή των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων προς κλάδους που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά και εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Συνακόλουθη της ύφεσης είναι και μια σταδιακή ανακατανομή
της τραπεζικής πίστης προς τους κλάδους αυτούς, καθώς οι τράπεζες υιοθετούν αυστηρότερα κριτήρια για την έγκριση νέων δανείων.
Έτσι, επιτελώντας το θεμελιώδη διαμεσολαβητικό τους
ρόλο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξακολουθούν να λειτουργούν ως χρηματοδότες τόσο της
αναδιάρθρωσης όσο και αυτής καθεαυτής της ανάκαμψης της οικονομίας, ακόμη και όταν η τραπεζική πίστη ως σύνολο φαίνεται να παραμένει στάσιμη.
Επιλεγμένα παραδείγματα “ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό”
Στη διεθνή βιβλιογραφία εξετάζονται πολυάριθμα επεισόδια ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό.
Η πλειονότητα αφορά αναδυόμενες οικονομίες, καθώς το υπό εξέταση φαινόμενο είναι
σαφώς συχνότερο μεταξύ αυτών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις της
Αργεντινής το 2002, του Μεξικού το 1995 και της Ουρουγουάης το 1985, στις οποίες μάλιστα ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ταχύς. Ωστόσο, από τη μελέτη του συνόλου των καταγεγραμμένων ανα-
κάμψεων χωρίς τραπεζικό δανεισμό προκύπτει ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ είναι
περίπου κατά 30% βραδύτερος σε σύγκριση με τις ανακάμψεις κατά τις οποίες η ανάπτυξη υποστηρίζεται και από πιστωτική επέκταση.
Οι περιπτώσεις ανάκαμψης της Ιρλανδίας, της Λετονίας και της Ισλανδίας μετά την πρόσφατη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση είναι εκείνες οι οποίες μνημονεύονται συχνότερα ως σύγχρονα
παραδείγματα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ειδικά στην περίπτωση της Λετονίας το φαινόμενο ήταν έντονο, αφού τα τελευταία τρία έτη καταγράφεται
ταχεία αύξηση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους (κατά περίπου 5% ετησίως), με παράλληλη μείωση της συνολικής τραπεζικής πίστης προς την ιδιωτική οικονομία.
Καθοριστικό ρόλο φαίνεται να διαδραμάτισε ο υψηλός βαθμός εξαγωγικού προσανατολισμού των χωρών αυτών.
Τόσο η Ιρλανδία όσο και η Λετονία θεωρείται ότι ανέκαμψαν υποκινούμενες κατ’ εξοχήν από την κατακόρυφη αύξηση των εξαγωγών τους, οι οποίες έφθασαν το 108% και 61% του ΑΕΠ αντίστοιχα το 2012. Στην περίπτωση της Λεττονίας, το χαμηλό επίπεδο δημόσιου χρέους επέτρεψε επιπλέον την εφαρμογή λιγότερο περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, αμβλύνοντας έτσι σε κάποιο βαθμό την κάμψη στην εγχώρια ζήτηση και εξομαλύνοντας τις συνθήκες ρευστότητας.
Στην ανάκαμψη της Ισλανδίας, πέραν του εξωστρεφούς προσανατολισμού της οικονομίας, καταλυτική για την τόνωση των εξαγωγών ήταν και η δραστική υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος.
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό φαίνεται να είναι η ίδια η ζώνη του ευρώ, η οποία ανέκαμψε πρόσφατα από την ύφεση με παράλληλη μείωση της τραπεζικής πίστης προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Συμπέρασμα
Το φαινόμενο της ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό έχει καταγραφεί επανειλημμένα διεθνώς και τείνει να παρατηρείται με αυξανόμενη συχνότητα μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών κατά την σταδιακή έξοδό τους από την πρόσφατη διεθνή ύφεση. Από τη διεθνή εμπειρία προκύπτει ότι ο ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κατά
κανόνα βραδύτερος, καθιστώντας έτσι λιγότερο ελκυστική μια ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό σε σχέση με την εναλλακτική περίπτωση μιας ανάκαμψης με πιστωτική επέκταση.
Το εύρημα αυτό συνάδει με την εμπειρικά τεκμηριωμένη άποψη ότι μια αύξηση της ρευστότητας έχει βραχυπρόθεσμα θετικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομική δραστηριότητα.
Μολαταύτα έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης της ανάπτυξης οι οποίες, απούσας της τραπεζικής πίστης, αξιοποιούνται από τις επιχειρήσεις και μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομική ανάκαμψη κατά τα πρώτα χρόνια.
Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι τόσο αυτές οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης όσο και η εγγενής τάση του χρηματοπιστωτικού τομέα προς πιο στοχευμένη χορήγηση πιστώσεων ενθαρρύνουν τη σταδιακή μεταστροφή της παραγωγικής δομής της οικονομίας προς κλάδους παραγωγικότερους.
Συνεπώς, ακόμη και σε μια ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό, ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος παραμένει σημαντικός.
www.bankingnews.gr
Παρά την κρατούσα άποψη ότι η τραπεζική πίστη είναι η μοναδική πηγή ρευστότητας, διαπιστώνεται από τη διεθνή βιβλιογραφία ότι οι εναλλακτικές πηγές είναι αρκετές.
Ένα βασικό σημείο σύγκλισης των σχετικών ακαδημαϊκών μελετών είναι ότι η επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης χωρίς τραπεζικό δανεισμό βασίζεται κατ’ αρχήν στην αξιοποίηση
της πλεονάζουσας δυναμικότητας παραγωγικών συντελεστών που έχει προκύψει κατά την ύφεση.
Συνεπώς, βραχυπρόθεσμα, μια αύξηση της τραπεζικής πίστης δεν θεωρείται προαπαιτούμενο για την οικονομική ανάκαμψη και τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος (Calvo et al. 2006 και
Sugawara and Zalduendo 2013).
Με τις πρώτες ενδείξεις μιας επικείμενης ανάκαμψης, οι υγιείς επιχειρήσεις χρηματοδοτούν οι ίδιες την επέκταση των εργασιών τους, αντλώντας από τα ίδια κεφάλαια και την καθαρή αποταμίευσή τους ή και παρακρατώντας μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους, αποδίδοντας δηλαδή μικρότερο μέρισμα στους μετόχους τους (Claessens et al. 2009).
Οι εισηγμένες επιχειρήσεις αξιοποιούν επιπλέον και τη δυνατότητά τους να αντλήσουν νέα κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις συχνά επιλέγουν την άντληση ρευστότητας υπό τη μορφή δανειακών κεφαλαίων μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολογιακών τίτλων στις διεθνείς χρηματαγορές.
Τέλος, ειδικότερα οι εξαγωγικού προσανατολισμού επιχειρήσεις με μακροχρόνιες και σταθερές εμπορικές συνεργασίες καταφεύγουν κατά
κανόνα και στη διεκδίκηση επιπρόσθετων εμπορικών πιστώσεων (trade credit) από τις εταιρίες του εξωτερικού με τις οποίες συναλλάσσονται, αντισταθμίζοντας έτσι ως ένα βαθμό την
έλλειψη τραπεζικής πίστης (Claessens et al. 2009).
∆ιαπιστώνεται συνεπώς ότι για τις υγιείς και παραγωγικές επιχειρηματικές μονάδες είναι αρκετές οι διαθέσιμες εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης μιας επέκτασης των δραστηριοτήτων τους κατά την έξοδο από την ύφεση, οι οποίες
φαίνεται ότι αξιοποιούνται στις περιπτώσεις ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό που έχουν μελετηθεί διεθνώς.
Η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο χρηματοδότησης νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Έχει διαπιστωθεί ότι μια αύξηση των ξένων
άμεσων επενδύσεων συμβάλλει σημαντικά στην εκκίνηση και επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης αλλά και στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, αφού αυτές συνήθως οδηγούν στην εισαγωγή σύγχρονης τεχνογνωσίας και κατευθύνονται κατά κανόνα σε κλάδους ιδιαίτερα δυναμικούς.
Προς την κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής της οικονομίας και της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων συμβάλλει και η στοχευμένη φορολογική ελάφρυνση επιλεγμένων κλάδων, για παράδειγμα κλάδων με εξαγωγικό προσανατολισμό, αφού οδηγεί σε βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας που αυτοί αντιμετωπίζουν, επιτρέποντάς τους να επεκτείνουν
τις δραστηριότητές τους παρά την περιορισμένη πρόσβαση σε τραπεζική πίστη (Aghion et al.2009).
Ενισχύεται έτσι η οικονομική δραστηριότητα, θέτοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια μιας σταθερής μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής πορείας.
Γενικότερα, μια ύφεση είναι πιθανό αλλά και ευκταίο να οδηγήσει στην ανακατανομή των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων προς κλάδους που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά και εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Συνακόλουθη της ύφεσης είναι και μια σταδιακή ανακατανομή
της τραπεζικής πίστης προς τους κλάδους αυτούς, καθώς οι τράπεζες υιοθετούν αυστηρότερα κριτήρια για την έγκριση νέων δανείων.
Έτσι, επιτελώντας το θεμελιώδη διαμεσολαβητικό τους
ρόλο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξακολουθούν να λειτουργούν ως χρηματοδότες τόσο της
αναδιάρθρωσης όσο και αυτής καθεαυτής της ανάκαμψης της οικονομίας, ακόμη και όταν η τραπεζική πίστη ως σύνολο φαίνεται να παραμένει στάσιμη.
Επιλεγμένα παραδείγματα “ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό”
Στη διεθνή βιβλιογραφία εξετάζονται πολυάριθμα επεισόδια ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό.
Η πλειονότητα αφορά αναδυόμενες οικονομίες, καθώς το υπό εξέταση φαινόμενο είναι
σαφώς συχνότερο μεταξύ αυτών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις της
Αργεντινής το 2002, του Μεξικού το 1995 και της Ουρουγουάης το 1985, στις οποίες μάλιστα ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ταχύς. Ωστόσο, από τη μελέτη του συνόλου των καταγεγραμμένων ανα-
κάμψεων χωρίς τραπεζικό δανεισμό προκύπτει ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ είναι
περίπου κατά 30% βραδύτερος σε σύγκριση με τις ανακάμψεις κατά τις οποίες η ανάπτυξη υποστηρίζεται και από πιστωτική επέκταση.
Οι περιπτώσεις ανάκαμψης της Ιρλανδίας, της Λετονίας και της Ισλανδίας μετά την πρόσφατη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση είναι εκείνες οι οποίες μνημονεύονται συχνότερα ως σύγχρονα
παραδείγματα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ειδικά στην περίπτωση της Λετονίας το φαινόμενο ήταν έντονο, αφού τα τελευταία τρία έτη καταγράφεται
ταχεία αύξηση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους (κατά περίπου 5% ετησίως), με παράλληλη μείωση της συνολικής τραπεζικής πίστης προς την ιδιωτική οικονομία.
Καθοριστικό ρόλο φαίνεται να διαδραμάτισε ο υψηλός βαθμός εξαγωγικού προσανατολισμού των χωρών αυτών.
Τόσο η Ιρλανδία όσο και η Λετονία θεωρείται ότι ανέκαμψαν υποκινούμενες κατ’ εξοχήν από την κατακόρυφη αύξηση των εξαγωγών τους, οι οποίες έφθασαν το 108% και 61% του ΑΕΠ αντίστοιχα το 2012. Στην περίπτωση της Λεττονίας, το χαμηλό επίπεδο δημόσιου χρέους επέτρεψε επιπλέον την εφαρμογή λιγότερο περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, αμβλύνοντας έτσι σε κάποιο βαθμό την κάμψη στην εγχώρια ζήτηση και εξομαλύνοντας τις συνθήκες ρευστότητας.
Στην ανάκαμψη της Ισλανδίας, πέραν του εξωστρεφούς προσανατολισμού της οικονομίας, καταλυτική για την τόνωση των εξαγωγών ήταν και η δραστική υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος.
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό φαίνεται να είναι η ίδια η ζώνη του ευρώ, η οποία ανέκαμψε πρόσφατα από την ύφεση με παράλληλη μείωση της τραπεζικής πίστης προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Συμπέρασμα
Το φαινόμενο της ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό έχει καταγραφεί επανειλημμένα διεθνώς και τείνει να παρατηρείται με αυξανόμενη συχνότητα μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών κατά την σταδιακή έξοδό τους από την πρόσφατη διεθνή ύφεση. Από τη διεθνή εμπειρία προκύπτει ότι ο ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κατά
κανόνα βραδύτερος, καθιστώντας έτσι λιγότερο ελκυστική μια ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό σε σχέση με την εναλλακτική περίπτωση μιας ανάκαμψης με πιστωτική επέκταση.
Το εύρημα αυτό συνάδει με την εμπειρικά τεκμηριωμένη άποψη ότι μια αύξηση της ρευστότητας έχει βραχυπρόθεσμα θετικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομική δραστηριότητα.
Μολαταύτα έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης της ανάπτυξης οι οποίες, απούσας της τραπεζικής πίστης, αξιοποιούνται από τις επιχειρήσεις και μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομική ανάκαμψη κατά τα πρώτα χρόνια.
Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι τόσο αυτές οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης όσο και η εγγενής τάση του χρηματοπιστωτικού τομέα προς πιο στοχευμένη χορήγηση πιστώσεων ενθαρρύνουν τη σταδιακή μεταστροφή της παραγωγικής δομής της οικονομίας προς κλάδους παραγωγικότερους.
Συνεπώς, ακόμη και σε μια ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό, ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος παραμένει σημαντικός.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών