Ώρα να αλλάξει το σκηνικό στην εγχώρια πολιτική σκηνή…
Η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα από την Κίνα θα επαναφέρει στο προσκήνιο την κυβερνητική πρόταση για τις αλλαγές στον εκλογικό νόμο.
Πρόταση, η οποία αν και εκτιμάται ότι θα έχει τη στήριξη της Δημοκρατικής Αριστεράς (που συμμετέχει με το ΠΑΣΟΚ στη Δημοκρατική Συμπαράταξη) και της Ένωσης Κεντρώων, δεν πρόκειται να συγκεντρώσει τις 200 ψήφους που επιθυμεί η κυβέρνηση.
Μια και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΚΚΕ) έχουν διαμηνύσει με σαφή τρόπο πως δεν πρόκειται να συναινέσουν, μια και όπως υποστηρίζουν, η πρόταση αυτή θα οδηγήσει σε παραλυτική ακυβερνησία.
Η κυβέρνηση πιέζει ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, με το επιχείρημα ότι η καθιέρωση της απλής αναλογικής, ήταν πάγιο αίτημα τους.
Ωστόσο, οι «αντιστάσεις» είναι ισχυρές.
Το ΚΚΕ δεν μετατοπίζεται από τη θέση του, αναφέροντας πως προαπαιτούμενο για να ψηφίσει είναι η κατάργηση του 3% για την είσοδο στη Βουλή ενώ και το ΠΑΣΟΚ, παρά τη διαφοροποίηση της ΔΗΜΑΡ, τονίζει κατηγορηματικά ότι «δεν θα ψηφίσει τις αποσπασματικές ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση».
Συνεπώς η ψήφιση του εκλογικού νόμου με 200 ψήφους είναι ανέφικτη.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να βρει μια φόρμουλα συνεννόησης γύρω από τον τρόπο, με τον οποίο το ίδιο θα λειτουργεί.
Ούτε είναι η πρώτη φορά που η αλλαγή του εκλογικού νόμου γίνεται για να εξυπηρετήσει κυρίως κομματικά συμφέροντα παρά την εξυγίανση της πολιτικής ζωής.
Αντιθέτως αυτός ήταν μονίμως ο κανόνας.
Σήμερα όμως σε αντίθεση με το παρελθόν και ότι ίσχυε τις περασμένες δεκαετίες, το πολιτικό σύστημα έχει βυθιστεί σε μια άνευ προηγουμένου αναξιοπιστία, ή καλύτερα ανυποληψία.
Η ρήση του Γ. Παπανδρέου «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη «εφαρμογή» από τη σημερινή κατάσταση του πολιτικού συστήματος.
Αλλαγή, την οποία ζητά απεγνωσμένα η κοινωνία, προκειμένου να υπάρξει ένα σχέδιο που θα βάλει τέλος στα όσα δεινά βιώνει εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια και θα της προσφέρει μια ελπίδα για το μέλλον.
Αυτό που ζητούν οι πολίτες είναι να αρχίσει να βελτιώνεται η καθημερινότητα και η ζωή τους.
Προαπαιτούμενο για αυτό θεωρείται η ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας.
Προαπαιτούμενο επίσης θεωρείται η συνεργασία και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων μια και οι εποχές της αυτοδυναμίας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (ακόμα και το bonus δεν φτάνει).
Είναι θέμα των πολιτικών δυνάμεων εάν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτήν την ανάγκη.
Εάν μπορούν να συνεργαστούν, να βρουν κοινούς τόπους και να συμβάλλουν στην αναγκαία σταθερότητα.
Άρα ζητούμενο παραμένει, το πολιτικό σύστημα να κάνει το βήμα προς τα εμπρός και στην ιεράρχηση των συμφερόντων του, να βάλει υψηλότερα τις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Κάτι που όσο επιτακτικό και αν είναι, φαντάζει παντελώς ανέφικτο.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Πρόταση, η οποία αν και εκτιμάται ότι θα έχει τη στήριξη της Δημοκρατικής Αριστεράς (που συμμετέχει με το ΠΑΣΟΚ στη Δημοκρατική Συμπαράταξη) και της Ένωσης Κεντρώων, δεν πρόκειται να συγκεντρώσει τις 200 ψήφους που επιθυμεί η κυβέρνηση.
Μια και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΚΚΕ) έχουν διαμηνύσει με σαφή τρόπο πως δεν πρόκειται να συναινέσουν, μια και όπως υποστηρίζουν, η πρόταση αυτή θα οδηγήσει σε παραλυτική ακυβερνησία.
Η κυβέρνηση πιέζει ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, με το επιχείρημα ότι η καθιέρωση της απλής αναλογικής, ήταν πάγιο αίτημα τους.
Ωστόσο, οι «αντιστάσεις» είναι ισχυρές.
Το ΚΚΕ δεν μετατοπίζεται από τη θέση του, αναφέροντας πως προαπαιτούμενο για να ψηφίσει είναι η κατάργηση του 3% για την είσοδο στη Βουλή ενώ και το ΠΑΣΟΚ, παρά τη διαφοροποίηση της ΔΗΜΑΡ, τονίζει κατηγορηματικά ότι «δεν θα ψηφίσει τις αποσπασματικές ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση».
Συνεπώς η ψήφιση του εκλογικού νόμου με 200 ψήφους είναι ανέφικτη.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να βρει μια φόρμουλα συνεννόησης γύρω από τον τρόπο, με τον οποίο το ίδιο θα λειτουργεί.
Ούτε είναι η πρώτη φορά που η αλλαγή του εκλογικού νόμου γίνεται για να εξυπηρετήσει κυρίως κομματικά συμφέροντα παρά την εξυγίανση της πολιτικής ζωής.
Αντιθέτως αυτός ήταν μονίμως ο κανόνας.
Σήμερα όμως σε αντίθεση με το παρελθόν και ότι ίσχυε τις περασμένες δεκαετίες, το πολιτικό σύστημα έχει βυθιστεί σε μια άνευ προηγουμένου αναξιοπιστία, ή καλύτερα ανυποληψία.
Η ρήση του Γ. Παπανδρέου «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη «εφαρμογή» από τη σημερινή κατάσταση του πολιτικού συστήματος.
Αλλαγή, την οποία ζητά απεγνωσμένα η κοινωνία, προκειμένου να υπάρξει ένα σχέδιο που θα βάλει τέλος στα όσα δεινά βιώνει εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια και θα της προσφέρει μια ελπίδα για το μέλλον.
Αυτό που ζητούν οι πολίτες είναι να αρχίσει να βελτιώνεται η καθημερινότητα και η ζωή τους.
Προαπαιτούμενο για αυτό θεωρείται η ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας.
Προαπαιτούμενο επίσης θεωρείται η συνεργασία και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων μια και οι εποχές της αυτοδυναμίας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (ακόμα και το bonus δεν φτάνει).
Είναι θέμα των πολιτικών δυνάμεων εάν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτήν την ανάγκη.
Εάν μπορούν να συνεργαστούν, να βρουν κοινούς τόπους και να συμβάλλουν στην αναγκαία σταθερότητα.
Άρα ζητούμενο παραμένει, το πολιτικό σύστημα να κάνει το βήμα προς τα εμπρός και στην ιεράρχηση των συμφερόντων του, να βάλει υψηλότερα τις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Κάτι που όσο επιτακτικό και αν είναι, φαντάζει παντελώς ανέφικτο.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών