Παραμένει το αδιέξοδο όσον αφορά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης
Η περασμένη εβδομάδα κύλησε χωρίς να γίνει κανείς σοφότερος για το τι θα πρέπει να περιμένει για την πορεία των διαπραγματεύσεων και για το ενδεχόμενο κλεισίματος της β ‘ αξιολόγησης.
Όλοι δηλώνουν ότι θέλουν η αξιολόγηση να κλείσει το συντομότερο δυνατό αλλά δεν κάνουν καμία ουσιαστική κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση διαμηνύει πως δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να υπαναχωρήσει από τις θέσεις της (λέει «όχι» σε νέα μέτρα και σε άμεση νομοθέτηση τους) ενώ παράλληλα διαψεύδει κατηγορηματικά ότι μελετά νέα μέτρα, όπως για παράδειγμα μείωση του αφορολόγητου ορίου, αύξηση του ΦΠΑ, κοκ.
Οι δανειστές και αυτοί από την πλευρά τους δηλώνουν ότι ελάχιστα πράγματα απομένουν για να κλείσει η αξιολόγηση αλλά δεν μπορούν ούτε ημερομηνία επιστροφής των θεσμών στην Αθήνα να ορίσουν για να ξεκολλήσει η διαδικασία, αναγνωρίζοντας κατά συνέπεια ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πρόοδος στα ανοιχτά θέματα της διαπραγμάτευσης.
Η μόνη «κινητικότητα» προήλθε από τη δήλωση Schaeuble για τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο τρέχον πρόγραμμα και για το τι θα πρέπει να πράξει σε αυτήν την περίπτωση η ΕΕ, εξέλιξη που μάλλον για περαιτέρω καθυστέρηση στην όλη διαδικασία προδιαθέτει.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση θέτει ως νέα προθεσμία για συμφωνία τα τέλη Φεβρουαρίου (μετά την 5η Δεκεμβρίου και την 26η Ιανουαρίου) προκειμένου να προλάβει τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις αρχές Μαρτίου και να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, επισημαίνοντας πάντως πως δεν τελεί και υπό χρηματοπιστωτική πίεση.
Το συμπέρασμα;
Ότι ο χρόνος περνάει και ότι το αδιέξοδο παραμένει.
Ένα αδιέξοδο που διατηρεί όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά της τελευταίας επταετίας της κρίσης και της ύφεσης.
Έως τώρα τα αδιέξοδα στις διαπραγματεύσεις Ελλάδας – δανειστών λύνονται ως επί το πλείστον με υπαναχώρηση από την ελληνική κυβέρνηση.
Κάτι αντίστοιχο αναμένεται να συμβεί και τώρα.
Επιλογές χωρίς πολιτικό κόστος δεν έχουν απομείνει στη φαρέτρα της κυβέρνησης.
Είτε η κυβέρνηση θα πάρει τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές είτε θα αναγκαστεί να πάει σε πρόωρες εκλογές.
Όποια από τις δύο και να διαλέξει, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η πολιτική της ήττα.
Στη μεν γιατί για άλλη μια φορά θα κληθεί να λάβει επώδυνα μέτρα σε βάρος μιας «γονατισμένης» κοινωνίας, στη δε γιατί θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η εκλογική ήττα της.
Η απάντηση στον ποιον δρόμο θα διαλέξει ο πρωθυπουργός πιθανότατα θα δοθεί μετά το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, όταν και θα έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο για το τι θέλουν και οι δανειστές.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο χρόνος τελειώνει και τα περιθώρια στενεύουν πλέον ασφυκτικά.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Όλοι δηλώνουν ότι θέλουν η αξιολόγηση να κλείσει το συντομότερο δυνατό αλλά δεν κάνουν καμία ουσιαστική κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση διαμηνύει πως δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να υπαναχωρήσει από τις θέσεις της (λέει «όχι» σε νέα μέτρα και σε άμεση νομοθέτηση τους) ενώ παράλληλα διαψεύδει κατηγορηματικά ότι μελετά νέα μέτρα, όπως για παράδειγμα μείωση του αφορολόγητου ορίου, αύξηση του ΦΠΑ, κοκ.
Οι δανειστές και αυτοί από την πλευρά τους δηλώνουν ότι ελάχιστα πράγματα απομένουν για να κλείσει η αξιολόγηση αλλά δεν μπορούν ούτε ημερομηνία επιστροφής των θεσμών στην Αθήνα να ορίσουν για να ξεκολλήσει η διαδικασία, αναγνωρίζοντας κατά συνέπεια ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πρόοδος στα ανοιχτά θέματα της διαπραγμάτευσης.
Η μόνη «κινητικότητα» προήλθε από τη δήλωση Schaeuble για τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο τρέχον πρόγραμμα και για το τι θα πρέπει να πράξει σε αυτήν την περίπτωση η ΕΕ, εξέλιξη που μάλλον για περαιτέρω καθυστέρηση στην όλη διαδικασία προδιαθέτει.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση θέτει ως νέα προθεσμία για συμφωνία τα τέλη Φεβρουαρίου (μετά την 5η Δεκεμβρίου και την 26η Ιανουαρίου) προκειμένου να προλάβει τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις αρχές Μαρτίου και να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, επισημαίνοντας πάντως πως δεν τελεί και υπό χρηματοπιστωτική πίεση.
Το συμπέρασμα;
Ότι ο χρόνος περνάει και ότι το αδιέξοδο παραμένει.
Ένα αδιέξοδο που διατηρεί όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά της τελευταίας επταετίας της κρίσης και της ύφεσης.
Έως τώρα τα αδιέξοδα στις διαπραγματεύσεις Ελλάδας – δανειστών λύνονται ως επί το πλείστον με υπαναχώρηση από την ελληνική κυβέρνηση.
Κάτι αντίστοιχο αναμένεται να συμβεί και τώρα.
Επιλογές χωρίς πολιτικό κόστος δεν έχουν απομείνει στη φαρέτρα της κυβέρνησης.
Είτε η κυβέρνηση θα πάρει τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές είτε θα αναγκαστεί να πάει σε πρόωρες εκλογές.
Όποια από τις δύο και να διαλέξει, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η πολιτική της ήττα.
Στη μεν γιατί για άλλη μια φορά θα κληθεί να λάβει επώδυνα μέτρα σε βάρος μιας «γονατισμένης» κοινωνίας, στη δε γιατί θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η εκλογική ήττα της.
Η απάντηση στον ποιον δρόμο θα διαλέξει ο πρωθυπουργός πιθανότατα θα δοθεί μετά το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, όταν και θα έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο για το τι θέλουν και οι δανειστές.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο χρόνος τελειώνει και τα περιθώρια στενεύουν πλέον ασφυκτικά.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών