Οι απαντήσεις εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από τις επιδόσεις της κυβέρνησης
Πρόκειται για ένα σενάριο εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί καθώς όλες οι παράμετροι είναι σε βάρος του.
Ο λόγος για το μείζον ερώτημα του εάν η κυβέρνηση Τσίπρα μπορεί να αντιστρέψει το εις βάρος της κλίμα και να διεκδικήσει με αξιώσεις την επανεκλογή της σε δύο χρόνια από σήμερα, όταν και λήγει η θητεία της (τον Σεπτέμβριο του 2019).
Τα όσα έχει πράξει η κυβέρνηση τα δύο χρόνια της διακυβέρνησης της δεν της επιτρέπει να αισιοδοξεί.
Η κοινή γνώμη σε συντριπτικά ποσοστά βάλλει κατά της σημερινής κυβέρνησης, διατυπώνοντας την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια της για τα πεπραγμένα της, απαισιοδοξώντας για το μέλλον και την προοπτική της οικονομίας και εκφράζοντας εν πολλοίς την άποψη πως ο κ.Τσίπρας και οι υπουργοί του ούτε έχουν ούτε μπορούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο για τον τόπο.
Εάν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι η χώρα παραμένει δεσμευμένη σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα 40 και πλέον χρόνια, τότε είναι σαφές το ασφυκτικό τοπίο.
Είναι προφανές πως η διαρκής διάψευση των προσδοκιών που καλλιεργούσε τόσο ο πρωθυπουργός όσο και η κυβέρνηση του έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των πολιτών που εμπιστεύτηκαν και ψήφισαν το ΣΥΡΙΖΑ να έχει πλέον απομακρυνθεί από το κόμμα.
Το ερώτημα όμως είναι αν αυτή η «απομάκρυνση» είναι οριστική και αμετάκλητη.
Ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας μπορούν να ξαναπείσουν αυτούς που τον στήριξαν και τον ψήφισαν σε δύο έως τώρα εκλογικές αναμετρήσεις.
Η απάντηση δεν είναι και τόσο «μαύρη».
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αν και καταρρέουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, τις «διαρροές» δεν τις καρπώνεται ούτε η ΝΔ ούτε κάποια άλλη πολιτική δύναμη (π.χ. Δημοκρατική Συμπαράταξη).
Αντιθέτως, φαίνεται στις μετρήσεις αυτές πως υπάρχει ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό πολιτών που τηρεί στάση αναμονής.
Και κάπου εδώ αρχίζει το τελευταίο «στοίχημα» του Τσίπρα και της κυβέρνησης.
Μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο ο κ.Τσίπρας υποστήριξε, μάλλον εμφανίστηκε βέβαιος ότι με την απόφαση της 15ης Ιουνίου άνοιξε ένας καθαρός διάδρομος για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018.
Και βάσισε την αισιοδοξία του αυτή στο ότι για πρώτη φορά οι δανειστές δεσμεύτηκαν ότι θα πράξουν ότι είναι αναγκαίο και απαραίτητο προκειμένου αυτό το σχέδιο να υλοποιηθεί.
Πέρα όμως από την οικονομία, μια ακόμα σημαντική και κρίσιμη παράμετρος είναι η διαπλοκή.
Ο κ.Τσίπρας υποστήριξε πως η κυβέρνηση δεν πρόκειται να συγκαλύψει τίποτα και δεν θα υποχωρήσει σε δυνάμεις που υπονόμευσαν το δημόσιο συμφέρον, που κατασπατάλησαν δημόσιο χρήμα, που δωροδόκησαν και δωροδοκήθηκαν.
Εάν η κυβέρνηση Τσίπρα καταφέρει σε έναν χρόνο από σήμερα να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση και να γυρίσει την οικονομία σε δυναμικούς, θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι προφανές πως θα έχει κάνει ένα αποφασιστικό βήμα στην ανατροπή των σημερινών συσχετισμών.
Η αλλαγή του κλίματος στην οικονομία, ακόμα και αν αυτή δεν φανεί άμεσα στην τσέπη των φορολογούμενων, θα βάλει τέλος στον κύκλο της μιζέριας και θα αλλάξει την ψυχολογία, η οποία θα πιστωθεί στην κυβέρνηση.
Εάν μάλιστα, δρομολογηθούν και υλοποιηθούν επενδύσεις, εάν γίνουν οι προβλεπόμενες μεταρρυθμίσεις, τότε «αφοπλίζεται» και μεγάλο μέρος της κριτικής της ΝΔ, η οποία θα δει το αφήγημα της να αποδυναμώνεται.
Παράλληλα, εάν υπάρξουν απτά αποτελέσματα στη μάχη κατά της διαπλοκής, εάν η κυβέρνηση καταφέρει να φέρει στο φως μεγάλες υποθέσεις και να αποδείξει ποιοι φέρουν την ευθύνη για αυτά, τότε θα έχει επιφέρει ένα ακόμα καίριο πολιτικό πλήγμα στους αντιπάλους του.
Διότι κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις ευθύνες που φέρουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για όλο αυτό το «πάρτι» που στήθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Το λογαριασμό του οποίου πληρώνει εδώ και επτά χρόνια σύσσωμη η ελληνική κοινωνία.
Το εάν η κυβέρνηση Τσίπρα θα καταφέρει να κάνει το comeback εξαρτάται πρωτίστως από αυτήν, μια και η ΝΔ εξακολουθεί να αδυνατεί να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό πέρα από ένα διαρκές σφυροκόπημα για τα κυβερνητικά πεπραγμένα, την ώρα που και τα υπόλοιπα κόμματα παλεύουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Πρόκειται κυρίως για μια μάχη της κυβέρνησης Τσίπρα με τον εαυτό της.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Ο λόγος για το μείζον ερώτημα του εάν η κυβέρνηση Τσίπρα μπορεί να αντιστρέψει το εις βάρος της κλίμα και να διεκδικήσει με αξιώσεις την επανεκλογή της σε δύο χρόνια από σήμερα, όταν και λήγει η θητεία της (τον Σεπτέμβριο του 2019).
Τα όσα έχει πράξει η κυβέρνηση τα δύο χρόνια της διακυβέρνησης της δεν της επιτρέπει να αισιοδοξεί.
Η κοινή γνώμη σε συντριπτικά ποσοστά βάλλει κατά της σημερινής κυβέρνησης, διατυπώνοντας την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια της για τα πεπραγμένα της, απαισιοδοξώντας για το μέλλον και την προοπτική της οικονομίας και εκφράζοντας εν πολλοίς την άποψη πως ο κ.Τσίπρας και οι υπουργοί του ούτε έχουν ούτε μπορούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο για τον τόπο.
Εάν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι η χώρα παραμένει δεσμευμένη σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα 40 και πλέον χρόνια, τότε είναι σαφές το ασφυκτικό τοπίο.
Είναι προφανές πως η διαρκής διάψευση των προσδοκιών που καλλιεργούσε τόσο ο πρωθυπουργός όσο και η κυβέρνηση του έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των πολιτών που εμπιστεύτηκαν και ψήφισαν το ΣΥΡΙΖΑ να έχει πλέον απομακρυνθεί από το κόμμα.
Το ερώτημα όμως είναι αν αυτή η «απομάκρυνση» είναι οριστική και αμετάκλητη.
Ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας μπορούν να ξαναπείσουν αυτούς που τον στήριξαν και τον ψήφισαν σε δύο έως τώρα εκλογικές αναμετρήσεις.
Η απάντηση δεν είναι και τόσο «μαύρη».
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αν και καταρρέουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, τις «διαρροές» δεν τις καρπώνεται ούτε η ΝΔ ούτε κάποια άλλη πολιτική δύναμη (π.χ. Δημοκρατική Συμπαράταξη).
Αντιθέτως, φαίνεται στις μετρήσεις αυτές πως υπάρχει ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό πολιτών που τηρεί στάση αναμονής.
Και κάπου εδώ αρχίζει το τελευταίο «στοίχημα» του Τσίπρα και της κυβέρνησης.
Μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο ο κ.Τσίπρας υποστήριξε, μάλλον εμφανίστηκε βέβαιος ότι με την απόφαση της 15ης Ιουνίου άνοιξε ένας καθαρός διάδρομος για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018.
Και βάσισε την αισιοδοξία του αυτή στο ότι για πρώτη φορά οι δανειστές δεσμεύτηκαν ότι θα πράξουν ότι είναι αναγκαίο και απαραίτητο προκειμένου αυτό το σχέδιο να υλοποιηθεί.
Πέρα όμως από την οικονομία, μια ακόμα σημαντική και κρίσιμη παράμετρος είναι η διαπλοκή.
Ο κ.Τσίπρας υποστήριξε πως η κυβέρνηση δεν πρόκειται να συγκαλύψει τίποτα και δεν θα υποχωρήσει σε δυνάμεις που υπονόμευσαν το δημόσιο συμφέρον, που κατασπατάλησαν δημόσιο χρήμα, που δωροδόκησαν και δωροδοκήθηκαν.
Εάν η κυβέρνηση Τσίπρα καταφέρει σε έναν χρόνο από σήμερα να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση και να γυρίσει την οικονομία σε δυναμικούς, θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι προφανές πως θα έχει κάνει ένα αποφασιστικό βήμα στην ανατροπή των σημερινών συσχετισμών.
Η αλλαγή του κλίματος στην οικονομία, ακόμα και αν αυτή δεν φανεί άμεσα στην τσέπη των φορολογούμενων, θα βάλει τέλος στον κύκλο της μιζέριας και θα αλλάξει την ψυχολογία, η οποία θα πιστωθεί στην κυβέρνηση.
Εάν μάλιστα, δρομολογηθούν και υλοποιηθούν επενδύσεις, εάν γίνουν οι προβλεπόμενες μεταρρυθμίσεις, τότε «αφοπλίζεται» και μεγάλο μέρος της κριτικής της ΝΔ, η οποία θα δει το αφήγημα της να αποδυναμώνεται.
Παράλληλα, εάν υπάρξουν απτά αποτελέσματα στη μάχη κατά της διαπλοκής, εάν η κυβέρνηση καταφέρει να φέρει στο φως μεγάλες υποθέσεις και να αποδείξει ποιοι φέρουν την ευθύνη για αυτά, τότε θα έχει επιφέρει ένα ακόμα καίριο πολιτικό πλήγμα στους αντιπάλους του.
Διότι κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις ευθύνες που φέρουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για όλο αυτό το «πάρτι» που στήθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Το λογαριασμό του οποίου πληρώνει εδώ και επτά χρόνια σύσσωμη η ελληνική κοινωνία.
Το εάν η κυβέρνηση Τσίπρα θα καταφέρει να κάνει το comeback εξαρτάται πρωτίστως από αυτήν, μια και η ΝΔ εξακολουθεί να αδυνατεί να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό πέρα από ένα διαρκές σφυροκόπημα για τα κυβερνητικά πεπραγμένα, την ώρα που και τα υπόλοιπα κόμματα παλεύουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Πρόκειται κυρίως για μια μάχη της κυβέρνησης Τσίπρα με τον εαυτό της.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών