Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Στο ναδίρ παραμένουν οι σχέσεις Ρωσίας και ΗΠΑ – Θα μπορέσει ο Trump να δώσει τέλος στον νέο Ψυχρό Πόλεμο;

Στο ναδίρ παραμένουν οι σχέσεις Ρωσίας και ΗΠΑ – Θα μπορέσει ο Trump να δώσει τέλος στον νέο Ψυχρό Πόλεμο;
Η συριακή κρίση και οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 παραμένουν τα βασικά σημεία αντιπαραθέσεων μεταξύ των δύο χωρών
Όταν τον Νοέμβριο του 2016 ο νυν αμερικανός πρόεδρος Donald Trump είχε επικρατήσει στις εκλογές της χώρας, αρκετοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι ίσως ήρθε επιτέλους η χρονική στιγμή όπου οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας θα αρχίσουν σταδιακά να βελτιώνονται.
Ο ίδιος ο Trump είχε εκφράσει κατά την προεκλογική του εκστρατεία την εκτίμησή τους απέναντι τόσο στη Ρωσία, όσο και στον πρόεδρο της χώρας, Vladimir Putin.
Από την πλευρά της, η Μόσχα είχε επίσης εκφράσει την ελπίδα της ότι υπό τον νέο αμερικανό πρόεδρο οι σχέσεις θα βελτιωθούν, καθώς επί των ημερών Obama αυτές είχαν «βυθιστεί» σε ιδιαίτερα αρνητικά επίπεδα.
Κορυφαία κίνηση της νέα κυβέρνησης των ΗΠΑ ενδεχομένως να θεωρηθεί η επιλογή του πρώην γενικού διευθυντή της πετρελαϊκής εταιρείας Exxon Mobil, Rex Tillerson, στη θέση του υπουργού Εξωτερικών της χώρας.
Ο ίδιος ο Tillerson, κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Exxon, πραγματοποίησε επιχειρηματικές συμφωνίες σε συνομιλίες που είχε με τον Putin, σε μία περίοδο μάλιστα που οι δυτικές δυνάμεις είχαν προχωρήσει σε κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας, για τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα το 2014 στην Ουκρανία.
Ωστόσο, καθώς προχωρούσε το 2017, όλο και περισσότερα προβλήματα προκύπτανε, θέτοντας εμπόδια στην προσπάθεια να πραγματοποιηθεί μία προσέγγιση ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Κατά τη διάρκεια μίας πρώτης προσπάθειας, ο Tillerson επισκέφθηκε τον Απρίλιο του 2017 τη Μόσχα, όπου και συναντήθηκε με τον ρώσο ομόλογό του, Sergey Lavrov, και τον πρόεδρο Putin.
Βασικά σημεία διαφοράς εκείνη την περίοδο ήταν η συριακή κρίση και οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016.
Από τη μία πλευρά, η Ουάσιγκτον κατηγορούσε την κυβέρνηση του σύρου προέδρου Bashar Al Assad ότι προχώρησε σε χρήση χημικών όπλων εναντίον πολιτών της χώρας, γεγονός που η Μόσχα χαρακτήριζε ως «αβάσιμο», καθώς και μέρος της «υστερίας των μέσων επικοινωνίας» κατά της συριακής κυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, η Μόσχα βρισκόταν αντιμέτωπη με ισχυρισμούς ότι παρενέβη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016, ώστε να επηρεάσει την έκβαση και να συμβάλλει στην ανάδειξη του Trump ως προέδρου.
Κατά την ολοκλήρωση των συναντήσεων, ο Tillerson έκανε λόγο για «χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών», το οποίο όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, δε γίνεται να επικρατεί μεταξύ των δύο ισχυρότερων πυρηνικών δυνάμεων.
Έκτοτε, οι διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, αναφορικά με το ζήτημα των εκλογών, όχι απλά δεν έχουν αμβλυνθεί, αλλά τουναντίον, οξύνονται ακόμα περισσότερο.
Μάλιστα, τις προηγούμενες ημέρες, η διοίκηση του Trump προχώρησε στη δημοσίευση λίστας στην οποία περιλαμβάνονται ρώσοι επιχειρηματίες και αξιωματούχοι, στα πλαίσια των κυρώσεων εις βάρος της Μόσχας για το ζήτημα των αμερικανικών εκλογών.
Η παραπάνω λίστα, όπως ήταν λογικό, προκάλεσε την αντίδραση του Κρεμλίνου, με το εκπρόσωπό του, Dmitry Peskov, να τη χαρακτηρίζει ως «άνευ προηγουμένου», προσθέτοντας ότι σχεδόν όλοι οι ρώσοι αξιωματούχοι θεωρούνται από την Ουάσιγκτον ως de facto εχθροί.
Το γεγονός μάλιστα ήρθε μόλις λίγες ημέρες μετά τη δήλωση Trump ότι ελπίζει στη διεξαγωγή διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών, μία άποψη που βρίσκει σύμφωνο και τον Putin.
Ωστόσο, παρά τις προθέσεις των δύο πλευρών να βελτιώσουν τις σχέσεις τους, υπάρχουν ακόμα αρκετά πεδία στα οποία οι δύο χώρες είναι αντίθετες, και τα οποία οφείλουν να λυθούν προκειμένου να δοθεί τέλος σε αυτή τη νέα περίοδο «Ψυχρού Πολέμου».
Σε πρώτο στάδιο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ελαττώσει την «αντί-ρωσική» ρητορική της, η οποία αποτελεί κομμάτι περισσότερο μίας εσωτερικής πολιτικής σύγκρουσης, και λιγότερο μίας απευθείας «κόντρας» με τη Μόσχα.
Η πλευρά του δημοκρατικού κόμματος εμφανίζεται βέβαια ότι η Ρωσία παρενέβη στις εκλογές ώστε να ευνοήσει τον Trump, ο οποίος θα μπορούσε να βελτιώσει τη δυναμική της Μόσχας στο παγκόσμιο στερέωμα.
Από την άλλη μεριά, το Κρεμλίνο δηλώνει κατά διαστήματα ότι έχει κουραστεί να προχωράει σε απορρίψεις των παραπάνω κατηγοριών, γεγονός που αν δεν εξαλειφθεί άμεσα, θα μπορούσε να φέρει μία σημαντική ρήξη μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία μετά δε θα γίνεται να γεφυρωθεί.
Επιπλέον, αμφότερες οι χώρες θα πρέπει να περιορίσουν σε μεγάλο βαθμό την ανάμειξή τους στη συριακή κρίση, καθώς η στρατιωτική συμμετοχή που είχαν στην περιοχή αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία «σύγκρουσης» των δύο πλευρών επί των ημερών Obama.
Παράλληλα, η Μόσχα θα πρέπει να πράξει περισσότερα στην επίλυση της κρίσης στην ανατολική Ουκρανία, ένα επίσης μεγάλο «αγκάθι» που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναζωπύρωση του ψυχροπολεμικού κλίματος μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.
Οι περιπτώσεις του Ιράν και της Βόρειας Κορέας αποτελούν επίσης πεδία αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο πλευρές, με τη Μόσχα ωστόσο μα έχει δευτερεύοντα ρόλο, μειώνοντας τις πιθανότητες αναζωπύρωσης και άλλων ζητημάτων.
Αν και ακόμα δε φαίνεται να υπάρχει κάποια ελπίδα για άμεση αναστροφή του κλίματος, η πεποίθηση της Μόσχας ότι ο Trump θα επιχειρήσει να προσεγγίσει τον Putin εξακολουθεί να διατηρεί «ζωντανό» το σενάριο της εξομάλυνσης στις διμερείς σχέσεις.
Επιπλέον, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μετά από τη δημιουργία τόσων πολλών «ανοιχτών μετώπων» όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι απλή και εύκολη διαδικασία η επαναπροσέγγιση των δύο χωρών, ενώ παράλληλα θεωρείται παραπάνω από δεδομένο ότι καμία από τις δύο δε θα «υποβαθμίσει» το ρόλο της στο παγκόσμιο στερέωμα, γεγονός που σημαίνει ότι η λέξη-κλειδί στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η «ισορροπία».

Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης