γράφει : Σπύρος Γκουτζάνης
Θα πρέπει η αριστερή διακυβέρνηση να καταλάβει ότι δεν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην ηγεσία και στον λαό της Τουρκίας
Μετά την κρίση στα Ίμια που λίγο έλλειψε να οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο, η αριστερή διακυβέρνηση κατάλαβε με τον δύσκολο τρόπο αυτό που είχαν καταλάβει με επίσης σκληρό τρόπο όλοι οι προηγούμενοι: ότι η Τουρκία δεν πιάνεται φίλος.
Επίσης η Τουρκία δεν αλλάζει την πάγια αναθεωρητική της πολιτική έναντι της Ελλάδας όποιοι κι αν είναι στην εξουσία, δικτάτορες στρατιωτικοί, κεμαλικοί πολιτικοί ή όψιμοι ισλαμιστές.
Η συνολική στροφή που έχει κάνει ο Ερντογάν όσον αφορά την σχέση του όχι μόνο με την ΕΕ, αλλά συνολικά με την δυτική συμμαχία -μετά την προσέγγισή του με την Ρωσία και την σύγκρουσή του με τις ΗΠΑ με αφορμή το Κουρδικό και την Συρία- αφήνει την ελληνική πολιτική τάξη σε βαθιά αμηχανία.
Από την κρίση των Ιμίων του 1996 και μετά, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν εκχωρήσει την πολιτική των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην ΕΕ.
Το δόγμα που είχε επικρατήσει ήταν «στηρίζουμε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ».
Η στάση αυτή είχε μόνο ένα θετικό αποτέλεσμα, να ξεσκεπάσει την υποκρισία των Ευρωπαίων, που φυσικά δεν διανουούνται για πολλούς λόγους, πολιτικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς να δουν την Τουρκία πλήρες μέλος.
Το αρνητικό για την Ελλάδα είναι ότι στις απαιτήσεις της Τουρκίας που δεν μπορεί και δεν θέλει να ικανοποιήσει η Ευρώπη, ενώ όμως δεν θέλει και να διαρρήξει τις σχέσεις της, έδινε ως αντάλλαγμα ελληνικές υποχωρήσεις.
Κάπως έτσι ο δήθεν εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας δεν οδήγησε στον μετριασμό των αξιώσεών της έναντι της Ελλάδας αλλά στον «εξευρωπαϊσμό» των διεκδικήσεών της.
Η Ελλάδα είδε και υπό την πίεση των εταίρων συμφώνησε να ανοίγουν τα κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ενώ η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κύπρο και συνεχίζει να διεκδικεί με απειλή πολέμου το μισό Αιγαίο.
Η πρόσφατη ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της απειλής ένατι της Ελλάδας εντάσσεται επίσης στην ευρύτερη στρατηγική της: καθώς στο Αιγαίο αλλά και στα οικόπεδα της ΑΟΖ της Κύπρου ανακαλύπτεται ενεργειακός πλούτος, η Τουρκία θα είναι μέσα στην διανομή, διαφορετικά ακόμη και με απειλή ή χρήση στρατιωτικής βίας θα παγώσει την εκμετάλλευση.
Το πλεονέκτημά της είναι ότι οι μεγάλες ξένες εταιρείες δεν ενδιαφέρονται από το ποιον θα πάρουν το μερίδιό τους.
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία δεν χάνει: αν η εκμετάλλευση παγώσει, ούτως ή άλλως τα κοιτάσματα δεν είναι δικά της.
Εάν η απειλή πιάσει τόπο θα πάρει μερίδιο από κάτι που δεν της ανήκει.
Το όφελος δεν θα είναι μόνο οικονομικό αλλά και γεωπολιτικό, αφού θα σημαίνει αντίστοιχη αποδοχή των αξιώσεών της επί των ελληνικών και κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η Ελλάδα θεωρητικά αυτό που μπορεί να κάνει είναι να αλλάξει δόγμα.
Μετά την συμπεριφορά της στην ευρύτερη περιοχή την τελευταία διετία, η Ευρώπη αλλάζει τακτική έναντι της Τουρκίας, αναζητά μία νέα ισορροπία, και η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη, δεν μοιάζει μόνο παρωχημένη, αλλά και γελοία.
Να αφήσει λοιπόν την υποστήριξη της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας –παλαιότερα ήταν σύντομο ανέκδοτο ο Τούρκος στην Ευρώπη-, και να καταγγείλλει τον ρόλο νταβατζή που παίζει στην περιοχή.
Η προσέγγιση της Τουρκίας με την Ρωσία και το Ιράν και η σύγκρουση με τον άλλο μεγάλο παίκτη της περιοχής, το Ισραήλ, και δευτερευόντως την Αίγυπτο, αφήνει περιθώρια ελιγμών σε μία ευφυή ελληνική διπλωματία.
Φυσικά αυτό προυποθέτει συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων –που δεν φαίνεται-, και προετοιμασία για στρατιωτικό ανταγωνισμό.
Φυσικά η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την υπεροχή της Τουρκίας, μπορεί όμως να κάνει μία ένδεχόμενη σύγκρουση ασύμφορη και για την Τουρκία, και έτσι και την σύγκρουση να αποτρέψει αλλά και τα κυριαρχικά της δικαιώματα να διασφαλίσει.
Να σταματήσει επίσης μία τακτική που την καθιστά δεδομένη για τους δυτικούς εταίρους και αναλώσιμο αντάλλαγμα για τον κατευνασμό της Τουρκίας.
Δεν είναι το πιο πιθανό αλλά μία συνολική ανακατανομή ισχύος στην περιοχή που ευνοεί την Ελλάδα δεν αποκλείεται.
Υ.Γ.: Θα πρέπει τέλος μετά το πρώτο δύσκολο μάθημα η αριστερή διακυβέρνηση να καταλάβει ότι δεν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην ηγεσία και στον λαό της Τουρκίας.
Για λόγους που σχετίζονται με την κρατική συγκρότηση και με την ταύτιση έθνους και κράτους στην Τουρκία, ο τουρκικός λαός είναι πάντα ταυτισμένος με την ηγεσία του, όποια κι αν είναι αυτή, έναντι εκείνων που θεωρεί αντιπάλους, κυρίως τους ιστορικούς όπως οι Έλληνες ή οι Κούρδοι.
Ας μην προσδοκά σε φιλία των λαών, ούτε καν των αριστερών, γιατί και οι αριστεροί Τούρκοι είναι πάνω απ' όλα Τούρκοι.
Μπορεί με τους απλούς Τούρκους να έχουμε κοινές παραδόσεις, να μοιράζομαστε εδέσματα, ρακί, μουσικές και να διασκεδάζουμε σε μπουζουκοκατανύξεις, αλλά οι ίδιοι αυτοί Τούρκοι θεωρούν το Αιγαίο δικό τους και ότι οι δικοί μας πολιτικοί μας παραπλανούν.
Σπύρος Γκουτζάνης
www.bankingnews.gr
Επίσης η Τουρκία δεν αλλάζει την πάγια αναθεωρητική της πολιτική έναντι της Ελλάδας όποιοι κι αν είναι στην εξουσία, δικτάτορες στρατιωτικοί, κεμαλικοί πολιτικοί ή όψιμοι ισλαμιστές.
Η συνολική στροφή που έχει κάνει ο Ερντογάν όσον αφορά την σχέση του όχι μόνο με την ΕΕ, αλλά συνολικά με την δυτική συμμαχία -μετά την προσέγγισή του με την Ρωσία και την σύγκρουσή του με τις ΗΠΑ με αφορμή το Κουρδικό και την Συρία- αφήνει την ελληνική πολιτική τάξη σε βαθιά αμηχανία.
Από την κρίση των Ιμίων του 1996 και μετά, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν εκχωρήσει την πολιτική των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην ΕΕ.
Το δόγμα που είχε επικρατήσει ήταν «στηρίζουμε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ».
Η στάση αυτή είχε μόνο ένα θετικό αποτέλεσμα, να ξεσκεπάσει την υποκρισία των Ευρωπαίων, που φυσικά δεν διανουούνται για πολλούς λόγους, πολιτικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς να δουν την Τουρκία πλήρες μέλος.
Το αρνητικό για την Ελλάδα είναι ότι στις απαιτήσεις της Τουρκίας που δεν μπορεί και δεν θέλει να ικανοποιήσει η Ευρώπη, ενώ όμως δεν θέλει και να διαρρήξει τις σχέσεις της, έδινε ως αντάλλαγμα ελληνικές υποχωρήσεις.
Κάπως έτσι ο δήθεν εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας δεν οδήγησε στον μετριασμό των αξιώσεών της έναντι της Ελλάδας αλλά στον «εξευρωπαϊσμό» των διεκδικήσεών της.
Η Ελλάδα είδε και υπό την πίεση των εταίρων συμφώνησε να ανοίγουν τα κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ενώ η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κύπρο και συνεχίζει να διεκδικεί με απειλή πολέμου το μισό Αιγαίο.
Η πρόσφατη ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της απειλής ένατι της Ελλάδας εντάσσεται επίσης στην ευρύτερη στρατηγική της: καθώς στο Αιγαίο αλλά και στα οικόπεδα της ΑΟΖ της Κύπρου ανακαλύπτεται ενεργειακός πλούτος, η Τουρκία θα είναι μέσα στην διανομή, διαφορετικά ακόμη και με απειλή ή χρήση στρατιωτικής βίας θα παγώσει την εκμετάλλευση.
Το πλεονέκτημά της είναι ότι οι μεγάλες ξένες εταιρείες δεν ενδιαφέρονται από το ποιον θα πάρουν το μερίδιό τους.
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία δεν χάνει: αν η εκμετάλλευση παγώσει, ούτως ή άλλως τα κοιτάσματα δεν είναι δικά της.
Εάν η απειλή πιάσει τόπο θα πάρει μερίδιο από κάτι που δεν της ανήκει.
Το όφελος δεν θα είναι μόνο οικονομικό αλλά και γεωπολιτικό, αφού θα σημαίνει αντίστοιχη αποδοχή των αξιώσεών της επί των ελληνικών και κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η Ελλάδα θεωρητικά αυτό που μπορεί να κάνει είναι να αλλάξει δόγμα.
Μετά την συμπεριφορά της στην ευρύτερη περιοχή την τελευταία διετία, η Ευρώπη αλλάζει τακτική έναντι της Τουρκίας, αναζητά μία νέα ισορροπία, και η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη, δεν μοιάζει μόνο παρωχημένη, αλλά και γελοία.
Να αφήσει λοιπόν την υποστήριξη της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας –παλαιότερα ήταν σύντομο ανέκδοτο ο Τούρκος στην Ευρώπη-, και να καταγγείλλει τον ρόλο νταβατζή που παίζει στην περιοχή.
Η προσέγγιση της Τουρκίας με την Ρωσία και το Ιράν και η σύγκρουση με τον άλλο μεγάλο παίκτη της περιοχής, το Ισραήλ, και δευτερευόντως την Αίγυπτο, αφήνει περιθώρια ελιγμών σε μία ευφυή ελληνική διπλωματία.
Φυσικά αυτό προυποθέτει συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων –που δεν φαίνεται-, και προετοιμασία για στρατιωτικό ανταγωνισμό.
Φυσικά η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την υπεροχή της Τουρκίας, μπορεί όμως να κάνει μία ένδεχόμενη σύγκρουση ασύμφορη και για την Τουρκία, και έτσι και την σύγκρουση να αποτρέψει αλλά και τα κυριαρχικά της δικαιώματα να διασφαλίσει.
Να σταματήσει επίσης μία τακτική που την καθιστά δεδομένη για τους δυτικούς εταίρους και αναλώσιμο αντάλλαγμα για τον κατευνασμό της Τουρκίας.
Δεν είναι το πιο πιθανό αλλά μία συνολική ανακατανομή ισχύος στην περιοχή που ευνοεί την Ελλάδα δεν αποκλείεται.
Υ.Γ.: Θα πρέπει τέλος μετά το πρώτο δύσκολο μάθημα η αριστερή διακυβέρνηση να καταλάβει ότι δεν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην ηγεσία και στον λαό της Τουρκίας.
Για λόγους που σχετίζονται με την κρατική συγκρότηση και με την ταύτιση έθνους και κράτους στην Τουρκία, ο τουρκικός λαός είναι πάντα ταυτισμένος με την ηγεσία του, όποια κι αν είναι αυτή, έναντι εκείνων που θεωρεί αντιπάλους, κυρίως τους ιστορικούς όπως οι Έλληνες ή οι Κούρδοι.
Ας μην προσδοκά σε φιλία των λαών, ούτε καν των αριστερών, γιατί και οι αριστεροί Τούρκοι είναι πάνω απ' όλα Τούρκοι.
Μπορεί με τους απλούς Τούρκους να έχουμε κοινές παραδόσεις, να μοιράζομαστε εδέσματα, ρακί, μουσικές και να διασκεδάζουμε σε μπουζουκοκατανύξεις, αλλά οι ίδιοι αυτοί Τούρκοι θεωρούν το Αιγαίο δικό τους και ότι οι δικοί μας πολιτικοί μας παραπλανούν.
Σπύρος Γκουτζάνης
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών