γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Τα γεωπολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα μπορούσαν να βρεθούν στο «στόχαστρο» της Κίνας
Η ανακοίνωση του αμερικανού προέδρου Donald Trump ότι σκοπεύει να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου αποτέλεσε μία είδηση η οποία έφερε αναστάτωση στις αγορές κατά το τέλος της περασμένης εβδομάδας, ενώ προκάλεσε και την αντίδραση αρκετών χωρών οι οποίες αποτελούν παραδοσιακούς σύμμαχους των ΗΠΑ.
Μέσω αυτής της απόφασης, ο Trump φαίνεται να υλοποιεί μία ακόμα από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις που αφορά την αντιστροφή της κατάστασης που επικρατεί στους εμπορικούς δεσμούς των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς η χώρα του εμφανίζει σημαντικά εμπορικά ελλείμματα, τα οποία μάλιστα ως επί το πλείστον αυξήθηκαν κατά το 2017.
Η Κίνα αποτελεί μία από τις βασικές χώρες που σχετίζονται με αυτή την ανακοίνωση, καθώς η Ουάσιγκτον έχει εκφράσει αρκετές φορές την πρόθεσή της να μειώσει σημαντικά το εμπορικό έλλειμμα που παρουσιάζεται μεταξύ των δύο χωρών.
Πέραν όμως του εμπορικού ζητήματος, αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικούς τριγμούς στις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας, επηρεάζοντας παράλληλα και διάφορα γεωπολιτικά ζητήματα, όπως είναι η κατάσταση που επικρατεί στην κορεατική χερσόνησο, καθώς και οι εξελίξεις που αφορούν τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ωστόσο, το εάν αυτή η κίνηση σηματοδοτεί την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου ή όχι θα εξαρτηθεί κατά πάσα πιθανότητα από την αντίδραση της Κίνας.
Αρχικά το Πεκίνο εμφανίστηκε διατεθειμένο να ρίξει τους τόνους αναφορικά με το ζήτημα, καλώντας τις ΗΠΑ να συμμορφωθούν με τους πολυμερείς κανόνες του εμπορίου, καθώς και να συνεισφέρουν στη διεθνή εμπορική και οικονομική τάξη, ωστόσο κατέστησε σαφές ότι η Κίνα θα υπερασπιστεί τα δικαιώματά της, εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί απαραίτητο.
«Η Κίνα δε θέλει να εμπλακεί σε έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αλλά σίγουρα δεν πρόκειται να κάτσουμε και να παρακολουθούμε τα συμφέροντα της Κίνας να ζημιώνονται», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του κινέζου υφυπουργού Εξωτερικών, Zhang Yesui, ο οποίος πρόσθεσε ότι οι διαπραγματεύσεις και το αμοιβαίο άνοιγμα των αγορών αποτελούν τους καλύτερους τρόπους επίλυσης των εμπορικών τριβών.
«Εάν οι πολιτικές γίνονται βάσει λανθασμένων κρίσεων ή υποθέσεων, αυτό θα βλάψει τις διμερείς σχέσεις και θα επιφέρει συνέπειες που καμία χώρα δε θέλει να δει», καταλήγει ο Zhang, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε διατελέσει πρέσβης της Κίνας στις ΗΠΑ.
Εκτός λοιπόν από τα αντίμετρα που μπορεί να λάβει η Κίνα, τόσο σε οικονομικό όσο και σε εμπορικό επίπεδο, στο «στόχαστρο» θα μπορούσαν να βρεθούν και γεωπολιτικά ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Αρχικά, η Κίνα θα μπορούσε να προχωρήσει σε «χαλάρωση» των εμπορικών περιορισμών που έχει εφαρμόσει απέναντι στη Βόρεια Κορέα, στα πλαίσια των σχετικών κυρώσεων που ανακοινώθηκαν στα τέλη του προηγούμενου έτους από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Βόρειας Κορέας υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Ιούνιο του 2014, γεγονός που καταδεικνύει ότι το Πεκίνο εφαρμόζει πλήρως τις κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Η παραπάνω εξέλιξη είναι ιδιαίτερα σημαντική εάν λάβει κανείς υπόψην ότι η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Βόρειας Κορέας, καθώς και τον μοναδικό της σύμμαχο, ενώ συμβάλλει σημαντικά και στην υλοποίηση του σχεδίου των ΗΠΑ να ασκήσουν τη μέγιστη δυνατή πίεση απέναντι στην Πιονγιάνγκ, ώστε να την οδηγήσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αναφορικά με τα πυρηνικά της προγράμματα.
Ωστόσο, εκτός των εμπορικών περιορισμών, οι ΗΠΑ έχουν ζητήσει από την Κίνα να μεσολαβήσει και στο διπλωματικό κομμάτι, ώστε να διευκολυνθεί ο διάλογος με την Πιονγιάνγκ, γεγονός που ενδεχομένως να μην επιτευχθεί εάν αυξηθούν οι εντάσεις στις εμπορικές σχέσεις Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Εφόσον λοιπόν η Κίνα χαλαρώσει ξανά τους εμπορικούς της δεσμούς με τη Βόρεια Κορέα, ως ένδειξη δυσαρέσκειας απέναντι στους δασμούς των ΗΠΑ, η επίλυση του κορεατικού ζητήματος θα μπορούσε να «παγώσει» ξανά, σε ένα χρονικό σημείο μάλιστα όπου γίνονται ορισμένα σημαντικά βήματα για τη διεξαγωγή διαλόγου ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές.
Παράλληλα, το Πεκίνο θα μπορούσε να αντιδράσει στις εμπορικές εντάσεις ανεβάζοντας περαιτέρω το θερμόμετρο στις περιοχές της Ανατολικής και της Νότιας Σινικής Θάλασσας, όπου εμπλέκονται αρκετές χώρες και οι οποίες βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια σε κύκλο αντιπαραθέσεων.
Λαμβάνοντας υπόψην ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα εμπλέκονται, πέραν της Κίνας, η Ιαπωνία, η Μαλαισία, οι Φιλιππίνες, η Ταϊβάν, το Βιετνάμ και Ινδονησία, γίνεται κατανοητό ότι η άνοδος των εντάσεων από την πλευρά του Πεκίνου θα μπορούσε να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο την προσπάθεια του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να το επιλύσει.
Αυτό όμως που θα πρέπει να αναφερθεί μεταξύ άλλων είναι ότι η Κίνα δεν επηρεάζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις κυρώσεις, συγκριτικά με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως είναι για παράδειγμα ο Καναδάς, η Βραζιλία ή η Ρωσία, καθώς οι εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου είναι πολύ μικρότερες.
Ωστόσο, η απόφαση των ΗΠΑ αποτελεί μία ακόμα κίνηση ώστε να υπάρξει εξισορρόπηση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, γεγονός που μέχρι στιγμής φαίνεται ότι προσπαθεί να επιτευχθεί με «άγαρμπους», διπλωματικά, τρόπους, οι οποίοι επηρεάζουν τις γενικότερες σχέσεις των δύο χωρών.
Το εάν η Κίνα θα προχωρήσει σε αντίμετρα, ξεκινώντας και αυτή από την πλευρά της έναν άτυπο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, ενδεχομένως να εξαρτηθεί από την αυστηρότητα των εμπορικών περιορισμών της Ουάσιγκτον, καθώς και το κατά πόσο η Κίνα θα ζημιωθεί από αυτές, συγκριτικά με τις υπόλοιπες παγκόσμιες δυνάμεις.
Όπως και να έχει όμως, η Κίνα παραμένει η χώρα που θα καθορίσει την πορεία των σχέσεων, εμπορικών και μη, μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Μέσω αυτής της απόφασης, ο Trump φαίνεται να υλοποιεί μία ακόμα από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις που αφορά την αντιστροφή της κατάστασης που επικρατεί στους εμπορικούς δεσμούς των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς η χώρα του εμφανίζει σημαντικά εμπορικά ελλείμματα, τα οποία μάλιστα ως επί το πλείστον αυξήθηκαν κατά το 2017.
Η Κίνα αποτελεί μία από τις βασικές χώρες που σχετίζονται με αυτή την ανακοίνωση, καθώς η Ουάσιγκτον έχει εκφράσει αρκετές φορές την πρόθεσή της να μειώσει σημαντικά το εμπορικό έλλειμμα που παρουσιάζεται μεταξύ των δύο χωρών.
Πέραν όμως του εμπορικού ζητήματος, αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικούς τριγμούς στις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας, επηρεάζοντας παράλληλα και διάφορα γεωπολιτικά ζητήματα, όπως είναι η κατάσταση που επικρατεί στην κορεατική χερσόνησο, καθώς και οι εξελίξεις που αφορούν τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ωστόσο, το εάν αυτή η κίνηση σηματοδοτεί την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου ή όχι θα εξαρτηθεί κατά πάσα πιθανότητα από την αντίδραση της Κίνας.
Αρχικά το Πεκίνο εμφανίστηκε διατεθειμένο να ρίξει τους τόνους αναφορικά με το ζήτημα, καλώντας τις ΗΠΑ να συμμορφωθούν με τους πολυμερείς κανόνες του εμπορίου, καθώς και να συνεισφέρουν στη διεθνή εμπορική και οικονομική τάξη, ωστόσο κατέστησε σαφές ότι η Κίνα θα υπερασπιστεί τα δικαιώματά της, εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί απαραίτητο.
«Η Κίνα δε θέλει να εμπλακεί σε έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αλλά σίγουρα δεν πρόκειται να κάτσουμε και να παρακολουθούμε τα συμφέροντα της Κίνας να ζημιώνονται», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του κινέζου υφυπουργού Εξωτερικών, Zhang Yesui, ο οποίος πρόσθεσε ότι οι διαπραγματεύσεις και το αμοιβαίο άνοιγμα των αγορών αποτελούν τους καλύτερους τρόπους επίλυσης των εμπορικών τριβών.
«Εάν οι πολιτικές γίνονται βάσει λανθασμένων κρίσεων ή υποθέσεων, αυτό θα βλάψει τις διμερείς σχέσεις και θα επιφέρει συνέπειες που καμία χώρα δε θέλει να δει», καταλήγει ο Zhang, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε διατελέσει πρέσβης της Κίνας στις ΗΠΑ.
Εκτός λοιπόν από τα αντίμετρα που μπορεί να λάβει η Κίνα, τόσο σε οικονομικό όσο και σε εμπορικό επίπεδο, στο «στόχαστρο» θα μπορούσαν να βρεθούν και γεωπολιτικά ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Αρχικά, η Κίνα θα μπορούσε να προχωρήσει σε «χαλάρωση» των εμπορικών περιορισμών που έχει εφαρμόσει απέναντι στη Βόρεια Κορέα, στα πλαίσια των σχετικών κυρώσεων που ανακοινώθηκαν στα τέλη του προηγούμενου έτους από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Βόρειας Κορέας υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Ιούνιο του 2014, γεγονός που καταδεικνύει ότι το Πεκίνο εφαρμόζει πλήρως τις κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Η παραπάνω εξέλιξη είναι ιδιαίτερα σημαντική εάν λάβει κανείς υπόψην ότι η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Βόρειας Κορέας, καθώς και τον μοναδικό της σύμμαχο, ενώ συμβάλλει σημαντικά και στην υλοποίηση του σχεδίου των ΗΠΑ να ασκήσουν τη μέγιστη δυνατή πίεση απέναντι στην Πιονγιάνγκ, ώστε να την οδηγήσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αναφορικά με τα πυρηνικά της προγράμματα.
Ωστόσο, εκτός των εμπορικών περιορισμών, οι ΗΠΑ έχουν ζητήσει από την Κίνα να μεσολαβήσει και στο διπλωματικό κομμάτι, ώστε να διευκολυνθεί ο διάλογος με την Πιονγιάνγκ, γεγονός που ενδεχομένως να μην επιτευχθεί εάν αυξηθούν οι εντάσεις στις εμπορικές σχέσεις Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Εφόσον λοιπόν η Κίνα χαλαρώσει ξανά τους εμπορικούς της δεσμούς με τη Βόρεια Κορέα, ως ένδειξη δυσαρέσκειας απέναντι στους δασμούς των ΗΠΑ, η επίλυση του κορεατικού ζητήματος θα μπορούσε να «παγώσει» ξανά, σε ένα χρονικό σημείο μάλιστα όπου γίνονται ορισμένα σημαντικά βήματα για τη διεξαγωγή διαλόγου ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές.
Παράλληλα, το Πεκίνο θα μπορούσε να αντιδράσει στις εμπορικές εντάσεις ανεβάζοντας περαιτέρω το θερμόμετρο στις περιοχές της Ανατολικής και της Νότιας Σινικής Θάλασσας, όπου εμπλέκονται αρκετές χώρες και οι οποίες βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια σε κύκλο αντιπαραθέσεων.
Λαμβάνοντας υπόψην ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα εμπλέκονται, πέραν της Κίνας, η Ιαπωνία, η Μαλαισία, οι Φιλιππίνες, η Ταϊβάν, το Βιετνάμ και Ινδονησία, γίνεται κατανοητό ότι η άνοδος των εντάσεων από την πλευρά του Πεκίνου θα μπορούσε να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο την προσπάθεια του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να το επιλύσει.
Αυτό όμως που θα πρέπει να αναφερθεί μεταξύ άλλων είναι ότι η Κίνα δεν επηρεάζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις κυρώσεις, συγκριτικά με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως είναι για παράδειγμα ο Καναδάς, η Βραζιλία ή η Ρωσία, καθώς οι εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου είναι πολύ μικρότερες.
Ωστόσο, η απόφαση των ΗΠΑ αποτελεί μία ακόμα κίνηση ώστε να υπάρξει εξισορρόπηση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, γεγονός που μέχρι στιγμής φαίνεται ότι προσπαθεί να επιτευχθεί με «άγαρμπους», διπλωματικά, τρόπους, οι οποίοι επηρεάζουν τις γενικότερες σχέσεις των δύο χωρών.
Το εάν η Κίνα θα προχωρήσει σε αντίμετρα, ξεκινώντας και αυτή από την πλευρά της έναν άτυπο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, ενδεχομένως να εξαρτηθεί από την αυστηρότητα των εμπορικών περιορισμών της Ουάσιγκτον, καθώς και το κατά πόσο η Κίνα θα ζημιωθεί από αυτές, συγκριτικά με τις υπόλοιπες παγκόσμιες δυνάμεις.
Όπως και να έχει όμως, η Κίνα παραμένει η χώρα που θα καθορίσει την πορεία των σχέσεων, εμπορικών και μη, μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών