γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Ο ΟΠΕΚ παραμένει ένας σημαντικός συνδετικός κρίκος μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας
Καθώς διανύουμε το 2018 φαίνεται ότι η «πολεμική» ρητορική των τελευταίων μηνών μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας αυξάνεται όλο και περισσότερο, αντί να μειώνεται.
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας, Mohammad Bin Salman, δήλωσε ότι οι δύο χώρε θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε πόλεμο μέσα στα επόμενα 10 με 15 χρόνια, εάν η διεθνής κοινότητα δεν επιβάλλει περαιτέρω κυρώσεις σε βάρος της Τεχεράνης.
«Εάν δεν πετύχουμε σε αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε, πιθανώς να έχουμε πόλεμο με το Ιράν σε 10-15 χρόνια», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του σαουδάραβα πρίγκιπα σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal.
Ο ίδιος λίγες μέρες νωρίτερα δε δίστασε να δηλώσει ότι, αν και η χώρα του δε θέλει να αποκτήσει πυρηνική βόμβα, εάν το Ιράν πράξει κάτι τέτοιο, τότε και η Σαουδική Αραβία θα δράσει αναλόγως το συντομότερο δυνατό.
Τα παραπάνω σχόλια, όπως ήταν αναμενόμενο, έφεραν την αντίδραση της Τεχεράνης, με τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών, Bahram Qassemi, να προειδοποιεί τον Bin Salman να μην «παίζει» με τον θάνατο, ζητώντας παράλληλα από τους σαουδάραβες βετεράνους αξιωματικούς να «διδάξουν στον αυταρχικό αρχάριο τη μοίρα που είχε ο πρώην ηγέτης του Ιράκ, Saddam Hussein, μετά την αμφισβήτησή του απέναντι στην αποφασιστικότητα του ιρανικού έθνους».
«Αυτός ο αυταρχικός αρχάριος είτε δε γνωρίζει τι είναι πόλεμος, είτε δεν έχει μελετήσει ιστορία, είτε δεν έχει μιλήσει με έναν σεβαστό άνθρωπο», καταλήγει ο ιρανός αξιωματούχος, ο οποίος στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει ως «μεγάλα ψέματα» τις κατηγορίες του Ριάντ ότι η Τεχεράνη φιλοξενεί τρομοκράτες της Αλ Κάιντα.
Με τις εντάσεις στην περιοχή της κορεατικής χερσονήσου να έχουν μειωθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, και τις εμπλεκόμενες πλευρές να πλησιάζουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας στρέφονται για ακόμα μία φορά στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Και το ερώτημα που έρχεται στο μυαλό όλων παραμένει το ίδιο: Πόσο κοντά σε έναν πόλεμο βρίσκονται οι δύο χώρες;
Τα ανοικτά μέτωπα των δύο χωρών στην περιοχή παραμένουν αρκετά, με τα κυριότερα να εντοπίζονται στη Συρία και την Υεμένη, όπου οι εμφύλιοι μαστίζουν τα δύο κράτη κατά τα τελευταία έξι και τρία χρόνια αντίστοιχα.
Όταν ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Barack Obama προσπάθησε να μειώσει τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών, ζητώντας τους να μάθουν να «μοιράζονται τη γειτονία».
Παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειές του δε στέφθηκαν με επιτυχία, ο τέως αμερικανός πρόεδρος επιχειρούσε να διατηρήσει μία ουδέτερη στάση στο ζήτημα, παρά το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία αποτελούσε σύμμαχο των ΗΠΑ.
Σε αντίθεση με τον Obama, ο Donald Trump φαίνεται να κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, καθώς έχει διατυπώσει ουκ ολίγες φορές την πρόθεσή του να καταργήσει τη συμφωνία μεταξύ του Ιράν και της Δύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη συμφωνία ως τη χειρότερη όλων των εποχών.
Η επιθυμία του, μάλιστα, για επιβολή νέων κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης δείχνει ότι ο ίδιος τάσσεται στο πλευρό της Σαουδικής Αραβίας, προκειμένου οι δύο χώρες να αυξήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις πιέσεις τους προς το Ιράν.
Παράλληλα, η κατάσταση στην Υεμένη φαίνεται να ξεφεύγει όλο και περισσότερο από τα σύνορα της χώρας, με τους αντάρτες Χούτι να πραγματοποιούν τις τελευταίες μέρες μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων στα εδάφη της Σαουδικής Αραβίας.
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, οι πύραυλοι των ανταρτών που έπληξαν τη Σαουδική Αραβία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός πολίτη και τον τραυματισμό δύο ακόμα ατόμων, γεγονός που συνιστά τις πρώτα θύματα από μία επίθεση των Χούτι.
Το Ριάντ έχει κατηγορήσει πολλές φορές την Τεχεράνη ότι παρέχει βοήθεια στους αντάρτες στην Υεμένη, ενώ στην πλευρά της Σαουδικής Αραβίας στέκονται και οι ΗΠΑ, με την Ουάσιγκτον να δηλώνει ότι στηρίζει «το δικαίωμα της Σαουδικής Αραβίας να υπερασπιστεί τα σύνορά της κατά των απειλών αυτών».
Ωστόσο, το γεγονός ότι το Ριάντ έχει στραμμένο την προσοχή του στον εμφύλιο της Υεμένης παραμένει ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους μία άμεση σύγκρουση με το Ιράν φαντάζει απίθανη μέσα στο ερχόμενο διάστημα.
Η στήριξη της Σαουδικής Αραβίας στον πρόεδρο της Υεμένης, Abd Rabbuh Mansour Hadi, φαίνεται ότι έχει στοιχίσει στη χώρα πολλά χρήματα, χωρίς κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα μετά από τρία χρόνια συγκρούσεων.
Ενδεχομένως, μάλιστα, να μπορούσε να εξετάσει και μία σταδιακή απεμπλοκή της από τον εμφύλιο, μία κίνηση που κατά πάσα πιθανότητα αποφεύγει ώστε να μην επιτρέψει στο Ιράν να αυξήσει περισσότερο την επιρροή που ισχυρίζεται ότι ασκεί.
Ένας ακόμα σημαντικός λόγος για τον οποίο οι δύο χώρες αποφεύγουν να βρεθούν σε πόλεμο είναι το ζήτημα της παραγωγής πετρελαίου.
Εάν το Ιράν πραγματοποιήσει επιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε να πλήξει την παραγωγή πετρελαίου της χώρας, επηρεάζοντας σημαντικά τις εξαγωγές.
Μία τέτοια κίνηση είναι πιθανό να προκαλούσε και την αντίδραση της Δύσης, η οποία εάν επιβάλει νέες κυρώσεις στην Τεχεράνη, θα μειώσει ξανά τα επίπεδα εξαγωγής πετρελαίου της χώρας.
Σε μία χρονική περίοδο όπου το Ιράν επιχειρεί να αυξήσει τις πετρελαϊκές επενδύσεις των ξένων χωρών στα εδάφη της, φαντάζει δύσκολο το ενδεχόμενο να προβεί σε κινήσεις που θα την επέστρεφαν σε καταστάσεις προηγούμενων ετών.
Εφόσον λάβει κανείς υπόψη και το γεγονός ότι οι τιμές στο πετρέλαιο έχουν ανακάμψει σημαντικά τους τελευταίους μήνες λόγω της συμφωνίας του ΟΠΕΚ, γίνεται κατανοητό ότι οι δύο χώρες δε θα επηρέαζαν μία από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων τους.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι ο ΟΠΕΚ αποτελεί έναν σημαντικό συνδετικό κρίκο μεταξύ τους, καθώς μέσω αυτού επιτυγχάνεται μία συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, παρά τις διαφορές που έχουν σε άλλους τομείς.
Επιπλέον, μία ακόμα σημαντική παράμετρος στο ζήτημα είναι ότι η Σαουδική Αραβία ενδεχομένως να μην έχει ισχυρούς συμμάχους σε μία ένοπλη σύγκρουση με το Ιράν, καθώς χώρες όπως είναι οι ΗΠΑ δε φαίνονται διατεθειμένες να πραγματοποιήσουν μεγάλες θυσίες στην περιοχή, από τη στιγμή μάλιστα που δε φαίνεται να έχουν άμεσα συμφέροντα.
Τα παραπάνω γεγονότα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δύο χώρες μένουν με μόνο μία αποδεκτή λύση, και αυτή δεν είναι άλλη από τη διπλωματία.
Εάν το Ιράν και η Σαουδική Αραβία δεν καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η διαμάχη μεταξύ δεν πρόκειται να λυθεί διαφορετικά, και ειδικά από τι στιγμή που οι δύο πλευρές επιχειρούν να «παλέψουν» μόνες τους στην περιοχή, χωρίς τη στήριξη τρίτων χωρών.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας, Mohammad Bin Salman, δήλωσε ότι οι δύο χώρε θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε πόλεμο μέσα στα επόμενα 10 με 15 χρόνια, εάν η διεθνής κοινότητα δεν επιβάλλει περαιτέρω κυρώσεις σε βάρος της Τεχεράνης.
«Εάν δεν πετύχουμε σε αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε, πιθανώς να έχουμε πόλεμο με το Ιράν σε 10-15 χρόνια», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του σαουδάραβα πρίγκιπα σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal.
Ο ίδιος λίγες μέρες νωρίτερα δε δίστασε να δηλώσει ότι, αν και η χώρα του δε θέλει να αποκτήσει πυρηνική βόμβα, εάν το Ιράν πράξει κάτι τέτοιο, τότε και η Σαουδική Αραβία θα δράσει αναλόγως το συντομότερο δυνατό.
Τα παραπάνω σχόλια, όπως ήταν αναμενόμενο, έφεραν την αντίδραση της Τεχεράνης, με τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών, Bahram Qassemi, να προειδοποιεί τον Bin Salman να μην «παίζει» με τον θάνατο, ζητώντας παράλληλα από τους σαουδάραβες βετεράνους αξιωματικούς να «διδάξουν στον αυταρχικό αρχάριο τη μοίρα που είχε ο πρώην ηγέτης του Ιράκ, Saddam Hussein, μετά την αμφισβήτησή του απέναντι στην αποφασιστικότητα του ιρανικού έθνους».
«Αυτός ο αυταρχικός αρχάριος είτε δε γνωρίζει τι είναι πόλεμος, είτε δεν έχει μελετήσει ιστορία, είτε δεν έχει μιλήσει με έναν σεβαστό άνθρωπο», καταλήγει ο ιρανός αξιωματούχος, ο οποίος στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει ως «μεγάλα ψέματα» τις κατηγορίες του Ριάντ ότι η Τεχεράνη φιλοξενεί τρομοκράτες της Αλ Κάιντα.
Με τις εντάσεις στην περιοχή της κορεατικής χερσονήσου να έχουν μειωθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, και τις εμπλεκόμενες πλευρές να πλησιάζουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας στρέφονται για ακόμα μία φορά στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Και το ερώτημα που έρχεται στο μυαλό όλων παραμένει το ίδιο: Πόσο κοντά σε έναν πόλεμο βρίσκονται οι δύο χώρες;
Τα ανοικτά μέτωπα των δύο χωρών στην περιοχή παραμένουν αρκετά, με τα κυριότερα να εντοπίζονται στη Συρία και την Υεμένη, όπου οι εμφύλιοι μαστίζουν τα δύο κράτη κατά τα τελευταία έξι και τρία χρόνια αντίστοιχα.
Όταν ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Barack Obama προσπάθησε να μειώσει τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών, ζητώντας τους να μάθουν να «μοιράζονται τη γειτονία».
Παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειές του δε στέφθηκαν με επιτυχία, ο τέως αμερικανός πρόεδρος επιχειρούσε να διατηρήσει μία ουδέτερη στάση στο ζήτημα, παρά το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία αποτελούσε σύμμαχο των ΗΠΑ.
Σε αντίθεση με τον Obama, ο Donald Trump φαίνεται να κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, καθώς έχει διατυπώσει ουκ ολίγες φορές την πρόθεσή του να καταργήσει τη συμφωνία μεταξύ του Ιράν και της Δύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη συμφωνία ως τη χειρότερη όλων των εποχών.
Η επιθυμία του, μάλιστα, για επιβολή νέων κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης δείχνει ότι ο ίδιος τάσσεται στο πλευρό της Σαουδικής Αραβίας, προκειμένου οι δύο χώρες να αυξήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις πιέσεις τους προς το Ιράν.
Παράλληλα, η κατάσταση στην Υεμένη φαίνεται να ξεφεύγει όλο και περισσότερο από τα σύνορα της χώρας, με τους αντάρτες Χούτι να πραγματοποιούν τις τελευταίες μέρες μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων στα εδάφη της Σαουδικής Αραβίας.
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, οι πύραυλοι των ανταρτών που έπληξαν τη Σαουδική Αραβία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός πολίτη και τον τραυματισμό δύο ακόμα ατόμων, γεγονός που συνιστά τις πρώτα θύματα από μία επίθεση των Χούτι.
Το Ριάντ έχει κατηγορήσει πολλές φορές την Τεχεράνη ότι παρέχει βοήθεια στους αντάρτες στην Υεμένη, ενώ στην πλευρά της Σαουδικής Αραβίας στέκονται και οι ΗΠΑ, με την Ουάσιγκτον να δηλώνει ότι στηρίζει «το δικαίωμα της Σαουδικής Αραβίας να υπερασπιστεί τα σύνορά της κατά των απειλών αυτών».
Ωστόσο, το γεγονός ότι το Ριάντ έχει στραμμένο την προσοχή του στον εμφύλιο της Υεμένης παραμένει ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους μία άμεση σύγκρουση με το Ιράν φαντάζει απίθανη μέσα στο ερχόμενο διάστημα.
Η στήριξη της Σαουδικής Αραβίας στον πρόεδρο της Υεμένης, Abd Rabbuh Mansour Hadi, φαίνεται ότι έχει στοιχίσει στη χώρα πολλά χρήματα, χωρίς κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα μετά από τρία χρόνια συγκρούσεων.
Ενδεχομένως, μάλιστα, να μπορούσε να εξετάσει και μία σταδιακή απεμπλοκή της από τον εμφύλιο, μία κίνηση που κατά πάσα πιθανότητα αποφεύγει ώστε να μην επιτρέψει στο Ιράν να αυξήσει περισσότερο την επιρροή που ισχυρίζεται ότι ασκεί.
Ένας ακόμα σημαντικός λόγος για τον οποίο οι δύο χώρες αποφεύγουν να βρεθούν σε πόλεμο είναι το ζήτημα της παραγωγής πετρελαίου.
Εάν το Ιράν πραγματοποιήσει επιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε να πλήξει την παραγωγή πετρελαίου της χώρας, επηρεάζοντας σημαντικά τις εξαγωγές.
Μία τέτοια κίνηση είναι πιθανό να προκαλούσε και την αντίδραση της Δύσης, η οποία εάν επιβάλει νέες κυρώσεις στην Τεχεράνη, θα μειώσει ξανά τα επίπεδα εξαγωγής πετρελαίου της χώρας.
Σε μία χρονική περίοδο όπου το Ιράν επιχειρεί να αυξήσει τις πετρελαϊκές επενδύσεις των ξένων χωρών στα εδάφη της, φαντάζει δύσκολο το ενδεχόμενο να προβεί σε κινήσεις που θα την επέστρεφαν σε καταστάσεις προηγούμενων ετών.
Εφόσον λάβει κανείς υπόψη και το γεγονός ότι οι τιμές στο πετρέλαιο έχουν ανακάμψει σημαντικά τους τελευταίους μήνες λόγω της συμφωνίας του ΟΠΕΚ, γίνεται κατανοητό ότι οι δύο χώρες δε θα επηρέαζαν μία από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων τους.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι ο ΟΠΕΚ αποτελεί έναν σημαντικό συνδετικό κρίκο μεταξύ τους, καθώς μέσω αυτού επιτυγχάνεται μία συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, παρά τις διαφορές που έχουν σε άλλους τομείς.
Επιπλέον, μία ακόμα σημαντική παράμετρος στο ζήτημα είναι ότι η Σαουδική Αραβία ενδεχομένως να μην έχει ισχυρούς συμμάχους σε μία ένοπλη σύγκρουση με το Ιράν, καθώς χώρες όπως είναι οι ΗΠΑ δε φαίνονται διατεθειμένες να πραγματοποιήσουν μεγάλες θυσίες στην περιοχή, από τη στιγμή μάλιστα που δε φαίνεται να έχουν άμεσα συμφέροντα.
Τα παραπάνω γεγονότα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δύο χώρες μένουν με μόνο μία αποδεκτή λύση, και αυτή δεν είναι άλλη από τη διπλωματία.
Εάν το Ιράν και η Σαουδική Αραβία δεν καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η διαμάχη μεταξύ δεν πρόκειται να λυθεί διαφορετικά, και ειδικά από τι στιγμή που οι δύο πλευρές επιχειρούν να «παλέψουν» μόνες τους στην περιοχή, χωρίς τη στήριξη τρίτων χωρών.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών