γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως γνωρίζουν ότι δε θα βρουν εύκολα συμμάχους σε αυτόν τον πόλεμο
Καθώς οι ΗΠΑ και η Κίνα συνεχίζουν να αυξάνουν τις εμπορικές εντάσεις μεταξύ τους, με τη λίστα των χαμένων από αυτή τη διαμάχη να ξεπερνάει αυτήν των κερδισμένων.
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας τόνισε ότι θα ανταποδώσει δυναμικά εάν οι ΗΠΑ επιμείνουν στην εμπορική διαμάχη, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι οι δύο πλευρές δεν έχουν προχωρήσει σε καμία διαπραγμάτευση σχετική με το ζήτημα.
«Δεν έχει να κάνει με το εάν το Πεκίνο είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί με την Ουάσιγκτον, έχει να κάνει με τις ΗΠΑ που δε δείχνουν ειλικρίνεια», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του κινέζου υπουργού Εμπορίου, Gao Feng, γεγονός που δείχνει ότι ενδεχομένως οι δύο χώρες να βρίσκονται ακόμα μακριά από μία επίλυση των διαφορών τους.
Αν και ο αρχικός στόχος του αμερικανού προέδρου, Donald Trump, ήταν να πλήξει την Κίνα μέσω των δασμών που επέβαλε στα προϊόντα της, οι δευτερεύουσες επιπτώσεις που θα προκύψουν από τους δασμούς ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά και χώρες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται σε αλυσίδες παραγωγής αγαθών που προέρχονται τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα.
Εφόσον οι ΗΠΑ υιοθετήσουν ακόμα πιο «επιθετική» εμπορική πολιτική απέναντι στην Κίνα, οδηγώντας σε επιβράδυνση της ανάπτυξη της οικονομίας της, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μεταφραστεί σε μικρότερο όγκο εισαγωγών από την πλευρά του Πεκίνου, γεγονός που θα επηρέαζε αρνητικές όλες τις χώρες οι οποίες εξάγουν προϊόντα στην Κίνα.
Συγκεκριμένα, ορισμένες από τις χώρες που θα επηρεαστούν αρνητικά είναι η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, οι οποίες ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με την κατασκευή καταναλωτικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι τα smartphones.
Οι δύο χώρες της Άπω Ανατολής εξάγουν σημαντικό όγκο ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στην Κίνα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την τελική συναρμολόγηση ηλεκτρονικών συσκευών, οι οποίες στη συνέχεια εξάγονται τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε άλλες χώρες.
Παράλληλα, σημαντικό πλήγμα αναμένεται να δεχθούν και οι ευρωπαϊκές εταιρείες των οποίων οι αλυσίδες παραγωγής σχετίζονται με τις ΗΠΑ και την Κίνα, με τη βιομηχανία αυτοκινήτων να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς το Πεκίνο έχει ήδη ανακοινώσει δασμούς σε βάρος των επιβατικών οχημάτων.
Αυτό φυσικά θα επηρεάσει σημαντικά και τις αμερικανικές εταιρείες οι οποίες εξάγουν οχήματα στην Κίνα, με τις περισσότερες εταιρείες να απευθύνουν έκκληση προς τις δύο χώρες να λύσουν τις διαφορές τους.
Οι δασμοί της Κίνας αναμένεται να πλήξουν σημαντικά και τον τομέα κατασκευής αεροσκαφών, γεγονός που σημαίνει ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να αρχίσει να μειώνει τις παραγγελίες αεροσκαφών από την αμερικανική εταιρεία Boeing, επιβραδύνοντας τους ρυθμούς παραγωγής της.
Δεδομένου ότι η Boeing διαθέτει προμηθευτές σε Ιαπωνία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδά, η εξέλιξη αυτή θα έχει αντίκτυπο και σε αυτές τις χώρες, με την αμερικανική τράπεζα JP Morgan ωστόσο να τονίζει ότι οι αποφάσεις της Κίνας φαίνεται να έχουν ληφθεί με προσοχή ώστε να αποφευχθούν μεγάλες ζημίες προς την εταιρεία κατασκευής αεροσκαφών.
Σε ότι αφορά τις ΗΠΑ, ο τομέα της αγροτικής καλλιέργειας θα επηρεαστεί επίσης σημαντικά, καθώς οι παραγωγοί θα χάσουν ένα σημαντικό μέρος της πρόσβασής τους στην κινεζική αγορά, με τον τομέα παραγωγής σόγιας να επηρεάζεται περισσότερο, καθώς αποτελεί το 12% των συνολικών εξαγωγών της χώρας στην Κίνα.
Όπως είναι φυσικό, οι καταναλωτές των δύο χωρών δεν θα μείνουν ανεπηρέαστοι από αυτές τις εξελίξεις, καθώς σε βάθος χρόνου θα έρχονται αντιμέτωποι με υψηλότερες τιμές προϊόντων, λόγω των δασμών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την περίπτωση της Κίνας αποτελεί η κατανάλωση χοιρινού κρέατος, καθώς η Κίνα βρίσκεται πρώτη στη σχετική λίστα παγκοσμίως, γεγονός που μεταφράζεται σε μεγαλύτερο όγκο εισαγωγής χοιρινού κρέατος από τις ΗΠΑ, καθώς και σε περισσότερες εισαγωγές σόγιας που χρησιμοποιούνται για την εγχώρια παραγωγή χοιρινού.
Μία αύξηση στις τιμές των παραπάνω προϊόντων θα σημαίνει αυτόματα ότι η κατανάλωση χοιρινού κρέατος στην Κίνα θα γίνει πιο ακριβή, ενώ παράλληλα η πλευρά της Ουάσιγκτον εκτιμά ότι οι δασμοί του Πεκίνου θα έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις τσέπες των αμερικανών καταναλωτών.
Επιπλέον, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών έχει επηρεάσει αρνητικά και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες μετά από ένα ανοδικό 2017, έχουν εισέλθει στο τελευταίο διάστημα σε περίοδο σημαντικών απωλειών και υψηλής μεταβλητότητας.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι οι τρεις δείκτες της Wall Street, οι οποίοι έκλεισαν το προηγούμενο έτος με κέρδη της τάξεως του 20% έχουν απωλέσει μέχρι στιγμής περίπου τα μισά εξ’ αυτών, καθώς οι εμπορικές εντάσεις έχουν δημιουργήσει αβεβαιότητα στις τάξεις των επενδυτών, επηρεάζοντας έτσι τις επόμενες κινήσεις τους.
Στον αντίποδα, κερδισμένοι από αυτή τη μεγάλη διαμάχη θα μπορούσαν να βγουν οι διεθνείς εταιρείες οι οποίες ανταγωνίζονται με τις αμερικανικές, με την Airbus να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, εάν το Πεκίνο αποφασίσει να μειώσεις τις παραγγελίες του από την Boeing.
Παράλληλα, οι ιαπωνικές εταιρείες κατασκευής αυτοκινήτων θα επωφεληθούν επίσης από μία τέτοια εξέλιξη, εφόσον οι δασμοί της Κίνας επιβραδύνουν τις πωλήσεις των αμερικανικών οχημάτων στην κινεζική αγορά.
Η μείωση εισαγωγής σόγιας από τις ΗΠΑ σημαίνει αυτόματα ότι η Κίνα θα στραφεί σε άλλες χώρες οι οποίες ειδικεύονται στη σχετική παραγωγή, και οι οποίες εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής.
Ωστόσο, παραμένει ακόμα άγνωστο εάν ο όγκος παραγωγής των χωρών της Λατινικής Αμερικής επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της Κίνας, γεγονός που σημαίνει ότι το Πεκίνο θα πρέπει να στραφεί και σε άλλες χώρες οι οποίες ασχολούνται με την καλλιέργεια σόγιας, όπως είναι ο Καναδάς.
Αν και οι μειωμένες τιμές για τους σπόρους σόγιας θα είναι μία αρνητική εξέλιξη για τους αμερικανούς αγρότες, δεν ισχύει και το ίδιο για τους παραγωγούς κρέατος, οι οποίοι θα μπορούν να προμηθεύονται φθηνότερα τα προϊόντα σόγιας που προορίζονται στην εκτροφή των ζώων τους.
Σε ότι αφορά το κομμάτι των καταναλωτών, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι η Κίνα δε θα υποστεί την ίδια ζημία με τις ΗΠΑ, καθώς η κυβέρνηση έχει επιλέξει με ιδιαίτερη προσοχή τα προϊόντα στα οποία έχει επιβάλλει δασμούς, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίσει πρόβλημα στο να τα αντικαταστήσει με εισαγωγές από άλλες χώρες.
Παρά τα κέρδη που μπορεί να έχουν ορισμένες χώρες και ορισμένες εταιρείες, αυτό που γίνεται κατανοητό είναι ότι οι χαμένοι αναμένεται να είναι περισσότεροι από τους κερδισμένους, καθώς οι δασμοί στοχεύουν περισσότερο στο να «τιμωρήσει» η μία χώρα την άλλη, παρά να προστατέψουν τους εγχώριους παραγωγούς και καταναλωτές.
Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως γνωρίζουν ότι δε θα βρουν εύκολα συμμάχους σε ένα τόσο πολύπλοκο ζήτημα που επηρεάζει, είτε έμμεσα είτε άμεσα, τόσες χώρες, όπως επίσης κατανοούν ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να προχωρήσουν σε συζητήσεις και να ρίξουν τους τόνους.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας τόνισε ότι θα ανταποδώσει δυναμικά εάν οι ΗΠΑ επιμείνουν στην εμπορική διαμάχη, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι οι δύο πλευρές δεν έχουν προχωρήσει σε καμία διαπραγμάτευση σχετική με το ζήτημα.
«Δεν έχει να κάνει με το εάν το Πεκίνο είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί με την Ουάσιγκτον, έχει να κάνει με τις ΗΠΑ που δε δείχνουν ειλικρίνεια», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του κινέζου υπουργού Εμπορίου, Gao Feng, γεγονός που δείχνει ότι ενδεχομένως οι δύο χώρες να βρίσκονται ακόμα μακριά από μία επίλυση των διαφορών τους.
Αν και ο αρχικός στόχος του αμερικανού προέδρου, Donald Trump, ήταν να πλήξει την Κίνα μέσω των δασμών που επέβαλε στα προϊόντα της, οι δευτερεύουσες επιπτώσεις που θα προκύψουν από τους δασμούς ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά και χώρες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται σε αλυσίδες παραγωγής αγαθών που προέρχονται τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα.
Εφόσον οι ΗΠΑ υιοθετήσουν ακόμα πιο «επιθετική» εμπορική πολιτική απέναντι στην Κίνα, οδηγώντας σε επιβράδυνση της ανάπτυξη της οικονομίας της, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μεταφραστεί σε μικρότερο όγκο εισαγωγών από την πλευρά του Πεκίνου, γεγονός που θα επηρέαζε αρνητικές όλες τις χώρες οι οποίες εξάγουν προϊόντα στην Κίνα.
Συγκεκριμένα, ορισμένες από τις χώρες που θα επηρεαστούν αρνητικά είναι η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, οι οποίες ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με την κατασκευή καταναλωτικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι τα smartphones.
Οι δύο χώρες της Άπω Ανατολής εξάγουν σημαντικό όγκο ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στην Κίνα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την τελική συναρμολόγηση ηλεκτρονικών συσκευών, οι οποίες στη συνέχεια εξάγονται τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε άλλες χώρες.
Παράλληλα, σημαντικό πλήγμα αναμένεται να δεχθούν και οι ευρωπαϊκές εταιρείες των οποίων οι αλυσίδες παραγωγής σχετίζονται με τις ΗΠΑ και την Κίνα, με τη βιομηχανία αυτοκινήτων να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς το Πεκίνο έχει ήδη ανακοινώσει δασμούς σε βάρος των επιβατικών οχημάτων.
Αυτό φυσικά θα επηρεάσει σημαντικά και τις αμερικανικές εταιρείες οι οποίες εξάγουν οχήματα στην Κίνα, με τις περισσότερες εταιρείες να απευθύνουν έκκληση προς τις δύο χώρες να λύσουν τις διαφορές τους.
Οι δασμοί της Κίνας αναμένεται να πλήξουν σημαντικά και τον τομέα κατασκευής αεροσκαφών, γεγονός που σημαίνει ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να αρχίσει να μειώνει τις παραγγελίες αεροσκαφών από την αμερικανική εταιρεία Boeing, επιβραδύνοντας τους ρυθμούς παραγωγής της.
Δεδομένου ότι η Boeing διαθέτει προμηθευτές σε Ιαπωνία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδά, η εξέλιξη αυτή θα έχει αντίκτυπο και σε αυτές τις χώρες, με την αμερικανική τράπεζα JP Morgan ωστόσο να τονίζει ότι οι αποφάσεις της Κίνας φαίνεται να έχουν ληφθεί με προσοχή ώστε να αποφευχθούν μεγάλες ζημίες προς την εταιρεία κατασκευής αεροσκαφών.
Σε ότι αφορά τις ΗΠΑ, ο τομέα της αγροτικής καλλιέργειας θα επηρεαστεί επίσης σημαντικά, καθώς οι παραγωγοί θα χάσουν ένα σημαντικό μέρος της πρόσβασής τους στην κινεζική αγορά, με τον τομέα παραγωγής σόγιας να επηρεάζεται περισσότερο, καθώς αποτελεί το 12% των συνολικών εξαγωγών της χώρας στην Κίνα.
Όπως είναι φυσικό, οι καταναλωτές των δύο χωρών δεν θα μείνουν ανεπηρέαστοι από αυτές τις εξελίξεις, καθώς σε βάθος χρόνου θα έρχονται αντιμέτωποι με υψηλότερες τιμές προϊόντων, λόγω των δασμών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την περίπτωση της Κίνας αποτελεί η κατανάλωση χοιρινού κρέατος, καθώς η Κίνα βρίσκεται πρώτη στη σχετική λίστα παγκοσμίως, γεγονός που μεταφράζεται σε μεγαλύτερο όγκο εισαγωγής χοιρινού κρέατος από τις ΗΠΑ, καθώς και σε περισσότερες εισαγωγές σόγιας που χρησιμοποιούνται για την εγχώρια παραγωγή χοιρινού.
Μία αύξηση στις τιμές των παραπάνω προϊόντων θα σημαίνει αυτόματα ότι η κατανάλωση χοιρινού κρέατος στην Κίνα θα γίνει πιο ακριβή, ενώ παράλληλα η πλευρά της Ουάσιγκτον εκτιμά ότι οι δασμοί του Πεκίνου θα έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις τσέπες των αμερικανών καταναλωτών.
Επιπλέον, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών έχει επηρεάσει αρνητικά και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες μετά από ένα ανοδικό 2017, έχουν εισέλθει στο τελευταίο διάστημα σε περίοδο σημαντικών απωλειών και υψηλής μεταβλητότητας.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι οι τρεις δείκτες της Wall Street, οι οποίοι έκλεισαν το προηγούμενο έτος με κέρδη της τάξεως του 20% έχουν απωλέσει μέχρι στιγμής περίπου τα μισά εξ’ αυτών, καθώς οι εμπορικές εντάσεις έχουν δημιουργήσει αβεβαιότητα στις τάξεις των επενδυτών, επηρεάζοντας έτσι τις επόμενες κινήσεις τους.
Στον αντίποδα, κερδισμένοι από αυτή τη μεγάλη διαμάχη θα μπορούσαν να βγουν οι διεθνείς εταιρείες οι οποίες ανταγωνίζονται με τις αμερικανικές, με την Airbus να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, εάν το Πεκίνο αποφασίσει να μειώσεις τις παραγγελίες του από την Boeing.
Παράλληλα, οι ιαπωνικές εταιρείες κατασκευής αυτοκινήτων θα επωφεληθούν επίσης από μία τέτοια εξέλιξη, εφόσον οι δασμοί της Κίνας επιβραδύνουν τις πωλήσεις των αμερικανικών οχημάτων στην κινεζική αγορά.
Η μείωση εισαγωγής σόγιας από τις ΗΠΑ σημαίνει αυτόματα ότι η Κίνα θα στραφεί σε άλλες χώρες οι οποίες ειδικεύονται στη σχετική παραγωγή, και οι οποίες εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής.
Ωστόσο, παραμένει ακόμα άγνωστο εάν ο όγκος παραγωγής των χωρών της Λατινικής Αμερικής επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της Κίνας, γεγονός που σημαίνει ότι το Πεκίνο θα πρέπει να στραφεί και σε άλλες χώρες οι οποίες ασχολούνται με την καλλιέργεια σόγιας, όπως είναι ο Καναδάς.
Αν και οι μειωμένες τιμές για τους σπόρους σόγιας θα είναι μία αρνητική εξέλιξη για τους αμερικανούς αγρότες, δεν ισχύει και το ίδιο για τους παραγωγούς κρέατος, οι οποίοι θα μπορούν να προμηθεύονται φθηνότερα τα προϊόντα σόγιας που προορίζονται στην εκτροφή των ζώων τους.
Σε ότι αφορά το κομμάτι των καταναλωτών, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι η Κίνα δε θα υποστεί την ίδια ζημία με τις ΗΠΑ, καθώς η κυβέρνηση έχει επιλέξει με ιδιαίτερη προσοχή τα προϊόντα στα οποία έχει επιβάλλει δασμούς, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίσει πρόβλημα στο να τα αντικαταστήσει με εισαγωγές από άλλες χώρες.
Παρά τα κέρδη που μπορεί να έχουν ορισμένες χώρες και ορισμένες εταιρείες, αυτό που γίνεται κατανοητό είναι ότι οι χαμένοι αναμένεται να είναι περισσότεροι από τους κερδισμένους, καθώς οι δασμοί στοχεύουν περισσότερο στο να «τιμωρήσει» η μία χώρα την άλλη, παρά να προστατέψουν τους εγχώριους παραγωγούς και καταναλωτές.
Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως γνωρίζουν ότι δε θα βρουν εύκολα συμμάχους σε ένα τόσο πολύπλοκο ζήτημα που επηρεάζει, είτε έμμεσα είτε άμεσα, τόσες χώρες, όπως επίσης κατανοούν ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να προχωρήσουν σε συζητήσεις και να ρίξουν τους τόνους.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών