γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν δημιουργεί νέες ανισορροπίες τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στη Δύση
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο αμερικανός πρόεδρος. Donald Trump, επιβεβαίωσε τις ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας, ανακοινώνοντας την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), το οποίο αποτελεί ουσιαστικά μία συμφωνία μεταξύ του Ιράν και των παγκόσμιων δυνάμεων, ώστε η Τεχεράνη να διακόψει το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Η παραπάνω συμφωνία τέθηκε σε ισχύ από το 2016, και είχε αποτελέσει μία πρωτοβουλία της κυβέρνησης Obama, μαζί με τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Κίνα ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ Ιράν και Δύσης, και να επανέλθει η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η εφαρμογή της συμφωνίας έφερε και την άρση των κυρώσεων της Δύσης σε βάρος του Ιράν, γεγονός που επέτρεψε στη χώρα να αυξήσει τις εξαγωγές της στο πετρέλαιο, μεταξύ άλλων, καθώς και να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο, ο Trump, μόλις λίγους μήνες μετά την εφαρμογή της συμφωνίας, άρχισε να την κατακρίνει, και να δεσμεύεται ότι, εάν εκλεχθεί πρόεδρος των ΗΠΑ, θα την «ακυρώσει».
Μάλιστα, ο ίδιος τη χαρακτήριζε ως μία από «τις χειρότερες συμφωνίες που υπάρχει», ενώ εμφανιζόταν σίγουρος ότι θα μπορέσει να επαναδιαπραγματευτεί μία καλύτερη συμφωνία, παρά την αρνητική στάση που είχε το Ιράν απέναντι σε ένα τέτοιο σενάριο.
Παράλληλα, ο Trump ανακοίνωσε και τις επιβολή νέων κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, οι οποίες θα μειώσουν ξανά τις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν ξανά τη χώρα σε μία οικονομική απομόνωση, ενώ θέτουν σε κίνδυνο επιχειρηματικές συμφωνίες δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μέσω αυτής της απόφασης, ο αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να ανοίγει τον «ασκό του Αιόλου» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία τα τελευταία χρόνια βρίσκεται μονίμως σε περίοδο αστάθειας, με αρκετά «μέτωπα» να παραμένουν ανοιχτά.
Ποιες είναι όμως οι μεγαλύτερες συνέπειες από την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης;
Αρχικά, η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία ήδη δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ Ιράν και Ισραήλ.
Αν και οι δύο χώρες βρίσκονται μονίμως σε αντιπαράθεση, το γεγονός ότι Ιράν και ΗΠΑ διατηρούσαν ένα κοινό πλαίσιο συνεργασίας, έφερνε ως επί το πλείστον μία ισορροπία στην περιοχή, δεδομένου ότι το Ισραήλ αποτελεί έναν από τους πιο κοντινού συμμάχους της Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, καθώς πλησίαζε η στιγμή που ο Trump θα αποφάσιζε για το μέλλον της συμφωνίας, η ρητορική αντιπαράθεσης μεταξύ Ιράν και Ισραήλ αυξανόταν όλο και περισσότερο, με το Ισραήλ μάλιστα να αποτελεί τη μόνη χώρα που συμβούλευε σε τόσο μεγάλο βαθμό τον αμερικανό πρόεδρο να αποχωρήσει από το JCPOA.
Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα μία μόλις ημέρα μετά την ανακοίνωση του Trump να σημειωθούν πυραυλικές επιθέσεις σε θέσεις του Ισραήλ και του Ιράν στη Συρία, οι οποίες θα μπορούσαν στο μέλλον να εξελιχθούν σε μία πλήρη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών, η οποία θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την περιοχή.
Παράλληλα, μία ενδεχόμενη νέα απομόνωση του Ιράν θα οδηγούσε τη χώρα στη συνέχιση του πυρηνικού της προγράμματος, το οποίο το είχε διακόψει από τον Οκτώβριο του 2015.
Αν και το Διεθνές Πρακτορείο Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει διαβεβαιώσει ότι η Τεχεράνη συμμορφώνεται πλήρως με τους όρους της συμφωνίας, η ακύρωση της συμφωνίας θα μπορούσε να απομακρύνει το IAEA από την Τεχεράνη, στερώντας από τη Δύση την ευκαιρία να παρακολουθεί με πλήρη διαφάνεια της κινήσεις του Ιράν.
Αν και το Ιράν έχει καταστήσει σαφές ότι δεν στοχεύει στη δημιουργία πυρηνικών όπλων, η απουσία του IAEA από την περιοχή θα στερεί από τις ΗΠΑ τη δυνατότητα να επιβλέπουν τις κινήσεις της Τεχεράνης, γεγονός που θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ουάσιγκτον ακόμα και το να πραγματοποιήσει κάποια επέμβαση στη χώρα.
Επιπλέον, μία τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε και την αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας, η οποία έχει καταστήσει σαφές στο παρελθόν ότι εάν το Ιράν αναπτύξει πυρηνικά όπλα, θα πράξει το ίδιο.
Όπως είναι φυσικό, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ακόμα μεγαλύτερες αναταραχές στην περιοχή, καθώς Ιράν και Σαουδική Αραβία βρίσκονται σε έμμεση ή άμεση αντιπαράθεση σε αρκετές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως είναι η Συρία, η Υεμένη και ο Λίβανος.
Αν και η συμφωνία «ενορχηστρώθηκε» από τον Obama, ο χαρακτήρας της είναι διεθνής, καθώς σε αυτή συμμετέχουν μερικές από τις μεγαλύτερες δυνάμεις παγκοσμίως.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα η παραπάνω εξέλιξη να μην αλλάξει τις ισορροπίες μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στη Δύση, θέτοντας εμπόδια στη συμμαχία Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας με τις ΗΠΑ.
Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Trump κατά τις προηγούμενες εβδομάδες, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη έρχονται πλέον με ένα μεγάλο δίλημμα: είτε να παραμείνουν στη συμφωνία και να «ρισκάρουν» τη σχέση τους με τις ΗΠΑ, είτε να αποχωρήσουν και αυτοί, και να έρθουν σε ρήξη με το Ιράν.
Μέχρι στιγμής πιο πιθανό σενάριο φαντάζει το πρώτο, δεδομένου ότι το Ιράν επιθυμεί τη διατήρηση της συμφωνίας, οι σχέσεις Ευρώπης και ΗΠΑ έχουν διαταραχθεί το τελευταίο διάστημα στον τομέα του εμπορίου και η Ευρώπη με το Ιράν έχουν ήδη υπογράψει συμφωνίες δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες θα μπορούσαν να «τιναχτούν στον αέρα».
Παράλληλα, περαιτέρω ρήξη θα μπορούσε να υπάρξει και στις σχέσεις μεταξύ Κίνας, Ρωσίας και ΗΠΑ, καθώς η «κατάρρευση» της συμφωνίας περιορίζει σημαντικά την αξιοπιστία των ΗΠΑ απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις.
Μάλιστα, αξίζει να σημειώσουμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα έρχονται λίγες εβδομάδες πριν από την πολυαναμενόμενη συνάντηση του Trump με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un.
Οι δύο πλευρές μπορεί να εμφανίζονται πρόθυμες για την επίτευξη ενός συμβιβασμού και μίας ευρύτερης συμφωνίας σε ότι αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγιάνγκ, ωστόσο η αποχώρηση των ΗΠΑ από μία συμφωνία που λειτουργούσε κανονικά, χωρίς προβλήματα, σίγουρα θα προκαλέσει προβληματισμό στη Βόρεια Κορέα.
Χωρίς να γνωρίζουμε ποια θα μπορούσε να είναι οι εξέλιξη όλων αυτών των γεγονότων, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Trump δεν διάλεξε την κατάλληλη περίοδο να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση, η οποία αποτελεί αδιαμφισβήτητα τη μεγαλύτερη στροφή που πραγματοποίησε ο ίδιος στην εξωτερική του πολιτική.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Η παραπάνω συμφωνία τέθηκε σε ισχύ από το 2016, και είχε αποτελέσει μία πρωτοβουλία της κυβέρνησης Obama, μαζί με τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Κίνα ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ Ιράν και Δύσης, και να επανέλθει η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η εφαρμογή της συμφωνίας έφερε και την άρση των κυρώσεων της Δύσης σε βάρος του Ιράν, γεγονός που επέτρεψε στη χώρα να αυξήσει τις εξαγωγές της στο πετρέλαιο, μεταξύ άλλων, καθώς και να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο, ο Trump, μόλις λίγους μήνες μετά την εφαρμογή της συμφωνίας, άρχισε να την κατακρίνει, και να δεσμεύεται ότι, εάν εκλεχθεί πρόεδρος των ΗΠΑ, θα την «ακυρώσει».
Μάλιστα, ο ίδιος τη χαρακτήριζε ως μία από «τις χειρότερες συμφωνίες που υπάρχει», ενώ εμφανιζόταν σίγουρος ότι θα μπορέσει να επαναδιαπραγματευτεί μία καλύτερη συμφωνία, παρά την αρνητική στάση που είχε το Ιράν απέναντι σε ένα τέτοιο σενάριο.
Παράλληλα, ο Trump ανακοίνωσε και τις επιβολή νέων κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, οι οποίες θα μειώσουν ξανά τις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν ξανά τη χώρα σε μία οικονομική απομόνωση, ενώ θέτουν σε κίνδυνο επιχειρηματικές συμφωνίες δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μέσω αυτής της απόφασης, ο αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να ανοίγει τον «ασκό του Αιόλου» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία τα τελευταία χρόνια βρίσκεται μονίμως σε περίοδο αστάθειας, με αρκετά «μέτωπα» να παραμένουν ανοιχτά.
Ποιες είναι όμως οι μεγαλύτερες συνέπειες από την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης;
Αρχικά, η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία ήδη δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ Ιράν και Ισραήλ.
Αν και οι δύο χώρες βρίσκονται μονίμως σε αντιπαράθεση, το γεγονός ότι Ιράν και ΗΠΑ διατηρούσαν ένα κοινό πλαίσιο συνεργασίας, έφερνε ως επί το πλείστον μία ισορροπία στην περιοχή, δεδομένου ότι το Ισραήλ αποτελεί έναν από τους πιο κοντινού συμμάχους της Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, καθώς πλησίαζε η στιγμή που ο Trump θα αποφάσιζε για το μέλλον της συμφωνίας, η ρητορική αντιπαράθεσης μεταξύ Ιράν και Ισραήλ αυξανόταν όλο και περισσότερο, με το Ισραήλ μάλιστα να αποτελεί τη μόνη χώρα που συμβούλευε σε τόσο μεγάλο βαθμό τον αμερικανό πρόεδρο να αποχωρήσει από το JCPOA.
Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα μία μόλις ημέρα μετά την ανακοίνωση του Trump να σημειωθούν πυραυλικές επιθέσεις σε θέσεις του Ισραήλ και του Ιράν στη Συρία, οι οποίες θα μπορούσαν στο μέλλον να εξελιχθούν σε μία πλήρη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών, η οποία θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την περιοχή.
Παράλληλα, μία ενδεχόμενη νέα απομόνωση του Ιράν θα οδηγούσε τη χώρα στη συνέχιση του πυρηνικού της προγράμματος, το οποίο το είχε διακόψει από τον Οκτώβριο του 2015.
Αν και το Διεθνές Πρακτορείο Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει διαβεβαιώσει ότι η Τεχεράνη συμμορφώνεται πλήρως με τους όρους της συμφωνίας, η ακύρωση της συμφωνίας θα μπορούσε να απομακρύνει το IAEA από την Τεχεράνη, στερώντας από τη Δύση την ευκαιρία να παρακολουθεί με πλήρη διαφάνεια της κινήσεις του Ιράν.
Αν και το Ιράν έχει καταστήσει σαφές ότι δεν στοχεύει στη δημιουργία πυρηνικών όπλων, η απουσία του IAEA από την περιοχή θα στερεί από τις ΗΠΑ τη δυνατότητα να επιβλέπουν τις κινήσεις της Τεχεράνης, γεγονός που θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ουάσιγκτον ακόμα και το να πραγματοποιήσει κάποια επέμβαση στη χώρα.
Επιπλέον, μία τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε και την αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας, η οποία έχει καταστήσει σαφές στο παρελθόν ότι εάν το Ιράν αναπτύξει πυρηνικά όπλα, θα πράξει το ίδιο.
Όπως είναι φυσικό, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ακόμα μεγαλύτερες αναταραχές στην περιοχή, καθώς Ιράν και Σαουδική Αραβία βρίσκονται σε έμμεση ή άμεση αντιπαράθεση σε αρκετές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως είναι η Συρία, η Υεμένη και ο Λίβανος.
Αν και η συμφωνία «ενορχηστρώθηκε» από τον Obama, ο χαρακτήρας της είναι διεθνής, καθώς σε αυτή συμμετέχουν μερικές από τις μεγαλύτερες δυνάμεις παγκοσμίως.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα η παραπάνω εξέλιξη να μην αλλάξει τις ισορροπίες μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στη Δύση, θέτοντας εμπόδια στη συμμαχία Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας με τις ΗΠΑ.
Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Trump κατά τις προηγούμενες εβδομάδες, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη έρχονται πλέον με ένα μεγάλο δίλημμα: είτε να παραμείνουν στη συμφωνία και να «ρισκάρουν» τη σχέση τους με τις ΗΠΑ, είτε να αποχωρήσουν και αυτοί, και να έρθουν σε ρήξη με το Ιράν.
Μέχρι στιγμής πιο πιθανό σενάριο φαντάζει το πρώτο, δεδομένου ότι το Ιράν επιθυμεί τη διατήρηση της συμφωνίας, οι σχέσεις Ευρώπης και ΗΠΑ έχουν διαταραχθεί το τελευταίο διάστημα στον τομέα του εμπορίου και η Ευρώπη με το Ιράν έχουν ήδη υπογράψει συμφωνίες δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες θα μπορούσαν να «τιναχτούν στον αέρα».
Παράλληλα, περαιτέρω ρήξη θα μπορούσε να υπάρξει και στις σχέσεις μεταξύ Κίνας, Ρωσίας και ΗΠΑ, καθώς η «κατάρρευση» της συμφωνίας περιορίζει σημαντικά την αξιοπιστία των ΗΠΑ απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις.
Μάλιστα, αξίζει να σημειώσουμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα έρχονται λίγες εβδομάδες πριν από την πολυαναμενόμενη συνάντηση του Trump με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un.
Οι δύο πλευρές μπορεί να εμφανίζονται πρόθυμες για την επίτευξη ενός συμβιβασμού και μίας ευρύτερης συμφωνίας σε ότι αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγιάνγκ, ωστόσο η αποχώρηση των ΗΠΑ από μία συμφωνία που λειτουργούσε κανονικά, χωρίς προβλήματα, σίγουρα θα προκαλέσει προβληματισμό στη Βόρεια Κορέα.
Χωρίς να γνωρίζουμε ποια θα μπορούσε να είναι οι εξέλιξη όλων αυτών των γεγονότων, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Trump δεν διάλεξε την κατάλληλη περίοδο να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση, η οποία αποτελεί αδιαμφισβήτητα τη μεγαλύτερη στροφή που πραγματοποίησε ο ίδιος στην εξωτερική του πολιτική.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών