Η ελληνική οικονομία βίωσε ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση ανταγωνιστικότητας
«Δεν μπορείς να αφήσεις μια σοβαρή κρίση να χαθεί. Και με αυτό εννοώ πως είναι μια ευκαιρία να κάνεις πράγματα που δεν μπορούσες προηγουμένως»* είχε σχολιάσει, παραφράζοντας γνωστή ρήση του Μακιαβέλι, ο επικεφαλής συμβούλων του Obama και νυν Δήμαρχος του Σικάγο, Rahm Emanuel, σχετικά με τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008 στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η φράση αυτή, όχι απλώς μπορεί να βρει εφαρμογή, αλλά είναι επιβεβλημένο να επαληθευθεί, προκειμένου η χώρα να αποκτήσει στέρεες βάσεις και να χτίσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα την οδηγήσει σε μια σταθερή και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.
Η ύφεση, επίπονη και βαθιά μεν, καθώς η ελληνική οικονομία απώλεσε σωρευτικά σε 7 χρόνια πάνω από το 25% του εθνικού της προϊόντος, παρέχει, δε, ένα παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να αλλάξουμε νοοτροπία και να απεγκλωβιστούμε από τις παθογένειες του παρελθόντος.
Η ελληνική οικονομία βίωσε ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση ανταγωνιστικότητας.
Στην ουσία καταναλώναμε, μέσω του υπερδανεισμού, πολύ περισσότερο από τις παραγωγικές μας δυνατότητες, συσσωρεύοντας ένα υπέρογκο εξωτερικό έλλειμμα ως αντανάκλαση της απώλειας ανταγωνιστικότητας.
Ο ιδιωτικός τομέας, με τις ευλογίες του δημοσίου, είχε συνηθίσει να λειτουργεί με ένα τρόπο αντιπαραγωγικό, με τους πόρους να μετακινούνται από τους εμπορεύσιμους, στους προστατευμένους τομείς, που ζούσαν από τις κρατικές παρεμβάσεις και τη «φούσκα» της κατανάλωσης.
Παράλληλα, ο αναποτελεσματικός και δυσκίνητος δημόσιος τομέας, ελλείψει μεταρρυθμίσεων κι εκσυγχρονισμού, αρνούταν να προσαρμοστεί στον τρόπο με τον οποίο μια οικονομία πρέπει να λειτουργεί, μέσα στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης και του ελευθέρου εμπορίου, δημιουργώντας εμπόδια κι αντικίνητρα στην ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Η ανάλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων που διογκώθηκαν κατά τη «χρυσή» δεκαετία, δείχνουν ολοκάθαρα την κατεύθυνση την οποία θα πρέπει να ακολουθήσουμε.
Χρειαζόμαστε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα χαρακτηρίζεται από μια εξωστρεφή παραγωγική βάση, μεγαλύτερο εξαγωγικό τομέα, με αγαθά κι υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, με εκμετάλλευση συγκριτικών πλεονεκτημάτων, αυξημένη δυνατότητας της χώρας να προσελκύει ένα αξιοπρεπές μερίδιο ΑΞΕ και παραγωγικών επενδύσεων, προσφέροντας ένα περιβάλλον φιλόξενο στην επιχειρηματικότητα.
Μια τέτοια θεμελιώδης μεταστροφή, προκειμένου να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, απαιτεί συγκεκριμένα βήματα από την πλευρά του κράτους: δημοσιονομική σταθερότητα, βαθιές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα, τη φορολογική διοίκηση και το ασφαλιστικό, εξυγίανση των τραπεζών ώστε να μπορούν να χρηματοδοτούν την οικονομική δραστηριότητα, χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων και σοβαρούς αναπτυξιακούς νόμους, προσαρμοσμένους στη σύγχρονη πραγματικότητα που θα κατευθύνουν τη χρηματοδότηση σε παραγωγικές επενδύσεις, καθώς και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Ως κοινωνία είχαμε υιοθετήσει μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη για την επιχειρηματικότητα.
Επί της ουσίας, την είχαμε δαιμονοποιήσει, θεοποιώντας από την άλλη πλευρά το κράτος και θεωρώντας πως δημόσιος και ιδιωτικός τομέας αποτελούν δύο αντίθετους πόλους.
Στην πραγματικότητα, όμως ένας αποτελεσματικός δημόσιος τομέας είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, καθώς παρέχει τις απαραίτητες θεσμικές συμπληρωματικότητες.
Όλες αυτές οι τομές που έχει η ανάγκη η οικονομία, επαφίενται στην πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης κι εκεί εδράζεται ένα βασικό πρόβλημα για την επιχειρηματικότητα: Χρειάζεται μακρόπνοος σχεδιασμός που θα υπερβαίνει, επιτέλους τις μυωπικές προσεγγίσεις/πολιτικές που ισχύουν μόνο μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Το διάστημα για την υλοποίηση μιας επένδυσης από μια επιχείρηση, πόσο μάλλον εάν προέρχεται από μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα, ενδέχεται να ξεπερνάει τα 4 χρόνια, δηλαδή το μέγιστο μιας κυβερνητικής θητείας.
Όπως συμπερασματικά εξάγεται, το επιχειρείν για να λειτουργήσει επιτυχώς και να διευκολυνθεί εμπράκτως χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, σταθερό φορολογικό πλαίσιο, σαφές νομικό πλαίσιο, με απλουστευμένες διαδικασίες αδειοδότησης και έμφαση στην άρση των ρυθμιστικών εμποδίων για την ίδρυση επιχειρήσεων, αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα εφοδιάζει τους φοιτητές με τα προσόντα που ζητούνται στην αγορά εργασίας και θα επιτρέπει, μέσω της διασύνδεσης με τις επιχειρήσεις, τη διάχυση της τεχνογνωσίας προς αυτές.
Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορέσουν να δημιουργηθούν υγιείς επιχειρήσεις στην κατεύθυνση μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης προς ένα πιο εξωστρεφές πρότυπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επένδυση που ανακοινώθηκε πριν μερικούς μήνες από μια ήδη υπάρχουσα και πολύ επιτυχημένη επιχείρηση, την Παπαστράτος, θυγατρική της Philip Morris στην Ελλάδα, συνδυάζοντας όλα τα γνωρίσματα μιας παραγωγικής επένδυσης.
Καταρχάς, πρόκειται για μια Άμεση Ξένη Επένδυση μεγάλου ύψους, 300 εκ ευρώ, τη στιγμή που η χώρα είναι διαχρονικά ανεπαρκής στην προσέλκυση ΑΞΕ που ανέκαθεν κινούταν γύρω στο 1% του ΑΕΠ.
Κατά δεύτερον, η επένδυση στοχεύει στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς αφορά την παραγωγή τεχνολογικά εξελιγμένων καπνικών προϊόντων με εξαγωγικό προσανατολισμό, εκμεταλλευόμενη κι αναδεικνύοντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της, όπως την γεωγραφική της θέση και την εγγύτητα της στις αγορές τόσο της Ευρώπης, όσο και της Ασίας, το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό και τα υψηλής ποιότητας καπνά- χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυνατοτήτων του πρωτογενή τομέα, ιδίως όταν συνδέεται με την μεταποίηση, αυξάνοντας σημαντικά την αξία του τελικού προϊόντος.
Η λέξη κρίση στα κινέζικα αποτελείται από δύο ιδεογράμματα.
Το πρώτο συμβολίζει το πρόβλημα και το δεύτερο την ευκαιρία. Ας ελπίσουμε ότι η ευκαιρία της κρίσης θα αξιοποιηθεί, αποτελώντας μια νέα αφετηρία για την αναβάθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας, διευκολύνοντας τις παραγωγικές επενδύσεις , ώστε να επανεκκινηθεί η μηχανή της ελληνικής οικονομίας.
*«You never let a serious crisis go to waste. And what I mean by that it’s an opportunity to do things you could not do before»
www.bankingnews.gr
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η φράση αυτή, όχι απλώς μπορεί να βρει εφαρμογή, αλλά είναι επιβεβλημένο να επαληθευθεί, προκειμένου η χώρα να αποκτήσει στέρεες βάσεις και να χτίσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα την οδηγήσει σε μια σταθερή και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.
Η ύφεση, επίπονη και βαθιά μεν, καθώς η ελληνική οικονομία απώλεσε σωρευτικά σε 7 χρόνια πάνω από το 25% του εθνικού της προϊόντος, παρέχει, δε, ένα παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να αλλάξουμε νοοτροπία και να απεγκλωβιστούμε από τις παθογένειες του παρελθόντος.
Η ελληνική οικονομία βίωσε ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση ανταγωνιστικότητας.
Στην ουσία καταναλώναμε, μέσω του υπερδανεισμού, πολύ περισσότερο από τις παραγωγικές μας δυνατότητες, συσσωρεύοντας ένα υπέρογκο εξωτερικό έλλειμμα ως αντανάκλαση της απώλειας ανταγωνιστικότητας.
Ο ιδιωτικός τομέας, με τις ευλογίες του δημοσίου, είχε συνηθίσει να λειτουργεί με ένα τρόπο αντιπαραγωγικό, με τους πόρους να μετακινούνται από τους εμπορεύσιμους, στους προστατευμένους τομείς, που ζούσαν από τις κρατικές παρεμβάσεις και τη «φούσκα» της κατανάλωσης.
Παράλληλα, ο αναποτελεσματικός και δυσκίνητος δημόσιος τομέας, ελλείψει μεταρρυθμίσεων κι εκσυγχρονισμού, αρνούταν να προσαρμοστεί στον τρόπο με τον οποίο μια οικονομία πρέπει να λειτουργεί, μέσα στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης και του ελευθέρου εμπορίου, δημιουργώντας εμπόδια κι αντικίνητρα στην ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Η ανάλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων που διογκώθηκαν κατά τη «χρυσή» δεκαετία, δείχνουν ολοκάθαρα την κατεύθυνση την οποία θα πρέπει να ακολουθήσουμε.
Χρειαζόμαστε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα χαρακτηρίζεται από μια εξωστρεφή παραγωγική βάση, μεγαλύτερο εξαγωγικό τομέα, με αγαθά κι υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, με εκμετάλλευση συγκριτικών πλεονεκτημάτων, αυξημένη δυνατότητας της χώρας να προσελκύει ένα αξιοπρεπές μερίδιο ΑΞΕ και παραγωγικών επενδύσεων, προσφέροντας ένα περιβάλλον φιλόξενο στην επιχειρηματικότητα.
Μια τέτοια θεμελιώδης μεταστροφή, προκειμένου να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, απαιτεί συγκεκριμένα βήματα από την πλευρά του κράτους: δημοσιονομική σταθερότητα, βαθιές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα, τη φορολογική διοίκηση και το ασφαλιστικό, εξυγίανση των τραπεζών ώστε να μπορούν να χρηματοδοτούν την οικονομική δραστηριότητα, χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων και σοβαρούς αναπτυξιακούς νόμους, προσαρμοσμένους στη σύγχρονη πραγματικότητα που θα κατευθύνουν τη χρηματοδότηση σε παραγωγικές επενδύσεις, καθώς και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Ως κοινωνία είχαμε υιοθετήσει μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη για την επιχειρηματικότητα.
Επί της ουσίας, την είχαμε δαιμονοποιήσει, θεοποιώντας από την άλλη πλευρά το κράτος και θεωρώντας πως δημόσιος και ιδιωτικός τομέας αποτελούν δύο αντίθετους πόλους.
Στην πραγματικότητα, όμως ένας αποτελεσματικός δημόσιος τομέας είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, καθώς παρέχει τις απαραίτητες θεσμικές συμπληρωματικότητες.
Όλες αυτές οι τομές που έχει η ανάγκη η οικονομία, επαφίενται στην πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης κι εκεί εδράζεται ένα βασικό πρόβλημα για την επιχειρηματικότητα: Χρειάζεται μακρόπνοος σχεδιασμός που θα υπερβαίνει, επιτέλους τις μυωπικές προσεγγίσεις/πολιτικές που ισχύουν μόνο μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Το διάστημα για την υλοποίηση μιας επένδυσης από μια επιχείρηση, πόσο μάλλον εάν προέρχεται από μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα, ενδέχεται να ξεπερνάει τα 4 χρόνια, δηλαδή το μέγιστο μιας κυβερνητικής θητείας.
Όπως συμπερασματικά εξάγεται, το επιχειρείν για να λειτουργήσει επιτυχώς και να διευκολυνθεί εμπράκτως χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, σταθερό φορολογικό πλαίσιο, σαφές νομικό πλαίσιο, με απλουστευμένες διαδικασίες αδειοδότησης και έμφαση στην άρση των ρυθμιστικών εμποδίων για την ίδρυση επιχειρήσεων, αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα εφοδιάζει τους φοιτητές με τα προσόντα που ζητούνται στην αγορά εργασίας και θα επιτρέπει, μέσω της διασύνδεσης με τις επιχειρήσεις, τη διάχυση της τεχνογνωσίας προς αυτές.
Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορέσουν να δημιουργηθούν υγιείς επιχειρήσεις στην κατεύθυνση μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης προς ένα πιο εξωστρεφές πρότυπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επένδυση που ανακοινώθηκε πριν μερικούς μήνες από μια ήδη υπάρχουσα και πολύ επιτυχημένη επιχείρηση, την Παπαστράτος, θυγατρική της Philip Morris στην Ελλάδα, συνδυάζοντας όλα τα γνωρίσματα μιας παραγωγικής επένδυσης.
Καταρχάς, πρόκειται για μια Άμεση Ξένη Επένδυση μεγάλου ύψους, 300 εκ ευρώ, τη στιγμή που η χώρα είναι διαχρονικά ανεπαρκής στην προσέλκυση ΑΞΕ που ανέκαθεν κινούταν γύρω στο 1% του ΑΕΠ.
Κατά δεύτερον, η επένδυση στοχεύει στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς αφορά την παραγωγή τεχνολογικά εξελιγμένων καπνικών προϊόντων με εξαγωγικό προσανατολισμό, εκμεταλλευόμενη κι αναδεικνύοντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της, όπως την γεωγραφική της θέση και την εγγύτητα της στις αγορές τόσο της Ευρώπης, όσο και της Ασίας, το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό και τα υψηλής ποιότητας καπνά- χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυνατοτήτων του πρωτογενή τομέα, ιδίως όταν συνδέεται με την μεταποίηση, αυξάνοντας σημαντικά την αξία του τελικού προϊόντος.
Η λέξη κρίση στα κινέζικα αποτελείται από δύο ιδεογράμματα.
Το πρώτο συμβολίζει το πρόβλημα και το δεύτερο την ευκαιρία. Ας ελπίσουμε ότι η ευκαιρία της κρίσης θα αξιοποιηθεί, αποτελώντας μια νέα αφετηρία για την αναβάθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας, διευκολύνοντας τις παραγωγικές επενδύσεις , ώστε να επανεκκινηθεί η μηχανή της ελληνικής οικονομίας.
*«You never let a serious crisis go to waste. And what I mean by that it’s an opportunity to do things you could not do before»
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών