Οι δανειολήπτες συχνά εξετάζουν μόνο εάν ένα νόμισμα βρίσκεται σε διαδικασία υποτίμησης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις μελλοντικές διακυμάνσεις
Υπάρχουν δυο βασικές επενδυτικές κατευθύνσεις, κατά την πρώτη στο νόμισμα που ανατιμάται πρέπει να επενδύουμε αφού στο επιτόκιο προστίθεται το ύψος της ανατίμησης και κατά την δεύτερη στο νόμισμα που υποτιμάται πρέπει να συνάπτουμε δάνεια αφού από το επιτόκιο αφαιρείται το ύψος της υποτίμησης.
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η σημαντικότερη, αφορά τους περισσοτέρους αφού οι μεγάλες μάζες δανειοδοτούνται χωρίς τις περισσότερες φορές να λαμβάνουν υπόψη τους συναλλαγματικούς κίνδυνους.
Αρέσκονται συνήθως στην πρώτη εντύπωση, που συνήθως είναι το ύψος του επιτοκίου και η σταθερότητα της διάρκειας του.
Η απλή επιτοκιακή σύγκριση οδηγεί στο αυτονόητο, στην λήψη δανείων σε ξένο νόμισμα.
Όμως η μη διερεύνηση όλων των παραμέτρων αναδύει προβλήματα με κυριότερο την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης όταν το νόμισμα αναφοράς του δανείου ανατιμηθεί .
Το λάθος των δανειοληπτών έγκειται στην εσφαλμένη εκτίμηση σταθερότητας του νομίσματος δεδομένου ότι τα περισσότερα συναλλαγματικά δάνεια αφορούν σε ισχυρά νομίσματα.
Νομίσματα καταφύγια που για πολλούς, εκ της ιστορίας τους, των οικονομιών που τα συνδέουν και της έξωθεν καλής μαρτυρίας έχουν κατά συνθήκη μόνο μια προοπτική, να παραμένουν δυνατά.
Ενίοτε και στην βάση πρωτόγνωρων καταστάσεων ή κατευθυνόμενων συγκυριών η σταθερότητα παύει με τεκτονικές συνέπειες για τους συναλλασσόμενους.
Θα εξετάσουμε τρεις περιπτώσεις σε διαφορετικές δεκαετίες, του 1930, του 1990 και του 2010 για να διαπιστωθεί ότι τα λάθη επαναλαμβάνονται όταν η μνήμη δεν αποτυπώνει με αποτρεπτικό τρόπο τις αποτυχημένες επιλογές.
ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1930 - ΟΥΓΓΑΡΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 2000
Στις 15 Απρίλιου 1932 η δραχμή υποτιμήθηκε και η χώρα προχώρησε στην στάση πληρωμών.
Η έξοδος από τον κανόνα του χρυσού ήταν γεγονός με την δραχμή να προσδιορίζεται ελεύθερα υπό καθεστώς όμως συναλλαγματικών περιορισμών αφού ο κίνδυνος της κερδοσκοπίας και της ανεξέλεγκτης υποτίμησης ήταν υπαρκτός.
Στην ουσία η Τράπεζα της Ελλάδος πουλούσε το δολάριο στις 130 δραχμές, τιμή που συνιστούσε μια υποτίμηση της τάξεως του 40%.
Όμως η πρακτική επιχειρήσεων και ιδιωτών να δανείζονται σε συνάλλαγμα θεωρώντας την δραχμή νόμισμα δεύτερης επιλογής οδήγησε στην αύξηση του κόστους αποπληρωμής σε σημείο που μετά την υποτίμηση απαιτούνταν διπλάσιες δραχμές από αυτές που πριν την υποτίμηση χρειάζονταν για την ομαλή αποπληρωμή.
Το πρόβλημα ήταν μεγάλο ενώ έπαιρνε διαστάσεις αδιεξόδου από την στιγμή που εμπλέκονταν και οι εμπορικές τράπεζες οι οποίες είχαν διπλό μέτωπο, αφενός καλούνταν να εξοφλήσουν τους καταθέτες τους στην νέα ισοτιμία και αφετέρου να αντιμετωπίσουν την δυσκολία των πελατών τους να αποπληρώνουν τα δάνεια τους .
Μπρος στο ενδεχόμενο η υποτίμηση να χάσει μέρος της δυναμικής της η κυβέρνηση Τσαλδάρη εξέδωσε νόμο σύμφωνα με τον οποίο οι υποχρεώσεις θα μετατρέπονταν σε δραχμές όχι στις 144 που είχαν φθάσει το καλοκαίρι του 1932 αλλά προς 100 δραχμές ανά δολάριο.
Λύση με αντιδράσεις αφού πάντα οι επικριτές βλέπουν το δέντρο και όχι το δάσος μιας παρέμβασης τέτοιου βεληνεκούς.
Την πεπατημένη της κυβέρνησης Τσαλδάρη ακολούθησε η Ουγγαρία 79 χρόνια μετά, το 2011 όταν με νομοθετική ρύθμιση έβγαλε από το τέλμα τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων σε ελβετικά φράγκα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 περίπου 1,5 εκατομμύρια Ούγγροι έλαβαν από εγκατεστημένες στην Ουγγαρία, Γερμανικές, Αυστριακές και Ιταλικές τράπεζες δάνεια σε ελβετικά Φράγκα με δέλεαρ σταθερό επιτόκιο 3%.
Η ανατίμηση του φράγκου απεκάλυψε τις παραμέτρους που δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την σύναψη των δάνειων .
Με νομοθετική ρύθμιση το 2011 η Ουγγρική κυβέρνηση έδωσε λύση στο πρόβλημα δίνοντας την δυνατότητα στους δανειολήπτες να αποπληρώσουν τα δάνεια στην ισοτιμία των 180 Φιορινίων ανά Φράγκο όταν η επίσημη ισοτιμία καταγράφονταν στα 250 Φιορίνια ή να το εξυπηρετήσουν εντός 5ετιας στην ίδια διοικητικά καθοριζόμενη ισοτιμία.
Στην ουσία μείωνε το βάρος των δανειοληπτών κατά 28% μεταθέτοντας το στις πλάτες των τράπεζων .
ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980
Την δεκαετία του 1980 η Ιαπωνία χαρακτηρίζονταν ως οικονομικό θαύμα που το αναπτυξιακό της υπόβαθρο έχρηζε ιδιαίτερης προσοχής .
Με κεντρικό άξονα το φθηνό γιέν οι Ιάπωνες είχαν κατακλύσει ολόκληρο τον κόσμο με προϊόντα τους σε σημείο που είχαν ξεσηκώσει θύελλες διαμαρτυριών από τους παραγωγούς άλλων κρατών .
Η υποχώρηση του ιαπωνικού νομίσματος δεν μπορούσε να συνεχισθεί άλλο αφού έπληττε τις παραγωγικές μηχανές των δυτικών οικονομιών οπότε κάτι έπρεπε να γίνει.
Οι πιέσεις για αναστροφή της εξωτερικής αξίας του γιέν οδήγησαν τον Σεπτέμβριο του 1985 στην πασίγνωστη συμφωνία της Πλάζα .
Στο ομώνυμο ξενοδοχείο του Μανχάταν αποφασίσθηκε από τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη η αλλαγή της ισοτιμίας του γιέν.
Πράγματι από τα επίπεδα των 259 γιεν ανά δολάριο που βρίσκονταν το γιέν πριν την συμφωνία βρέθηκε λίγους μήνες αργότερα στα επίπεδα των 150 γιέν ανά δολάριο καταγράφοντας μια ενίσχυση της τάξεως του 73 % περίπου.
Για του δανειολήπτες η μεταβολή της ισοτιμίας ήταν καταστροφή ,το κόστος αποπληρωμής των δανείων σε γίεν αυξήθηκε με αποτέλεσμα φυσικά και νομικά πρόσωπα να οδηγηθούν σε αδιέξοδο.
ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 2010
Η ισοτιμία ευρώ – φράγκου στις αρχές του 2009 καταγράφονταν στα επίπεδα των 1,50 φράγκων ανά ευρώ για να ακολουθήσει πορεία προς τα 1,46 φράγκα στα μέσα Μαρτίου 2009 εμφανίζοντας μια ενίσχυση του φράγκου έναντι του ευρώ της τάξεως του 2,74% .
Η τάση ενίσχυσης του φράγκου ήταν σημαντική κάτι που απείχε παρασάγγας από τις ανάγκες της ελβετικής οικονομίας και φυσικά από τις βλέψεις την κεντρικής τράπεζας η οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν ενδιαφέρεται μόνο για την σταθερότητα των τιμών αλλά και για την ανάπτυξη και την απασχόληση .
Στην βάση αυτή η ελβετική κεντρική τράπεζα πατώντας στα χνάρια της αντίστοιχης Ιαπωνικής άρχισε από τον Μάρτιο του 2009 να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος πουλώντας φράγκα και αγοράζοντας κυρίως ευρώ αλλά και νομίσματα ανταγωνιστικά του φράγκου.
Οι παρεμβάσεις της στα μέσα Μαρτίου 2009 οδήγησαν την ισοτιμία στα 1,56 φράγκα ενώ φάνηκε ότι το εύρος των 1,50-1,53 φράγκων ανά ευρώ θεωρούνταν το αποδεκτό επίπεδο ισοτιμίας με το ευρώ.
Όριο συναγερμού θεωρούνταν το επίπεδο των 1,50 Φράγκων οπότε κάθε φορά που η τάση οδηγούσε σε χαμηλότερα επίπεδα η παρέμβαση ήταν μονόδρομος.
Το ελβετικό νόμισμα παρά το γεγονός ότι δεν απολαμβάνει επιτοκιακής στήριξης μιας και το βασικό επιτόκιο του φράγκου ήταν στα επίπεδα του 0,25% τον Μάρτιο του 2009 εντούτοις, απολάμβανε την ισχύ που συνοδεύει τα νομίσματα πρώτης διαλογής ή τα νομίσματα που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια.
Από την στιγμή που το διεθνές κεφαλαίο εμφανίζονταν με μειωμένη διάθεση προς την κατεύθυνση ανάληψης επενδυτικών κινδύνων τότε
ήταν φυσικό να έλκονταν από τον παραδοσιακό ρόλο του καταφυγίου που του προσφέρει το ελβετικό νόμισμα.
Διανύοντας την περίοδο μέχρι το καλοκαίρι του 2011 ήταν εμφανές ότι το διεθνές κεφάλαιο διαπίστωνε ότι η τάση σταδιακής ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας δεν μετουσιώνονταν σε γεγονός υπαρκτό και αναμφισβήτητο κάτι που καθιστούσε την ελκυστικότητα νομισμάτων –καταφυγίων ιδιαίτερα μεγάλη .
Στην βάση αυτή η ισοτιμία ευρώ –ελβετικού φράγκου έφθασε στις αρχές Αύγουστου 2011 στα επίπεδα των 1,038 φράγκων καταγράφοντας το ελβετικό νόμισμα στο διάστημα από τα μέσα Μαρτίου 2009 μέχρι τις αρχές Αύγουστου 2011 μια ανατίμηση της τάξεως του 50%.
Τότε η κεντρική τράπεζα έθεσε ως όριο τα επίπεδα των 1,20 φράγκων κάτι που εφαρμόστηκε πλήρως μέχρι και στις 15 Ιανουάριου 2015 όταν εντελώς αιφνιδιαστικά ήρε το φράγμα που είχε θέσει με αποτέλεσμα η ισοτιμία να βρεθεί και κάτω από τα επίπεδα του ένα προς ένα .
Η αιφνιδιαστική μεταβολή της κεντρικής Τράπεζας οδήγησε το κόστος αποπληρωμής σε υψηλά επίπεδα, τους δανειολήπτες σε αδιέξοδο και τις αγωγές κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Εν κατακλείδι η λήψη δανείων σε ξένο νόμισμα ενίοτε οδηγεί σε καταστρεπτικά αποτελέσματα αφού το δέλεαρ του επιτοκίου μπορεί να εκμηδενιστεί από την μεταβολή της ισοτιμίας .
Η αποφυγή του κόστους όταν οι συγκυρίες μεταβληθούν και η επίρριψη ευθυνών σε τρίτους (πιστωτικά ιδρύματα, κυβερνήσεις, κτλ) μόνο ως παράπλευρη λαϊκίστικη δικαιολογία μπορεί να καταγραφεί.
Οι λάθος επιλογές στο καπιταλιστικό μας σύστημα έχουν κόστος και αυτό το γνωρίζουν εκ των προτέρων όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
www.bankingnews.gr
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η σημαντικότερη, αφορά τους περισσοτέρους αφού οι μεγάλες μάζες δανειοδοτούνται χωρίς τις περισσότερες φορές να λαμβάνουν υπόψη τους συναλλαγματικούς κίνδυνους.
Αρέσκονται συνήθως στην πρώτη εντύπωση, που συνήθως είναι το ύψος του επιτοκίου και η σταθερότητα της διάρκειας του.
Η απλή επιτοκιακή σύγκριση οδηγεί στο αυτονόητο, στην λήψη δανείων σε ξένο νόμισμα.
Όμως η μη διερεύνηση όλων των παραμέτρων αναδύει προβλήματα με κυριότερο την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης όταν το νόμισμα αναφοράς του δανείου ανατιμηθεί .
Το λάθος των δανειοληπτών έγκειται στην εσφαλμένη εκτίμηση σταθερότητας του νομίσματος δεδομένου ότι τα περισσότερα συναλλαγματικά δάνεια αφορούν σε ισχυρά νομίσματα.
Νομίσματα καταφύγια που για πολλούς, εκ της ιστορίας τους, των οικονομιών που τα συνδέουν και της έξωθεν καλής μαρτυρίας έχουν κατά συνθήκη μόνο μια προοπτική, να παραμένουν δυνατά.
Ενίοτε και στην βάση πρωτόγνωρων καταστάσεων ή κατευθυνόμενων συγκυριών η σταθερότητα παύει με τεκτονικές συνέπειες για τους συναλλασσόμενους.
Θα εξετάσουμε τρεις περιπτώσεις σε διαφορετικές δεκαετίες, του 1930, του 1990 και του 2010 για να διαπιστωθεί ότι τα λάθη επαναλαμβάνονται όταν η μνήμη δεν αποτυπώνει με αποτρεπτικό τρόπο τις αποτυχημένες επιλογές.
ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1930 - ΟΥΓΓΑΡΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 2000
Στις 15 Απρίλιου 1932 η δραχμή υποτιμήθηκε και η χώρα προχώρησε στην στάση πληρωμών.
Η έξοδος από τον κανόνα του χρυσού ήταν γεγονός με την δραχμή να προσδιορίζεται ελεύθερα υπό καθεστώς όμως συναλλαγματικών περιορισμών αφού ο κίνδυνος της κερδοσκοπίας και της ανεξέλεγκτης υποτίμησης ήταν υπαρκτός.
Στην ουσία η Τράπεζα της Ελλάδος πουλούσε το δολάριο στις 130 δραχμές, τιμή που συνιστούσε μια υποτίμηση της τάξεως του 40%.
Όμως η πρακτική επιχειρήσεων και ιδιωτών να δανείζονται σε συνάλλαγμα θεωρώντας την δραχμή νόμισμα δεύτερης επιλογής οδήγησε στην αύξηση του κόστους αποπληρωμής σε σημείο που μετά την υποτίμηση απαιτούνταν διπλάσιες δραχμές από αυτές που πριν την υποτίμηση χρειάζονταν για την ομαλή αποπληρωμή.
Το πρόβλημα ήταν μεγάλο ενώ έπαιρνε διαστάσεις αδιεξόδου από την στιγμή που εμπλέκονταν και οι εμπορικές τράπεζες οι οποίες είχαν διπλό μέτωπο, αφενός καλούνταν να εξοφλήσουν τους καταθέτες τους στην νέα ισοτιμία και αφετέρου να αντιμετωπίσουν την δυσκολία των πελατών τους να αποπληρώνουν τα δάνεια τους .
Μπρος στο ενδεχόμενο η υποτίμηση να χάσει μέρος της δυναμικής της η κυβέρνηση Τσαλδάρη εξέδωσε νόμο σύμφωνα με τον οποίο οι υποχρεώσεις θα μετατρέπονταν σε δραχμές όχι στις 144 που είχαν φθάσει το καλοκαίρι του 1932 αλλά προς 100 δραχμές ανά δολάριο.
Λύση με αντιδράσεις αφού πάντα οι επικριτές βλέπουν το δέντρο και όχι το δάσος μιας παρέμβασης τέτοιου βεληνεκούς.
Την πεπατημένη της κυβέρνησης Τσαλδάρη ακολούθησε η Ουγγαρία 79 χρόνια μετά, το 2011 όταν με νομοθετική ρύθμιση έβγαλε από το τέλμα τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων σε ελβετικά φράγκα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 περίπου 1,5 εκατομμύρια Ούγγροι έλαβαν από εγκατεστημένες στην Ουγγαρία, Γερμανικές, Αυστριακές και Ιταλικές τράπεζες δάνεια σε ελβετικά Φράγκα με δέλεαρ σταθερό επιτόκιο 3%.
Η ανατίμηση του φράγκου απεκάλυψε τις παραμέτρους που δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την σύναψη των δάνειων .
Με νομοθετική ρύθμιση το 2011 η Ουγγρική κυβέρνηση έδωσε λύση στο πρόβλημα δίνοντας την δυνατότητα στους δανειολήπτες να αποπληρώσουν τα δάνεια στην ισοτιμία των 180 Φιορινίων ανά Φράγκο όταν η επίσημη ισοτιμία καταγράφονταν στα 250 Φιορίνια ή να το εξυπηρετήσουν εντός 5ετιας στην ίδια διοικητικά καθοριζόμενη ισοτιμία.
Στην ουσία μείωνε το βάρος των δανειοληπτών κατά 28% μεταθέτοντας το στις πλάτες των τράπεζων .
ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980
Την δεκαετία του 1980 η Ιαπωνία χαρακτηρίζονταν ως οικονομικό θαύμα που το αναπτυξιακό της υπόβαθρο έχρηζε ιδιαίτερης προσοχής .
Με κεντρικό άξονα το φθηνό γιέν οι Ιάπωνες είχαν κατακλύσει ολόκληρο τον κόσμο με προϊόντα τους σε σημείο που είχαν ξεσηκώσει θύελλες διαμαρτυριών από τους παραγωγούς άλλων κρατών .
Η υποχώρηση του ιαπωνικού νομίσματος δεν μπορούσε να συνεχισθεί άλλο αφού έπληττε τις παραγωγικές μηχανές των δυτικών οικονομιών οπότε κάτι έπρεπε να γίνει.
Οι πιέσεις για αναστροφή της εξωτερικής αξίας του γιέν οδήγησαν τον Σεπτέμβριο του 1985 στην πασίγνωστη συμφωνία της Πλάζα .
Στο ομώνυμο ξενοδοχείο του Μανχάταν αποφασίσθηκε από τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη η αλλαγή της ισοτιμίας του γιέν.
Πράγματι από τα επίπεδα των 259 γιεν ανά δολάριο που βρίσκονταν το γιέν πριν την συμφωνία βρέθηκε λίγους μήνες αργότερα στα επίπεδα των 150 γιέν ανά δολάριο καταγράφοντας μια ενίσχυση της τάξεως του 73 % περίπου.
Για του δανειολήπτες η μεταβολή της ισοτιμίας ήταν καταστροφή ,το κόστος αποπληρωμής των δανείων σε γίεν αυξήθηκε με αποτέλεσμα φυσικά και νομικά πρόσωπα να οδηγηθούν σε αδιέξοδο.
ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 2010
Η ισοτιμία ευρώ – φράγκου στις αρχές του 2009 καταγράφονταν στα επίπεδα των 1,50 φράγκων ανά ευρώ για να ακολουθήσει πορεία προς τα 1,46 φράγκα στα μέσα Μαρτίου 2009 εμφανίζοντας μια ενίσχυση του φράγκου έναντι του ευρώ της τάξεως του 2,74% .
Η τάση ενίσχυσης του φράγκου ήταν σημαντική κάτι που απείχε παρασάγγας από τις ανάγκες της ελβετικής οικονομίας και φυσικά από τις βλέψεις την κεντρικής τράπεζας η οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν ενδιαφέρεται μόνο για την σταθερότητα των τιμών αλλά και για την ανάπτυξη και την απασχόληση .
Στην βάση αυτή η ελβετική κεντρική τράπεζα πατώντας στα χνάρια της αντίστοιχης Ιαπωνικής άρχισε από τον Μάρτιο του 2009 να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος πουλώντας φράγκα και αγοράζοντας κυρίως ευρώ αλλά και νομίσματα ανταγωνιστικά του φράγκου.
Οι παρεμβάσεις της στα μέσα Μαρτίου 2009 οδήγησαν την ισοτιμία στα 1,56 φράγκα ενώ φάνηκε ότι το εύρος των 1,50-1,53 φράγκων ανά ευρώ θεωρούνταν το αποδεκτό επίπεδο ισοτιμίας με το ευρώ.
Όριο συναγερμού θεωρούνταν το επίπεδο των 1,50 Φράγκων οπότε κάθε φορά που η τάση οδηγούσε σε χαμηλότερα επίπεδα η παρέμβαση ήταν μονόδρομος.
Το ελβετικό νόμισμα παρά το γεγονός ότι δεν απολαμβάνει επιτοκιακής στήριξης μιας και το βασικό επιτόκιο του φράγκου ήταν στα επίπεδα του 0,25% τον Μάρτιο του 2009 εντούτοις, απολάμβανε την ισχύ που συνοδεύει τα νομίσματα πρώτης διαλογής ή τα νομίσματα που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια.
Από την στιγμή που το διεθνές κεφαλαίο εμφανίζονταν με μειωμένη διάθεση προς την κατεύθυνση ανάληψης επενδυτικών κινδύνων τότε
ήταν φυσικό να έλκονταν από τον παραδοσιακό ρόλο του καταφυγίου που του προσφέρει το ελβετικό νόμισμα.
Διανύοντας την περίοδο μέχρι το καλοκαίρι του 2011 ήταν εμφανές ότι το διεθνές κεφάλαιο διαπίστωνε ότι η τάση σταδιακής ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας δεν μετουσιώνονταν σε γεγονός υπαρκτό και αναμφισβήτητο κάτι που καθιστούσε την ελκυστικότητα νομισμάτων –καταφυγίων ιδιαίτερα μεγάλη .
Στην βάση αυτή η ισοτιμία ευρώ –ελβετικού φράγκου έφθασε στις αρχές Αύγουστου 2011 στα επίπεδα των 1,038 φράγκων καταγράφοντας το ελβετικό νόμισμα στο διάστημα από τα μέσα Μαρτίου 2009 μέχρι τις αρχές Αύγουστου 2011 μια ανατίμηση της τάξεως του 50%.
Τότε η κεντρική τράπεζα έθεσε ως όριο τα επίπεδα των 1,20 φράγκων κάτι που εφαρμόστηκε πλήρως μέχρι και στις 15 Ιανουάριου 2015 όταν εντελώς αιφνιδιαστικά ήρε το φράγμα που είχε θέσει με αποτέλεσμα η ισοτιμία να βρεθεί και κάτω από τα επίπεδα του ένα προς ένα .
Η αιφνιδιαστική μεταβολή της κεντρικής Τράπεζας οδήγησε το κόστος αποπληρωμής σε υψηλά επίπεδα, τους δανειολήπτες σε αδιέξοδο και τις αγωγές κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Εν κατακλείδι η λήψη δανείων σε ξένο νόμισμα ενίοτε οδηγεί σε καταστρεπτικά αποτελέσματα αφού το δέλεαρ του επιτοκίου μπορεί να εκμηδενιστεί από την μεταβολή της ισοτιμίας .
Η αποφυγή του κόστους όταν οι συγκυρίες μεταβληθούν και η επίρριψη ευθυνών σε τρίτους (πιστωτικά ιδρύματα, κυβερνήσεις, κτλ) μόνο ως παράπλευρη λαϊκίστικη δικαιολογία μπορεί να καταγραφεί.
Οι λάθος επιλογές στο καπιταλιστικό μας σύστημα έχουν κόστος και αυτό το γνωρίζουν εκ των προτέρων όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών