γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Η αυξημένη ζήτηση και η έλλειψη επενδύσεων αναμένεται να οδηγήσουν τις τιμές στο πετρέλαιο ακόμα υψηλότερα
Όταν το 2014 οι τιμές στο πετρέλαιο σημείωσαν μία ακόμα σημαντική «κατάρρευση», παρόμοια με εκείνη του 2008, η αγορά άρχισε σταδιακά να προετοιμάζεται για μία παρατεταμένη περίοδο στην οποία ο «μαύρος χρυσός» θα βρισκόταν σε πιο χαμηλά επίπεδα.
Ενώ κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η ζήτηση προς το πετρέλαιο από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία ήταν ιδιαίτερα αυξημένη, συμβαδίζοντας με τους ρυθμούς ανάπτυξης των δύο οικονομιών, η δεκαετία που διανύουμε συνοδεύτηκε από μία σημαντική επιβράδυνση, η οποία αναπόφευκτα επηρέασε και την ενεργειακή αγορά.
Παράλληλα, καθώς οι υψηλότερες τιμές στο πετρέλαιο είχαν αρνητική επίδραση στις οικονομίες τους, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς προχώρησαν σε σταδιακή αύξηση της εγχώριας παραγωγής τους, προκειμένου να περιορίσουν τις εισαγωγές.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ζήτηση να μειωθεί ακόμα περισσότερο, γεγονός που επίσης άσκησε πιέσεις στις τιμές, την ίδια στιγμή που οι μεγαλύτεροι παραγωγοί παγκοσμίως δεν εμφανίζοντας διατεθειμένοι να περιορίσουν τις εξαγωγές τους, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος του να απολέσουν μέρος από το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά.
Ωστόσο, οι επίμονα χαμηλές τιμές ανάγκασαν τον Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών, μαζί με άλλους σημαντικούς παραγωγούς όπως είναι η Ρωσία, να προχωρήσουν σε μία συντονισμένη περικοπή στην παραγωγή τους, προκειμένου να περιορίσουν την υπερπροσφορά, η οποία διατηρούσε τις τιμές κάτω από τα 50 δολάρια ανά βαρέλι.
Η παραπάνω συμφωνία, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από τις αρχές του 2017, κατάφερε να δημιουργήσει ισορροπία στην αγορά, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ συνέχισαν να αυξάνουν την παραγωγή τους, προσθέτοντας συνεχώς επιπλέον όγκο βαρελιών στα παγκόσμια αποθέματα.
Κατά τον τελευταίο μήνα όμως η τιμές στο πετρέλαιο άρχισαν να καταγράφουν μία απότομη άνοδο, η οποία ενδεχομένως να αιφνιδίασε τον ΟΠΕΚ και την Ρωσία, οι οποίες μέχρι πρόσφατα συζητούσαν το ενδεχόμενο επέκτασης της συμφωνίας μέχρι και το 2019.
Για πρώτη φορά από το 2014, η τιμή του αμερικανικού αργού ξεπέρασε τα 70 δολάρια ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent βρέθηκε εντός της «ζώνης» των 80 δολαρίων ανά βαρέλι.
Η αυξημένη ζήτηση αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες για την απρόσμενη άνοδο του πετρελαίου, καθώς η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας έχει ενισχύσει ξανά τις εισαγωγές πετρελαίου από χώρες «κλειδιά» όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, την ίδια στιγμή που η στροφή προς τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας δεν είναι ακόμα τόσο άμεση ώστε να επηρεάσει τις ισορροπίες στην αγορά.
Αυτό αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα η ζήτηση να αυξηθεί κατά 1,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως κατά το 2018, αγγίζοντας τα 99,3 εκατομμύρια βαρέλια ημερήσιας ζήτησης.
Παράλληλα, ο ΟΠΕΚ τήρησε σε τόσο μεγάλο βαθμό τη συμφωνία, ώστε αρκετές φορές η μηνιαία παραγωγή να είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τα όρια που είχαν τεθεί, γεγονός που οδηγεί τον Οργανισμό στο να εξετάζει άμεση αύξηση της παραγωγής μετά τον Ιούνιο.
Όπως ήταν φυσικό, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες δε μπορούσαν να λάβουν υπόψην τους τον αστάθμητο παράγοντας των γεωπολιτικών αναταραχών, οι οποίες έχουν επισκιάσει σε μεγάλο βαθμό την ενεργειακή αγορά κατά τις τελευταίες εβδομάδες.
Η εσωτερική αστάθεια στη Βενεζουέλα έχει μειώσει την παραγωγή της χώρας στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, την ίδια στιγμή που οι εντάσεις σε Λιβύη και Νιγηρία θέτουν επίσης σε κίνδυνο τις εξαγωγές των δύο χωρών.
Στις παραπάνω χώρες έρχεται να προστεθεί και η περίπτωση του Ιράν, το οποίο ενώ βρισκόταν σε διαδικασία ανάκαμψης των εξαγωγών του, έρχεται πλέον ξανά αντιμέτωπο με νέες κυρώσεις από τις ΗΠΑ, οι οποίες μπορούν να «βυθίσουν» ξανά την παραγωγή της χώρας, δημιουργώντας έλλειμμα το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, θα μπορούσε να αγγίξει ακόμα και το 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως κατά το επόμενο έτος.
Ωστόσο, ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την άνοδο των τιμών να είναι η έλλειψη επενδύσεων στον κλάδο, η οποία παρατηρήθηκε μετά την κατάρρευση των τιμών το 2014.
Καθώς οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες απέφυγαν τις σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα έσοδά τους, ο κλάδος βρέθηκε αναπόφευκτα με ένα «κενό» το οποίο θα αργήσει να καλυφθεί.
Με τα μεγάλα πεδία εξορύξεων σταδιακά να στερεύουν, η αγορά αναμένεται να έρθει αντιμέτωπη με ζητήματα έλλειψης προσφοράς, καθώς ακόμα και αν οι επενδύσεις ξεκινήσουν άμεσα, θα χρειαστεί αρκετά μεγάλο διάστημα ώστε αυτές να ολοκληρωθούν.
Τα ποσοστά παραγωγής χωρών όπως είναι η Βραζιλία, η Νορβηγία και η Αγκόλα βρίσκονται σε πτώση, ενώ υπάρχει ανησυχία ότι παρόμοια πορεία θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες οι οποίες κατέχουν υψηλότερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά.
Παρά το γεγονός ότι οι αναλυτές «βλέπουν» τις ΗΠΑ ως ένα αντίβαρο στην παρούσα κατάσταση, εκτιμώντας ότι η χώρα θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου μέσα στο 2019, στην πραγματικότητα αυτό το σενάριο θα μπορούσε να μην υλοποιηθεί, στην περίπτωση που παρατηρηθεί κίνδυνος νέας πτώσης των τιμών.
Η τελευταία πτώση των τιμών προκάλεσε σημαντικές ζημίες σε αρκετές αμερικανικές εταιρείες, γεγονός που αδιαμφισβήτητα θα ήθελαν να αποφύγουν την επόμενη φορά, πόσο μάλλον να την προκαλέσουν οι ίδιες μέσω της παραγωγής τους.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Διεθνής Οργανισμός Ναυτιλίας έχει ζητήσει από τα πλοία να χρησιμοποιούν καθαρότερα καύσιμα, προκειμένου να μειωθεί η ρύπανση που προκαλεί η χρήση «βαρύτερων» καυσίμων, γεγονός που αναμένεται να αυξήσει τη ζήτηση προς το αργό πετρέλαιο.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Morgan Stanley, αυτό από μόνο του είναι αρκετό ώστε η τιμή του αργού πετρελαίου να αγγίξει ακόμα και τα 90 δολάρια ανά βαρέλι μέσα στην επόμενη διετία.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν ο ΟΠΕΚ με τη Ρωσία αυξήσουν την παραγωγή τους μετά τον Ιούνιο, αυτή η άνοδος ενδεχομένως να μη σταθεί ικανή να καλύψει άμεσα την παγκόσμια ζήτηση, η οποία δεν εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης βραχυπρόθεσμα.
Η τιμή του πετρελαίου βρίσκεται πλέον ένα βήμα πιο κοντά στη ζώνη των 100 δολαρίων ανά βαρέλι, και θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτήν ακόμα και μέσα στο επόμενο έτος, εάν οι παραπάνω τάσεις που χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο την αγορά παραμείνουν.
Ωστόσο, ακόμα και αν αυτό το σενάριο επιβεβαιωθεί, θα αποτελεί μία αναμενόμενη εξέλιξη, η οποία αντικατοπτρίζει τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά πετρελαίου κατά την τελευταία δεκαετία, με τις τιμές να εμφανίζουν υψηλή μεταβλητότητα και τη ζήτηση να καταγράφει αξιοσημείωτες διακυμάνσεις.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Ενώ κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η ζήτηση προς το πετρέλαιο από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία ήταν ιδιαίτερα αυξημένη, συμβαδίζοντας με τους ρυθμούς ανάπτυξης των δύο οικονομιών, η δεκαετία που διανύουμε συνοδεύτηκε από μία σημαντική επιβράδυνση, η οποία αναπόφευκτα επηρέασε και την ενεργειακή αγορά.
Παράλληλα, καθώς οι υψηλότερες τιμές στο πετρέλαιο είχαν αρνητική επίδραση στις οικονομίες τους, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς προχώρησαν σε σταδιακή αύξηση της εγχώριας παραγωγής τους, προκειμένου να περιορίσουν τις εισαγωγές.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ζήτηση να μειωθεί ακόμα περισσότερο, γεγονός που επίσης άσκησε πιέσεις στις τιμές, την ίδια στιγμή που οι μεγαλύτεροι παραγωγοί παγκοσμίως δεν εμφανίζοντας διατεθειμένοι να περιορίσουν τις εξαγωγές τους, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος του να απολέσουν μέρος από το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά.
Ωστόσο, οι επίμονα χαμηλές τιμές ανάγκασαν τον Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών, μαζί με άλλους σημαντικούς παραγωγούς όπως είναι η Ρωσία, να προχωρήσουν σε μία συντονισμένη περικοπή στην παραγωγή τους, προκειμένου να περιορίσουν την υπερπροσφορά, η οποία διατηρούσε τις τιμές κάτω από τα 50 δολάρια ανά βαρέλι.
Η παραπάνω συμφωνία, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από τις αρχές του 2017, κατάφερε να δημιουργήσει ισορροπία στην αγορά, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ συνέχισαν να αυξάνουν την παραγωγή τους, προσθέτοντας συνεχώς επιπλέον όγκο βαρελιών στα παγκόσμια αποθέματα.
Κατά τον τελευταίο μήνα όμως η τιμές στο πετρέλαιο άρχισαν να καταγράφουν μία απότομη άνοδο, η οποία ενδεχομένως να αιφνιδίασε τον ΟΠΕΚ και την Ρωσία, οι οποίες μέχρι πρόσφατα συζητούσαν το ενδεχόμενο επέκτασης της συμφωνίας μέχρι και το 2019.
Για πρώτη φορά από το 2014, η τιμή του αμερικανικού αργού ξεπέρασε τα 70 δολάρια ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent βρέθηκε εντός της «ζώνης» των 80 δολαρίων ανά βαρέλι.
Η αυξημένη ζήτηση αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες για την απρόσμενη άνοδο του πετρελαίου, καθώς η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας έχει ενισχύσει ξανά τις εισαγωγές πετρελαίου από χώρες «κλειδιά» όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, την ίδια στιγμή που η στροφή προς τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας δεν είναι ακόμα τόσο άμεση ώστε να επηρεάσει τις ισορροπίες στην αγορά.
Αυτό αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα η ζήτηση να αυξηθεί κατά 1,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως κατά το 2018, αγγίζοντας τα 99,3 εκατομμύρια βαρέλια ημερήσιας ζήτησης.
Παράλληλα, ο ΟΠΕΚ τήρησε σε τόσο μεγάλο βαθμό τη συμφωνία, ώστε αρκετές φορές η μηνιαία παραγωγή να είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τα όρια που είχαν τεθεί, γεγονός που οδηγεί τον Οργανισμό στο να εξετάζει άμεση αύξηση της παραγωγής μετά τον Ιούνιο.
Όπως ήταν φυσικό, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες δε μπορούσαν να λάβουν υπόψην τους τον αστάθμητο παράγοντας των γεωπολιτικών αναταραχών, οι οποίες έχουν επισκιάσει σε μεγάλο βαθμό την ενεργειακή αγορά κατά τις τελευταίες εβδομάδες.
Η εσωτερική αστάθεια στη Βενεζουέλα έχει μειώσει την παραγωγή της χώρας στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, την ίδια στιγμή που οι εντάσεις σε Λιβύη και Νιγηρία θέτουν επίσης σε κίνδυνο τις εξαγωγές των δύο χωρών.
Στις παραπάνω χώρες έρχεται να προστεθεί και η περίπτωση του Ιράν, το οποίο ενώ βρισκόταν σε διαδικασία ανάκαμψης των εξαγωγών του, έρχεται πλέον ξανά αντιμέτωπο με νέες κυρώσεις από τις ΗΠΑ, οι οποίες μπορούν να «βυθίσουν» ξανά την παραγωγή της χώρας, δημιουργώντας έλλειμμα το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, θα μπορούσε να αγγίξει ακόμα και το 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως κατά το επόμενο έτος.
Ωστόσο, ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την άνοδο των τιμών να είναι η έλλειψη επενδύσεων στον κλάδο, η οποία παρατηρήθηκε μετά την κατάρρευση των τιμών το 2014.
Καθώς οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες απέφυγαν τις σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα έσοδά τους, ο κλάδος βρέθηκε αναπόφευκτα με ένα «κενό» το οποίο θα αργήσει να καλυφθεί.
Με τα μεγάλα πεδία εξορύξεων σταδιακά να στερεύουν, η αγορά αναμένεται να έρθει αντιμέτωπη με ζητήματα έλλειψης προσφοράς, καθώς ακόμα και αν οι επενδύσεις ξεκινήσουν άμεσα, θα χρειαστεί αρκετά μεγάλο διάστημα ώστε αυτές να ολοκληρωθούν.
Τα ποσοστά παραγωγής χωρών όπως είναι η Βραζιλία, η Νορβηγία και η Αγκόλα βρίσκονται σε πτώση, ενώ υπάρχει ανησυχία ότι παρόμοια πορεία θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες οι οποίες κατέχουν υψηλότερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά.
Παρά το γεγονός ότι οι αναλυτές «βλέπουν» τις ΗΠΑ ως ένα αντίβαρο στην παρούσα κατάσταση, εκτιμώντας ότι η χώρα θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου μέσα στο 2019, στην πραγματικότητα αυτό το σενάριο θα μπορούσε να μην υλοποιηθεί, στην περίπτωση που παρατηρηθεί κίνδυνος νέας πτώσης των τιμών.
Η τελευταία πτώση των τιμών προκάλεσε σημαντικές ζημίες σε αρκετές αμερικανικές εταιρείες, γεγονός που αδιαμφισβήτητα θα ήθελαν να αποφύγουν την επόμενη φορά, πόσο μάλλον να την προκαλέσουν οι ίδιες μέσω της παραγωγής τους.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Διεθνής Οργανισμός Ναυτιλίας έχει ζητήσει από τα πλοία να χρησιμοποιούν καθαρότερα καύσιμα, προκειμένου να μειωθεί η ρύπανση που προκαλεί η χρήση «βαρύτερων» καυσίμων, γεγονός που αναμένεται να αυξήσει τη ζήτηση προς το αργό πετρέλαιο.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Morgan Stanley, αυτό από μόνο του είναι αρκετό ώστε η τιμή του αργού πετρελαίου να αγγίξει ακόμα και τα 90 δολάρια ανά βαρέλι μέσα στην επόμενη διετία.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν ο ΟΠΕΚ με τη Ρωσία αυξήσουν την παραγωγή τους μετά τον Ιούνιο, αυτή η άνοδος ενδεχομένως να μη σταθεί ικανή να καλύψει άμεσα την παγκόσμια ζήτηση, η οποία δεν εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης βραχυπρόθεσμα.
Η τιμή του πετρελαίου βρίσκεται πλέον ένα βήμα πιο κοντά στη ζώνη των 100 δολαρίων ανά βαρέλι, και θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτήν ακόμα και μέσα στο επόμενο έτος, εάν οι παραπάνω τάσεις που χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο την αγορά παραμείνουν.
Ωστόσο, ακόμα και αν αυτό το σενάριο επιβεβαιωθεί, θα αποτελεί μία αναμενόμενη εξέλιξη, η οποία αντικατοπτρίζει τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά πετρελαίου κατά την τελευταία δεκαετία, με τις τιμές να εμφανίζουν υψηλή μεταβλητότητα και τη ζήτηση να καταγράφει αξιοσημείωτες διακυμάνσεις.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών