γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
Πως μπορούν να "αντέξουν" οι ελληνικές τράπεζες σε μια κουλτούρα μεγιστοποίησης του βραχυπρόθεσμου κέρδους;
Ένα μεγάλο πρόβλημα που προφανώς θα κρίνει και το βαθμό ανάκαμψης της Ελλάδας από την πρωτοφανή κρίση που βίωσε την τελευταία δεκαετία είναι ο τραπεζικός κλάδος.
Αυτός είναι ο μεγάλος καταλύτης, το γρανάζι που θα καταφέρει να γυρίσει και να κινήσει μια οικονομία που δέχτηκε μεγάλο πλήγμα.
Όμως το «βουνό» των μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει αμετακίνητο.
Τα χρόνια της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, με το μεγάλο στοίχημα να δείχνει εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.
Όμως το πρόβλημα αυτό δεν είναι και το μοναδικό, και φυσικά δεν είναι μόνο στην Ελλάδα.
Διότι ο τραπεζικός κλάδος παγκοσμίως έχει αλλάξει ριζικά.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980, ο τομέας ήταν μια σχετικά απλή επιχείρηση, με εστίαση στις καταθέσεις και τον δανεισμό.
Όμως από τότε όλα έχουν αλλάξει.
Το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού εισχώρησε στις τάξεις των τραπεζιτών και άλλαξε το ήθος του κλάδου, ο οποίος υιοθέτησε μια κουλτούρα μεγιστοποίησης του βραχυπρόθεσμου κέρδους.
Τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, ενώ τα δάνεια «συσκευάστηκαν» σε τίτλους και «ανακατεύθηκαν» εκτός τραπεζικών ισολογισμών, επιτρέποντας στις τράπεζες να δίνουν ακόμη περισσότερα δάνεια.
Οι νεαροί "τραπεζίτες", πεινασμένοι για μπόνους λειτουργούσαν χωρίς να αναλογίζονται ότι οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες ανέλαβαν αυξανόμενα ποσά κινδύνου σε σχέση με τα κεφάλαιά τους.
Ο μετασχηματισμός αυτός κορυφώθηκε με τη μεγάλη οικονομική κρίση της περιόδου 2007-2008, η οποία έδειξε ότι η παγκόσμια οικονομία είχε καταστεί όμηρος ενός φουσκωμένου και κακοδιατηρημένου χρηματοπιστωτικού τομέα.
Σήμερα, ακόμη και μετά τη ρύθμιση, ακόμη ουδείς γνωρίζει εάν οι μεγάλες τράπεζες, με την πολυπλοκότητα των δομών τους, μπορούν να ελεγχθούν.
Αυτό διαφαίνεται και στο το νέο βιβλίο του Philip Augar για τη Barclays, υπό τον τίτλο " The Bank That Lived a Little".
Ως πρώην τραπεζίτης παρέχει μια πλήρη εικόνα της τράπεζας, βασισμένη στην εξαιρετική πρόσβαση που είχε, θέλοντας να δείξει τη μετατροπή της παλιάς τράπεζας των κουακέρων σε έναν διώκτη κερδών.
Από μία οπτική, είναι μια ιστορία μιας μάχης μεταξύ εκείνων που βρίσκονται στην κορυφή της Barclays και που ήθελαν να ενταχθούν στο σύλλογο των κορυφαίων τραπεζών και εκείνων που ήθελαν μια πιο εγχώρια εστίαση.
Αυτό άλλωστε συνέβαινε και σε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Από μια άλλη οπτική, πρόκειται για την αυξανόμενη σημασία της πόλης του Λονδίνου στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Βρετανίας.
Ο Augar δίνει μια εγκληματολογική υφή στο έργο, μέσω της αλλαγής του ήθους στον τραπεζικό τομέα, δείχνοντας πως ακόμα και πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι αγωνίστηκαν για να διαχειριστούν τους κινδύνους και τις στρατηγικές προκλήσεις της νέας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά από τα κορυφαία στελέχη της Barclays ήταν εξαιρετικοί άνθρωποι.
Για παράδειγμα ο Λόρδος Camoys, ο αρχιτέκτονας της αντίδρασης της Barclays στο Big Bang, την απελευθέρωση του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου το 1986.
Ήταν ο οραματιστής που είδε ότι οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες αμφισβήτησαν την παραδοσιακή δανειοδότηση των παλαιών εμπορικών τραπεζών.
Σε αυτόν τον νέο κόσμο, αντί απλώς να δανείζει τους πελάτες, η Barclays χρειάζεται να μπορεί επίσης να συγκεντρώνει χρήματα για τις κεφαλαιαγορές, πωλώντας και εμπορεύοντας χρεόγραφα και μετοχές.
Για να το κάνει αυτό, αγόρασε κατά την πορεία προς το Big Bang την εταιρεία - πρόδρομο του κλάδου, Wedd Durlacher, η οποία έκανε trading με τίτλους, και την εταιρεία μεσιτείας De Zoete & Bevan.
Από την άλλη πλευρά, η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα εκ των διευθυντικών στελεχών της Barclays ήταν ο Αμερικανός Bob Diamond.
Πρώην trader σταθερού εισοδήματος των Morgan Stanley και CSFB, ο Diamond ξανακτίζει την επενδυτική τράπεζα και την μετατρέπει στην πρώτη παγκόσμια ανταγωνιστική επενδυτική τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το έπραξε χωρίς να ξοδέψει ούτε ένα σεντ για τις εξαγορές.
Από τη στιγμή που ανέβηκε στην κορυφαία θέση το 2011, η επενδυτική τράπεζα Barclays Capital, συνεισέφερε πάνω από τα μισά κέρδη του ομίλου και κέρδισε ένα αξιοσημείωτο 16% επί του μετοχικού κεφαλαίου.
Και ο Diamond πέτυχε.
Έγινε μια εκ των κορυφαίων πέντε παγκόσμιων τραπεζών, μεταξύ των JPMorgan, Goldman Sachs και Morgan Stanley.
Ωστόσο, ο Diamond κατακρίθηκε σφόδρα, ειδικά σε σχέση με τις αμοιβές που ελάμβανε.
Το πακέτο αμοιβών του το 2009, όταν η Barclays είχε ήδη λάβει κρατική στήριξη μέσω των ειδικών συστημάτων εγγυήσεων ρευστότητας και πίστωσης της Τράπεζας της Αγγλίας, ήταν 27 εκατ. ευρώ.
Με αυτά τα "πορτρέτα" των διευθυντικών στελεχών της Barclays, και με αφορμή τη δραματική πτώση των προτύπων συμπεριφοράς στον τραπεζικό τομέα, ο Augar κάνει μια σύγκριση με το ποδόσφαιρο στη δεκαετία του 1960, όταν η κατάργηση των μέγιστων αμοιβών για τους παίκτες και την άφιξη πολλών χρημάτων από την τηλεόραση έθετε τους ποδοσφαιριστές στον πειρασμό να προσποιούνται ότι ο διαιτητής τους αδίκησε.
Το παιχνίδι ήταν ανεκτό επειδή όλοι το έκαναν…
www.bankingnews.gr
Αυτός είναι ο μεγάλος καταλύτης, το γρανάζι που θα καταφέρει να γυρίσει και να κινήσει μια οικονομία που δέχτηκε μεγάλο πλήγμα.
Όμως το «βουνό» των μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει αμετακίνητο.
Τα χρόνια της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, με το μεγάλο στοίχημα να δείχνει εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.
Όμως το πρόβλημα αυτό δεν είναι και το μοναδικό, και φυσικά δεν είναι μόνο στην Ελλάδα.
Διότι ο τραπεζικός κλάδος παγκοσμίως έχει αλλάξει ριζικά.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980, ο τομέας ήταν μια σχετικά απλή επιχείρηση, με εστίαση στις καταθέσεις και τον δανεισμό.
Όμως από τότε όλα έχουν αλλάξει.
Το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού εισχώρησε στις τάξεις των τραπεζιτών και άλλαξε το ήθος του κλάδου, ο οποίος υιοθέτησε μια κουλτούρα μεγιστοποίησης του βραχυπρόθεσμου κέρδους.
Τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, ενώ τα δάνεια «συσκευάστηκαν» σε τίτλους και «ανακατεύθηκαν» εκτός τραπεζικών ισολογισμών, επιτρέποντας στις τράπεζες να δίνουν ακόμη περισσότερα δάνεια.
Οι νεαροί "τραπεζίτες", πεινασμένοι για μπόνους λειτουργούσαν χωρίς να αναλογίζονται ότι οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες ανέλαβαν αυξανόμενα ποσά κινδύνου σε σχέση με τα κεφάλαιά τους.
Ο μετασχηματισμός αυτός κορυφώθηκε με τη μεγάλη οικονομική κρίση της περιόδου 2007-2008, η οποία έδειξε ότι η παγκόσμια οικονομία είχε καταστεί όμηρος ενός φουσκωμένου και κακοδιατηρημένου χρηματοπιστωτικού τομέα.
Σήμερα, ακόμη και μετά τη ρύθμιση, ακόμη ουδείς γνωρίζει εάν οι μεγάλες τράπεζες, με την πολυπλοκότητα των δομών τους, μπορούν να ελεγχθούν.
Αυτό διαφαίνεται και στο το νέο βιβλίο του Philip Augar για τη Barclays, υπό τον τίτλο " The Bank That Lived a Little".
Ως πρώην τραπεζίτης παρέχει μια πλήρη εικόνα της τράπεζας, βασισμένη στην εξαιρετική πρόσβαση που είχε, θέλοντας να δείξει τη μετατροπή της παλιάς τράπεζας των κουακέρων σε έναν διώκτη κερδών.
Από μία οπτική, είναι μια ιστορία μιας μάχης μεταξύ εκείνων που βρίσκονται στην κορυφή της Barclays και που ήθελαν να ενταχθούν στο σύλλογο των κορυφαίων τραπεζών και εκείνων που ήθελαν μια πιο εγχώρια εστίαση.
Αυτό άλλωστε συνέβαινε και σε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Από μια άλλη οπτική, πρόκειται για την αυξανόμενη σημασία της πόλης του Λονδίνου στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Βρετανίας.
Ο Augar δίνει μια εγκληματολογική υφή στο έργο, μέσω της αλλαγής του ήθους στον τραπεζικό τομέα, δείχνοντας πως ακόμα και πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι αγωνίστηκαν για να διαχειριστούν τους κινδύνους και τις στρατηγικές προκλήσεις της νέας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά από τα κορυφαία στελέχη της Barclays ήταν εξαιρετικοί άνθρωποι.
Για παράδειγμα ο Λόρδος Camoys, ο αρχιτέκτονας της αντίδρασης της Barclays στο Big Bang, την απελευθέρωση του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου το 1986.
Ήταν ο οραματιστής που είδε ότι οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες αμφισβήτησαν την παραδοσιακή δανειοδότηση των παλαιών εμπορικών τραπεζών.
Σε αυτόν τον νέο κόσμο, αντί απλώς να δανείζει τους πελάτες, η Barclays χρειάζεται να μπορεί επίσης να συγκεντρώνει χρήματα για τις κεφαλαιαγορές, πωλώντας και εμπορεύοντας χρεόγραφα και μετοχές.
Για να το κάνει αυτό, αγόρασε κατά την πορεία προς το Big Bang την εταιρεία - πρόδρομο του κλάδου, Wedd Durlacher, η οποία έκανε trading με τίτλους, και την εταιρεία μεσιτείας De Zoete & Bevan.
Από την άλλη πλευρά, η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα εκ των διευθυντικών στελεχών της Barclays ήταν ο Αμερικανός Bob Diamond.
Πρώην trader σταθερού εισοδήματος των Morgan Stanley και CSFB, ο Diamond ξανακτίζει την επενδυτική τράπεζα και την μετατρέπει στην πρώτη παγκόσμια ανταγωνιστική επενδυτική τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το έπραξε χωρίς να ξοδέψει ούτε ένα σεντ για τις εξαγορές.
Από τη στιγμή που ανέβηκε στην κορυφαία θέση το 2011, η επενδυτική τράπεζα Barclays Capital, συνεισέφερε πάνω από τα μισά κέρδη του ομίλου και κέρδισε ένα αξιοσημείωτο 16% επί του μετοχικού κεφαλαίου.
Και ο Diamond πέτυχε.
Έγινε μια εκ των κορυφαίων πέντε παγκόσμιων τραπεζών, μεταξύ των JPMorgan, Goldman Sachs και Morgan Stanley.
Ωστόσο, ο Diamond κατακρίθηκε σφόδρα, ειδικά σε σχέση με τις αμοιβές που ελάμβανε.
Το πακέτο αμοιβών του το 2009, όταν η Barclays είχε ήδη λάβει κρατική στήριξη μέσω των ειδικών συστημάτων εγγυήσεων ρευστότητας και πίστωσης της Τράπεζας της Αγγλίας, ήταν 27 εκατ. ευρώ.
Με αυτά τα "πορτρέτα" των διευθυντικών στελεχών της Barclays, και με αφορμή τη δραματική πτώση των προτύπων συμπεριφοράς στον τραπεζικό τομέα, ο Augar κάνει μια σύγκριση με το ποδόσφαιρο στη δεκαετία του 1960, όταν η κατάργηση των μέγιστων αμοιβών για τους παίκτες και την άφιξη πολλών χρημάτων από την τηλεόραση έθετε τους ποδοσφαιριστές στον πειρασμό να προσποιούνται ότι ο διαιτητής τους αδίκησε.
Το παιχνίδι ήταν ανεκτό επειδή όλοι το έκαναν…
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών