Στη διαγραφή χρεών και στη μείωση της φορολογίας μάλλον κρύβεται η λύση του προβλήματος
Οι μη συμβατικές μορφές νομισματικής πολιτικής που χρησιμοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιούργησε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που για πολλούς έχουν αποτυπωθεί ως ποσοτική χαλάρωση ή επί το λαϊκότερο ως κόψιμο χρήματος θεωρητικά αποτελούσαν το απόλυτο πληθωριστικό υπόβαθρο.
Πόσο όμως λειτούργησε αυτό το υπόβαθρο μετά από την παρατεταμένη χρονικά χρησιμοποίηση των μη συμβατικών πρακτικών από την πλευρά της ΕΚΤ;
Καταρχήν μη συμβατικές μορφές νομισματικής πολιτικής θεωρούνται όλες οι παρεμβάσεις που χρησιμοποιούνται όταν η μείωση των βασικών επιτοκίων προσεγγίζουν τα ελάχιστα δυνατά επίπεδα που σε πλείστες των περιπτώσεων είναι τα μηδενικά.
Η ΕΚΤ οδήγησε το βασικό της επιτόκιο στο μηδέν στις 16 Μαρτίου 2016 όταν από τα τέλη του 2011 το είχε συρρικνώσει κάτω από το επίπεδο του 1%.
Η μη ανταπόκριση των οικονομίων της ευρωζώνης στα μηδενικά επιτόκια όπως άλλωστε ήταν φυσιολογικό μιας και η κρίση είχε πρωτόγνωρη δυναμική οδήγησε στο αυτονόητο, σε πιο στοχευμένες μορφές δράσεις.
Στην ουσία και απόλυτα απλοποιημένα από την πλευρά μας δυο ήταν βασικά οι δράσεις της ΕΚΤ.
Η πρώτη αφορούσε τις πράξεις μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης που πραγματοποιούνταν ανά τρίμηνο και είχαν διάρκεια έως και τέσσερα έτη
Από αυτές τις πράξεις αντλήθηκε από τον Ιούνιο του 2016 και έως τα τέλη του πρώτου εξάμηνου του 2018 το ποσό των 753 δις €.
Η δεύτερη αφορούσε το πρόγραμμα αγοράς τίτλων, δηλαδή προϊόντων τιτλοποίησης, καλυμμένων ομολογιών, τίτλων του δημοσίου τομέα και φυσικά εταιρικών ομολόγων.
Το ξεκίνημα έγινε με την αγορά καλυμμένων ομολογιών τον Οκτώβριο του 2014 και ουσιαστικά μέχρι και το τέλος Ιουνίου 2018 είχαν αγοραστεί τίτλοι των προαναφερόμενων κατηγοριών αξίας 2.444 δις €, εκ των οποίων τα 2.003 δις € αφορούσαν την αγορά κρατικών τίτλων .
Οι μηνιαίες αγορές τίτλων μέχρι και τον Μάρτιο του 2017 ήταν της τάξεως των 80 δις €, έπεσαν στα 60 δις € μέχρι το τέλος του 2017 ενώ μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι της τάξεως των 30 δις €.
Έχει ήδη αποφασιστεί τον τελευταίο τρίμηνο του 2018 να μειωθούν στα 15 δις € με τέλος του προγράμματος το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Στην ουσία η ΕΚΤ με τις μη συμβατικές πρακτικές της έχει πλημμυρίσει το σύστημα με λογιστικό χρήμα της τάξεως των 3.197 δις €.
Ποιο όμως είναι το αποτέλεσμα από την υλοποίηση όλων αυτών των μη συμβατικών πρακτικών στον πληθωρισμό και στα μακροοικονομικά μεγέθη της ευρωζώνης;
Ο πυρήνας του πληθωρισμού δηλαδή ο ρυθμός αύξησης των τιμών εκτός ενέργειας και τροφίμων, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ο μέσος όρος μέχρις στιγμής για το 2018 είναι 0, 98%, κάτι που δείχνει ότι ο βασικός στόχος για σταδιακή προσέγγιση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2% θα παραμείνει στόχος για μεγάλο ακόμη διάστημα.
Επιπλέον εάν λάβουμε υπόψη ότι δεν αρκεί μόνο η προσέγγιση του στόχου αλλά η διατήρηση του περί του 2% όταν τα μη συμβατικά μέτρα θα έχουν απομακρυνθεί τότε είναι εμφανές ότι το πρόβλημα θα παραμείνει ισχυρό και δύσκολα αντιμετωπίσιμο.
Με βάση τα σημερινά στοιχεία ο μηχανισμός αυτόνομης αύξησης του εγχωρίου προϊόντος που στην ουσία θα οδηγήσει στην αύξηση των τιμών, που προϋποθέτει αύξηση των επενδύσεων , της απασχόλησης, της παραγωγικότητας και φυσικά της κερδοφορίας, δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί .
Γιατί όμως δεν έχει ενεργοποιηθεί την ώρα κατά την οποία η πλεονάζουσα ρευστότητα ξεπερνά τα 3 τρις €;
Σε αυτό το σημείο τα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας είναι ξεκάθαρα.
Την νομισματική βάση μιας οικονομίας αποτελούν η νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα που διακρατά το μη τραπεζικό κοινό, και τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών, δηλαδή αυτά που διατηρούν είτε στην κεντρική τράπεζα είτε στα ταμεία τους.
Όταν μια κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από τις ιδιωτικές τράπεζες εκείνο που στην ουσία συμβαίνει είναι να πιστώνονται οι λογαριασμοί που έχουν οι ιδιωτικές στην κεντρική τράπεζα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για την πραγματική οικονομία αφού ήδη όπως είπαμε τα διαθέσιμα των τραπεζών αποτελούν τμήμα της νομισματικής βάσης.
Η πρακτική αυτή στην ουσία οδηγεί στην αύξηση της νομισματικής βάσης, δηλαδή στην αύξηση του πρωτογενούς χρήματος το οποίο ελέγχει η κεντρική τράπεζα.
Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος, δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα.
Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμα τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί.
To πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.
Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας.
Το μεγαλύτερο τμήμα της υπερβάλλουσας ρευστότητας τοποθετείται από τις τράπεζες στους λογαριασμούς τρεχούμενων λογαριασμών που διατηρούν στις εθνικές κεντρικές τράπεζες και φυσικά στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων του ευρωσυστήματος .
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος που παίρνει διαστάσεις παράδοξου αρκεί να σημειώσουμε ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 το 64% της υπερβάλλουσας ρευστότητας τοποθετήθηκε από τις τράπεζες στους τρεχούμενους λογαριασμούς και το 36% στην πάγια διευκόλυνση, δηλαδή ούτε ένα ευρώ στην πραγματική οικονομία και επίσης να σημειώσουμε ότι οι τοποθετήσεις στην πάγια διευκόλυνση καταθέσεων επιβαρύνονται από τα μέσα Μαρτίου 2016 με αρνητικό επιτόκιο της τάξεως του 0,40%.
Το πρόβλημα έχει καταγραφεί ως παγίδα ρευστότητας και είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμο γιαυτό και η ΕΚΤ δημοσιοποιεί προς όλες τις κατευθύνσεις ότι αφενός τα βασικά της επιτόκια θα παραμείνουν σε μηδενικά επίπεδα τουλάχιστον έως το επόμενο καλοκαίρι ενώ δεν αποκλείει να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα επί μακρότερο διάστημα και αφετέρου ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων μπορεί να τελειώνουν στα τέλη του 2018 πλην όμως θα συνεχίσει να επανεπενδύει το προϊόν της εξόφλησης σε τίτλους του ίδιου κράτους για όσο διάστημα χρειαστεί.
Εν κατακλείδι, τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής σχεδιάστηκαν με σκοπό την ενίσχυση του πληθωρισμού όμως μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα τους είναι πενιχρά.
Δικαιολογημένα ακούγονται αρνητικές φωνές.
Τα χαμηλά επιτόκια δεν ενίσχυσαν την οικονομική ανάπτυξη, δεν δημιουργήσαν επενδυτικά πλαίσια, δεν δημιουργήσαν θέσεις εργασίας, δεν βελτίωσαν την θέση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δεν μείωσαν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Η υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών αποτελεί μέγα ανασταλτικό παράγοντα για την έναρξη ενός υγιούς οικονομικού κύκλου με την αβεβαιότητα να παραμένει και τον δημοσιονομικό τομέα να ασκεί πιέσεις υπερφορολόγησης.
Στη διαγραφή χρεών και στη μείωση της φορολογίας μάλλον κρύβεται η λύση του προβλήματος.
*Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος και τακτικός αρθρογράφος του Bankingnews.gr
www.bankingnews.gr
Πόσο όμως λειτούργησε αυτό το υπόβαθρο μετά από την παρατεταμένη χρονικά χρησιμοποίηση των μη συμβατικών πρακτικών από την πλευρά της ΕΚΤ;
Καταρχήν μη συμβατικές μορφές νομισματικής πολιτικής θεωρούνται όλες οι παρεμβάσεις που χρησιμοποιούνται όταν η μείωση των βασικών επιτοκίων προσεγγίζουν τα ελάχιστα δυνατά επίπεδα που σε πλείστες των περιπτώσεων είναι τα μηδενικά.
Η ΕΚΤ οδήγησε το βασικό της επιτόκιο στο μηδέν στις 16 Μαρτίου 2016 όταν από τα τέλη του 2011 το είχε συρρικνώσει κάτω από το επίπεδο του 1%.
Η μη ανταπόκριση των οικονομίων της ευρωζώνης στα μηδενικά επιτόκια όπως άλλωστε ήταν φυσιολογικό μιας και η κρίση είχε πρωτόγνωρη δυναμική οδήγησε στο αυτονόητο, σε πιο στοχευμένες μορφές δράσεις.
Στην ουσία και απόλυτα απλοποιημένα από την πλευρά μας δυο ήταν βασικά οι δράσεις της ΕΚΤ.
Η πρώτη αφορούσε τις πράξεις μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης που πραγματοποιούνταν ανά τρίμηνο και είχαν διάρκεια έως και τέσσερα έτη
Από αυτές τις πράξεις αντλήθηκε από τον Ιούνιο του 2016 και έως τα τέλη του πρώτου εξάμηνου του 2018 το ποσό των 753 δις €.
Η δεύτερη αφορούσε το πρόγραμμα αγοράς τίτλων, δηλαδή προϊόντων τιτλοποίησης, καλυμμένων ομολογιών, τίτλων του δημοσίου τομέα και φυσικά εταιρικών ομολόγων.
Το ξεκίνημα έγινε με την αγορά καλυμμένων ομολογιών τον Οκτώβριο του 2014 και ουσιαστικά μέχρι και το τέλος Ιουνίου 2018 είχαν αγοραστεί τίτλοι των προαναφερόμενων κατηγοριών αξίας 2.444 δις €, εκ των οποίων τα 2.003 δις € αφορούσαν την αγορά κρατικών τίτλων .
Οι μηνιαίες αγορές τίτλων μέχρι και τον Μάρτιο του 2017 ήταν της τάξεως των 80 δις €, έπεσαν στα 60 δις € μέχρι το τέλος του 2017 ενώ μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι της τάξεως των 30 δις €.
Έχει ήδη αποφασιστεί τον τελευταίο τρίμηνο του 2018 να μειωθούν στα 15 δις € με τέλος του προγράμματος το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Στην ουσία η ΕΚΤ με τις μη συμβατικές πρακτικές της έχει πλημμυρίσει το σύστημα με λογιστικό χρήμα της τάξεως των 3.197 δις €.
Ποιο όμως είναι το αποτέλεσμα από την υλοποίηση όλων αυτών των μη συμβατικών πρακτικών στον πληθωρισμό και στα μακροοικονομικά μεγέθη της ευρωζώνης;
Ο πυρήνας του πληθωρισμού δηλαδή ο ρυθμός αύξησης των τιμών εκτός ενέργειας και τροφίμων, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ο μέσος όρος μέχρις στιγμής για το 2018 είναι 0, 98%, κάτι που δείχνει ότι ο βασικός στόχος για σταδιακή προσέγγιση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2% θα παραμείνει στόχος για μεγάλο ακόμη διάστημα.
Επιπλέον εάν λάβουμε υπόψη ότι δεν αρκεί μόνο η προσέγγιση του στόχου αλλά η διατήρηση του περί του 2% όταν τα μη συμβατικά μέτρα θα έχουν απομακρυνθεί τότε είναι εμφανές ότι το πρόβλημα θα παραμείνει ισχυρό και δύσκολα αντιμετωπίσιμο.
Με βάση τα σημερινά στοιχεία ο μηχανισμός αυτόνομης αύξησης του εγχωρίου προϊόντος που στην ουσία θα οδηγήσει στην αύξηση των τιμών, που προϋποθέτει αύξηση των επενδύσεων , της απασχόλησης, της παραγωγικότητας και φυσικά της κερδοφορίας, δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί .
Γιατί όμως δεν έχει ενεργοποιηθεί την ώρα κατά την οποία η πλεονάζουσα ρευστότητα ξεπερνά τα 3 τρις €;
Σε αυτό το σημείο τα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας είναι ξεκάθαρα.
Την νομισματική βάση μιας οικονομίας αποτελούν η νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα που διακρατά το μη τραπεζικό κοινό, και τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών, δηλαδή αυτά που διατηρούν είτε στην κεντρική τράπεζα είτε στα ταμεία τους.
Όταν μια κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από τις ιδιωτικές τράπεζες εκείνο που στην ουσία συμβαίνει είναι να πιστώνονται οι λογαριασμοί που έχουν οι ιδιωτικές στην κεντρική τράπεζα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για την πραγματική οικονομία αφού ήδη όπως είπαμε τα διαθέσιμα των τραπεζών αποτελούν τμήμα της νομισματικής βάσης.
Η πρακτική αυτή στην ουσία οδηγεί στην αύξηση της νομισματικής βάσης, δηλαδή στην αύξηση του πρωτογενούς χρήματος το οποίο ελέγχει η κεντρική τράπεζα.
Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος, δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα.
Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμα τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί.
To πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.
Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας.
Το μεγαλύτερο τμήμα της υπερβάλλουσας ρευστότητας τοποθετείται από τις τράπεζες στους λογαριασμούς τρεχούμενων λογαριασμών που διατηρούν στις εθνικές κεντρικές τράπεζες και φυσικά στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων του ευρωσυστήματος .
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος που παίρνει διαστάσεις παράδοξου αρκεί να σημειώσουμε ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 το 64% της υπερβάλλουσας ρευστότητας τοποθετήθηκε από τις τράπεζες στους τρεχούμενους λογαριασμούς και το 36% στην πάγια διευκόλυνση, δηλαδή ούτε ένα ευρώ στην πραγματική οικονομία και επίσης να σημειώσουμε ότι οι τοποθετήσεις στην πάγια διευκόλυνση καταθέσεων επιβαρύνονται από τα μέσα Μαρτίου 2016 με αρνητικό επιτόκιο της τάξεως του 0,40%.
Το πρόβλημα έχει καταγραφεί ως παγίδα ρευστότητας και είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμο γιαυτό και η ΕΚΤ δημοσιοποιεί προς όλες τις κατευθύνσεις ότι αφενός τα βασικά της επιτόκια θα παραμείνουν σε μηδενικά επίπεδα τουλάχιστον έως το επόμενο καλοκαίρι ενώ δεν αποκλείει να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα επί μακρότερο διάστημα και αφετέρου ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων μπορεί να τελειώνουν στα τέλη του 2018 πλην όμως θα συνεχίσει να επανεπενδύει το προϊόν της εξόφλησης σε τίτλους του ίδιου κράτους για όσο διάστημα χρειαστεί.
Εν κατακλείδι, τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής σχεδιάστηκαν με σκοπό την ενίσχυση του πληθωρισμού όμως μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα τους είναι πενιχρά.
Δικαιολογημένα ακούγονται αρνητικές φωνές.
Τα χαμηλά επιτόκια δεν ενίσχυσαν την οικονομική ανάπτυξη, δεν δημιουργήσαν επενδυτικά πλαίσια, δεν δημιουργήσαν θέσεις εργασίας, δεν βελτίωσαν την θέση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δεν μείωσαν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Η υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών αποτελεί μέγα ανασταλτικό παράγοντα για την έναρξη ενός υγιούς οικονομικού κύκλου με την αβεβαιότητα να παραμένει και τον δημοσιονομικό τομέα να ασκεί πιέσεις υπερφορολόγησης.
Στη διαγραφή χρεών και στη μείωση της φορολογίας μάλλον κρύβεται η λύση του προβλήματος.
*Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος και τακτικός αρθρογράφος του Bankingnews.gr
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών