γράφει : Μαρία Παπαδάτου
Το επιχείρημα ότι οι εργοδότες θα προχωρήσουν σε αυξήσεις αυτοβούλως, δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα
Οκτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης που πλήττει την ελληνική οικονομία, το σκηνικό που συνθέτει την αγορά εργασίας αποτελείται από υψηλή ανεργία, κακοπληρωμένους ή και απλήρωτους εργαζόμενους, ευέλικτες σχέσεις εργασίας και ισοπεδωμένα εργασιακά δικαιώματα.
Ωστόσο η παραπάνω εικόνα δεν εμποδίζει τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) να αντιστέκεται σθεναρά στην αύξηση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.
Ο ΣΕΒ στο τελευταίο του οικονομικό δελτίο τάσσεται κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού, στο όνομα της ελεύθερης οικονομίας και της αυτορύθμισης της αγοράς, χωρίς την παρέμβαση του κράτους.
Υποστηρίζει μάλιστα πως «επιτυχημένες είναι οι επιχειρήσεις που έχουν ικανοποιημένους εργαζόμενους.
Καμία επιχείρηση που πηγαίνει καλά και μπορεί να δώσει αυξήσεις δεν θα αρνηθεί να το πράξει», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Είναι βέβαιο ότι οι χιλιάδες υποαμειβόμενοι και αναλώσιμοι εργαζόμενοι της χώρας, κυρίως σε μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων, θα βάλουν τα γέλια (ή τα κλάματα) αν διαβάσουν την παραπάνω διαπίστωση του ΣΕΒ.
Δεν αμφιβάλλουμε ότι υπάρχουν και συνεπείς εργοδότες οι οποίοι προχωρούν σε αυξήσεις εφόσον έχουν τη δυνατότητα, ωστόσο η μεγάλη εικόνα στην Ελλάδα του 2018 δεν είναι αυτή.
Αντιθέτως, oι συνθήκες στην αγορά εργασίας, ειδικά για τους νέους (15-24 ετών) είναι δραματικές, καθώς λόγω της εκτρωματικής ρύθμισης του υποκατώτατου (η οποία ευτυχώς καταργείται), ο καθαρός μισθός τους οριακά ξεπερνάει τα 400 ευρώ.
Ο ΣΕΒ δεν έχει άδικο όταν προειδοποιεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι κενό γράμμα αν δεν συνοδευθεί από μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, ούτε όταν σημειώνει ότι η αύξηση των μισθών συνδέεται με την παραγωγή.
Ωστόσο το επιχείρημα ότι οι εργοδότες θα προχωρήσουν σε αυξήσεις με δική τους πρωτοβουλία, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα.
Ο ΣΕΒ επικαλείται μεταξύ άλλων τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τις αυξήσεις μισθών το 2017 και το α΄εξάμηνο του 2018, η οποία όπως τονίζει συντελέστηκε χωρίς την κρατική παρέμβαση.
Ωστόσο, όπως εξηγούν οι αναλυτές της Alpha Bank στο οικονομικό τους δελτίο Σεπτεμβρίου «η σχετικά μικρή ανάκαμψη των μέσων αποδοχών οφείλεται, πρώτον, στο γεγονός ότι η ανεργία – παρά την πτώση της – διατηρείται σε σχετικά υψηλό επίπεδο και δεύτερον στο συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό νέων θέσεων προσωρινής και εκ περιτροπής απασχολήσεως, σε σχέση με το παρελθόν».
Και υπογραμμίζουν πως «εάν μάλιστα έχει υπάρξει σημαντική αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας όπως στην περίπτωση της Ελλάδος – που αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως και εξακολουθεί να κινείται ελαφρώς ανοδικά – κάθε ποσοστιαία μείωση της συνολικής ανεργίας έχει μικρότερο θετικό αντίκτυπο στις μέσες αποδοχές.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 15,1% το 2018 σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο 16,3% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ».
Βέβαια ο ΣΕΒ τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της ευέλικτης αγοράς εργασίας, καθώς όπως τονίζει «η μείωση της ανεργίας κατά 8 μονάδες τα τελευταία 4 χρόνια σε συνθήκες σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας».
Η ευελιξία έχει όντως συντελέσει στη μείωση της ανεργίας, ωστόσο έχει δημιουργήσει μια στρατιά εργαζομένων μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, που αμείβονται με μισθούς πείνας.
Γεγονός που αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για τον Αύγουστο, σύμφωνα με τα οποία η ψαλίδα μεταξύ της πλήρους απασχόλησης και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης εξακολουθεί να διευρύνεται ανησυχητικά, καθώς οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης στις νέες προσλήψεις εκτοξεύτηκαν στο 55,88%, ενώ η πλήρης απασχόληση συρρικνώθηκε στο 44,12%.
Μαρία Παπαδάτου
www.bankingnews.gr
Ωστόσο η παραπάνω εικόνα δεν εμποδίζει τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) να αντιστέκεται σθεναρά στην αύξηση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.
Ο ΣΕΒ στο τελευταίο του οικονομικό δελτίο τάσσεται κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού, στο όνομα της ελεύθερης οικονομίας και της αυτορύθμισης της αγοράς, χωρίς την παρέμβαση του κράτους.
Υποστηρίζει μάλιστα πως «επιτυχημένες είναι οι επιχειρήσεις που έχουν ικανοποιημένους εργαζόμενους.
Καμία επιχείρηση που πηγαίνει καλά και μπορεί να δώσει αυξήσεις δεν θα αρνηθεί να το πράξει», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Είναι βέβαιο ότι οι χιλιάδες υποαμειβόμενοι και αναλώσιμοι εργαζόμενοι της χώρας, κυρίως σε μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων, θα βάλουν τα γέλια (ή τα κλάματα) αν διαβάσουν την παραπάνω διαπίστωση του ΣΕΒ.
Δεν αμφιβάλλουμε ότι υπάρχουν και συνεπείς εργοδότες οι οποίοι προχωρούν σε αυξήσεις εφόσον έχουν τη δυνατότητα, ωστόσο η μεγάλη εικόνα στην Ελλάδα του 2018 δεν είναι αυτή.
Αντιθέτως, oι συνθήκες στην αγορά εργασίας, ειδικά για τους νέους (15-24 ετών) είναι δραματικές, καθώς λόγω της εκτρωματικής ρύθμισης του υποκατώτατου (η οποία ευτυχώς καταργείται), ο καθαρός μισθός τους οριακά ξεπερνάει τα 400 ευρώ.
Ο ΣΕΒ δεν έχει άδικο όταν προειδοποιεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι κενό γράμμα αν δεν συνοδευθεί από μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, ούτε όταν σημειώνει ότι η αύξηση των μισθών συνδέεται με την παραγωγή.
Ωστόσο το επιχείρημα ότι οι εργοδότες θα προχωρήσουν σε αυξήσεις με δική τους πρωτοβουλία, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα.
Ο ΣΕΒ επικαλείται μεταξύ άλλων τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τις αυξήσεις μισθών το 2017 και το α΄εξάμηνο του 2018, η οποία όπως τονίζει συντελέστηκε χωρίς την κρατική παρέμβαση.
Ωστόσο, όπως εξηγούν οι αναλυτές της Alpha Bank στο οικονομικό τους δελτίο Σεπτεμβρίου «η σχετικά μικρή ανάκαμψη των μέσων αποδοχών οφείλεται, πρώτον, στο γεγονός ότι η ανεργία – παρά την πτώση της – διατηρείται σε σχετικά υψηλό επίπεδο και δεύτερον στο συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό νέων θέσεων προσωρινής και εκ περιτροπής απασχολήσεως, σε σχέση με το παρελθόν».
Και υπογραμμίζουν πως «εάν μάλιστα έχει υπάρξει σημαντική αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας όπως στην περίπτωση της Ελλάδος – που αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως και εξακολουθεί να κινείται ελαφρώς ανοδικά – κάθε ποσοστιαία μείωση της συνολικής ανεργίας έχει μικρότερο θετικό αντίκτυπο στις μέσες αποδοχές.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 15,1% το 2018 σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο 16,3% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ».
Βέβαια ο ΣΕΒ τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της ευέλικτης αγοράς εργασίας, καθώς όπως τονίζει «η μείωση της ανεργίας κατά 8 μονάδες τα τελευταία 4 χρόνια σε συνθήκες σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας».
Η ευελιξία έχει όντως συντελέσει στη μείωση της ανεργίας, ωστόσο έχει δημιουργήσει μια στρατιά εργαζομένων μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, που αμείβονται με μισθούς πείνας.
Γεγονός που αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για τον Αύγουστο, σύμφωνα με τα οποία η ψαλίδα μεταξύ της πλήρους απασχόλησης και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης εξακολουθεί να διευρύνεται ανησυχητικά, καθώς οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης στις νέες προσλήψεις εκτοξεύτηκαν στο 55,88%, ενώ η πλήρης απασχόληση συρρικνώθηκε στο 44,12%.
Μαρία Παπαδάτου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών