γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει και άλλους τρόπους ώστε να φέρει την Τεχεράνη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πέραν των μονομερών κυρώσεων
Στις αρχές του ερχόμενου μήνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να αυξήσουν τις οικονομικές τους πιέσεις σε βάρος του Ιράν, μέσω κυρώσεων οι οποίες αυτή το φορά βάζουν στο «στόχαστρο» τις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας.
Δεδομένου ότι οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συνολικών εσόδων της χώρας, τα νέα μέτρα της Ουάσιγκτον ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικό πλήγμα στην Τεχεράνη.
«Η κατάσταση του έθνους, της περιοχής και του κόσμου είναι ευαίσθητη, ειδικά για εμάς, τον λαό του Ιράν», σχολίασε πρόσφατα ο Ανώτατος Ηγέτης της χώρας, Ayatollah Ali Khamenei, μέσω ομιλίας του στην Τεχεράνη.
Ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, πρόσθεσε ότι «από τη μία πλευρά έχουμε τις φωνές των αλαζονικών δυνάμεων και των πολιτικών της ιμπεριαλιστικής Αμερικής, από την άλλη πλευρά έχουμε τα οικονομικά προβλήματα του έθνους και τη στενότητα του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου μέρους των αδύναμων ανθρώπων στη χώρα».
Παράλληλα, οι κυρώσεις θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στην παγκόσμια αγορά ενέργειας, αυξάνοντας απότομα τις τιμές του πετρελαίου και τοποθετώντας τους παραγωγούς με έναν νέο γύρο προκλήσεων.
Μάλιστα, οι εκτιμήσεις των επενδυτών για τον αντίκτυπο που θα έχουν οι κυρώσεις στην ενεργειακή αγορά συνολικά, οδήγησε πρόσφατα το πετρέλαιο στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Συγκεκριμένα, στις 3 Οκτωβρίου, η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent άγγιξε τα 86,74 δολάρια ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η τιμή για το αμερικανικό αργό (WTI) βρέθηκε στα 76,41 δολάρια ανά βαρέλι, στα υψηλότερα επίπεδα δηλαδή από τον Νοέμβριο του 2014.
Από τον περασμένο Μάιο, όταν και ο Αμερικανός Πρόεδρος, Donald Trump, απέσυρε τις ΗΠΑ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης, τη συμφωνία δηλαδή του Ιράν με τη Δύση για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, η πλευρά της Ουάσιγκτον έχει εκφράσει την πρόθεσή της να περιορίσει τις εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου.
Προκειμένου, μάλιστα, να πετύχει κάτι τέτοιο, έχει καλέσει όλες τις χώρες που εισάγουν ιρανικό πετρέλαιο να διακόψουν τις εισαγωγές από τον Νοέμβριο του 2018 και έπειτα, διαφορετικά θα βρεθούν και αυτές αντιμέτωπες με κυρώσεις.
Περί τα μέσα του τρέχοντος έτους, οι εξαγωγές του Ιράν ανέρχονται σχεδόν στα 3 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, όγκος που αντιστοιχεί περίπου στο 3% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Εφόσον λοιπόν τεθούν σε εφαρμογή οι κυρώσεις, ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να μειωθεί έως και κατά 1,5 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, γεγονός που αναμφισβήτητα θα δημιουργήσει ένα σημαντικό «κενό» στην αγορά.
Ωστόσο, το παραπάνω σενάριο ενδέχεται να μην υλοποιηθεί ποτέ πλήρως, καθώς οι τελευταίες κυρώσεις των ΗΠΑ μπορεί να μην έχουν το αποτέλεσμα που επιθυμεί η Ουάσιγκτον.
Από τη στιγμή που οι κυρώσεις είναι μονομερείς, και δεν περιλαμβάνονται και άλλες χώρες στην αμερικανική πλευρά, ο άμεσος αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν στενές εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν.
Η πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθεί τους τελευταίους μήνες να διασώσει το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης και να διατηρήσει τη συμφωνία, παρά την αποχώρηση των ΗΠΑ.
Ο ίδιος ο Πρόεδρος του Ιράν, Hassan Rouhani, επαίνεσε πρόσφατα τις σχετικές προσπάθειες της ΕΕ, τονίζοντας ότι η Ευρώπη πραγματοποιεί σημαντικά βήματα προκειμένου να διατηρήσει της οικονομικές και επιχειρηματικές της σχέσεις με την Τεχεράνη.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θεωρείται σίγουρο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσπαθήσει να διατηρήσει τις εισαγωγές της από το Ιράν, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει μία νέα σύγκρουση με τις ΗΠΑ, μετά και τις πρόσφατες εντάσεις που υπήρξαν σχετικά με το εμπόριο.
Οι χώρες όμως που αναμένεται να αποτελέσουν «κλειδιά» για την πορεία των ιρανικών εξαγωγών είναι η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% των εξαγωγών της Τεχεράνης.
Η Κίνα φέρεται να είχε απορρίψει πριν από δύο περίπου μήνες το σχετικό αίτημα των ΗΠΑ για μείωση των εισαγωγών, σε μία χρονική περίοδο όπου οι διαφωνίες των δύο χωρών για το εμπόριο παραμένουν στο προσκήνιο.
«Οι μονομερείς κυρώσεις πρέπει να εγκαταλειφθούν, γιατί είναι αντιπαραγωγικές», ανέφερε πρόσφατα σε δήλωσή της η εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, Hua Chunying.
Η ίδια πρόσθεσε ότι «η Κίνα και το Ιράν διατηρούν σταθερά τις συνήθεις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις», ενώ κατέληξε λέγοντας ότι οι δύο θα συνεχίσουν να συνεργάζονται.
Από την άλλη πλευρά, η Ινδία έχει καταστήσει σαφές στις ΗΠΑ ότι δε μπορεί να εκμηδενίσει τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου, τονίζοντας ότι οι περιορισμοί των εισαγωγών θα αυξήσει περαιτέρω τις ήδη υψηλές τιμές που υπάρχουν στη χώρα.
Εάν η Ινδία, η οποία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως και ο δεύτερος μεγαλύτερος αγοραστής ιρανικού αργού, εναρμονιστεί με τις αμερικανικές κυρώσεις, θα πρέπει να αναζητήσει νέες πηγές πετρελαίου, με ενδεχομένως υψηλότερο κόστος.
Μάλιστα, καλείται να κάνει κάτι τέτοιο σε μία περίοδο κατά την οποία οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται σε ανοδική πορεία, και όλη αυτή η διαδικασία θα έχει αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας.
Μέσω των κυρώσεων, οι ΗΠΑ φαίνεται ότι επιδιώκουν να φέρουν το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, προκειμένου να υπάρξει μία νέα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι ίδια με αυτή της Βόρειας Κορέας, όπου η αμερικανική κυβέρνηση ακολούθησε παρόμοια μέθοδο, πετυχαίνοντας τον στόχο της.
Στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας, οι κυρώσεις που είχαν επιβληθεί σε βάρος της χώρας εφαρμόστηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, από όλες τις χώρες, ακόμα και από την Κίνα, η οποία αποτελεί παραδοσιακά σύμμαχο της Πιονγιάνγκ.
Αυτή τη φορά, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει και άλλους τρόπους ώστε να φέρει την Τεχεράνη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πέραν των μονομερών κυρώσεων, οι οποίες δεν έχουν αρκετούς υποστηρικτές.
Εφόσον λάβει κανείς υπόψη ότι το Ιράν δεν δείχνει διατεθειμένο να διαπραγματευτεί υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να εξετάσει και το ενδεχόμενο μίας πολυμερούς συνεργασίας προκειμένου να πραγματοποιήσει μία νέα συμφωνία.
Μενέλαος Μπέλλος
Δεδομένου ότι οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συνολικών εσόδων της χώρας, τα νέα μέτρα της Ουάσιγκτον ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικό πλήγμα στην Τεχεράνη.
«Η κατάσταση του έθνους, της περιοχής και του κόσμου είναι ευαίσθητη, ειδικά για εμάς, τον λαό του Ιράν», σχολίασε πρόσφατα ο Ανώτατος Ηγέτης της χώρας, Ayatollah Ali Khamenei, μέσω ομιλίας του στην Τεχεράνη.
Ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, πρόσθεσε ότι «από τη μία πλευρά έχουμε τις φωνές των αλαζονικών δυνάμεων και των πολιτικών της ιμπεριαλιστικής Αμερικής, από την άλλη πλευρά έχουμε τα οικονομικά προβλήματα του έθνους και τη στενότητα του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου μέρους των αδύναμων ανθρώπων στη χώρα».
Παράλληλα, οι κυρώσεις θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στην παγκόσμια αγορά ενέργειας, αυξάνοντας απότομα τις τιμές του πετρελαίου και τοποθετώντας τους παραγωγούς με έναν νέο γύρο προκλήσεων.
Μάλιστα, οι εκτιμήσεις των επενδυτών για τον αντίκτυπο που θα έχουν οι κυρώσεις στην ενεργειακή αγορά συνολικά, οδήγησε πρόσφατα το πετρέλαιο στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Συγκεκριμένα, στις 3 Οκτωβρίου, η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent άγγιξε τα 86,74 δολάρια ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η τιμή για το αμερικανικό αργό (WTI) βρέθηκε στα 76,41 δολάρια ανά βαρέλι, στα υψηλότερα επίπεδα δηλαδή από τον Νοέμβριο του 2014.
Από τον περασμένο Μάιο, όταν και ο Αμερικανός Πρόεδρος, Donald Trump, απέσυρε τις ΗΠΑ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης, τη συμφωνία δηλαδή του Ιράν με τη Δύση για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, η πλευρά της Ουάσιγκτον έχει εκφράσει την πρόθεσή της να περιορίσει τις εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου.
Προκειμένου, μάλιστα, να πετύχει κάτι τέτοιο, έχει καλέσει όλες τις χώρες που εισάγουν ιρανικό πετρέλαιο να διακόψουν τις εισαγωγές από τον Νοέμβριο του 2018 και έπειτα, διαφορετικά θα βρεθούν και αυτές αντιμέτωπες με κυρώσεις.
Περί τα μέσα του τρέχοντος έτους, οι εξαγωγές του Ιράν ανέρχονται σχεδόν στα 3 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, όγκος που αντιστοιχεί περίπου στο 3% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Εφόσον λοιπόν τεθούν σε εφαρμογή οι κυρώσεις, ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να μειωθεί έως και κατά 1,5 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, γεγονός που αναμφισβήτητα θα δημιουργήσει ένα σημαντικό «κενό» στην αγορά.
Ωστόσο, το παραπάνω σενάριο ενδέχεται να μην υλοποιηθεί ποτέ πλήρως, καθώς οι τελευταίες κυρώσεις των ΗΠΑ μπορεί να μην έχουν το αποτέλεσμα που επιθυμεί η Ουάσιγκτον.
Από τη στιγμή που οι κυρώσεις είναι μονομερείς, και δεν περιλαμβάνονται και άλλες χώρες στην αμερικανική πλευρά, ο άμεσος αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν στενές εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν.
Η πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθεί τους τελευταίους μήνες να διασώσει το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης και να διατηρήσει τη συμφωνία, παρά την αποχώρηση των ΗΠΑ.
Ο ίδιος ο Πρόεδρος του Ιράν, Hassan Rouhani, επαίνεσε πρόσφατα τις σχετικές προσπάθειες της ΕΕ, τονίζοντας ότι η Ευρώπη πραγματοποιεί σημαντικά βήματα προκειμένου να διατηρήσει της οικονομικές και επιχειρηματικές της σχέσεις με την Τεχεράνη.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θεωρείται σίγουρο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσπαθήσει να διατηρήσει τις εισαγωγές της από το Ιράν, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει μία νέα σύγκρουση με τις ΗΠΑ, μετά και τις πρόσφατες εντάσεις που υπήρξαν σχετικά με το εμπόριο.
Οι χώρες όμως που αναμένεται να αποτελέσουν «κλειδιά» για την πορεία των ιρανικών εξαγωγών είναι η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% των εξαγωγών της Τεχεράνης.
Η Κίνα φέρεται να είχε απορρίψει πριν από δύο περίπου μήνες το σχετικό αίτημα των ΗΠΑ για μείωση των εισαγωγών, σε μία χρονική περίοδο όπου οι διαφωνίες των δύο χωρών για το εμπόριο παραμένουν στο προσκήνιο.
«Οι μονομερείς κυρώσεις πρέπει να εγκαταλειφθούν, γιατί είναι αντιπαραγωγικές», ανέφερε πρόσφατα σε δήλωσή της η εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, Hua Chunying.
Η ίδια πρόσθεσε ότι «η Κίνα και το Ιράν διατηρούν σταθερά τις συνήθεις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις», ενώ κατέληξε λέγοντας ότι οι δύο θα συνεχίσουν να συνεργάζονται.
Από την άλλη πλευρά, η Ινδία έχει καταστήσει σαφές στις ΗΠΑ ότι δε μπορεί να εκμηδενίσει τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου, τονίζοντας ότι οι περιορισμοί των εισαγωγών θα αυξήσει περαιτέρω τις ήδη υψηλές τιμές που υπάρχουν στη χώρα.
Εάν η Ινδία, η οποία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως και ο δεύτερος μεγαλύτερος αγοραστής ιρανικού αργού, εναρμονιστεί με τις αμερικανικές κυρώσεις, θα πρέπει να αναζητήσει νέες πηγές πετρελαίου, με ενδεχομένως υψηλότερο κόστος.
Μάλιστα, καλείται να κάνει κάτι τέτοιο σε μία περίοδο κατά την οποία οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται σε ανοδική πορεία, και όλη αυτή η διαδικασία θα έχει αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας.
Μέσω των κυρώσεων, οι ΗΠΑ φαίνεται ότι επιδιώκουν να φέρουν το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, προκειμένου να υπάρξει μία νέα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι ίδια με αυτή της Βόρειας Κορέας, όπου η αμερικανική κυβέρνηση ακολούθησε παρόμοια μέθοδο, πετυχαίνοντας τον στόχο της.
Στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας, οι κυρώσεις που είχαν επιβληθεί σε βάρος της χώρας εφαρμόστηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, από όλες τις χώρες, ακόμα και από την Κίνα, η οποία αποτελεί παραδοσιακά σύμμαχο της Πιονγιάνγκ.
Αυτή τη φορά, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει και άλλους τρόπους ώστε να φέρει την Τεχεράνη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πέραν των μονομερών κυρώσεων, οι οποίες δεν έχουν αρκετούς υποστηρικτές.
Εφόσον λάβει κανείς υπόψη ότι το Ιράν δεν δείχνει διατεθειμένο να διαπραγματευτεί υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να εξετάσει και το ενδεχόμενο μίας πολυμερούς συνεργασίας προκειμένου να πραγματοποιήσει μία νέα συμφωνία.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών