γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Η κυβέρνηση Trump έχει ακολουθήσει μία διαφορετική προσέγγιση αναφορικά με τις διεθνείς σχέσεις σε σύγκριση με την κυβέρνηση Obama
Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, εξέφρασε την πρόθεσή του να αποσύρει τη χώρα από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας (INF), η οποία είχε συμφωνηθεί ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση το 1987, και η οποία αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Ένα από τα επιχειρήματα του Αμερικανού προέδρου για αυτή την απόφαση είναι ότι «η Ρωσία παραβιάζει τη συμφωνία εδώ και πολλά χρόνια», ενώ παράλληλα αναρωτήθηκε γιατί ο προκάτοχός του, Barack Obama, δεν είχε επαναδιαπραγματευτεί τη συνθήκη το 2014, όταν και είχε αναφερθεί επίσης σε παραβίασή της από την πλευρά της Μόσχας.
«Ο Obama επέλεξε να μην αποσυρθεί από τη συνθήκη, υπό την πίεση των Ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι είπαν ότι μία τέτοια κίνηση θα ξεκινήσουν εκ νέου μία κούρσα εξοπλισμού», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Donald Trump, ο οποίος πρόσθεσε εν συνεχεία ότι «εμείς είμαστε αυτοί που έχουμε μείνει στη συμφωνία και έχουμε τιμήσει τη συμφωνία, αλλά η Ρωσία δεν τίμησε δυστυχώς τη συμφωνία, οποτε θα την τερματίσουμε, θα αποσυρθούμε».
Μάλιστα, ο ίδιος κατέστησε ότι η στάση του επί του θέματος δεν πρόκειται να αλλάξει «αν δεν έρθει η Ρωσία και η Κίνα σε εμάς και μας πουν να μην αναπτύσσει πλέον κανένας από εμάς αυτά τα όπλα».
Στον απόηχο της σχετικής ανακοίνωσης από την Ουάσιγκτον, ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Sergey Ryabkov, χαρακτήρισε την πρόθεση του Αμερικανού προέδρου ως «ένα πολύ επικίνδυνο βήμα, το οποίος είμαι σίγουρος ότι δε θα επικυρωθεί από τη διεθνή κοινότητα, αλλά θα οδηγήσει σε καταδίκες».
Παράλληλα, ο Ρώσος αξιωματούχος τόνισε ότι «η συνθήκη είναι σημαντική για τη διεθνή ασφάλεια, και την ασφάλεια στον τομέα των πυρηνικών όπλων, για τη διατήρηση της στρατηγικής σταθερότητας».
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο φόβος μίας ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσε συνεχή προβληματισμό για τη διεθνή κοινότητα, κυρίως γιατί μία τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Μέσω της συνθήκης που υπέγραψαν το 1987 ο Ronald Reagan και ο Mikhail Gorbachev, οι παραπάνω φόβου, οι οποίοι διατηρούσαν «ζωντανό» τον Ψυχρό Πόλεμο, έλαβαν τέλος, ενώ οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αφαιρέσουν όλα τα συστήματα INF από την Ευρώπη.
Σημειώνεται ότι η Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας απαγόρευσε τους πυρηνικούς και συμβατικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από το έδαφος, με εύρος 450 έως 5.500 χλμ, αποκλείοντας παράλληλα μία ολόκληρη κατηγορία πυρηνικών πυραύλων, γεγονός που ήταν πρωτοφανές για εκείνη την εποχή.
Επιπλέον, η υπογραφή της συνθήκης θεωρήθηκε πυλώνας για την ασφάλεια και τη σταθερότητα, πρωτίστως της Ευρώπης και εν συνεχεία ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας, γι’ αυτό άλλωστε και η πλευρά της ΕΕ έσπευσε να εκφράσει την αντίθεσή της στην απόφαση των ΗΠΑ.
«Η INF συνέβαλε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και αποτελεί πυλώνα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας από τότε που τέθηκε σε ισχύ πριν από 30 χρόνια», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Federica Mogherini, στον απόηχο των δηλώσεων του Αμερικανού προέδρου.
«Χάρη στη συνθήκη INF, σχεδόν 3.000 πύραυλοι με πυρηνικές και συμβατικές κεφαλές έχουν αφαιρεθεί και καταστρέφονται επαληθεύσιμα», συνεχίζει η ανακοίνωση, η οποία καταλήγει λέγοντας ότι «ο κόσμος δε χρειάζεται μία νέα κούρσα εξοπλισμών που θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια».
Από την πλευρά του, ο Mikhail Gorbachev, εξέφρασε την ανησυχία του ότι η έξοδος των ΗΠΑ από τη Συμφωνία INF αυξάνει τον κίνδυνο ενός πολέμου, ενώ πρόσθεσε ότι οποιαδήποτε διαφωνία σχετικά με την τήρηση της συμφωνία μπορεί να επιλυθεί εάν υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση.
Ο ίδιος μάλιστα πρόσθεσε ότι «στόχος του Trump ήταν να απελευθερώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από παγκόσμιους περιορισμούς», ενώ τόνισε ότι η Ουάσιγκτον «καταστρέφει το σύστημα διεθνών συνθηκών και συμφωνιών που στηρίζει την ειρήνη και την ασφάλεια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
«Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος ότι αυτοί που ελπίζουν να ωφεληθούν από μία παγκόσμια ελευθερία από όλους είναι βαθιά λανθασμένοι, δεν θα υπάρξει κανένας νικητής σε έναν ΄πόλεμο όλων εναντίον όλων΄, ειδικά εάν καταλήξει σε έναν πυρηνικό πόλεμο», υπογραμμίζει ο Mikhail Gorbachev.
Έχει γίνει εμφανές τους τελευταίους μήνες ότι η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση έχει μία διαφορετική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη.
Ενώ η κυβέρνηση Obama είχε παρόμοιους προβληματισμούς με την κυβέρνηση Trump σχετικά με τη συνθήκη, είχε επιλέξει μία πιο επιφυλακτική προσέγγιση, ενώ δεν είχε εκφράσει την πρόθεσή της να αποχωρήσει από τη συμφωνία.
Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση ακολουθεί μία λιγότερο διπλωματική πολιτική, η οποία δείχνει να έχει έναν πιο άμεσο χαρακτήρα, και να μη δίνει τόση σημασία στις οποιεσδήποτε συνέπειες που θα μπορούσαν αν ακολουθήσουν.
Μέσω αυτής της προσέγγισης, η κυβέρνηση Trump είχε ένα σημαντικό επίτευγμα, το οποίο δεν ήταν άλλον από το να οδηγήσει τη Βόρεια Κορέα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να δρομολογηθούν άμεσες εξελίξεις σχετικά με την αποπυρηνικοποίηση της κορεατικής χερσονήσου και την εδραίωση της ειρήνης στην περιοχή.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον έχει ήδη προχωρήσει σε νέες εμπορικές συμφωνίες με αρκετούς εταίρους της, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί μία αδιάλλακτη στάση αναφορικά με τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα, ευελπιστώντας ότι στο τέλος θα καταφέρει να υλοποιήσει τα αιτήματά της.
Και ενώ οι ΗΠΑ ετοιμάζονται σε λίγες ημέρες να θέσουν σε εφαρμογή νέο γύρο κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, προκειμένου να επιτύχουν επαναδιαπραγμάτευση για το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων της Τεχεράνης, έρχεται μία ακόμα ξαφνική ανακοίνωση, η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί ως μία «άμεση πίεση» της Ουάσιγκτον ώστε να επιτύχει μία επαναδιαπραγμάτευση αυτής της συμφωνίας, όπως συνέβη και στις παραπάνω περιπτώσεις.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Ρωσία την προηγούμενη εβδομάδα, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, John Bolton, δήλωσε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, Donald Trump, θα ήθελε να συναντήσει τον Ρώσο ομόλογό του, Vladimir Putin, στις 11 Νοεμβρίου στο Παρίσι, όπου θα βρεθούν και οι δύο για τον εορτασμό των 100 ετών από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ότι θα ήθελε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία να μιλήσει για τον έλεγχο των όπλων με τον Αμερικανό ομόλογό του, λέγοντας ότι «είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με τους Αμερικανούς εταίρους μας χωρίς οποιουσδήποτε υστερισμούς».
Αδιαμφισβήτητα, μία συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών τον ερχόμενο μήνα θα μπορούσε να «ξεκαθαρίσει» περισσότερο το τοπίο που αφορά τη συμφωνία, ενώ θα αποτελέσει και μία ευκαιρία οι δύο πρόεδροι να ενισχύσουν την επικοινωνία τους, η οποία τους τελευταίους μήνες έχει μπει στον «πάγο».
Η οριστική αποχώρηση, άλλωστε, των ΗΠΑ από μία τέτοια συνθήκη αποτελεί μία διαδικασία που διαρκεί περισσότερο από μερικές ημέρες, και η Ουάσιγκτον γνωρίζει ότι μία τέτοια κίνηση θα περιπλέξει σημαντικά την κατάσταση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Ένα από τα επιχειρήματα του Αμερικανού προέδρου για αυτή την απόφαση είναι ότι «η Ρωσία παραβιάζει τη συμφωνία εδώ και πολλά χρόνια», ενώ παράλληλα αναρωτήθηκε γιατί ο προκάτοχός του, Barack Obama, δεν είχε επαναδιαπραγματευτεί τη συνθήκη το 2014, όταν και είχε αναφερθεί επίσης σε παραβίασή της από την πλευρά της Μόσχας.
«Ο Obama επέλεξε να μην αποσυρθεί από τη συνθήκη, υπό την πίεση των Ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι είπαν ότι μία τέτοια κίνηση θα ξεκινήσουν εκ νέου μία κούρσα εξοπλισμού», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Donald Trump, ο οποίος πρόσθεσε εν συνεχεία ότι «εμείς είμαστε αυτοί που έχουμε μείνει στη συμφωνία και έχουμε τιμήσει τη συμφωνία, αλλά η Ρωσία δεν τίμησε δυστυχώς τη συμφωνία, οποτε θα την τερματίσουμε, θα αποσυρθούμε».
Μάλιστα, ο ίδιος κατέστησε ότι η στάση του επί του θέματος δεν πρόκειται να αλλάξει «αν δεν έρθει η Ρωσία και η Κίνα σε εμάς και μας πουν να μην αναπτύσσει πλέον κανένας από εμάς αυτά τα όπλα».
Στον απόηχο της σχετικής ανακοίνωσης από την Ουάσιγκτον, ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Sergey Ryabkov, χαρακτήρισε την πρόθεση του Αμερικανού προέδρου ως «ένα πολύ επικίνδυνο βήμα, το οποίος είμαι σίγουρος ότι δε θα επικυρωθεί από τη διεθνή κοινότητα, αλλά θα οδηγήσει σε καταδίκες».
Παράλληλα, ο Ρώσος αξιωματούχος τόνισε ότι «η συνθήκη είναι σημαντική για τη διεθνή ασφάλεια, και την ασφάλεια στον τομέα των πυρηνικών όπλων, για τη διατήρηση της στρατηγικής σταθερότητας».
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο φόβος μίας ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσε συνεχή προβληματισμό για τη διεθνή κοινότητα, κυρίως γιατί μία τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Μέσω της συνθήκης που υπέγραψαν το 1987 ο Ronald Reagan και ο Mikhail Gorbachev, οι παραπάνω φόβου, οι οποίοι διατηρούσαν «ζωντανό» τον Ψυχρό Πόλεμο, έλαβαν τέλος, ενώ οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αφαιρέσουν όλα τα συστήματα INF από την Ευρώπη.
Σημειώνεται ότι η Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας απαγόρευσε τους πυρηνικούς και συμβατικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από το έδαφος, με εύρος 450 έως 5.500 χλμ, αποκλείοντας παράλληλα μία ολόκληρη κατηγορία πυρηνικών πυραύλων, γεγονός που ήταν πρωτοφανές για εκείνη την εποχή.
Επιπλέον, η υπογραφή της συνθήκης θεωρήθηκε πυλώνας για την ασφάλεια και τη σταθερότητα, πρωτίστως της Ευρώπης και εν συνεχεία ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας, γι’ αυτό άλλωστε και η πλευρά της ΕΕ έσπευσε να εκφράσει την αντίθεσή της στην απόφαση των ΗΠΑ.
«Η INF συνέβαλε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και αποτελεί πυλώνα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας από τότε που τέθηκε σε ισχύ πριν από 30 χρόνια», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Federica Mogherini, στον απόηχο των δηλώσεων του Αμερικανού προέδρου.
«Χάρη στη συνθήκη INF, σχεδόν 3.000 πύραυλοι με πυρηνικές και συμβατικές κεφαλές έχουν αφαιρεθεί και καταστρέφονται επαληθεύσιμα», συνεχίζει η ανακοίνωση, η οποία καταλήγει λέγοντας ότι «ο κόσμος δε χρειάζεται μία νέα κούρσα εξοπλισμών που θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια».
Από την πλευρά του, ο Mikhail Gorbachev, εξέφρασε την ανησυχία του ότι η έξοδος των ΗΠΑ από τη Συμφωνία INF αυξάνει τον κίνδυνο ενός πολέμου, ενώ πρόσθεσε ότι οποιαδήποτε διαφωνία σχετικά με την τήρηση της συμφωνία μπορεί να επιλυθεί εάν υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση.
Ο ίδιος μάλιστα πρόσθεσε ότι «στόχος του Trump ήταν να απελευθερώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από παγκόσμιους περιορισμούς», ενώ τόνισε ότι η Ουάσιγκτον «καταστρέφει το σύστημα διεθνών συνθηκών και συμφωνιών που στηρίζει την ειρήνη και την ασφάλεια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
«Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος ότι αυτοί που ελπίζουν να ωφεληθούν από μία παγκόσμια ελευθερία από όλους είναι βαθιά λανθασμένοι, δεν θα υπάρξει κανένας νικητής σε έναν ΄πόλεμο όλων εναντίον όλων΄, ειδικά εάν καταλήξει σε έναν πυρηνικό πόλεμο», υπογραμμίζει ο Mikhail Gorbachev.
Έχει γίνει εμφανές τους τελευταίους μήνες ότι η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση έχει μία διαφορετική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη.
Ενώ η κυβέρνηση Obama είχε παρόμοιους προβληματισμούς με την κυβέρνηση Trump σχετικά με τη συνθήκη, είχε επιλέξει μία πιο επιφυλακτική προσέγγιση, ενώ δεν είχε εκφράσει την πρόθεσή της να αποχωρήσει από τη συμφωνία.
Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση ακολουθεί μία λιγότερο διπλωματική πολιτική, η οποία δείχνει να έχει έναν πιο άμεσο χαρακτήρα, και να μη δίνει τόση σημασία στις οποιεσδήποτε συνέπειες που θα μπορούσαν αν ακολουθήσουν.
Μέσω αυτής της προσέγγισης, η κυβέρνηση Trump είχε ένα σημαντικό επίτευγμα, το οποίο δεν ήταν άλλον από το να οδηγήσει τη Βόρεια Κορέα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να δρομολογηθούν άμεσες εξελίξεις σχετικά με την αποπυρηνικοποίηση της κορεατικής χερσονήσου και την εδραίωση της ειρήνης στην περιοχή.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον έχει ήδη προχωρήσει σε νέες εμπορικές συμφωνίες με αρκετούς εταίρους της, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί μία αδιάλλακτη στάση αναφορικά με τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα, ευελπιστώντας ότι στο τέλος θα καταφέρει να υλοποιήσει τα αιτήματά της.
Και ενώ οι ΗΠΑ ετοιμάζονται σε λίγες ημέρες να θέσουν σε εφαρμογή νέο γύρο κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, προκειμένου να επιτύχουν επαναδιαπραγμάτευση για το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων της Τεχεράνης, έρχεται μία ακόμα ξαφνική ανακοίνωση, η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί ως μία «άμεση πίεση» της Ουάσιγκτον ώστε να επιτύχει μία επαναδιαπραγμάτευση αυτής της συμφωνίας, όπως συνέβη και στις παραπάνω περιπτώσεις.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Ρωσία την προηγούμενη εβδομάδα, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, John Bolton, δήλωσε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, Donald Trump, θα ήθελε να συναντήσει τον Ρώσο ομόλογό του, Vladimir Putin, στις 11 Νοεμβρίου στο Παρίσι, όπου θα βρεθούν και οι δύο για τον εορτασμό των 100 ετών από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ότι θα ήθελε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία να μιλήσει για τον έλεγχο των όπλων με τον Αμερικανό ομόλογό του, λέγοντας ότι «είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με τους Αμερικανούς εταίρους μας χωρίς οποιουσδήποτε υστερισμούς».
Αδιαμφισβήτητα, μία συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών τον ερχόμενο μήνα θα μπορούσε να «ξεκαθαρίσει» περισσότερο το τοπίο που αφορά τη συμφωνία, ενώ θα αποτελέσει και μία ευκαιρία οι δύο πρόεδροι να ενισχύσουν την επικοινωνία τους, η οποία τους τελευταίους μήνες έχει μπει στον «πάγο».
Η οριστική αποχώρηση, άλλωστε, των ΗΠΑ από μία τέτοια συνθήκη αποτελεί μία διαδικασία που διαρκεί περισσότερο από μερικές ημέρες, και η Ουάσιγκτον γνωρίζει ότι μία τέτοια κίνηση θα περιπλέξει σημαντικά την κατάσταση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών