Η προεκλογική συζήτηση αναμένεται να επικεντρωθεί στον τομέα της οικονομίας
Διανύουμε ήδη το 2ο μήνα του 2019, ίσως του πιο έντονου εκλογικού έτους, αφού σίγουρα θα διεξαχθούν 4 εκλογικές μάχες (2γύροι σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, ευρωεκλογές κι εθνικές εκλογές).
Η προεκλογική συζήτηση αναμένεται να επικεντρωθεί στον τομέα της οικονομίας, καθώς «οι ψηφοφόροι συνηθίζουν να προσέρχονται στην κάλπη με το χέρι στην τσέπη».
Κι αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα εξουσίας, φαίνεται πως το γνωρίζει καλά, καθώς ήδη τους πρώτους μήνες μετά τη λήξη του μνημονίου φρόντισε να ακυρώσει, με τη σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων, μια βασική μνημονιακή δέσμευση: εκείνη της περικοπής των συντάξεων (ως αποτέλεσμα του επανυπολογισμού τους βάσει των εισφορών) από 01/01/2019.
Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε μερικά επιχειρήματα που ακούστηκαν στο δημόσιο λόγο, για να διαπιστώσουμε αν η μη περικοπή των συντάξεων είχε οικονομική αιτιολόγηση ή ήταν απλώς μια πολιτική επιλογή.
Επιχείρημα 1: Τα χρήματα που δεν θα κοπούν, θα πέσουν στην κατανάλωση.
Οι συντάξεις στην ουσία αποτελούν το εισόδημα κυρίως των ηλικιακών ομάδων από τα 60-65 και άνω.
Ανατρέχοντας στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβρη του 2018 κι αφορούσαν τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών ανά ηλικιακή ομάδα για το 2017 προκύπτει το εξής:
Στο σύνολο της δαπάνης των νοικοκυριών (100%), οι ηλικίες 25-64 είχαν συμμετοχή άνω του 100%, σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Συγκεκριμένα, τη μεγαλύτερη δαπάνη παρουσιάζει διαχρονικά η ηλικιακή ομάδα 45-54 (συμμετοχή 132,2%) κι έπειτα η ηλικιακή ομάδα 35-44 (συμμετοχή 117,4%). Α
ντιθέτως, οι ηλικιακές ομάδες (65-74) και οι 75 και συμμετέχουν στη δαπάνη κατά 83,7% και 61,1% αντιστοίχως.
Αυτά τα στοιχεία, με απλά λόγια, συνεπάγονται πως οι ηλικιακές ομάδες που κατά κανόνα ανήκουν οι συνταξιούχοι δαπανούν κι άρα καταναλώνουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τις νεότερες ηλικιακές ομάδες που συνήθως αποτελούν τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας.
Συνεπώς, το επιχείρημα πως η μη-περικοπή των συντάξεων θα έχει θετική επίδραση στην κατανάλωση καταρρίπτεται, καθώς οι συνταξιούχοι δεν αποτελούν μια ομάδα επιρρεπή στην κατανάλωση.
Επιχείρημα 2: Οι συνταξιούχοι συντηρούν τις οικογένειες των παιδιών τους.
Αυτό δεν αποτελεί σοβαρό οικονομικό επιχείρημα ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να αποτελεί και να συμβαίνει.
Η χώρα βίωσε μια ιδιαίτερα παρατεταμένη και βαθιά ύφεση που είχε ως αποτέλεσμα την ιλιγγιώδη αύξηση του ποσοστού ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Η χώρα για να ορθοποδήσει και να εξασφαλίσει την κοινωνική ευημερία χρειάζεται παραγωγικές επιχειρήσεις ώστε να μπορούν να προσφέρουν ποιοτικές θέσεις εργασίας με υψηλούς μισθούς.
Τα δημοσιονομικά περιθώρια που θα δημιουργούσε δυνητικά ο επανυπολογισμός των συντάξεων (εκροή), θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν μια ενδεχόμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (εισροή) – μια διαρθρωτική μεταβολή για τις επιχειρήσεις που θα έδινε ανάσα τόσο στους εργοδότες, όσο και στους εργαζομένους, μέσω της αύξησης του καθαρού τους εισοδήματος.
Συνδυαστικά, δε, με τα παραπάνω στοιχεία, αυτό θα είχε σημαντική επίπτωση και στην κατανάλωση- σίγουρα σημαντικότερη από εκείνη των συνταξιούχων.
Επιχείρημα 3: Οι συνταξιούχοι επλήγησαν περισσότερο μέσα στην κρίση.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι συντάξεις περικόπηκαν αρκετές φορές μέσα στην κρίση και σίγουρα το εισόδημα των συνταξιούχων μειώθηκε σημαντικά.
Πάρα ταύτα, η χορήγηση της σύνταξης συνεπάγεται ένα σταθερό κι εξασφαλισμένο εισόδημα.
Εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από την ύφεση ήταν όμως, όσοι απώλεσαν το εισόδημα τους εντελώς κι έμειναν άνεργοι και μάλιστα σε ένα κράτος με διάτρητο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι πως ενώ το ποσοστό ανεργίας αυξανόταν αλματωδώς , το ποσοστό των ανέργων που λάμβανε το επίδομα ανεργίας κινούταν μόνο γύρω στο 10%, με το υπόλοιπο 90% ενδεχομένως να μην εξασφαλίζει καμία πηγή εισοδήματος.
Όπως συμπερασματικά προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση, η μη περικοπή των συντάξεων δεν ήταν αποτέλεσμα μια οικονομικά ορθής σκέψης.
Αντιθέτως, ήταν προφανώς αποτέλεσμα «καλής πολιτικής επιλογής» που οδήγησε και στο επιθυμητό αποτέλεσμα για την κυβέρνηση, αφού κατάφερε να το προβάλει ως κοινωνική πολιτική, με την αντιπολίτευση σύσσωμη να στηρίζει και να υπερψηφίζει την πολιτική απόφαση της κυβέρνησης.
*Σοφία Τσαρούχα, οικονομολόγος/ απόφοιτη London School of Economics (LSE)
Η προεκλογική συζήτηση αναμένεται να επικεντρωθεί στον τομέα της οικονομίας, καθώς «οι ψηφοφόροι συνηθίζουν να προσέρχονται στην κάλπη με το χέρι στην τσέπη».
Κι αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα εξουσίας, φαίνεται πως το γνωρίζει καλά, καθώς ήδη τους πρώτους μήνες μετά τη λήξη του μνημονίου φρόντισε να ακυρώσει, με τη σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων, μια βασική μνημονιακή δέσμευση: εκείνη της περικοπής των συντάξεων (ως αποτέλεσμα του επανυπολογισμού τους βάσει των εισφορών) από 01/01/2019.
Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε μερικά επιχειρήματα που ακούστηκαν στο δημόσιο λόγο, για να διαπιστώσουμε αν η μη περικοπή των συντάξεων είχε οικονομική αιτιολόγηση ή ήταν απλώς μια πολιτική επιλογή.
Επιχείρημα 1: Τα χρήματα που δεν θα κοπούν, θα πέσουν στην κατανάλωση.
Οι συντάξεις στην ουσία αποτελούν το εισόδημα κυρίως των ηλικιακών ομάδων από τα 60-65 και άνω.
Ανατρέχοντας στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβρη του 2018 κι αφορούσαν τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών ανά ηλικιακή ομάδα για το 2017 προκύπτει το εξής:
Στο σύνολο της δαπάνης των νοικοκυριών (100%), οι ηλικίες 25-64 είχαν συμμετοχή άνω του 100%, σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Συγκεκριμένα, τη μεγαλύτερη δαπάνη παρουσιάζει διαχρονικά η ηλικιακή ομάδα 45-54 (συμμετοχή 132,2%) κι έπειτα η ηλικιακή ομάδα 35-44 (συμμετοχή 117,4%). Α
ντιθέτως, οι ηλικιακές ομάδες (65-74) και οι 75 και συμμετέχουν στη δαπάνη κατά 83,7% και 61,1% αντιστοίχως.
Αυτά τα στοιχεία, με απλά λόγια, συνεπάγονται πως οι ηλικιακές ομάδες που κατά κανόνα ανήκουν οι συνταξιούχοι δαπανούν κι άρα καταναλώνουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τις νεότερες ηλικιακές ομάδες που συνήθως αποτελούν τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας.
Συνεπώς, το επιχείρημα πως η μη-περικοπή των συντάξεων θα έχει θετική επίδραση στην κατανάλωση καταρρίπτεται, καθώς οι συνταξιούχοι δεν αποτελούν μια ομάδα επιρρεπή στην κατανάλωση.
Επιχείρημα 2: Οι συνταξιούχοι συντηρούν τις οικογένειες των παιδιών τους.
Αυτό δεν αποτελεί σοβαρό οικονομικό επιχείρημα ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να αποτελεί και να συμβαίνει.
Η χώρα βίωσε μια ιδιαίτερα παρατεταμένη και βαθιά ύφεση που είχε ως αποτέλεσμα την ιλιγγιώδη αύξηση του ποσοστού ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Η χώρα για να ορθοποδήσει και να εξασφαλίσει την κοινωνική ευημερία χρειάζεται παραγωγικές επιχειρήσεις ώστε να μπορούν να προσφέρουν ποιοτικές θέσεις εργασίας με υψηλούς μισθούς.
Τα δημοσιονομικά περιθώρια που θα δημιουργούσε δυνητικά ο επανυπολογισμός των συντάξεων (εκροή), θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν μια ενδεχόμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (εισροή) – μια διαρθρωτική μεταβολή για τις επιχειρήσεις που θα έδινε ανάσα τόσο στους εργοδότες, όσο και στους εργαζομένους, μέσω της αύξησης του καθαρού τους εισοδήματος.
Συνδυαστικά, δε, με τα παραπάνω στοιχεία, αυτό θα είχε σημαντική επίπτωση και στην κατανάλωση- σίγουρα σημαντικότερη από εκείνη των συνταξιούχων.
Επιχείρημα 3: Οι συνταξιούχοι επλήγησαν περισσότερο μέσα στην κρίση.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι συντάξεις περικόπηκαν αρκετές φορές μέσα στην κρίση και σίγουρα το εισόδημα των συνταξιούχων μειώθηκε σημαντικά.
Πάρα ταύτα, η χορήγηση της σύνταξης συνεπάγεται ένα σταθερό κι εξασφαλισμένο εισόδημα.
Εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από την ύφεση ήταν όμως, όσοι απώλεσαν το εισόδημα τους εντελώς κι έμειναν άνεργοι και μάλιστα σε ένα κράτος με διάτρητο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι πως ενώ το ποσοστό ανεργίας αυξανόταν αλματωδώς , το ποσοστό των ανέργων που λάμβανε το επίδομα ανεργίας κινούταν μόνο γύρω στο 10%, με το υπόλοιπο 90% ενδεχομένως να μην εξασφαλίζει καμία πηγή εισοδήματος.
Όπως συμπερασματικά προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση, η μη περικοπή των συντάξεων δεν ήταν αποτέλεσμα μια οικονομικά ορθής σκέψης.
Αντιθέτως, ήταν προφανώς αποτέλεσμα «καλής πολιτικής επιλογής» που οδήγησε και στο επιθυμητό αποτέλεσμα για την κυβέρνηση, αφού κατάφερε να το προβάλει ως κοινωνική πολιτική, με την αντιπολίτευση σύσσωμη να στηρίζει και να υπερψηφίζει την πολιτική απόφαση της κυβέρνησης.
*Σοφία Τσαρούχα, οικονομολόγος/ απόφοιτη London School of Economics (LSE)
Σχόλια αναγνωστών