Άρθρο του Δρ. Γιώργου Πατούλη για την οικονομία και τράπεζες στο bankingnews
Το 2019 είναι αναμφισβήτητα ένα κρίσιμο έτος για την πορεία της ελληνική οικονομίας, μιας και η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω την ύφεση, αλλά πρέπει ωστόσο να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα έτη ώστε να καταστεί βιώσιμη η οικονομική ανάπτυξη.
Για να καταφέρουμε τα παραπάνω, αναμφίβολα το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα οφείλει να έχει ουσιαστικό ρόλο, διότι η αειφόρος ανάπτυξη προϋποθέτουν ένα υγιές, λειτουργικό και βιώσιμο τραπεζικό σύστημα.
Από πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην ΚΕΔΕ, αναφορικά με τα προβλήματα ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, συμπεραίνεται ότι η έλλειψη (χαμηλού κόστους) ρευστότητας και οι αυξημένοι πιστωτικοί κίνδυνοι που εμπεριέχονται στο δανειακό χαρτοφυλάκιο, λόγω του εύρους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (κοινώς κόκκινα δάνεια), είναι οι κυριότεροι λόγοι που δεν επιτρέπουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να «λειτουργήσει» και να χρηματοδοτήσει επαρκώς τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Αντιθέτως, η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα, αν και δεν αποκλείεται το γεγονός να απαιτηθεί μια νέα ανακεφαλαιοποίηση τα επόμενα δυο έτη, αν τελικά αποφασίσουν οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν δραστικά και άμεσα (δηλ. με εμπροσθοβαρείς μεθόδους) το πρόβλημα των κόκκινων δανείων τους.
Καταθέσεις Πελατών και Χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα (ΕΚΤ και ELA)
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, δημοσιευμένοι ισολογισμοί ελληνικών τραπεζών, και ίδια επεξεργασία ΚΕΔΕ.
Από τα συμπεράσματα της προαναφερόμενη έρευνας της ΚΕΔΕ, γίνεται κατανοητό ότι σε καμιά χώρα του κόσμου δεν έχει παρατηρηθεί βιώσιμη ανάπτυξη αν δεν «λειτουργεί» το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, που βασικός ρόλος του είναι η διοχέτευση ρευστότητας από αυτούς που διαθέτουν απόθεμα (δηλ. καταθέτες και επενδυτές) στην πραγματική οικονομία που παρουσιάζει έλλειμμα (δηλ. επιχειρήσεις και νοικοκυριά) μέσω της αύξησης των διοχετευόμενων πιστώσεων.
Από την άλλη, είναι πραγματικά δύσκολο να χαραχθεί μια αποτελεσματική οικονομική στρατηγική για την ταχεία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς και η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε αυτήν στα μάτια των διεθνών επενδυτών, με τους υπάρχοντες περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων προς το εξωτερικό (capital controls).
Από τον Οκτώβριο του 2018 δεν υφίστανται κεφαλαιακοί έλεγχοι στις εγχώριες συναλλαγές, ωστόσο υπάρχουν ακόμα περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων εκτός Ελλάδος.
Φυσικά, λόγω των κινδύνων που εγκυμονούν κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων και επηρεάζουν την οικονομία, σύμφωνα και με την Τράπεζα της Ελλάδος, ενδείκνυται η προαναγγελία της καταληκτικής ημερομηνίας για την πλήρη άρση των capital controls, με καθαρό ορίζοντα και σχεδιασμό μέσα στο έτος 2019.
Ωστόσο, προτείνεται ότι για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα βρίσκεται στο πρόγραμμα αυστηρής εποπτείας από τους θεσμούς, η ευρωπαϊκή οδηγία αναφορικά με την εγγύηση των καταθέσεων μέχρι €100.000, θα πρέπει να ισχύσει κατά γράμμα και χωρίς εξαιρέσεις, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Από την άλλη, οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν τους επιχειρησιακούς τους στόχους, για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ωστόσο, η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων από μόνη της δεν αρκεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Πρέπει να εφαρμοστεί μια συστημική λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει την πρότασή της προς την κατεύθυνση αυτή.
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή συστημικής λύσης είτε με τη μορφή τιτλοποίησης μέρους του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, είτε με οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση που να βασίζεται σε τεχνικές χρηματοοικονομικής μηχανικής οι οποί, έχουν εφαρμοστεί στις αγορές άλλων χωρών, θα είναι αναμφισβήτητα ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Επιπλέον, στη νέα μετα-μνημονιακή εποχή, είναι επιτακτική ανάγκη οι τράπεζες να διαφοροποιήσουν την πελατεία τους σε πιο δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και να κατευθύνουν τις νέες χορηγήσεις τους σε εκείνες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παρουσιάζουν μια δυναμική στο χώρο των νέων τεχνολογιών, προωθώντας την ανάπτυξη μέσω της χρήσης εξειδικευμένου προσωπικού και χωρίς να απαιτούν σημαντικές επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία, πέραν των κεφαλαίων κίνησης.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνεχίσουν να στοχεύουν στους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως για παράδειγμα του τουρισμού και πιο συγκεκριμένα του ιατρικού τουρισμού), όπου το περιθώριο κέρδους είναι υψηλό και αναμένεται ραγδαία ανάπτυξη των κλάδων αυτών τα επόμενα χρόνια.
Οι παραπάνω δράσεις αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, ωστόσο, για να αποδειχθούν ικανές, χρειάζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το Κράτος και άμεση αποκατάσταση του πολιτικό-οικονομικού συστήματος.
Όσο υπάρχει αβεβαιότητα στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον και οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται την οικονομική στρατηγική που προτείνεται, η όποια προσπάθεια για ανασύσταση της ελληνικής οικονομίας δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Δρ. Γιώργος Πατούλης
Προέδρος ΚΕΔΕ
Δήμαρχος Αμαρουσίου
www.bankingnews.gr
Για να καταφέρουμε τα παραπάνω, αναμφίβολα το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα οφείλει να έχει ουσιαστικό ρόλο, διότι η αειφόρος ανάπτυξη προϋποθέτουν ένα υγιές, λειτουργικό και βιώσιμο τραπεζικό σύστημα.
Από πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην ΚΕΔΕ, αναφορικά με τα προβλήματα ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, συμπεραίνεται ότι η έλλειψη (χαμηλού κόστους) ρευστότητας και οι αυξημένοι πιστωτικοί κίνδυνοι που εμπεριέχονται στο δανειακό χαρτοφυλάκιο, λόγω του εύρους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (κοινώς κόκκινα δάνεια), είναι οι κυριότεροι λόγοι που δεν επιτρέπουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να «λειτουργήσει» και να χρηματοδοτήσει επαρκώς τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Αντιθέτως, η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα, αν και δεν αποκλείεται το γεγονός να απαιτηθεί μια νέα ανακεφαλαιοποίηση τα επόμενα δυο έτη, αν τελικά αποφασίσουν οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν δραστικά και άμεσα (δηλ. με εμπροσθοβαρείς μεθόδους) το πρόβλημα των κόκκινων δανείων τους.
Καταθέσεις Πελατών και Χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα (ΕΚΤ και ELA)
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, δημοσιευμένοι ισολογισμοί ελληνικών τραπεζών, και ίδια επεξεργασία ΚΕΔΕ.
Από τα συμπεράσματα της προαναφερόμενη έρευνας της ΚΕΔΕ, γίνεται κατανοητό ότι σε καμιά χώρα του κόσμου δεν έχει παρατηρηθεί βιώσιμη ανάπτυξη αν δεν «λειτουργεί» το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, που βασικός ρόλος του είναι η διοχέτευση ρευστότητας από αυτούς που διαθέτουν απόθεμα (δηλ. καταθέτες και επενδυτές) στην πραγματική οικονομία που παρουσιάζει έλλειμμα (δηλ. επιχειρήσεις και νοικοκυριά) μέσω της αύξησης των διοχετευόμενων πιστώσεων.
Από την άλλη, είναι πραγματικά δύσκολο να χαραχθεί μια αποτελεσματική οικονομική στρατηγική για την ταχεία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς και η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε αυτήν στα μάτια των διεθνών επενδυτών, με τους υπάρχοντες περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων προς το εξωτερικό (capital controls).
Από τον Οκτώβριο του 2018 δεν υφίστανται κεφαλαιακοί έλεγχοι στις εγχώριες συναλλαγές, ωστόσο υπάρχουν ακόμα περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων εκτός Ελλάδος.
Φυσικά, λόγω των κινδύνων που εγκυμονούν κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων και επηρεάζουν την οικονομία, σύμφωνα και με την Τράπεζα της Ελλάδος, ενδείκνυται η προαναγγελία της καταληκτικής ημερομηνίας για την πλήρη άρση των capital controls, με καθαρό ορίζοντα και σχεδιασμό μέσα στο έτος 2019.
Ωστόσο, προτείνεται ότι για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα βρίσκεται στο πρόγραμμα αυστηρής εποπτείας από τους θεσμούς, η ευρωπαϊκή οδηγία αναφορικά με την εγγύηση των καταθέσεων μέχρι €100.000, θα πρέπει να ισχύσει κατά γράμμα και χωρίς εξαιρέσεις, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Από την άλλη, οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν τους επιχειρησιακούς τους στόχους, για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ωστόσο, η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων από μόνη της δεν αρκεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Πρέπει να εφαρμοστεί μια συστημική λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει την πρότασή της προς την κατεύθυνση αυτή.
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή συστημικής λύσης είτε με τη μορφή τιτλοποίησης μέρους του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, είτε με οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση που να βασίζεται σε τεχνικές χρηματοοικονομικής μηχανικής οι οποί, έχουν εφαρμοστεί στις αγορές άλλων χωρών, θα είναι αναμφισβήτητα ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Επιπλέον, στη νέα μετα-μνημονιακή εποχή, είναι επιτακτική ανάγκη οι τράπεζες να διαφοροποιήσουν την πελατεία τους σε πιο δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και να κατευθύνουν τις νέες χορηγήσεις τους σε εκείνες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παρουσιάζουν μια δυναμική στο χώρο των νέων τεχνολογιών, προωθώντας την ανάπτυξη μέσω της χρήσης εξειδικευμένου προσωπικού και χωρίς να απαιτούν σημαντικές επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία, πέραν των κεφαλαίων κίνησης.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνεχίσουν να στοχεύουν στους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως για παράδειγμα του τουρισμού και πιο συγκεκριμένα του ιατρικού τουρισμού), όπου το περιθώριο κέρδους είναι υψηλό και αναμένεται ραγδαία ανάπτυξη των κλάδων αυτών τα επόμενα χρόνια.
Οι παραπάνω δράσεις αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, ωστόσο, για να αποδειχθούν ικανές, χρειάζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το Κράτος και άμεση αποκατάσταση του πολιτικό-οικονομικού συστήματος.
Όσο υπάρχει αβεβαιότητα στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον και οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται την οικονομική στρατηγική που προτείνεται, η όποια προσπάθεια για ανασύσταση της ελληνικής οικονομίας δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Δρ. Γιώργος Πατούλης
Προέδρος ΚΕΔΕ
Δήμαρχος Αμαρουσίου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών