Η χρηματοοικονομική κρίση και η λιτότητα που ακολούθησε, εμφανίζονται ως οι κύριοι παράγοντες «πίσω» από την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού στην ΕΕ
Αρχίζει πλέον να γίνεται κατανοητό ότι η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν κάτι παροδικό ή ένα «καπρίτσιο» των πολιτών, που αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο στις πολιτικές λιτότητας που ακολουθήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα ευρωσκεπτικά, αντι-μεταναστευτικά και εθνικιστικά κόμματα δείχνουν ικανά να κερδίσουν μέχρι και το 30% των 751 εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen έχει ενισχυθεί πολύ και είναι σε θέση να ξεπεράσει το La République En Marche του Γάλλου προέδρου, Emmanuel Macron.
Στην Ιταλία, η αντι-μεταναστευτική Lega του Matteo Salvini θα μπορούσε να κερδίσει πάνω από το ένα τρίτο των εδρών της χώρας, ενώ οι ευρωσκεπτικιστές κυβερνητικοί τους εταίροι, το Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S) δείχνουν να κερδίζουν τη δεύτερη θέση.
Στην Πολωνία, το ευρωσκεπτικιστικό Κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) διατηρεί ένα σημαντικό προβάδισμα εναντίον της Πολιτικής Πλατφόρμας, του κόμματος του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk.
Στην Ουγγαρία, το Fidesz, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Viktor Orban, αναμένεται να αναδειχθεί πρώτο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κόμμα Brexit του Nigel Farage δείχνει έτοιμο για μια συντριπτική νίκη.
Υπάρχουν πολλές θεωρίες που εξηγούν αυτήν την… «εντυπωσιακή» μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Η μεταναστευτική κρίση την περίοδο 2014-2015 και οι επιδράσεις της χρηματοοικονομικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε, εμφανίζονται ως οι κύριοι παράγοντες.
Είναι αλήθεια ότι στην Ιταλία η Lega ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό επειδή οι Ιταλοί πίστευαν ότι η υπόλοιπη Ευρώπη δεν ήθελε να βοηθήσει τη χώρα να αντιμετωπίσει την τεράστια εισροή μεταναστών από την Αφρική.
Είναι ειρωνικό, αλλά η Lega ουσιαστικά ζητούσε μεγαλύτερη παρέμβαση της ΕΕ για να μοιραστεί το βάρος.
Παραδόξως, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεν θεωρούν τη μετανάστευση ως το σημαντικότερο ζήτημα των εκλογών, παρόλο που σχεδόν όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα έχουν μετατοπίσει τις πολιτικές τους προς τα δεξιά.
Αντίθετα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η διαφθορά, το βιοτικό επίπεδο, η στέγαση, η ανεργία και η υγεία, ταξινομούνται πάνω ή μαζί με τη μετανάστευση ως τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους.
Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικοί θα ανταποκριθούν σε αυτές τις ανησυχίες ίσως αποτελέσει έναν πιο αξιόπιστο δείκτη της προτίμησης ψήφου, παρά μια υπόθεση ότι οι ψηφοφόροι θα μετατοπιστούν απλά προς τα δεξιά.
Οι περισσότεροι πολίτες σε όλη την ΕΕ ανησυχούν για την οικονομία και την ανεργία στις χώρες τους, αλλά δεν κατηγορούν όλοι την ΕΕ.
Πόσο κατάλληλες είναι οι πολιτικές λιτότητας σε μια ύφεση;
Η συσχέτιση μεταξύ δημοσιονομικής σύσφιξης και οικονομικής ανάπτυξης δεν μας λέει τίποτα για την υποκείμενη σχέση μεταξύ των δύο.
Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη υπό το πρίσμα νέων ερευνών, που υποδηλώνουν ότι η λιτότητα μπορεί να είναι η σωστή πολιτική σε μια ύφεση.
Ο καθηγητής Alberto Alesina του Harvard έλεγε το 2010 στους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι «πολλές αιφνίδιες μειώσεις των δημοσιονομικών ελλειμμάτων συνοδεύτηκαν και αμέσως ακολουθήθηκαν από βιώσιμη ανάπτυξη και όχι από ύφεση, ακόμη και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα».
Τώρα, μαζί με τους συναδέλφους του οικονομολόγους Carlo Favero και Francesco Giavazzi, ο Alesina έχει γράψει ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Λιτότητα: Όταν λειτουργεί και όταν όχι».
Το συμπέρασμα των συντακτών, με λίγα λόγια, είναι ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις το άμεσο κόστος των περικοπών δαπανών υπερ-αντισταθμίζεται από τις αυξήσεις των άλλων συνιστωσών της συνολικής ζήτησης».
Αυτό που υπονοείται είναι ότι η λιτότητα -η μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού και όχι η αύξησή του- μπορεί να είναι η σωστή πολιτική σε μια ύφεση.
Ωστόσο, η συσχέτιση δεν αποτελεί αιτιώδη συνάφεια.
Η συσχέτιση της δημοσιονομικής μείωσης και της οικονομικής ανάπτυξης δεν μας λέει τίποτα για την υποκείμενη σχέση μεταξύ των δύο.
Η συρρίκνωση του ελλείμματος οδηγεί σε οικονομική ανάπτυξη ή η ανάπτυξη οδηγεί σε συρρίκνωση του ελλείμματος;
Καμία οικονομετρία στον κόσμο δεν μπορεί να αποδείξει ότι το ένα προκαλεί το άλλο ή να αποκλείσει ότι και τα δύο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κάποιου άλλου.
Υπάρχουν απλά πάρα πολλές μεταβλητές -δηλαδή άλλες πιθανές αιτίες ενός ή και των δύο αποτελεσμάτων.
Οι λεγόμενες στατιστικές αποδείξεις ξεκινούν πάντα με μια θεωρία της αιτιώδους συνάφειας, στην οποία τα δεδομένα είναι «προσαρμοσμένα» για να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα που θέλει ο θεωρητικός.
Η θεωρία του Alesina βασίζεται σε δύο εννοιολογικούς πυλώνες:
Ο κυριότερος είναι ότι, αν εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείμματα, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα περιμένουν υψηλότερους φόρους και συνεπώς θα επενδύσουν και θα καταναλώσουν λιγότερα.
Οι περικοπές δαπανών, από την άλλη πλευρά, σηματοδοτούν χαμηλότερους φόρους στο μέλλον, και έτσι θα τονώσουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Ο δεύτερος, συμπληρωματικός πυλώνας είναι η υπόθεση ότι η αύξηση του δημόσιου χρέους οδηγεί τους επενδυτές να αναμένουν αθετήσεις ή χρεοκοπίες.
Αυτή η προσδοκία ωθεί υψηλότερα τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων, οδηγώντας σε υψηλότερο συνολικό κόστος δανεισμού.
Η λιτότητα, σταματώντας την αύξηση του χρέους, μπορεί να επιφέρει μια «σημαντική μείωση» των επιτοκίων και έτσι να επιτρέψει αυξημένες επενδύσεις.
Αυτή η συμπληρωματική περίπτωση δεν μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί γενικός κανόνας.
Εάν μια χώρα έχει τη δική της κεντρική τράπεζα και εκδίδει το δικό της νόμισμα, η κυβέρνηση μπορεί να καθορίσει τα επιτόκια όπως θέλει, διατάσσοντας την κεντρική τράπεζα να τυπώσει χρήμα.
Στην περίπτωση αυτή, τα χαμηλά επιτόκια θα είναι το αποτέλεσμα όχι της λιτότητας, αλλά μάλλον της νομισματικής επέκτασης.
Και αυτό, φυσικά, είναι αυτό που συνέβη με την ποσοτική χαλάρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωζώνη.
Τα επιτόκια έχουν παραμείνει χρόνια σε χαμηλά επίπεδα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες έχουν «ρίξει» εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, λίρες και ευρώ στις οικονομίες τους.
Έτσι απομένει ο κύριος πυλώνας του Alesina: μια αξιόπιστη δέσμευση για περικοπές των δημόσιων δαπανών σήμερα θα ενισχύσει την παραγωγή εξαλείφοντας τις προσδοκίες υψηλότερων φόρων αύριο.
Το ίδιο επιχείρημα εξηγεί γιατί, κατά την άποψη του Alesina, είναι καλύτερο να μειωθεί το έλλειμμα με μείωση των δαπανών παρά με αύξηση των φόρων.
Οι περικοπές δαπανών διαχειρίζονται και το «πρόβλημα» της «αυτόματης αύξησης των επιδομάτων [κοινωνικής πρόνοιας] και άλλων προγραμμάτων δαπανών», κάτι που δεν κάνουν οι αυξήσεις των φόρων.
Σύμφωνα με τον Alesina, «η σύγχρονη μακροοικονομία υπογραμμίζει ότι οι αποφάσεις των ανθρώπων για το τι να κάνουν σήμερα επηρεάζονται από τις προσδοκίες τους για το τι θα συμβεί στο μέλλον».
Ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς κατανοούσε επίσης την κρίσιμη σημασία των προσδοκιών: πιστώνεται από τον John Hicks με την εισαγωγή της «μεθόδου των προσδοκιών» στα οικονομικά.
Ωστόσο, ο χάρτης προσδοκιών του Κέυνς ήταν πολύ διαφορετικός από εκείνον του Alesina.
Οι επενδυτές του δεν διαμορφώνουν τις προσδοκίες τους εξετάζοντας το έλλειμμα της κυβέρνησης και υπολογίζοντας τι επιπτώσεις θα έχει στους μελλοντικούς φόρους.
Στην πραγματικότητα, δεν παρατηρούν σχεδόν καθόλου το έλλειμμα.
Αυτό που αντιλαμβάνονται είναι το μέγεθος των αγορών τους.
Για τον Κέυνς, οι αποφάσεις των επιχειρηματιών για τη δημιουργία θέσεων εργασίας εξαρτώνται από το αναμενόμενο εισόδημά τους από την αύξηση της απασχόλησης.
Μια οικονομική ύφεση μειώνει τα αναμενόμενα έσοδα από τις πωλήσεις τους, οδηγώντας τους σε απολύσεις.
Μια μείωση των κρατικών δαπανών συνεπάγεται ότι μπορούν να περιμένουν ακόμη λιγότερες πωλήσεις, οδηγώντας τους σε ακόμη περισσότερες απολύσεις, εντείνοντας έτσι την ύφεση.
Αντίστροφα, η αύξηση των κρατικών δαπανών ή οι φορολογικές περικοπές αυξάνουν τις προσδοκίες για τις πωλήσεις και έτσι αντιστρέφουν την ύφεση.
Για παράδειγμα, εάν μειωθεί η ζήτηση για αυτοκίνητα, θα πωληθούν λιγότερα αυτοκίνητα και λιγότεροι εργαζόμενοι θα απασχολούνται για την κατασκευή τους.
Εάν η κυβέρνηση αυξήσει τις δαπάνες για τα δημόσια έργα, αυτό όχι μόνο θα απασχολήσει περισσότερους εργαζόμενους άμεσα, αλλά θα αυξήσει και τη ζήτηση για αυτοκίνητα, έτσι ώστε η παραγωγή της οικονομίας να αυξηθεί περισσότερο από τις επιπλέον δαπάνες της κυβέρνησης, μειώνοντας έτσι το έλλειμμα.
Με πολύ απλούς όρους, λοιπόν, έχουμε δύο αντιθετικές θεωρίες για το ποια είναι η κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους ύφεσης.
Ο Κέυνς αναφέρει ότι η μείωση των δημόσιων δαπανών στέλνει σήμα στους επιχειρηματίες ότι τα εισοδήματά τους θα μειωθούν επειδή λιγότεροι άνθρωποι θα αγοράσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγουν.
Αλλά ο Alesina αναφέρει ότι μια μείωση των δημόσιων δαπανών στέλνει σήμα στους επιχειρηματίες ότι μπορούν να περιμένουν χαμηλότερους φόρους αύριο και επομένως ότι μπορούν να ξοδέψουν περισσότερα σήμερα.
www.bankingnews.gr
Ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα ευρωσκεπτικά, αντι-μεταναστευτικά και εθνικιστικά κόμματα δείχνουν ικανά να κερδίσουν μέχρι και το 30% των 751 εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen έχει ενισχυθεί πολύ και είναι σε θέση να ξεπεράσει το La République En Marche του Γάλλου προέδρου, Emmanuel Macron.
Στην Ιταλία, η αντι-μεταναστευτική Lega του Matteo Salvini θα μπορούσε να κερδίσει πάνω από το ένα τρίτο των εδρών της χώρας, ενώ οι ευρωσκεπτικιστές κυβερνητικοί τους εταίροι, το Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S) δείχνουν να κερδίζουν τη δεύτερη θέση.
Στην Πολωνία, το ευρωσκεπτικιστικό Κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) διατηρεί ένα σημαντικό προβάδισμα εναντίον της Πολιτικής Πλατφόρμας, του κόμματος του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk.
Στην Ουγγαρία, το Fidesz, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Viktor Orban, αναμένεται να αναδειχθεί πρώτο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κόμμα Brexit του Nigel Farage δείχνει έτοιμο για μια συντριπτική νίκη.
Υπάρχουν πολλές θεωρίες που εξηγούν αυτήν την… «εντυπωσιακή» μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Η μεταναστευτική κρίση την περίοδο 2014-2015 και οι επιδράσεις της χρηματοοικονομικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε, εμφανίζονται ως οι κύριοι παράγοντες.
Είναι αλήθεια ότι στην Ιταλία η Lega ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό επειδή οι Ιταλοί πίστευαν ότι η υπόλοιπη Ευρώπη δεν ήθελε να βοηθήσει τη χώρα να αντιμετωπίσει την τεράστια εισροή μεταναστών από την Αφρική.
Είναι ειρωνικό, αλλά η Lega ουσιαστικά ζητούσε μεγαλύτερη παρέμβαση της ΕΕ για να μοιραστεί το βάρος.
Παραδόξως, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεν θεωρούν τη μετανάστευση ως το σημαντικότερο ζήτημα των εκλογών, παρόλο που σχεδόν όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα έχουν μετατοπίσει τις πολιτικές τους προς τα δεξιά.
Αντίθετα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η διαφθορά, το βιοτικό επίπεδο, η στέγαση, η ανεργία και η υγεία, ταξινομούνται πάνω ή μαζί με τη μετανάστευση ως τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους.
Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικοί θα ανταποκριθούν σε αυτές τις ανησυχίες ίσως αποτελέσει έναν πιο αξιόπιστο δείκτη της προτίμησης ψήφου, παρά μια υπόθεση ότι οι ψηφοφόροι θα μετατοπιστούν απλά προς τα δεξιά.
Οι περισσότεροι πολίτες σε όλη την ΕΕ ανησυχούν για την οικονομία και την ανεργία στις χώρες τους, αλλά δεν κατηγορούν όλοι την ΕΕ.
Πόσο κατάλληλες είναι οι πολιτικές λιτότητας σε μια ύφεση;
Η συσχέτιση μεταξύ δημοσιονομικής σύσφιξης και οικονομικής ανάπτυξης δεν μας λέει τίποτα για την υποκείμενη σχέση μεταξύ των δύο.
Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη υπό το πρίσμα νέων ερευνών, που υποδηλώνουν ότι η λιτότητα μπορεί να είναι η σωστή πολιτική σε μια ύφεση.
Ο καθηγητής Alberto Alesina του Harvard έλεγε το 2010 στους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι «πολλές αιφνίδιες μειώσεις των δημοσιονομικών ελλειμμάτων συνοδεύτηκαν και αμέσως ακολουθήθηκαν από βιώσιμη ανάπτυξη και όχι από ύφεση, ακόμη και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα».
Τώρα, μαζί με τους συναδέλφους του οικονομολόγους Carlo Favero και Francesco Giavazzi, ο Alesina έχει γράψει ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Λιτότητα: Όταν λειτουργεί και όταν όχι».
Το συμπέρασμα των συντακτών, με λίγα λόγια, είναι ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις το άμεσο κόστος των περικοπών δαπανών υπερ-αντισταθμίζεται από τις αυξήσεις των άλλων συνιστωσών της συνολικής ζήτησης».
Αυτό που υπονοείται είναι ότι η λιτότητα -η μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού και όχι η αύξησή του- μπορεί να είναι η σωστή πολιτική σε μια ύφεση.
Ωστόσο, η συσχέτιση δεν αποτελεί αιτιώδη συνάφεια.
Η συσχέτιση της δημοσιονομικής μείωσης και της οικονομικής ανάπτυξης δεν μας λέει τίποτα για την υποκείμενη σχέση μεταξύ των δύο.
Η συρρίκνωση του ελλείμματος οδηγεί σε οικονομική ανάπτυξη ή η ανάπτυξη οδηγεί σε συρρίκνωση του ελλείμματος;
Καμία οικονομετρία στον κόσμο δεν μπορεί να αποδείξει ότι το ένα προκαλεί το άλλο ή να αποκλείσει ότι και τα δύο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κάποιου άλλου.
Υπάρχουν απλά πάρα πολλές μεταβλητές -δηλαδή άλλες πιθανές αιτίες ενός ή και των δύο αποτελεσμάτων.
Οι λεγόμενες στατιστικές αποδείξεις ξεκινούν πάντα με μια θεωρία της αιτιώδους συνάφειας, στην οποία τα δεδομένα είναι «προσαρμοσμένα» για να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα που θέλει ο θεωρητικός.
Η θεωρία του Alesina βασίζεται σε δύο εννοιολογικούς πυλώνες:
Ο κυριότερος είναι ότι, αν εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείμματα, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα περιμένουν υψηλότερους φόρους και συνεπώς θα επενδύσουν και θα καταναλώσουν λιγότερα.
Οι περικοπές δαπανών, από την άλλη πλευρά, σηματοδοτούν χαμηλότερους φόρους στο μέλλον, και έτσι θα τονώσουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Ο δεύτερος, συμπληρωματικός πυλώνας είναι η υπόθεση ότι η αύξηση του δημόσιου χρέους οδηγεί τους επενδυτές να αναμένουν αθετήσεις ή χρεοκοπίες.
Αυτή η προσδοκία ωθεί υψηλότερα τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων, οδηγώντας σε υψηλότερο συνολικό κόστος δανεισμού.
Η λιτότητα, σταματώντας την αύξηση του χρέους, μπορεί να επιφέρει μια «σημαντική μείωση» των επιτοκίων και έτσι να επιτρέψει αυξημένες επενδύσεις.
Αυτή η συμπληρωματική περίπτωση δεν μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί γενικός κανόνας.
Εάν μια χώρα έχει τη δική της κεντρική τράπεζα και εκδίδει το δικό της νόμισμα, η κυβέρνηση μπορεί να καθορίσει τα επιτόκια όπως θέλει, διατάσσοντας την κεντρική τράπεζα να τυπώσει χρήμα.
Στην περίπτωση αυτή, τα χαμηλά επιτόκια θα είναι το αποτέλεσμα όχι της λιτότητας, αλλά μάλλον της νομισματικής επέκτασης.
Και αυτό, φυσικά, είναι αυτό που συνέβη με την ποσοτική χαλάρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωζώνη.
Τα επιτόκια έχουν παραμείνει χρόνια σε χαμηλά επίπεδα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες έχουν «ρίξει» εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, λίρες και ευρώ στις οικονομίες τους.
Έτσι απομένει ο κύριος πυλώνας του Alesina: μια αξιόπιστη δέσμευση για περικοπές των δημόσιων δαπανών σήμερα θα ενισχύσει την παραγωγή εξαλείφοντας τις προσδοκίες υψηλότερων φόρων αύριο.
Το ίδιο επιχείρημα εξηγεί γιατί, κατά την άποψη του Alesina, είναι καλύτερο να μειωθεί το έλλειμμα με μείωση των δαπανών παρά με αύξηση των φόρων.
Οι περικοπές δαπανών διαχειρίζονται και το «πρόβλημα» της «αυτόματης αύξησης των επιδομάτων [κοινωνικής πρόνοιας] και άλλων προγραμμάτων δαπανών», κάτι που δεν κάνουν οι αυξήσεις των φόρων.
Σύμφωνα με τον Alesina, «η σύγχρονη μακροοικονομία υπογραμμίζει ότι οι αποφάσεις των ανθρώπων για το τι να κάνουν σήμερα επηρεάζονται από τις προσδοκίες τους για το τι θα συμβεί στο μέλλον».
Ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς κατανοούσε επίσης την κρίσιμη σημασία των προσδοκιών: πιστώνεται από τον John Hicks με την εισαγωγή της «μεθόδου των προσδοκιών» στα οικονομικά.
Ωστόσο, ο χάρτης προσδοκιών του Κέυνς ήταν πολύ διαφορετικός από εκείνον του Alesina.
Οι επενδυτές του δεν διαμορφώνουν τις προσδοκίες τους εξετάζοντας το έλλειμμα της κυβέρνησης και υπολογίζοντας τι επιπτώσεις θα έχει στους μελλοντικούς φόρους.
Στην πραγματικότητα, δεν παρατηρούν σχεδόν καθόλου το έλλειμμα.
Αυτό που αντιλαμβάνονται είναι το μέγεθος των αγορών τους.
Για τον Κέυνς, οι αποφάσεις των επιχειρηματιών για τη δημιουργία θέσεων εργασίας εξαρτώνται από το αναμενόμενο εισόδημά τους από την αύξηση της απασχόλησης.
Μια οικονομική ύφεση μειώνει τα αναμενόμενα έσοδα από τις πωλήσεις τους, οδηγώντας τους σε απολύσεις.
Μια μείωση των κρατικών δαπανών συνεπάγεται ότι μπορούν να περιμένουν ακόμη λιγότερες πωλήσεις, οδηγώντας τους σε ακόμη περισσότερες απολύσεις, εντείνοντας έτσι την ύφεση.
Αντίστροφα, η αύξηση των κρατικών δαπανών ή οι φορολογικές περικοπές αυξάνουν τις προσδοκίες για τις πωλήσεις και έτσι αντιστρέφουν την ύφεση.
Για παράδειγμα, εάν μειωθεί η ζήτηση για αυτοκίνητα, θα πωληθούν λιγότερα αυτοκίνητα και λιγότεροι εργαζόμενοι θα απασχολούνται για την κατασκευή τους.
Εάν η κυβέρνηση αυξήσει τις δαπάνες για τα δημόσια έργα, αυτό όχι μόνο θα απασχολήσει περισσότερους εργαζόμενους άμεσα, αλλά θα αυξήσει και τη ζήτηση για αυτοκίνητα, έτσι ώστε η παραγωγή της οικονομίας να αυξηθεί περισσότερο από τις επιπλέον δαπάνες της κυβέρνησης, μειώνοντας έτσι το έλλειμμα.
Με πολύ απλούς όρους, λοιπόν, έχουμε δύο αντιθετικές θεωρίες για το ποια είναι η κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους ύφεσης.
Ο Κέυνς αναφέρει ότι η μείωση των δημόσιων δαπανών στέλνει σήμα στους επιχειρηματίες ότι τα εισοδήματά τους θα μειωθούν επειδή λιγότεροι άνθρωποι θα αγοράσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγουν.
Αλλά ο Alesina αναφέρει ότι μια μείωση των δημόσιων δαπανών στέλνει σήμα στους επιχειρηματίες ότι μπορούν να περιμένουν χαμηλότερους φόρους αύριο και επομένως ότι μπορούν να ξοδέψουν περισσότερα σήμερα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών