Άρθρο του κ. Σαράντου Λέκκα, οικονομολόγου, στο bankingnews.gr
H έναρξη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας που χρονικά εντοπίζεται με την πτώση της δικτατορίας σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τα δημόσια οικονομικά.
Μια εποχή που κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, επιζητούσαν άμεσα την εκπλήρωση όλων των προσδοκιών τους στην βάση των εύκολων λύσεων.
Μια εποχή που οι πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες μπερδεύτηκαν με την ψευδαίσθηση περί αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου με δημοκρατικό και κοινωνικό τρόπο .
Χωρίς ανάλογη κουλτούρα η περίφημη αυτή αναδιανομή μετασχηματίστηκε σε επέκταση της κρατικής δραστηριότητας και κυρίως επίρριψης του κόστους στις επόμενες γενεές.
Ποιες όμως ήταν οι οικονομικές σταθερές πριν την μεταπολίτευση ; ποιο το υπόβαθρο που δημιουργούσε πλούτο , επενδύσεις , θέσεις εργασίας και σταθερότητα τιμών;
Καταρχήν το νομισματικό καθεστώς, καθεστώς σταθερών ισοτιμιών, η περίφημη συμφωνία του Bretton Woods στο οποίο συμμετείχε και η δραχμή και το οποίο εγγυόνταν την εσωτερική και εξωτερική αξία του νομίσματος ενώ διατηρούσε χαμηλά τις πληθωριστικές προσδοκίες.
Δεύτερον , το φορολογικό καθεστώς , όχι μόνο σε επίπεδο νόμων αλλά και σε επίπεδο Συντάγματος, Σύνταγμα του 1952, που εγγυόνταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και ήταν απόλυτα ευνοϊκό για τις επενδύσεις .
Τρίτον, το δημοσιονομικό πλαίσιο , ισοσκελισμένων τακτικών προϋπολογισμών , πράγμα που σήμαινε ότι τα ελλείμματα ήταν ανεκτά μόνο για επενδύσεις στο επίπεδο του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ενώ οι καταναλωτικές δημόσιες δαπάνες ήταν εκτός οικονομικού πλαισίου.
Τέταρτον , το εργασιακό πλαίσιο , πλαίσιο προσανατολισμένο στην εγγύηση της απόδοσης των επενδύσεων , ήτοι επίπεδα μισθολογικών αυξήσεων πάντα χαμηλότερα από τα επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας.
Πέμπτoν , η Δημόσια διοίκηση με αυστηρό δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα ο οποίος περιείχε αυστηρούς κανόνες για την βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη , κίνητρα για την αποδοτική εργασία και κυρώσεις για τους άεργους .
Στην ουσία η δημόσια διοίκηση λειτουργούσε ως μηχανισμός ανάπτυξης της οικονομίας αφού συμπεριελάμβανε στους κόλπους της μορφωμένο και υψηλού επιπέδου στελεχιακό δυναμικό.
Όλα τα ανωτέρω μπορούν να αμφισβητηθούν , να λοιδορηθούν ή με διάφορους τρόπους να αλλοιωθούν ,όμως όλα θεωρούνται υπόβαθρα μιας εποχής που παρουσίασε τους ισχυρότερους ιστορικά μακροοικονομικούς δείκτες της χώρας .
Επίσης πολλοί μπορεί να ισχυριστούν ότι το υπόβαθρο πειθαρχίας ήταν αποτέλεσμα του μετεμφυλιακού περιβάλλοντος που υπήρχε όπως και της δικτατορίας που ακολούθησε.
Κάνουν λάθος , η Ελλάδα ως ανοικτή οικονομία που ήταν δεν θα μπορούσε να κινηθεί εκτός των πλαισίων που όριζαν οι διεθνείς συνθήκες, οι εμπορικές συμφωνίες και τα νομισματικά πλαίσια.
Το νομισματικό καθεστώς του Bretton Woods στο οποίο συμμετείχε και η δραχμή , όπως και οι περιορισμοί στη κίνηση των κεφαλαίων τους οποίους σέβονταν απόλυτα και η Ελλάδα , καθόριζαν εν πολλοίς τα πλαίσια των οικονομιών , της ελληνικής οικονομίας μη εξαιρουμένης, οπότε εάν θέλουμε να δούμε τη κινητήρια δύναμη των εντυπωσιακών δημοσιονομικών μεγεθών τόσο της χώρας μας όσο και των δυτικών οικονομιών πρέπει να τίς αναζητήσουμε στο υφιστάμενο τότε νομισματικό και πιστωτικό περιβάλλον και όχι στην εσωτερική πολιτική κατάσταση .
Στην βάση αυτή την εικοσαετία 1954-1973 ο ρυθμός ανάπτυξης προσέγγιζε το 7% ,ο πληθωρισμός το 4% οι επενδύσεις το 22% ενώ το δημόσιο χρέος ήταν σταθερά κάτω του 7% του ΑΕΠ.
Όμως την διετία 1973-74 άλλαξαν τα πάντα και κυρίως το υπόβαθρο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, αποτέλεσμα, πολλοί στη χώρα μας μπέρδεψαν την πολιτική ελευθέρια , τον ακρογωνιαίο λίθο την Δημοκρατίας, που επήλθε με την πτώση της χούντας με την ασυδοσία στους τομείς της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας.
Στην ουσία δεν κατορθώθηκε η επίτευξη καθορισμού συναινετικών κανόνων μεταξύ των κοινωνικών και οικονομικών ομάδων του οικονομικού παιχνιδιού με τρόπο που να μην υπονομεύει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις από την μια πλευρά και να μην πυροδοτεί τον πληθωρισμό από την άλλη .
Κατά την διετία αυτή όμως λαμβάνουν χώρα δυο σημαντικότατα διεθνή οικονομικά γεγονότα , πρώτον έχουμε την κατάργηση του νομισματικού συστήματος των σταθερών ισοτιμιών και δεύτερον έχουμε τον πρώτη πετρελαϊκή κρίση .
Στην βάση των εσωτερικών πολιτικών μεταβολών και στην βάση των εξωτερικών οικονομικών μεταβολών διαμορφώθηκαν νέα δεδομένα τα οποία βρίσκονται στο άλλο άκρο των οικονομικών σταθερών που καταγράφονταν πριν την μεταπολίτευση.
Ένα υπόβαθρο που δημιουργούσε αντί πλούτου ελλείμματα και χρέη, που υπέσκαπτε την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις , που υπονόμευε τις θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα και που πυροδοτούσε την άνοδο των τιμών ενισχύοντας τις πληθωριστικές προσδοκίες .
Καταρχήν το νομισματικό περιβάλλον, από την σταθερή ισοτιμία της δραχμής περάσαμε στην πολιτική της διευκολυντικής διολίσθησης .
Το 1973 η δραχμή ακολούθησε την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων δημιουργώντας την έναρξη ενός ισχυρού πληθωριστικού πλαισίου που σε συνδυασμό με τις πετρελαϊκές κρίσεις διογκώθηκε ανεξέλεγκτα , ενώ τον Ιανουάριο του 1983 και τον Οκτώβριο του 1985 υποτιμήθηκε εφάπαξ στα πλαίσια σταθεροποιητικών προγραμμάτων.
Εάν όμως η διετία 1973-74 άλλαξε την οπτική γωνία των εμπλεκόμενων στο κοινωνικό και οικονομικό τομέα η δεκαετία του ’80 άλλαξε την φυσιογνωμία της χώρας .
Η εγκατάλειψη της δημοσιονομικής σωφροσύνης πήρε διαστάσεις με την άνοδο στην εξουσία των σοσιαλιστών του Ανδρέα Παπανδρέου και αυτού που αργότερα ονομάστηκε σύστημα ΠΑΣΟΚ.
Με το περίφημο σλόγκαν ‘ο λαός στην εξουσία ’εγκαινιάστηκε μια περίοδος άκρατου λαϊκισμού και άκρατης δημοσιονομικής επέκτασης.
Παρότι ισχυρίστηκαν ότι παρέλαβαν καμένη γη έχοντας ενδογενή υπόβαθρα λαϊκισμού προχώρησαν σε παροχές κάθε είδους υποσκάπτοντας την επιχειρηματικότητα , ενώ υιοθετώντας την άποψη ότι ο δημόσιος τομέας είναι λάφυρο των μη προνομιούχων Ελλήνων άλωσαν και το δημόσιο.
Καταρχήν διοικητικά προχώρησαν στην αύξηση των κατωτάτων αποδοχών κατά 40% αυξάνοντας το εργατικό κόστος , αυτή η αύξηση μόνο για το 1982 ήταν της τάξεως του 26% σε σχέση με το 1981.
Η αποσταθεροποίηση των επιχειρήσεων στις οποίες η συνδιοίκηση με τους συνδικαλιστές είχε αλλοιώσει τον τρόπο διοίκησης , σε ένα περιβάλλον υψηλού ενεργειακού κόστους και υψηλού ανταγωνισμού οδήγησε στην δημιουργία των περίφημων προβληματικών επιχειρήσεων .
Ακολούθησε το μεγάλο έγκλημα , η κρατικοποίηση αυτών των επιχειρήσεων .
Παράλληλα οι προσλήψεις στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα πήραν την μορφή πλιάτσικου αφού μόνο μεταξύ 1981-1985 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά 32%.
Στο δημόσιο η κουλτούρα άλλαξε, ο εύκολος τρόπος πρόσληψης με μοναδικό εφόδιο την κομματική ταυτότητα , οδήγησε στην αδιαφορία που καλλιεργήθηκε σκόπιμα με την αυτόματη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη.
Η δημόσια διοίκηση από εργαλείο ανάπτυξης έγινε κομματικό υποχείριο με μεγάλο κόστος για την κοινωνία τόσο σε οικονομικό επίπεδο με την διόγκωση ελλειμμάτων και χρεών όσο και σε ποιοτικό με την υποβάθμιση κρατικών λειτουργιών σε επίπεδο παιδείας, αστυνόμευσης , δικαιοσύνης , προστασίας περιβάλλοντος, κτλ.
Αυτά τα δυο δεδομένα άλλαξαν το ρου των δημόσιων οικονομικών και μάλιστα σε μόνιμη βάση , έτσι οι δημόσιες δαπάνες από τα επίπεδα του 31% του 1980 έφθασαν το 1985 στο 43% ενώ το δημόσιο χρέος από το 7% έφθασε το 24%.
Η κατάσταση συνεχίστηκε καθόλη την περίοδο της δεκαετίας του ’80 ενώ δεν μπόρεσε να τιθασευτεί ούτε κατά την δεκαετία του ’90 με αποτέλεσμα η δυναμική του χρέους να ήταν τέτοιας μορφής που τριπλασιάζονταν κάθε 5 χρόνια .
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού το 85% των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού κατευθύνονταν σε μισθούς , συντάξεις και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους.
Η υιοθέτηση αυτής της ιδιαίτερα επεκτατικής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής χρηματοδοτούνταν μέχρι και το 1983 από την Τράπεζα της Ελλάδος και μάλιστα σε ποσοστά που προσέγγιζαν το 50%, ενώ στην συνέχεια τα ποσοστά συρρικνώθηκαν γύρω στο 10-20% , δηλαδή για να γίνει απόλυτα κατανοητό κόβονταν δραχμές για να χρηματοδοτηθεί η πολιτική της κυβέρνησης .
Το έργο της χρηματοδότησης έγινε ευκολότερο στην συνέχεια με την υποχρέωση των εμπορικών τραπεζών να αγοράζουν έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου και με την έκδοση μακροπρόθεσμων τίτλων, κάτι που εκ των πράγματων κρατούσε αναγκαστικά τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα.
Βέβαια η διόγκωση των ελλειμμάτων και η άκρατη νομισματική πολιτική συνοδεύεται πάντα με πληθωρισμό ο οποίος αντιμετωπίστηκε με ΄κοινωνική σοσιαλιστική ευαισθησία΄ με την υιοθέτηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής της πασίγνωστης και δημοφιλούς κατά τη δεκαετία του ΄80 , ΑΤΑ.
Το πρόβλημα φυσικά δεν ήταν μόνο αριθμητικό, μακάρι να ήταν, θα επιλύονταν σχετικά εύκολα πάρα τις θυσίες που θα ζητούνταν .
Μπορεί οι αυξήσεις πάνω από την παραγωγικότητα , η διατήρηση με τεχνικό τρόπο θνησιγενών επιχειρήσεων και ο πολλαπλασιασμός των δημοσίων υπαλλήλων χωρίς έστω τα τυπικά προσόντα να αλλοίωσαν την οικονομική δραστηριότητα, να διόγκωσαν τα ελλείμματα και να εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος όμως το μεγαλύτερο κακό ήταν η μεταβολή του τρόπου σκέψης των Ελλήνων .
Οι εύκολες λύσεις αλλά κυρίως ο λαϊκισμός στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας αλλοίωσαν το DNA του μέσου Έλληνα πολίτη σε σημείο που οτιδήποτε έρχονταν σε αντίθεση με τις πρακτικές της δεκαετίας του ’80 να θεωρούνταν μη αποδεκτό .
Το αποτέλεσμα το βιώνουμε όλοι μετά το 2008, με τα μνημόνια , την τρόικα και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, διότι όποιος χρωστά εκ των πραγμάτων δεν είναι ελεύθερος.
Η διόγκωση του δημοσίου χρέους υπονόμευσε την ελευθερία μας και υποθήκευσε το μέλλον αρκετών γενεών .
Σαράντος Λέκκας, Οικονομολόγος
www.bankingnews.gr
Μια εποχή που κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, επιζητούσαν άμεσα την εκπλήρωση όλων των προσδοκιών τους στην βάση των εύκολων λύσεων.
Μια εποχή που οι πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες μπερδεύτηκαν με την ψευδαίσθηση περί αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου με δημοκρατικό και κοινωνικό τρόπο .
Χωρίς ανάλογη κουλτούρα η περίφημη αυτή αναδιανομή μετασχηματίστηκε σε επέκταση της κρατικής δραστηριότητας και κυρίως επίρριψης του κόστους στις επόμενες γενεές.
Ποιες όμως ήταν οι οικονομικές σταθερές πριν την μεταπολίτευση ; ποιο το υπόβαθρο που δημιουργούσε πλούτο , επενδύσεις , θέσεις εργασίας και σταθερότητα τιμών;
Καταρχήν το νομισματικό καθεστώς, καθεστώς σταθερών ισοτιμιών, η περίφημη συμφωνία του Bretton Woods στο οποίο συμμετείχε και η δραχμή και το οποίο εγγυόνταν την εσωτερική και εξωτερική αξία του νομίσματος ενώ διατηρούσε χαμηλά τις πληθωριστικές προσδοκίες.
Δεύτερον , το φορολογικό καθεστώς , όχι μόνο σε επίπεδο νόμων αλλά και σε επίπεδο Συντάγματος, Σύνταγμα του 1952, που εγγυόνταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και ήταν απόλυτα ευνοϊκό για τις επενδύσεις .
Τρίτον, το δημοσιονομικό πλαίσιο , ισοσκελισμένων τακτικών προϋπολογισμών , πράγμα που σήμαινε ότι τα ελλείμματα ήταν ανεκτά μόνο για επενδύσεις στο επίπεδο του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ενώ οι καταναλωτικές δημόσιες δαπάνες ήταν εκτός οικονομικού πλαισίου.
Τέταρτον , το εργασιακό πλαίσιο , πλαίσιο προσανατολισμένο στην εγγύηση της απόδοσης των επενδύσεων , ήτοι επίπεδα μισθολογικών αυξήσεων πάντα χαμηλότερα από τα επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας.
Πέμπτoν , η Δημόσια διοίκηση με αυστηρό δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα ο οποίος περιείχε αυστηρούς κανόνες για την βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη , κίνητρα για την αποδοτική εργασία και κυρώσεις για τους άεργους .
Στην ουσία η δημόσια διοίκηση λειτουργούσε ως μηχανισμός ανάπτυξης της οικονομίας αφού συμπεριελάμβανε στους κόλπους της μορφωμένο και υψηλού επιπέδου στελεχιακό δυναμικό.
Όλα τα ανωτέρω μπορούν να αμφισβητηθούν , να λοιδορηθούν ή με διάφορους τρόπους να αλλοιωθούν ,όμως όλα θεωρούνται υπόβαθρα μιας εποχής που παρουσίασε τους ισχυρότερους ιστορικά μακροοικονομικούς δείκτες της χώρας .
Επίσης πολλοί μπορεί να ισχυριστούν ότι το υπόβαθρο πειθαρχίας ήταν αποτέλεσμα του μετεμφυλιακού περιβάλλοντος που υπήρχε όπως και της δικτατορίας που ακολούθησε.
Κάνουν λάθος , η Ελλάδα ως ανοικτή οικονομία που ήταν δεν θα μπορούσε να κινηθεί εκτός των πλαισίων που όριζαν οι διεθνείς συνθήκες, οι εμπορικές συμφωνίες και τα νομισματικά πλαίσια.
Το νομισματικό καθεστώς του Bretton Woods στο οποίο συμμετείχε και η δραχμή , όπως και οι περιορισμοί στη κίνηση των κεφαλαίων τους οποίους σέβονταν απόλυτα και η Ελλάδα , καθόριζαν εν πολλοίς τα πλαίσια των οικονομιών , της ελληνικής οικονομίας μη εξαιρουμένης, οπότε εάν θέλουμε να δούμε τη κινητήρια δύναμη των εντυπωσιακών δημοσιονομικών μεγεθών τόσο της χώρας μας όσο και των δυτικών οικονομιών πρέπει να τίς αναζητήσουμε στο υφιστάμενο τότε νομισματικό και πιστωτικό περιβάλλον και όχι στην εσωτερική πολιτική κατάσταση .
Στην βάση αυτή την εικοσαετία 1954-1973 ο ρυθμός ανάπτυξης προσέγγιζε το 7% ,ο πληθωρισμός το 4% οι επενδύσεις το 22% ενώ το δημόσιο χρέος ήταν σταθερά κάτω του 7% του ΑΕΠ.
Όμως την διετία 1973-74 άλλαξαν τα πάντα και κυρίως το υπόβαθρο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, αποτέλεσμα, πολλοί στη χώρα μας μπέρδεψαν την πολιτική ελευθέρια , τον ακρογωνιαίο λίθο την Δημοκρατίας, που επήλθε με την πτώση της χούντας με την ασυδοσία στους τομείς της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας.
Στην ουσία δεν κατορθώθηκε η επίτευξη καθορισμού συναινετικών κανόνων μεταξύ των κοινωνικών και οικονομικών ομάδων του οικονομικού παιχνιδιού με τρόπο που να μην υπονομεύει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις από την μια πλευρά και να μην πυροδοτεί τον πληθωρισμό από την άλλη .
Κατά την διετία αυτή όμως λαμβάνουν χώρα δυο σημαντικότατα διεθνή οικονομικά γεγονότα , πρώτον έχουμε την κατάργηση του νομισματικού συστήματος των σταθερών ισοτιμιών και δεύτερον έχουμε τον πρώτη πετρελαϊκή κρίση .
Στην βάση των εσωτερικών πολιτικών μεταβολών και στην βάση των εξωτερικών οικονομικών μεταβολών διαμορφώθηκαν νέα δεδομένα τα οποία βρίσκονται στο άλλο άκρο των οικονομικών σταθερών που καταγράφονταν πριν την μεταπολίτευση.
Ένα υπόβαθρο που δημιουργούσε αντί πλούτου ελλείμματα και χρέη, που υπέσκαπτε την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις , που υπονόμευε τις θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα και που πυροδοτούσε την άνοδο των τιμών ενισχύοντας τις πληθωριστικές προσδοκίες .
Καταρχήν το νομισματικό περιβάλλον, από την σταθερή ισοτιμία της δραχμής περάσαμε στην πολιτική της διευκολυντικής διολίσθησης .
Το 1973 η δραχμή ακολούθησε την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων δημιουργώντας την έναρξη ενός ισχυρού πληθωριστικού πλαισίου που σε συνδυασμό με τις πετρελαϊκές κρίσεις διογκώθηκε ανεξέλεγκτα , ενώ τον Ιανουάριο του 1983 και τον Οκτώβριο του 1985 υποτιμήθηκε εφάπαξ στα πλαίσια σταθεροποιητικών προγραμμάτων.
Εάν όμως η διετία 1973-74 άλλαξε την οπτική γωνία των εμπλεκόμενων στο κοινωνικό και οικονομικό τομέα η δεκαετία του ’80 άλλαξε την φυσιογνωμία της χώρας .
Η εγκατάλειψη της δημοσιονομικής σωφροσύνης πήρε διαστάσεις με την άνοδο στην εξουσία των σοσιαλιστών του Ανδρέα Παπανδρέου και αυτού που αργότερα ονομάστηκε σύστημα ΠΑΣΟΚ.
Με το περίφημο σλόγκαν ‘ο λαός στην εξουσία ’εγκαινιάστηκε μια περίοδος άκρατου λαϊκισμού και άκρατης δημοσιονομικής επέκτασης.
Παρότι ισχυρίστηκαν ότι παρέλαβαν καμένη γη έχοντας ενδογενή υπόβαθρα λαϊκισμού προχώρησαν σε παροχές κάθε είδους υποσκάπτοντας την επιχειρηματικότητα , ενώ υιοθετώντας την άποψη ότι ο δημόσιος τομέας είναι λάφυρο των μη προνομιούχων Ελλήνων άλωσαν και το δημόσιο.
Καταρχήν διοικητικά προχώρησαν στην αύξηση των κατωτάτων αποδοχών κατά 40% αυξάνοντας το εργατικό κόστος , αυτή η αύξηση μόνο για το 1982 ήταν της τάξεως του 26% σε σχέση με το 1981.
Η αποσταθεροποίηση των επιχειρήσεων στις οποίες η συνδιοίκηση με τους συνδικαλιστές είχε αλλοιώσει τον τρόπο διοίκησης , σε ένα περιβάλλον υψηλού ενεργειακού κόστους και υψηλού ανταγωνισμού οδήγησε στην δημιουργία των περίφημων προβληματικών επιχειρήσεων .
Ακολούθησε το μεγάλο έγκλημα , η κρατικοποίηση αυτών των επιχειρήσεων .
Παράλληλα οι προσλήψεις στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα πήραν την μορφή πλιάτσικου αφού μόνο μεταξύ 1981-1985 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά 32%.
Στο δημόσιο η κουλτούρα άλλαξε, ο εύκολος τρόπος πρόσληψης με μοναδικό εφόδιο την κομματική ταυτότητα , οδήγησε στην αδιαφορία που καλλιεργήθηκε σκόπιμα με την αυτόματη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη.
Η δημόσια διοίκηση από εργαλείο ανάπτυξης έγινε κομματικό υποχείριο με μεγάλο κόστος για την κοινωνία τόσο σε οικονομικό επίπεδο με την διόγκωση ελλειμμάτων και χρεών όσο και σε ποιοτικό με την υποβάθμιση κρατικών λειτουργιών σε επίπεδο παιδείας, αστυνόμευσης , δικαιοσύνης , προστασίας περιβάλλοντος, κτλ.
Αυτά τα δυο δεδομένα άλλαξαν το ρου των δημόσιων οικονομικών και μάλιστα σε μόνιμη βάση , έτσι οι δημόσιες δαπάνες από τα επίπεδα του 31% του 1980 έφθασαν το 1985 στο 43% ενώ το δημόσιο χρέος από το 7% έφθασε το 24%.
Η κατάσταση συνεχίστηκε καθόλη την περίοδο της δεκαετίας του ’80 ενώ δεν μπόρεσε να τιθασευτεί ούτε κατά την δεκαετία του ’90 με αποτέλεσμα η δυναμική του χρέους να ήταν τέτοιας μορφής που τριπλασιάζονταν κάθε 5 χρόνια .
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού το 85% των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού κατευθύνονταν σε μισθούς , συντάξεις και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους.
Η υιοθέτηση αυτής της ιδιαίτερα επεκτατικής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής χρηματοδοτούνταν μέχρι και το 1983 από την Τράπεζα της Ελλάδος και μάλιστα σε ποσοστά που προσέγγιζαν το 50%, ενώ στην συνέχεια τα ποσοστά συρρικνώθηκαν γύρω στο 10-20% , δηλαδή για να γίνει απόλυτα κατανοητό κόβονταν δραχμές για να χρηματοδοτηθεί η πολιτική της κυβέρνησης .
Το έργο της χρηματοδότησης έγινε ευκολότερο στην συνέχεια με την υποχρέωση των εμπορικών τραπεζών να αγοράζουν έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου και με την έκδοση μακροπρόθεσμων τίτλων, κάτι που εκ των πράγματων κρατούσε αναγκαστικά τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα.
Βέβαια η διόγκωση των ελλειμμάτων και η άκρατη νομισματική πολιτική συνοδεύεται πάντα με πληθωρισμό ο οποίος αντιμετωπίστηκε με ΄κοινωνική σοσιαλιστική ευαισθησία΄ με την υιοθέτηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής της πασίγνωστης και δημοφιλούς κατά τη δεκαετία του ΄80 , ΑΤΑ.
Το πρόβλημα φυσικά δεν ήταν μόνο αριθμητικό, μακάρι να ήταν, θα επιλύονταν σχετικά εύκολα πάρα τις θυσίες που θα ζητούνταν .
Μπορεί οι αυξήσεις πάνω από την παραγωγικότητα , η διατήρηση με τεχνικό τρόπο θνησιγενών επιχειρήσεων και ο πολλαπλασιασμός των δημοσίων υπαλλήλων χωρίς έστω τα τυπικά προσόντα να αλλοίωσαν την οικονομική δραστηριότητα, να διόγκωσαν τα ελλείμματα και να εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος όμως το μεγαλύτερο κακό ήταν η μεταβολή του τρόπου σκέψης των Ελλήνων .
Οι εύκολες λύσεις αλλά κυρίως ο λαϊκισμός στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας αλλοίωσαν το DNA του μέσου Έλληνα πολίτη σε σημείο που οτιδήποτε έρχονταν σε αντίθεση με τις πρακτικές της δεκαετίας του ’80 να θεωρούνταν μη αποδεκτό .
Το αποτέλεσμα το βιώνουμε όλοι μετά το 2008, με τα μνημόνια , την τρόικα και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, διότι όποιος χρωστά εκ των πραγμάτων δεν είναι ελεύθερος.
Η διόγκωση του δημοσίου χρέους υπονόμευσε την ελευθερία μας και υποθήκευσε το μέλλον αρκετών γενεών .
Σαράντος Λέκκας, Οικονομολόγος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών