γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Οι δύο χώρες έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους για την υπογραφή μίας νέας πυρηνικής συμφωνίας και την αποφυγή μίας κούρσας εξοπλισμών
Κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας ανακοινώθηκε η κατάργηση της Συνθήκης για Πυρηνικά Όπλα Μέσης Εμβέλειας (INF), καθώς οι δύο χώρες που συμμετείχαν στη συνθήκη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, αποχώρησαν από αυτή.
«Στις 2 Αυγούστου του 2019, με αμερικανική πρωτοβουλία, παύει η ισχύς της Συνθήκης που υπεγράφη στις 8 Δεκεμβρίου του 1987 στην Ουάσινγκτον από τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ για την κατάργηση των πυραύλων μέσου βεληνεκούς», ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, αναφερόμενη στη συμφωνία των δύο πλευρών, η οποία ουσιαστικά απαγόρευε τη χρήση πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς.
Σύμφωνα με την αμερικανική πλευρά, η αιτία για την κατάργηση της συμφωνίας ήταν οι παραβιάσεις που είχε πραγματοποιήσει το παρελθόν η Ρωσία, με την Ουάσιγκτον να επιρρίπτει ουσιαστικά την ευθύνη αποκλειστικά στη Μόσχα για τη σχετική εξέλιξη.
Όπως ανέφερε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, «η αποχώρηση των ΗΠΑ σύμφωνα με το άρθρο XV της συνθήκης τίθεται σήμερα σε ισχύ επειδή η Ρωσία δεν επανήλθε στον πλήρη και εξακριβωμένο σεβασμό της συνθήκης», προσθέτοντας ότι «οι ΗΠΑ δεν θα παραμείνουν μέρος μιας συνθήκης που παραβιάζεται σκοπίμως από τη Ρωσία».
Η πλευρά της Ρωσίας ωστόσο έχει απορρίψει τις σχετικές κατηγορίες, ενώ την περασμένη Παρασκευή το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε την Ουάσιγκτον να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η παγκόσμια σταθερότητα, διευκρινίζοντας ότι αν δε συμβεί αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν την αποκλειστική ευθύνη για την κλιμάκωση των εντάσεων παγκοσμίως.
Παράλληλα, η ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ ανέφερε ότι η Μόσχα παραμένει ανοιχτή στον έντιμο και εποικοδομητικό διάλογο με την Ουάσιγκτον, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας.
«Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια στρατηγική ασφάλεια», υπογράμμισε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Sergei Ryabkov, στον απόηχο των σχετικών εξελίξεων, ενώ πρόσθεσε ότι η υπογραφή μίας νέας συμφωνίας δε βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη.
Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump εξέφρασε την επιθυμία του να υπάρξει μία νέα συμφωνία για πυρηνικά στην οποία εκτός από τη Ρωσία θα συμμετέχει και η Κίνα, αναφέροντας μάλιστα ότι έχει μιλήσει στις δύο χώρες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και ότι αμφότερες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα θετικές.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, μία τέτοια συνθήκη θα ήταν «κάτι σπουδαίο για τον κόσμο», τονίζοντας παράλληλα ότι «η Κίνα ήταν πολύ ενθουσιασμένη για αυτό και το ίδιο ενθουσιασμένη ήταν και η Ρωσία, οπότε πιστεύω ότι θα έχουμε μία συμφωνία σε κάποιο βαθμό».
Παρά το γεγονός ότι και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, δήλωσε ότι η Ρωσία έχει την αποκλειστική ευθύνη για την κατάργηση της συνθήκης, ο ίδιος τόνισε ότι το NATO δεν επιθυμία «μία νέα κούρσα εξοπλισμών», ενώ παράλληλα επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν σχέδια για την ανάπτυξη πυρηνικών πυραύλων στην Ευρώπη.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο πως όλες οι πλευρές επιθυμούν την επίτευξη μίας νέας πυρηνικής συμφωνίας και ταυτόχρονα την αποφυγή μίας κούρσας εξοπλισμών, αυτό που πρέπει να εξετάσουν όλες οι πλευρές είναι τόσο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι δυνατή η υπογραφή μίας νέας συμφωνίας, όσο και το ενδεχόμενο συμμετοχής της Κίνας.
Ωστόσο, η πλευρά του Πεκίνου είχε καταστήσει πριν από μερικούς μήνες σαφές ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε μία τέτοια συμφωνία, καθώς τα οπλικά συστήματα τα οποία αναπτύσσει είναι αποκλειστικά για αμυντικούς σκοπούς και δεν αποτελούν κίνδυνο για άλλες χώρες.
Μάλιστα, το κινεζικό ΥΠΕΞ επανέλαβε την περασμένη εβδομάδα ότι «η Κίνα δεν πρόκειται να συμφωνήσει στο να γίνει πολυμερής η Συνθήκη INF», γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί και από το γεγονός ότι το Πεκίνο έχει σημαντικά μικρότερο αριθμό πυραύλων σε σύγκριση με τις άλλες δύο χώρες.
Πέρα από το γεγονός ότι η Κίνα διαθέτει δέκα φορές μικρότερο αριθμό πυρηνικών όπλων σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το γεγονός ότι η συμφωνία αφορά πυρηνικά όπλα μέσης εμβέλειας ενδεχομένως να αποτελεί επίσης έναν λόγο για την οποίο το Πεκίνο δεν ενδιαφέρεται να υπογράψει μία συνθήκη με την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι σε δύο χρόνια ολοκληρώνεται και η Συνθήκη για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων (START), στην οποία είχαν προχωρήσει οι ΗΠΑ και η Ρωσία τον Απρίλιο του 2010, και η οποία αφορά τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων.
Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες να μη βρίσκονται το τελευταίο διάστημα σε ιδανικά επίπεδα, ωστόσο είναι δεδομένο ότι η επέκταση της σχετικής συνθήκης είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών, καθώς χωρίς αυτή δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 50 χρόνια.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η επέκταση της Συνθήκης για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων αποτελεί την απαραίτητη βάση πάνω στην οποία οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να συζητήσουν τη δημιουργία και την υπογραφή νέων συμφωνιών, οι οποίες θα αφορούν μεταξύ άλλων και τα όπλα μέσης εμβέλειας, καθώς και να διατηρήσουν τις παγκόσμιες ισορροπίες.
Επιπλέον, μία τέτοια επέκταση της Συνθήκης θα έδινε στην Ουάσιγκτον το απαραίτητο διάστημα που επιθυμεί προκειμένου να πραγματοποιήσει συζητήσεις με την Κίνα και να προσπαθήσει να πείσει το Πεκίνο να συμμετάσχει σε μία νέα τριμερή συμφωνία.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
«Στις 2 Αυγούστου του 2019, με αμερικανική πρωτοβουλία, παύει η ισχύς της Συνθήκης που υπεγράφη στις 8 Δεκεμβρίου του 1987 στην Ουάσινγκτον από τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ για την κατάργηση των πυραύλων μέσου βεληνεκούς», ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, αναφερόμενη στη συμφωνία των δύο πλευρών, η οποία ουσιαστικά απαγόρευε τη χρήση πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς.
Σύμφωνα με την αμερικανική πλευρά, η αιτία για την κατάργηση της συμφωνίας ήταν οι παραβιάσεις που είχε πραγματοποιήσει το παρελθόν η Ρωσία, με την Ουάσιγκτον να επιρρίπτει ουσιαστικά την ευθύνη αποκλειστικά στη Μόσχα για τη σχετική εξέλιξη.
Όπως ανέφερε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, «η αποχώρηση των ΗΠΑ σύμφωνα με το άρθρο XV της συνθήκης τίθεται σήμερα σε ισχύ επειδή η Ρωσία δεν επανήλθε στον πλήρη και εξακριβωμένο σεβασμό της συνθήκης», προσθέτοντας ότι «οι ΗΠΑ δεν θα παραμείνουν μέρος μιας συνθήκης που παραβιάζεται σκοπίμως από τη Ρωσία».
Η πλευρά της Ρωσίας ωστόσο έχει απορρίψει τις σχετικές κατηγορίες, ενώ την περασμένη Παρασκευή το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε την Ουάσιγκτον να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η παγκόσμια σταθερότητα, διευκρινίζοντας ότι αν δε συμβεί αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν την αποκλειστική ευθύνη για την κλιμάκωση των εντάσεων παγκοσμίως.
Παράλληλα, η ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ ανέφερε ότι η Μόσχα παραμένει ανοιχτή στον έντιμο και εποικοδομητικό διάλογο με την Ουάσιγκτον, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας.
«Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια στρατηγική ασφάλεια», υπογράμμισε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Sergei Ryabkov, στον απόηχο των σχετικών εξελίξεων, ενώ πρόσθεσε ότι η υπογραφή μίας νέας συμφωνίας δε βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη.
Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump εξέφρασε την επιθυμία του να υπάρξει μία νέα συμφωνία για πυρηνικά στην οποία εκτός από τη Ρωσία θα συμμετέχει και η Κίνα, αναφέροντας μάλιστα ότι έχει μιλήσει στις δύο χώρες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και ότι αμφότερες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα θετικές.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, μία τέτοια συνθήκη θα ήταν «κάτι σπουδαίο για τον κόσμο», τονίζοντας παράλληλα ότι «η Κίνα ήταν πολύ ενθουσιασμένη για αυτό και το ίδιο ενθουσιασμένη ήταν και η Ρωσία, οπότε πιστεύω ότι θα έχουμε μία συμφωνία σε κάποιο βαθμό».
Παρά το γεγονός ότι και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, δήλωσε ότι η Ρωσία έχει την αποκλειστική ευθύνη για την κατάργηση της συνθήκης, ο ίδιος τόνισε ότι το NATO δεν επιθυμία «μία νέα κούρσα εξοπλισμών», ενώ παράλληλα επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν σχέδια για την ανάπτυξη πυρηνικών πυραύλων στην Ευρώπη.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο πως όλες οι πλευρές επιθυμούν την επίτευξη μίας νέας πυρηνικής συμφωνίας και ταυτόχρονα την αποφυγή μίας κούρσας εξοπλισμών, αυτό που πρέπει να εξετάσουν όλες οι πλευρές είναι τόσο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι δυνατή η υπογραφή μίας νέας συμφωνίας, όσο και το ενδεχόμενο συμμετοχής της Κίνας.
Ωστόσο, η πλευρά του Πεκίνου είχε καταστήσει πριν από μερικούς μήνες σαφές ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε μία τέτοια συμφωνία, καθώς τα οπλικά συστήματα τα οποία αναπτύσσει είναι αποκλειστικά για αμυντικούς σκοπούς και δεν αποτελούν κίνδυνο για άλλες χώρες.
Μάλιστα, το κινεζικό ΥΠΕΞ επανέλαβε την περασμένη εβδομάδα ότι «η Κίνα δεν πρόκειται να συμφωνήσει στο να γίνει πολυμερής η Συνθήκη INF», γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί και από το γεγονός ότι το Πεκίνο έχει σημαντικά μικρότερο αριθμό πυραύλων σε σύγκριση με τις άλλες δύο χώρες.
Πέρα από το γεγονός ότι η Κίνα διαθέτει δέκα φορές μικρότερο αριθμό πυρηνικών όπλων σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το γεγονός ότι η συμφωνία αφορά πυρηνικά όπλα μέσης εμβέλειας ενδεχομένως να αποτελεί επίσης έναν λόγο για την οποίο το Πεκίνο δεν ενδιαφέρεται να υπογράψει μία συνθήκη με την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι σε δύο χρόνια ολοκληρώνεται και η Συνθήκη για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων (START), στην οποία είχαν προχωρήσει οι ΗΠΑ και η Ρωσία τον Απρίλιο του 2010, και η οποία αφορά τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων.
Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες να μη βρίσκονται το τελευταίο διάστημα σε ιδανικά επίπεδα, ωστόσο είναι δεδομένο ότι η επέκταση της σχετικής συνθήκης είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών, καθώς χωρίς αυτή δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 50 χρόνια.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η επέκταση της Συνθήκης για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων αποτελεί την απαραίτητη βάση πάνω στην οποία οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να συζητήσουν τη δημιουργία και την υπογραφή νέων συμφωνιών, οι οποίες θα αφορούν μεταξύ άλλων και τα όπλα μέσης εμβέλειας, καθώς και να διατηρήσουν τις παγκόσμιες ισορροπίες.
Επιπλέον, μία τέτοια επέκταση της Συνθήκης θα έδινε στην Ουάσιγκτον το απαραίτητο διάστημα που επιθυμεί προκειμένου να πραγματοποιήσει συζητήσεις με την Κίνα και να προσπαθήσει να πείσει το Πεκίνο να συμμετάσχει σε μία νέα τριμερή συμφωνία.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών