γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Ένα από τα βασικά ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν άμεσα μετά τις εκλογές είναι οι εμπορικές συμφωνίες του Ηνωμένου Βασιλείου
Με τις γενικές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο να βρίσκονται μόλις μερικές μέρες μακριά, η προσοχή της διεθνούς κοινότητας στρέφεται όλο και περισσότερο στην περιοχή της Γηραιάς Αλβιώνας και τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν μετά την ερχόμενη Πέμπτη.
Παρά το γεγονός ότι το Εργατικό Κόμμα έχει μειώσει την απόστασή του από το Συντηρητικό Κόμμα στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η διαφορά μέχρι στιγμής παραμένει αρκετά σημαντική, γεγονός που δίνει «ώθηση» στην προεκλογική καμπάνια του νυν πρωθυπουργού Boris Johnson.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών, ο επόμενος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να διαχειριστεί με το καλύτερο δυνατό τρόπο το ζήτημα του Brexit και της πορεία της χώρας κατά τους επόμενους μήνες.
Η παράταση για το Brexit ολοκληρώνεται στις 31 Ιανουαρίου, και εφόσον δεν υπάρξει νέα επέκταση της μεταβατικής περιόδου, η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να διαπραγματευτεί και να υλοποιήσει σταδιακά όλες τις απαραίτητες συμφωνίες οι οποίες θα στηρίξουν μακροπρόθεσμα την οικονομία της χώρας.
Ένα από τα βασικά ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν άμεσα είναι οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και του υπόλοιπου κόσμου, ειδικότερα μάλιστα εκείνες που αφορούν τους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους του Λονδίνου.
Η κυβέρνηση του Boris Johnson εμφανίζεται αισιόδοξη ότι η νέα εμπορική συμφωνία ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ολοκληρωθεί πριν το τέλος του 2020 και να τεθεί άμεσα σε ισχύ.
Μάλιστα, πριν από μερικές ημέρες ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, Sajid Javid, εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα διασφαλίσει μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από το τέλος τους επόμενου έτους, ενώ παράλληλα τόνισε ότι το ενδεχόμενο ενός Brexit χωρίς εμπορική συμφωνία είναι «εξαιρετικά μικρό».
«Οι δύο πλευρές έχουν ήδη συμφωνήσει σε ένα σχεδιάγραμμα μίας φιλόδοξης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου και θα είναι σε θέση να την ολοκληρώσουν πριν από τον Ιούνιο, έτσι ώστε οι χώρες της ΕΕ να έχουν αρκετό χρόνο για να την επικυρώσουν», επεσήμανε στον ραδιοφωνικό σταθμό BBC 4 ο Βρετανός υπουργός.
Τον Νοέμβριο ωστόσο, η επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Sabine Weyand, χαρακτήρισε ως «πρακτικά αδύνατη» την επίτευξη μίας συνολικής εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές μέχρι το τέλος του έτους, διευκρινίζοντας μάλιστα πως εάν επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία, θα είναι σε πολύ «βασικό» επίπεδο.
«Η μεταβατική περίοδος θα δώσει στις διαπραγματευτικές ομάδες λιγότερους από 12 μήνες για τις συνομιλίες», ανέφερε η αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πρόσθεσε ότι η άλλη εναλλακτική είναι μία έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς εμπορική συμφωνία.
Παρά τις δεσμεύσεις του Βρετανού πρωθυπουργού για ολοκλήρωση της συμφωνίας πριν από τον Δεκέμβριο του 2020, ένα τέτοιο εγχείρημα θα αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολο, κυρίως εξαιτίας του διαθέσιμου χρόνου που θα έχουν οι διαπραγματευτικές ομάδες για τις συνομιλίες.
Εφόσον οι συνομιλίες ξεκινήσουν μετά τις 31 Ιανουαρίου, οι δύο πλευρές θα έχουν στη διάθεσή τους έντεκα μήνες ώστε να οριστικοποιήσουν μία συμφωνία, η οποία θα έχει αρκετά τεχνικά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να διευθετηθούν.
Προκειμένου να καταλάβει κανείς την πολύπλοκη φύση αυτών των συμφωνιών, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι διαπραγματεύσεις για τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CETA) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά διήρκησαν πάνω από πέντε χρόνια.
Παράλληλα, η τέως πρωθυπουργός της χώρας, Theresa May, είχε θέσει ένα χρονοδιάγραμμα δύο ετών για τις σχετικές διαπραγματεύσεις, ενώ σύμφωνα με τα όσα είχε αναφέρει στην επιτροπή του Brexit η καθηγήτρια δικαίου της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, Catherine Barnard, ο μέσος χρόνος διαπραγμάτευσης μίας εμπορικής συμφωνίας είναι 48 μήνες.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί μία αρκετά πολύπλοκη διαδικασία πριν προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες.
Αρχικά οι χώρες τις ΕΕ θα ξεκινήσουν εσωτερικές διαβουλεύσεις, προκειμένου να θέσουν τους στόχους τους για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο που θα έχει στην Ένωση μία συμφωνία με τη Βρετανία.
Εφόσον υπάρξει συμφωνία, αυτή θα πρέπει εν συνεχεία να επικυρωθεί από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, μία διαδικασία η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει επίσης αρκετές εβδομάδες, εάν όχι μήνες, προκειμένου να ολοκληρωθεί.
Η συμφωνία που είχε υπογράψει μάλιστα η Ευρωπαϊκή Ένωση με τον Καναδά, μπορεί να υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2016, αλλά η επικύρωσή της από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.
Το παραπάνω γεγονός δείχνει από μόνο του ότι ακόμα και εάν η βρετανική κυβέρνηση ενεργήσει ταχύτατα και παρουσιαστεί ιδιαίτερα ευέλικτη στις διαπραγματεύσεις, οι εσωτερικές διαδικασίες της ΕΕ αναμένεται να καθυστερήσουν τη διαδικασία και να «βγάλουν» το Λονδίνο εκτός χρονοδιαγράμματος.
Επιπλέον, εάν δει κανείς το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών του Ηνωμένου Βασιλείου για το 2018, θα διαπιστώσει ότι το 49% εξ΄ αυτών είναι με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που σημαίνει ότι ένα Brexit χωρίς εμπορική συμφωνία θα είχε άμεσο αντίκτυπο στη βρετανική οικονομία.
Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι το Λονδίνο ενδέχεται στο τέλος της ημέρας να χρειαστεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς των Βρυξελλών στις εμπορικές συνομιλίες, προκειμένου να υπάρξει μία συμφωνία η οποία θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές.
Δεδομένης της όλης διαδικασίας που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση στις εμπορικές της διαπραγματεύσεις, το ενδεχόμενο ολοκλήρωσης της συμφωνίας μέσα στο 2020 φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο, εάν όχι απίθανο.
Ωστόσο, σε επίπεδο χωρών, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η εμπορική συμφωνία που επιθυμούν να συνάψουν οι δύο πλευρές είναι εξίσου σημαντική με αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ήδη ασκήσει πιέσεις στον Boris Johnson ώστε να απορρίψει τη Συμφωνία Απόσυρσης μεταξύ Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτιμώντας ότι μία τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στις δύο πλευρές να καταλήξουν ταχύτερα σε μία εμπορική συμφωνία.
Προκειμένου όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει αφενός να επιτρέψει την είσοδο περισσότερων αμερικανικών προϊόντων στην αγορά της χώρας, και αφετέρου να συμβαδίσει περισσότερο με τους κανόνες ασφαλείας τροφίμων της Ουάσιγκτον.
Ακόμα και εάν η βρετανική κυβέρνηση αποδεχθεί σχετικά άμεσα τα αιτήματα των ΗΠΑ, προκειμένου να εξοικονομήσει χρόνο, μία τέτοια συμφωνία θα είχε δυσκολίες να επικυρωθεί από το κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ παράλληλα θα δημιουργούσε επιπλοκές και στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεδομένου ότι το 2018 οι εμπορικές συναλλαγές της Βρετανίας με την ΕΕ αντιπροσώπευαν το 49% του συνολικού της εμπορίου, έναντι 15% με τις ΗΠΑ, η σειρά των επόμενων κινήσεών της ενδέχεται να βασιστεί σε δύο παράγοντες.
Εάν η Βρετανία βιαστεί να συνάψει μία συμφωνία με τις ΗΠΑ, υπάρχει κίνδυνος να ζημιώσει την οικονομία της μακροπρόθεσμα και να καθυστερήσει σημαντικά την αντίστοιχη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό σημαίνει ότι ίσως είναι καλύτερο για τη βρετανική κυβέρνηση να δώσει περισσότερο βάρος στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και μετά να ξεκινήσει τις συνομιλίες με την Ουάσιγκτον.
Όλα τα παραπάνω βέβαια βασίζονται στο σενάριο ότι η επόμενη κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα συνεχίσει κανονικά τη διαδικασία του Brexit, και ότι η χώρα θα αποχωρήσει από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου του ερχόμενου έτους.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Παρά το γεγονός ότι το Εργατικό Κόμμα έχει μειώσει την απόστασή του από το Συντηρητικό Κόμμα στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η διαφορά μέχρι στιγμής παραμένει αρκετά σημαντική, γεγονός που δίνει «ώθηση» στην προεκλογική καμπάνια του νυν πρωθυπουργού Boris Johnson.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών, ο επόμενος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να διαχειριστεί με το καλύτερο δυνατό τρόπο το ζήτημα του Brexit και της πορεία της χώρας κατά τους επόμενους μήνες.
Η παράταση για το Brexit ολοκληρώνεται στις 31 Ιανουαρίου, και εφόσον δεν υπάρξει νέα επέκταση της μεταβατικής περιόδου, η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να διαπραγματευτεί και να υλοποιήσει σταδιακά όλες τις απαραίτητες συμφωνίες οι οποίες θα στηρίξουν μακροπρόθεσμα την οικονομία της χώρας.
Ένα από τα βασικά ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν άμεσα είναι οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και του υπόλοιπου κόσμου, ειδικότερα μάλιστα εκείνες που αφορούν τους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους του Λονδίνου.
Η κυβέρνηση του Boris Johnson εμφανίζεται αισιόδοξη ότι η νέα εμπορική συμφωνία ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ολοκληρωθεί πριν το τέλος του 2020 και να τεθεί άμεσα σε ισχύ.
Μάλιστα, πριν από μερικές ημέρες ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, Sajid Javid, εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα διασφαλίσει μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από το τέλος τους επόμενου έτους, ενώ παράλληλα τόνισε ότι το ενδεχόμενο ενός Brexit χωρίς εμπορική συμφωνία είναι «εξαιρετικά μικρό».
«Οι δύο πλευρές έχουν ήδη συμφωνήσει σε ένα σχεδιάγραμμα μίας φιλόδοξης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου και θα είναι σε θέση να την ολοκληρώσουν πριν από τον Ιούνιο, έτσι ώστε οι χώρες της ΕΕ να έχουν αρκετό χρόνο για να την επικυρώσουν», επεσήμανε στον ραδιοφωνικό σταθμό BBC 4 ο Βρετανός υπουργός.
Τον Νοέμβριο ωστόσο, η επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Sabine Weyand, χαρακτήρισε ως «πρακτικά αδύνατη» την επίτευξη μίας συνολικής εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές μέχρι το τέλος του έτους, διευκρινίζοντας μάλιστα πως εάν επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία, θα είναι σε πολύ «βασικό» επίπεδο.
«Η μεταβατική περίοδος θα δώσει στις διαπραγματευτικές ομάδες λιγότερους από 12 μήνες για τις συνομιλίες», ανέφερε η αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πρόσθεσε ότι η άλλη εναλλακτική είναι μία έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς εμπορική συμφωνία.
Παρά τις δεσμεύσεις του Βρετανού πρωθυπουργού για ολοκλήρωση της συμφωνίας πριν από τον Δεκέμβριο του 2020, ένα τέτοιο εγχείρημα θα αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολο, κυρίως εξαιτίας του διαθέσιμου χρόνου που θα έχουν οι διαπραγματευτικές ομάδες για τις συνομιλίες.
Εφόσον οι συνομιλίες ξεκινήσουν μετά τις 31 Ιανουαρίου, οι δύο πλευρές θα έχουν στη διάθεσή τους έντεκα μήνες ώστε να οριστικοποιήσουν μία συμφωνία, η οποία θα έχει αρκετά τεχνικά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να διευθετηθούν.
Προκειμένου να καταλάβει κανείς την πολύπλοκη φύση αυτών των συμφωνιών, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι διαπραγματεύσεις για τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CETA) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά διήρκησαν πάνω από πέντε χρόνια.
Παράλληλα, η τέως πρωθυπουργός της χώρας, Theresa May, είχε θέσει ένα χρονοδιάγραμμα δύο ετών για τις σχετικές διαπραγματεύσεις, ενώ σύμφωνα με τα όσα είχε αναφέρει στην επιτροπή του Brexit η καθηγήτρια δικαίου της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, Catherine Barnard, ο μέσος χρόνος διαπραγμάτευσης μίας εμπορικής συμφωνίας είναι 48 μήνες.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί μία αρκετά πολύπλοκη διαδικασία πριν προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες.
Αρχικά οι χώρες τις ΕΕ θα ξεκινήσουν εσωτερικές διαβουλεύσεις, προκειμένου να θέσουν τους στόχους τους για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο που θα έχει στην Ένωση μία συμφωνία με τη Βρετανία.
Εφόσον υπάρξει συμφωνία, αυτή θα πρέπει εν συνεχεία να επικυρωθεί από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, μία διαδικασία η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει επίσης αρκετές εβδομάδες, εάν όχι μήνες, προκειμένου να ολοκληρωθεί.
Η συμφωνία που είχε υπογράψει μάλιστα η Ευρωπαϊκή Ένωση με τον Καναδά, μπορεί να υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2016, αλλά η επικύρωσή της από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.
Το παραπάνω γεγονός δείχνει από μόνο του ότι ακόμα και εάν η βρετανική κυβέρνηση ενεργήσει ταχύτατα και παρουσιαστεί ιδιαίτερα ευέλικτη στις διαπραγματεύσεις, οι εσωτερικές διαδικασίες της ΕΕ αναμένεται να καθυστερήσουν τη διαδικασία και να «βγάλουν» το Λονδίνο εκτός χρονοδιαγράμματος.
Επιπλέον, εάν δει κανείς το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών του Ηνωμένου Βασιλείου για το 2018, θα διαπιστώσει ότι το 49% εξ΄ αυτών είναι με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που σημαίνει ότι ένα Brexit χωρίς εμπορική συμφωνία θα είχε άμεσο αντίκτυπο στη βρετανική οικονομία.
Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι το Λονδίνο ενδέχεται στο τέλος της ημέρας να χρειαστεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς των Βρυξελλών στις εμπορικές συνομιλίες, προκειμένου να υπάρξει μία συμφωνία η οποία θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές.
Δεδομένης της όλης διαδικασίας που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση στις εμπορικές της διαπραγματεύσεις, το ενδεχόμενο ολοκλήρωσης της συμφωνίας μέσα στο 2020 φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο, εάν όχι απίθανο.
Ωστόσο, σε επίπεδο χωρών, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η εμπορική συμφωνία που επιθυμούν να συνάψουν οι δύο πλευρές είναι εξίσου σημαντική με αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ήδη ασκήσει πιέσεις στον Boris Johnson ώστε να απορρίψει τη Συμφωνία Απόσυρσης μεταξύ Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτιμώντας ότι μία τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στις δύο πλευρές να καταλήξουν ταχύτερα σε μία εμπορική συμφωνία.
Προκειμένου όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει αφενός να επιτρέψει την είσοδο περισσότερων αμερικανικών προϊόντων στην αγορά της χώρας, και αφετέρου να συμβαδίσει περισσότερο με τους κανόνες ασφαλείας τροφίμων της Ουάσιγκτον.
Ακόμα και εάν η βρετανική κυβέρνηση αποδεχθεί σχετικά άμεσα τα αιτήματα των ΗΠΑ, προκειμένου να εξοικονομήσει χρόνο, μία τέτοια συμφωνία θα είχε δυσκολίες να επικυρωθεί από το κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ παράλληλα θα δημιουργούσε επιπλοκές και στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεδομένου ότι το 2018 οι εμπορικές συναλλαγές της Βρετανίας με την ΕΕ αντιπροσώπευαν το 49% του συνολικού της εμπορίου, έναντι 15% με τις ΗΠΑ, η σειρά των επόμενων κινήσεών της ενδέχεται να βασιστεί σε δύο παράγοντες.
Εάν η Βρετανία βιαστεί να συνάψει μία συμφωνία με τις ΗΠΑ, υπάρχει κίνδυνος να ζημιώσει την οικονομία της μακροπρόθεσμα και να καθυστερήσει σημαντικά την αντίστοιχη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό σημαίνει ότι ίσως είναι καλύτερο για τη βρετανική κυβέρνηση να δώσει περισσότερο βάρος στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και μετά να ξεκινήσει τις συνομιλίες με την Ουάσιγκτον.
Όλα τα παραπάνω βέβαια βασίζονται στο σενάριο ότι η επόμενη κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα συνεχίσει κανονικά τη διαδικασία του Brexit, και ότι η χώρα θα αποχωρήσει από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου του ερχόμενου έτους.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών